Η μητέρα του Πεισίστρατου και η μητέρα του Σόλωνα ήταν εξαδέλφες. Ο ίδιος ο Πεισίστρατος ήταν πάμπλουτος, ωραίος άνδρας, φοβερός ρήτορας και βεβαιωμένα ανδρείος, καθώς είχε διακριθεί σε μια μάχη των Αθηναίων με τους Μεγαρείς. Βρέθηκε επικεφαλής των «διακρίων», των χωρικών και εργατών που κατοικούσαν στις «άκρες» της Αττικής και μάχονταν για την ανακατανομή της γης. Αντίπαλοί τους ήταν οι «πεδινοί», στους οποίους συνασπίζονταν οι πλούσιοι γαιοκτήμονες, ουσιαστικά αυτοί που είχαν περισσότερο πληγεί από τη νομοθεσία του Σόλωνα, και οι «παράλιοι», οι έμποροι φανατικοί υποστηρικτές του Σόλωνα.
Αν και πλούσιος, ο Πεισίστρατος το έπαιζε προστάτης του λαού. Εμφανίστηκε στην Εκκλησία του Δήμου, έδειξε ένα τραύμα του και κατήγγειλε ότι τον χτύπησαν «οι εχθροί του λαού». Για την προστασία του ζήτησε να προσλάβει μερικούς σωματοφύλακες. Εξάδελφός του ο Σόλων, τον ήξερε και από την καλή και από την ανάποδη. Υποψιάστηκε αμέσως ότι το τραύμα προερχόταν από αυτοτραυματισμό. Σηκώθηκε και είπε:
«Άνδρες Αθηναίοι, είμαι πιο φρόνιμος από μερικούς και πιο γενναίος από άλλους: Πιο φρόνιμος από εκείνους που δεν βλέπουν τον δόλο του Πεισίστρατου και πιο γενναίος από τους άλλους που τον βλέπουν αλλά δεν τολμούν να μιλήσουν».
Η Εκκλησία του Δήμου δεν πείστηκε από τον Σόλωνα. Ψήφισε να δοθεί στον Πεισίστρατο δικαίωμα να έχει φρουρά πενήντα ανδρών. Προσέλαβε τετρακόσιους. Κυρίευσε την Ακρόπολη κι επέβαλε δικτατορία (τυραννίδα). Ήταν το 561 π.Χ. και ήταν η φορά που ο Σόλων μίλησε για χήνες («Κάθε Αθηναίος μόνος του έχει το βήμα της αλεπούς. Όλοι μαζί, όμως, περπατούν σα χήνες»). Ο Σόλων πέθανε, οι παράλιοι συμμάχησαν με τους πεδινούς και ο Πεισίστρατος ανατράπηκε (556 π.Χ.). Έξι χρόνια αργότερα, ο φιλόδοξος Πεισίστρατος απέδειξε έμπρακτα την ορθότητα της άποψης του Σόλωνα για την ομαδική νοημοσύνη των συμπολιτών του.
Μπροστά πήγαιναν οι κήρυκες. Πίσω ακολουθούσε επιβλητικό άρμα που κάποιος ηνίοχος οδηγούσε. Όρθια μέσα στην αστραφτερή της πανοπλία, με το δόρυ «παρά πόδα», πανύψηλη κι εκτυφλωτική, η θεά Αθηνά με την περικεφαλαία της και την τρομερή ασπίδα. Και πίσω από το άρμα ακολουθούσε με ρυθμό παρέλασης ο ιδιωτικός στρατός του Πεισίστρατου. Οι κήρυκες διαλαλούσαν πως ήταν θέλημα θεάς η εξουσία να αποδοθεί στον Πεισίστρατο. Ο λαός γονάτισε εντυπωσιασμένος. Ο Πεισίστρατος ξανάγινε τύραννος (550).
Θα περνούσε κάμποσος καιρός ώσπου να μαθευτεί ότι η «Αθηνά» δεν ήταν παρά μια κοπέλα που έναντι αμοιβής ανέλαβε να παίξει τον ρόλο της ζωής της. Παράλιοι και πεδινοί τον ανέτρεψαν πάλι (549 π.Χ.) και τον εξόρισαν. Επέστρεψε τρία χρόνια αργότερα (546) με στρατό και αυτή τη φορά εγκαταστάθηκε για τα καλά στην εξουσία.
