Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

ΚΛΕΑΝΘΗΣ Ο ΑΣΣΙΟΣ - ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΩΣ ΖΩΝΤΑΝΗ ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΛΕΥΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ ΩΣ ΥΨΙΣΤΗ ΑΡΕΤΗ

Ο Κλεάνθης ο Άσσιος (από την Άσσο της Τρωάδος, 330 π.Χ. - 232 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας στωικός φιλόσοφος. Υιός του Φανίου, υπήρξε μαθητής, επί 19 ολόκληρα έτη, και, εν τέλει, διάδοχος του Ζήνωνα, ως ο δεύτερος κατά σειρά δάσκαλος της Αρχαίας Στοάς. Πρώην πυγμάχος αθλητής, έφθασε στην Αθήνα γύρω στο έτος 282, με μόνον 4 δραχμές στο πουγκί του, όπου σπούδασε Φιλοσοφία υπό τον κυνικό Κράτητα αλλά κυρίως υπό τον Ζήνωνα επί 14 πλήρη έτη, όντας υποχρεωμένος, κατά την παράδοση, να κερδίζει τα προς το ζην με νυκτερινή εργασία αρτεργάτου ή άντληση ύδατος για λογαριασμό ενός κηπουρού. Λέγεται ότι οι Αθηναίοι πολίτες, παρατηρώντας ότι ήταν υγιής και δυνατός και παρευρίσκετο ανελειπώς στις παραδόσεις του Ζήνωνος, παρά το ότι δεν είχε φανερούς οικονομικούς πόρους, τον παρέπεμψαν στον Άρειο Πάγο, κατά τα νόμιμα της πόλεως, ώστε να εξηγήσει από πού αντλούσε τα προς το ζην. Όταν κατέθεσαν υπέρ του ο κηπουρός για λογαριασμό του οποίου αντλούσε νερό και η γυναίκα στον αλευρόμυλο και φούρνο της οποίας εργαζόταν, οι δικαστές συγκινήθηκαν σε τέτοιον βαθμό για την αφοσίωσή του στην Φιλοσοφία, ώστε ψήφισαν να του χορηγηθούν τιμής ένεκεν δέκα μναι από το ταμείο της πόλεως (ο Ζήνων, δεν του επέτρεψε ωστόσο να δεχθεί το χρηματικό βραβείο).

Ο Κλεάνθης ήταν άνθρωπος μεγάλης σωματικής ρώμης (κάποιοι τον αποκαλούσαν «Δεύτερο Ηρακλέα») και εξαιρετικά πνευματώδης (απάντησε κάποτε σε κάποιον που τον είχε αποκαλέσει «γάιδαρο» ότι μόνον αυτός θα μπορούσε να σηκώσει το.. σαμάρι του Ζήνωνος). Υπήρξε μία αξιοσέβαστη προσωπικότητα, πλήρης πνευματικότητος και λέγεται μάλιστα ότι, στα βαθιά του γεράματα, σε ηλικία 99 ετών, ήταν αυτός ο ίδιος που έδωσε τέλος στη ζωή του, παύοντας να λαμβάνει οποιαδήποτε τροφή όπως πιθανόν και ο δασκαλός τού, Ζήνων, (πολύ αργότερα, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος έστησε προς τιμήν του φιλοσόφου αυτού, ένα άγαλμά του στην ιδιαιτέρα πατρίδα του, Άσσο). Τον διεδέχθη μετά από 32ετή σχολαρχεία ο μαθητής του Χρύσιππος από τους Σόλους.

Η φιλοσοφία του

Η φιλοσοφική δραστηριότητα του Κλεάνθους είχε συντηρητικά χαρακτηριστικά, καθώς δεν ανέπτυξε τις διδασκαλίες του Ζήνωνος, αλλά απλώς τις διεφύλαξε πιστά. Ο διάδοχος του Ζήνωνος δημιουργεί απλώς υποκατηγορίες στην στωική τριχοτόμηση της Φιλοσοφίας, θέτοντας την Διαλεκτική και Ρητορική υπό την Λογική και απλώνοντας την Ηθική με την πρόσθεση της Πολιτικής (μελέτη των Ηθικών Αρχών του βίου και των συντακτικών Αρχών της Πολιτείας) και την Φυσική με την πρόσθεση της Θεολογίας. Ο Κλεάνθης προσυπογράφει τις θέσεις του δασκάλου του, ότι το κάθε ανθρώπινο ον οφείλει να έχει στη ζωή του τον ίδιο ανώτερο και ηθικό προορισμό, να επιδιώκει τον ίδιο σκοπό του «ομολογουμένως ζην» και να λαμβάνει την ίδια αμοιβή, απλώς τα μέσα και οι διαδρομές προς την επίτευξη του σκοπού είναι διαφορετικά από άνθρωπο σε άνθρωπο, αν και από την Φύση έχουν διανεμηθεί κατά δίκαιο και αμερόληπτο τρόπο. Η Φύση δεν κάνει διακρίσεις, παραγκωνισμούς και αδικίες αλλά για όλους ισχύουν οι ίδιοι νόμοι και όλοι είναι τέκνα της ιδίας Αρχής. Δικό του δρόμο ο Κλεάνθης ακολούθησε μόνο στην αξιολόγηση του Ηλίου (αντί του Αιθέρος) ως Ηγεμονικού του Κόσμου, στην Κοσμογονία και την Ηθική του. Σε αυτόν ανάγεται η (διευρυνθείσα εν σχέσει προς τον Ζήνωνα) διατύπωση - έκφραση για το «Τέλος», κατά την οποία ο στωικός πρέπει να ζει σε απόλυτη εσωτερική συμφωνία (ομολογία) προς την Φύση, προσέθεσε δε στον όρο του Ζήνωνος το «τήι Φύσει», βελτιώνοντάς τον σε «ομολογουμένως τήι Φύσει ζήν».

Σύμφωνα με τον Κλεάνθη, αρχή του παντός είναι το πυρ, πυρ όμως είναι και ο κόσμος, με τον οποίο αποτελούν ταυτότητα. Ύψιστο αγαθό του ανθρώπου είναι να προσαρμόζει την ατομική του βούληση στους νόμους της φύσης, του σύμπαντος. Η Γνώση δεν είναι παρά το αποτέλεσμα των εξωτερικών εντυπώσεων στην ανθρώπινη ψυχή. Θεωρούσε το σύμπαν σαν μια ζωντανή ύπαρξη, το θεό ως την ψυχή του σύμπαντος, τον ήλιο ως καρδιά του. Στην ηθική τόνισε την ανιδιοτέλεια, λέγοντας ότι το να κάνεις καλό στους άλλους με την προοπτική του ιδίου οφέλους είναι συγκρίσιμο με το να τρέφεις βόδια με σκοπό να τα φας. Υποστήριξε ότι οι κακές σκέψεις είναι χειρότερες από τις κακές πράξεις, όπως ακριβώς ένας όγκος που σκάει από έναν που δε σκάει.

Ο Πλούταρχος αφηγείται ότι:
«Ο βασιλιάς Αντίγονος ( Αντίγονος Β΄ Γονατάς) όταν μετά από καιρό είδε κάποτε στην Αθήνα τον Κλεάνθη και τον ρώτησε: «Αλέθεις ακόμα «Κλεάνθη;» «Αλέθω, βασιλιά», του απάντησε εκείνος «και το κάνω» για να μη χάσω τη διδασκαλία του Ζήνωνα και τη φιλοσοφία». Πόσο σπουδαίο φρόνημα είχε ο άνθρωπος που άλεθε το σιτάρι με το χέρι του και έψηνε το ψωμί έγραφε για τους θεούς, για τη σελήνη, για τα άστρα και για τον ήλιο.[1]
Έργα

Ο Διογένης ο Λαέρτιος, διασώζει έναν κατάλογο 50 έργων του, που από τον Χάνς Φον Άρνιμ επεξετάσθη σε 57 στο σύνολο, στην πλειονότητά τους ηθικού περιεχομένου (ανάμεσά τους και ερμηνευτικά έργα στον Όμηρο και στον Ηράκλειτο τον Εφέσιο): «Περί Χρόνου», «Περί της του Ζήνωνος φυσιολογίας», «Ερωτική Τέχνη», «Αρχαιολογία», «Περί Ευβουλίας», «Ηρακλείτου Εξηγήσεις», «Περί Αισθήσεως», «Περί Τέχνης», «Περί Αρετών», «Περί Ελευθερίας», «Περί Νόμων», «Περί Επιστήμης», «Περί του ότι η αυτή Αρετή Ανδρός και Γυναικός», «Περί Διαλεκτικής» κ.ά. Από όλα του τα έργα, διασώθηκε από τον Στοβαίο μόνον ο «Ύμνος εις Δία», μία προσπάθεια να τεθεί η ποίηση στην υπηρεσία της φιλοσοφικής γνώσεως.