Όταν, ύστερα από 19 χρόνια, πέθανε, εχθροί και φίλοι τού αναγνώρισαν ότι είχε διαχειριστεί την εξουσία με εξυπνάδα, σύνεση και μετριοπάθεια. Και έγινε ο μοναδικός στην παγκόσμια ιστορία δικτάτορας που δεν κατάργησε τίποτε από την υπάρχουσα νομοθεσία. Με όλα τα όργανα του κράτους να φαίνονται ότι λειτουργούν άψογα, όπως και πριν. Η «λεπτομέρεια» ήταν ότι Εκκλησία του Δήμου, Βουλή των Τετρακοσίων, Άρειος Πάγος, Γερουσία και Εννέα Άρχοντες δεν περνούσαν απόφαση αν δεν άρεσε στον Πεισίστρατο. Και τα βόλεψε με εκείνους που τον ακολούθησαν πιστεύοντας ότι θα κάνει ανακατανομή της γης μοιράζοντας στους ακτήμονες τα κρατικά χωράφια και τη γη των εξόριστων αριστοκρατών.
Ταυτόχρονα, παρ’ ότι δικτάτορας, έβαλε άθελά του τις θεσμικές βάσεις για τον ερχομό της Δημοκρατίας και με την πολιτιστική πολιτική του τα θεμέλια της χρυσής πεντηκονταετίας: κόσμησε την Αθήνα με μεγαλοπρεπείς κατασκευές, όπως όλοι οι δικτάτορες του κόσμου, αλλά ευνόησε τα γράμματα (μεταξύ άλλων, στην εποχή του συγκεντρώθηκαν και καταγράφηκαν τα ομηρικά έπη), τα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια μετατράπηκαν σε πανελλήνιας ακτινοβολίας γιορτές και μέσα απ’ αυτές ξεπήδησαν ο διθύραμβος και το δράμα.
Ο Θέσπις το καθιέρωσε στα 530 π.Χ., τρία χρόνια πριν από τον θάνατο του τυράννου (527 π.Χ.). Η εξουσία κληροδοτήθηκε στα παιδιά του, Ιππία και Ίππαρχο. Ουσιαστικά στον Ιππία, καθώς ο Ίππαρχος εκμεταλλεύτηκε την τυραννίδα ως εισιτήριο για διασκεδάσεις και συμπόσια. Τον Ίππαρχο σκότωσαν οι τυραννοκτόνοι. Ο Ιππίας ανατράπηκε με τη βοήθεια των Σπαρτιατών.
Αν και πλούσιος, ο Πεισίστρατος το έπαιζε προστάτης του λαού. Εμφανίστηκε στην Εκκλησία του Δήμου, έδειξε ένα τραύμα του και κατήγγειλε ότι τον χτύπησαν «οι εχθροί του λαού». Για την προστασία του ζήτησε να προσλάβει μερικούς σωματοφύλακες. Εξάδελφός του ο Σόλων, τον ήξερε και από την καλή και από την ανάποδη. Υποψιάστηκε αμέσως ότι το τραύμα προερχόταν από αυτοτραυματισμό. Σηκώθηκε και είπε:
«Άνδρες Αθηναίοι, είμαι πιο φρόνιμος από μερικούς και πιο γενναίος από άλλους: Πιο φρόνιμος από εκείνους που δεν βλέπουν τον δόλο του Πεισίστρατου και πιο γενναίος από τους άλλους που τον βλέπουν αλλά δεν τολμούν να μιλήσουν».
Η Εκκλησία του Δήμου δεν πείστηκε από τον Σόλωνα. Ψήφισε να δοθεί στον Πεισίστρατο δικαίωμα να έχει φρουρά πενήντα ανδρών. Προσέλαβε τετρακόσιους. Κυρίευσε την Ακρόπολη κι επέβαλε δικτατορία (τυραννίδα). Ήταν το 561 π.Χ. και ήταν η φορά που ο Σόλων μίλησε για χήνες («Κάθε Αθηναίος μόνος του έχει το βήμα της αλεπούς. Όλοι μαζί, όμως, περπατούν σα χήνες»). Ο Σόλων πέθανε, οι παράλιοι συμμάχησαν με τους πεδινούς και ο Πεισίστρατος ανατράπηκε (556 π.Χ.). Έξι χρόνια αργότερα, ο φιλόδοξος Πεισίστρατος απέδειξε έμπρακτα την ορθότητα της άποψης του Σόλωνα για την ομαδική νοημοσύνη των συμπολιτών του.