[1] Πλούταρχος, Περί του μη δειν δανείζεσθαι

Περί του ύμνου προς τον Δία

Ο ύμνος του Κλεάνθη προς τον Δία σε σύγκριση με τον αντίστοιχο καλλιμάχειο ύμνο φανερώνει ότι ενώ ο Καλλίμαχος ασχολείται με την ανάπτυξη των παραδοσιακών υμνολογικών χαρακτηριστικών, για να επιτύχει ένα ενσυνείδητο λογοτεχνικό αποτέλεσμα, ο Κλεάνθης αναπτύσσει και τροποποιεί τη βασική μορφή του εξαμετρικού ύμνου (= επίκληση, αρετές του θεού, δέηση και χαιρετισμός) σε έναν τραχιά λαξευμένο στίχο για φιλοσοφικούς σκοπούς, εντάσσοντας τον καθιερωμένο ποιητικό Δία και τις συμβατικές ιδιότητές του στη νέα στωική κοσμολογία. Το ποίημα βρίθει από υπαινιγμούς στον Ηράκλειτο, του οποίου το κοσμοείδωλο θεωρείται από τον Κλεάνθη ενισχυτικό των στωικών ιδεών.

Οι στίχοι 1-6 αποτελούν το προοίμιο του ύμνου. Ο παγκόσμιος θεός / νόμος διευθύνει όλα τα πράγματα και αξίζει τη δοξολογία μας. Ο Κλεάνθης χρησιμοποιεί πολύ το ομηρικό λεξιλόγιο με καινούργια όμως σημασία. Η επίκλησή του είναι δομημένη παραδοσιακά: προσφώνηση στο θεό, επανάληψη της αντωνυμίας δευτέρου προσώπου, αιτιολόγηση της εξύμνησης. Στίχοι που τελειώνουν με στίξη και ηχηρά επίθετα αυξάνουν τη μεγαλοπρέπεια και την επισημότητα.

***
Ο Ύμνος προς τον Δία

1 Των αθανάτων ενδοξότερε, πολυώνυμε, [1] αιώνια πανίσχυρε,
Δία, της φύσης[2] πρώτη αρχή, που κυβερνάς τα πάντα με το νόμο[3] σου,
χαίρε! Δίκαιο είναι όλοι οι θνητοί να προσφωνούν εσένα.
Γιατί από εσένα γεννηθήκαμε - μίμηση ιδιότητας θεϊκής λαχαίνοντας
5 μόνοι εμείς οι άνθρωποι[4]- όλα τα θνητά που ζουν και σέρνονται πάνω στη γη.
Γι' αυτό κι εγώ εσένα θα εγκωμιάσω και τη δύναμή σου πάντα θα ψάλλω.
[5]Σ' εσένα υπακούει, πράγματι, όλος αυτός ο κόσμος που γύρω απ' τη γη
στροβιλίζεται, όπου τυχόν τον οδηγείς, και με τη θέλησή του εξουσιάζεται.
Τέτοιο εργαλείο έχεις βοηθό στ' ανίκητα χέρια σου,
10 διχαλωτό, πυρωμένο, παντοτινά που ζει κεραυνό.
Γιατί από το χτύπημά του ολοκληρώνονται όλα τα έργα της φύσης. [6]
Μ' αυτόν εσύ κατευθύνεις την ενιαία τάξη του κόσμου, που μέσα[7] απ' όλα
περνά κι ανακατεύεται με τα μεγάλα και τα μικρά φώτα[8]
...
εσύ, που τόσο μεγάλος είσαι, ύψιστος βασιλιάς για πάντα.
15 Κι ούτε πάνω στη γη γίνεται έργο κανένα χωρίς εσένα, θεέ,
ούτε στον θείο, αιθέριο πόλο τ' ουρανού, ούτε στον πόντο,
εκτός απ' όσα πράττουν οι κακοί από μωρία δική τους.
Μα εσύ και τα υπερβολικά γνωρίζεις να τα κάνεις πρέποντα και τάξη να βάζεις στην αταξία,
κι εκείνα που μοιάζουνε εχθρικά μέσα από εσένα φιλιώνουνε. [9]
20 Γιατί έτσι σε σύνολο ένα τα πάντα συνταίριασες, καλά με κακά,
ώστε ένας να είναι ο λόγος όλων[10] αιώνιος.
Αυτόν αποφεύγουν και προσπαθούν ν' απορρίψουν όσοι απ' τους θνητούς
είναι κακοί, οι κακόμοιροι, που την κατοχή αγαθών διαρκώς ποθώντας
ούτε τον κοινό νόμο του θεού παρατηρούν, ούτε του δίνουν σημασία.
25 Σ' αυτόν αν υπάκουαν θα μπορούσαν να ζήσουν βίο αγαθό, μυαλωμένο.
Όμως αυτοί ορμούν δίχως μυαλό ο καθένας κι αλλού,
άλλοι ανταγωνισμό κακό μεταξύ τους για τη δόξα έχοντας,
άλλοι στραμμένοι στο κέρδη δίχως καμία ευπρέπεια,
άλλοι στη ραστώνη και του σώματος τις ηδονές. [11]
30 Όμως τους βρίσκουν συμφορές και σύρονται κάθε φορά και σ' άλλο στόχο, απ' τη σπουδή τους καταλήγοντας σε κάτι εντελώς αντίθετο απ' την καλή ζωή που προσδοκούν.
[12]Αλλά Δία, δότη όλων των χαρισμάτων, μαυροσύννεφε, άρχοντα του κεραυνού, [13] είθε να ελευθερώνεις τους ανθρώπους απ' την ολέθρια άγνοια:
αυτήν εσύ, πατέρα, σκόρπισέ την μακριά απ' την ψυχή, το σχέδιο δώσε
35 να γνωρίσουμε που πάνω του βασίζεσαι και με δικαιοσύνη κυβερνάς τα πάντα, ώστε αφού μας κάνεις τούτη την τιμή, να στην ανταποδώσουμε,
υμνώντας τα έργα σου ακατάπαυστα, καθώς ταιριάζει
σε κάποιον που είναι θνητός, αφού ούτε στους θνητούς υπάρχει κάποιο προνόμιο μεγαλύτερο, ούτε στους θεούς, απ' το να υμνούμε τον αιώνιο κοινό νόμο, όπως είναι δίκαιο.
---------
Σημαντικά σχόλια σχετικά με τον ύμνο του Δία

[1] Στο παραδοσιακό θρησκευτικό πλαίσιο η λέξη αφορά τους πολλούς λατρευτικούς τίτλους ενός θεού, όμως εδώ εφαρμόζεται στο στωικό Θεό, ο οποίος είναι λόγος / νόμος / φύσις / πρόνοια / ειμαρμένη κ.τ.λ. Ο θεός των Στωικών δεν είναι πάνω και πέρα απ' το σύμπαν που δημιουργεί και εξουσιάζει, αλλά ταυτίζεται μ' αυτό. Επιπλέον υπάρχει στο σημείο αυτό κατά πάσα πιθανότητα ένας υπαινιγμός στη στωική ιδέα ότι τα ονόματα των διαφόρων θεών του Ολύμπου είναι στην πραγματικότητα όλα τους ονόματα για τις διάφορες όψεις της μόνης φύσεως.

[2] Φύση για τους Στωικούς είναι η ουσία των πραγμάτων. Αυτή δίνει σε κάθε πράγμα του κόσμου την ξεχωριστή του ουσία και ελέγχει τις διαδικασίες της αλλαγής και της παρακμής. Φύση και Θεός ταυτίζονται.

[3] Όλα τα πράγματα διευθύνονται από το θεϊκό νόμο σε συμφωνία με τη λογική (λόγος).

[4] Οι άνθρωποι είναι πλασμένοι κατ' εικόνα του Θεού με την έννοια ότι μόνο αυτοί απ' όλα τα ζώντα, τα οποία όμως επίσης έχουν την αρχή τους στο Θεό, διαθέτουν την ικανότητα της λογικής και είναι επομένως σε επαφή με το θείο λόγο του σύμπαντος.