Μπροστά πήγαιναν οι κήρυκες. Πίσω ακολουθούσε επιβλητικό άρμα που κάποιος ηνίοχος οδηγούσε. Όρθια μέσα στην αστραφτερή της πανοπλία, με το δόρυ «παρά πόδα», πανύψηλη κι εκτυφλωτική, η θεά Αθηνά με την περικεφαλαία της και την τρομερή ασπίδα. Και πίσω από το άρμα ακολουθούσε με ρυθμό παρέλασης ο ιδιωτικός στρατός του Πεισίστρατου. Οι κήρυκες διαλαλούσαν πως ήταν θέλημα θεάς η εξουσία να αποδοθεί στον Πεισίστρατο. Ο λαός γονάτισε εντυπωσιασμένος. Ο Πεισίστρατος ξανάγινε τύραννος (550).
Θα περνούσε κάμποσος καιρός ώσπου να μαθευτεί ότι η «Αθηνά» δεν ήταν παρά μια κοπέλα που έναντι αμοιβής ανέλαβε να παίξει τον ρόλο της ζωής της. Παράλιοι και πεδινοί τον ανέτρεψαν πάλι (549 π.Χ.) και τον εξόρισαν. Επέστρεψε τρία χρόνια αργότερα (546) με στρατό και αυτή τη φορά εγκαταστάθηκε για τα καλά στην εξουσία.
Όταν, ύστερα από 19 χρόνια, πέθανε, εχθροί και φίλοι τού αναγνώρισαν ότι είχε διαχειριστεί την εξουσία με εξυπνάδα, σύνεση και μετριοπάθεια. Και έγινε ο μοναδικός στην παγκόσμια ιστορία δικτάτορας που δεν κατάργησε τίποτε από την υπάρχουσα νομοθεσία. Με όλα τα όργανα του κράτους να φαίνονται ότι λειτουργούν άψογα, όπως και πριν. Η «λεπτομέρεια» ήταν ότι Εκκλησία του Δήμου, Βουλή των Τετρακοσίων, Άρειος Πάγος, Γερουσία και Εννέα Άρχοντες δεν περνούσαν απόφαση αν δεν άρεσε στον Πεισίστρατο. Και τα βόλεψε με εκείνους που τον ακολούθησαν πιστεύοντας ότι θα κάνει ανακατανομή της γης μοιράζοντας στους ακτήμονες τα κρατικά χωράφια και τη γη των εξόριστων αριστοκρατών.
Ταυτόχρονα, παρ’ ότι δικτάτορας, έβαλε άθελά του τις θεσμικές βάσεις για τον ερχομό της Δημοκρατίας και με την πολιτιστική πολιτική του τα θεμέλια της χρυσής πεντηκονταετίας: κόσμησε την Αθήνα με μεγαλοπρεπείς κατασκευές, όπως όλοι οι δικτάτορες του κόσμου, αλλά ευνόησε τα γράμματα (μεταξύ άλλων, στην εποχή του συγκεντρώθηκαν και καταγράφηκαν τα ομηρικά έπη), τα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια μετατράπηκαν σε πανελλήνιας ακτινοβολίας γιορτές και μέσα απ’ αυτές ξεπήδησαν ο διθύραμβος και το δράμα.
Ο Θέσπις το καθιέρωσε στα 530 π.Χ., τρία χρόνια πριν από τον θάνατο του τυράννου (527 π.Χ.). Η εξουσία κληροδοτήθηκε στα παιδιά του, Ιππία και Ίππαρχο. Ουσιαστικά στον Ιππία, καθώς ο Ίππαρχος εκμεταλλεύτηκε την τυραννίδα ως εισιτήριο για διασκεδάσεις και συμπόσια. Τον Ίππαρχο σκότωσαν οι τυραννοκτόνοι. Ο Ιππίας ανατράπηκε με τη βοήθεια των Σπαρτιατών.