[5] Από το στίχο 7 ως και το στίχο 31 έχουμε το κυρίως μέρος του ύμνου. Ο Ζευς / Λόγος είναι η πυρφόρα αρχή του σύμπαντος και διευθύνει όλα τα πράγματα. Το στωικό κοσμοείδωλο είναι ντετερμινιστικό: κάθε γεγονός είναι ορισμένο εκ των προτέρων και λαμβάνει χώρα σε αρμονία με το θεϊκό σχέδιο / λόγος που ενεργεί πάντα για το αγαθό. Οι ανόητοι, όπως και οι σοφοί, έχουν το δικό τους ρόλο στο θεϊκό σχέδιο. Ενώ όμως οι σοφοί παίζουν εκούσια το ρόλο τους, οι ανόητοι αγωνίζονται, μάταια όμως, ενάντια στο πεπρωμένο. Αυτή η ντετερμινιστική θέαση του κόσμου οδήγησε τους Στωικούς σε αδιέξοδα όσον αφορά το θέμα της ελεύθερης βούλησης: η αφροσύνη των ανόητων δεν είναι και αυτή μοιρόγραφτη;

[6] Οι Στωικοί, ακολουθώντας τον Ηράκλειτο, θεωρούσαν το καθαρό αιθέριο πυρ ως διευθύνουσα αρχή του σύμπαντος. Πίστευαν ότι μια τάση, ένας τόνος, συνέχει το σύμπαν ως όλο, αλλά και κάθε ξεχωριστό πράγμα μέσα σ' αυτό. Αυτός ο τόνος προκαλείται από το καθοδηγητικό χτύπημα της φωτιάς.

[7] Στο πρωτότυπο υπάρχει η πρόθεση διά (=διαμέσου), η οποία έχει τεθεί ως υπαινιγμός στην παρετυμολογία του ονόματος του Δία από την πρόθεση αυτή, παρετυμολογία που είχε ήδη επιχειρήσει ο Ησίοδος, Έργα και Ημέραι 3-4. Είναι για τους Στωικούς διά, διαμέσου, του Δία που συμβαίνουν όλα τα πράγματα.

[8] Μεγάλα φώτα είναι ο Ήλιος και η Σελήνη, μικρά οι πλανήτες και τα άστρα. Μετά το στίχο αυτό υπάρχει χάσμα στο κείμενο, πιθανώς αρκετών στίχων, όπου ο Κλεάνθης απαριθμούσε ίσως και άλλα πράγματα που διαπερνά ο Ζευς / λόγος / πυρ.

[9]Το νόημα των στίχων είναι: οι υπερβολές εξομαλύνονται σε μια ευρύτερη θέαση των πραγμάτων, η φαινομενική αταξία αποδεικνύεται ότι συντελεί στη ρυθμισμένη φύση του σύμπαντος, πράγματα που φαίνονται στη περιορισμένη αντίληψή μας σε διάσταση μεταξύ τους, στην πραγματικότητα είναι μέρος του ίδιου αγαθού κοσμικού σχεδίου.

[10] Η λογική που επηρεάζει και συνέχει όλα τα πράγματα.

[11] Για τους Στωικούς, όχι η ίδια η σωματική απόλαυση, αλλά το κυνήγι της αποτελεί λάθος.

[12] Μια και μόνη μεγαλοπρεπής περίοδος (στ. 32-39) ολοκληρώνει τον ύμνο. Οφείλεται στο Θεό / Λόγο το ότι ζούμε και κινούμαστε, άρα αξίζει τη δοξολογία μας. Η τυπική καταληκτική δέηση των ελληνικών ύμνων είναι μια συμφωνία ανάμεσα σε δύο ανόμοια μέρη: ο άνθρωπος προσφέρει τιμές στους θεούς και σε αντάλλαγμα λαμβάνει ευημερία. Όμως σ' αυτόν τον ύμνο είναι ο Θεός που πρέπει να ενεργήσει πρώτος για να τιμήσει το λάτρη του και κατόπιν με τη σειρά του θα τιμηθεί (στ. 36). Η παραδοξότητα αυτή οφείλεται στο ότι μόνο αν ο θεός χαρίσει στον άνθρωπο τη λογική, μπορεί ο τελευταίος να αποδώσει με τη σειρά του ορθή λατρεία

[13] Ο Δίας δεν είναι μόνο ο άρχοντας του κεραυνού, του πυρός, αλλά το ίδιο το πυρ.