Οι σκέψεις από μόνες τους δεν αποτελούν πρόβλημα. Μπορεί να είναι πολύ χρήσιμες και να μας βοηθούν να λειτουργήσουμε στην καθημερινότητά μας και να οργανώσουμε τις κοινωνίες μας. Γίνονται όμως εξαιρετικά προβληματικές και δυσλειτουργικές, όταν επιδιώκουν να προσδιορίσουν ποιοτικά τον εαυτό (τον δικό μας ή των άλλων).
Ο ποιοτικός προσδιορισμός του εαυτού αποτελείται από τα επίθετα "καλός, κακός, σωστός, λάθος, ικανός, ανίκανος, αποδεκτός, ανεπιθύμητος, κ.ά", καθώς και από όλων των ειδών τις ταυτότητες (εθνικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, επαγγελματικές, φυλετικές, οπαδικές κ.ά). Αν και αυτές οι ταυτότητες εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μη δημιουργούν κάποιο πρόβλημα, δημιουργούν την αίσθηση του διαχωρισμού μεταξύ των ανθρώπων, κάτι που, υπό συνθήκες, εντείνει τις συγκρούσεις.
Οι σκέψεις που προσδιορίζουν ποιοτικά ένα σώμα (ας μη ξεχνάμε ότι όλα γίνονται από τα σώματα και όχι από κάτι άλλο) δεν μας ωφελούν σε πρακτικό επίπεδο. Δεν μας βοηθάνε να οργανωθούμε ή να προγραμματίσουμε κάτι που θέλουμε να κάνουμε. Πρακτικά δεν εξυπηρετούν τίποτα.
Το πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι σκέψεις που προσδιορίζουν ποιοτικά αυτό που υποτίθεται ότι είμαστε ή είναι οι άλλοι, είναι εξολοκλήρου φανταστικό. Σε αντίθεση με τις πρακτικές σκέψεις που αφορούν την κίνηση του σώματος μέσα στο χώρο ("τι θα κάνω, πώς θα το κάνω, πότε θα το κάνω), οι ποιοτικά προσδιοριστικές σκέψεις επιβάλλουν ένα φανταστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κινείται ένα σώμα για να θεωρείται ασφαλές.
Σκέψεις του τύπου "είμαι σωστός τώρα; μήπως ο άλλος περιμένει από εμένα να είμαι αλλιώς; μήπως ήταν λάθος αυτό που είπα; μήπως ο άλλος με θεωρεί ανεπαρκή ή κακό;" αφορούν το σώμα που συμπεριφέρεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο και κρίνεται από τις σκέψεις ως λάθος, ανεπαρκής ή κακός. Αυτός ο προγραμματισμός υιοθετείται ανεπίγνωστα από τον νου, μέσα από την αλληλεπίδρασή του με άλλα σώματα, κυρίως κατά την περίοδο της ανατροφής - και από τη στιγμή που θα κυριαρχήσουν αυτές οι σκέψεις χάνεται ο φυσικός αυθορμητισμός.
Επομένως, δεν είναι όλες οι σκέψεις προβληματικές. Τα συμπτώματα που ταλαιπωρούν τους περισσότερους ανθρώπους και οφείλονται στις σκέψεις (άγχος, κατάθλιψη, φοβίες, κρίσεις πανικού, κ.ά), εμφανίζουν το κοινό χαρακτηριστικό του ποιοτικού προσδιορισμού του εαυτού - ο οποίος εαυτός έχει ταυτιστεί προηγουμένως με το σώμα. Η πεποίθηση από την οποία προέρχονται όλες αυτές οι σκέψεις είναι η πεποίθηση που λέει "εγώ είμαι αυτό το σώμα".
Από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ του σώματος και ενός φανταστικού προϊόντος (του εαυτού), το σώμα γίνεται έρμαιο του προσδιορισμού του εαυτού. Οι συμπεριφορές του, η έκφρασή του και γενικά οι κινήσεις του μέσα στο χώρο, θα εκφράζουν τα χαρακτηριστικά του εαυτού. Έτσι, το σώμα θα είναι έτοιμο να συγκρουστεί, να σκοτώσει, να χτυπήσει, να κλέψει, να φωνάξει ή να αμυνθεί (ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει κανένας εξωτερικός κίνδυνος), μόνο και μόνο επειδή οι σκέψεις ορίζουν ότι ο εαυτός πρέπει να αποδείξει ότι έχει δίκιο, ότι είναι σωστός, ανώτερος, καλύτερος, ιδιαίτερος, ή ότι δεν είναι λάθος, κακός ή ανίκανος.
Μαζί με την παραπάνω κατανόηση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλες οι σκέψεις είναι αυτόματες και αποτελούν προϊόντα της λειτουργίας του κεντρικού νευρικού συστήματος. Κάτι που σημαίνει ότι δεν ελέγχονται, δεν επιλέγονται και δεν αποτελούν προϊόντα θέλησης ή ελεύθερης βούλησης. Η παρατήρηση και αναγνώρισή τους αρκεί για να ενεργοποιήσει στον νου τις κατάλληλες επιδιορθωτικές διεργασίες. Όλοι γνωρίζουμε διαισθητικά πότε μια σκέψη συμβαδίζει με τις πραγματικές ανάγκες μας για αγάπη, αποδοχή, λειτουργικότητα και κοινωνική ειρήνη. Δεν χρειάζονται κανόνες για να μάθουμε ότι θέλουμε την αγάπη στη ζωή μας και όχι τους διαχωρισμούς και τις συγκρούσεις. Μόνο οι σκέψεις, όταν λειτουργούν ανεπίγνωστα και περιφέρονται μέσα μας χωρίς να έχουν αναγνωριστεί ως σκέψεις, μπορούν να δημιουργήσουν αυτά τα συμπτώματα, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Ο ποιοτικός προσδιορισμός του εαυτού αποτελείται από τα επίθετα "καλός, κακός, σωστός, λάθος, ικανός, ανίκανος, αποδεκτός, ανεπιθύμητος, κ.ά", καθώς και από όλων των ειδών τις ταυτότητες (εθνικές, θρησκευτικές, κοινωνικές, επαγγελματικές, φυλετικές, οπαδικές κ.ά). Αν και αυτές οι ταυτότητες εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μη δημιουργούν κάποιο πρόβλημα, δημιουργούν την αίσθηση του διαχωρισμού μεταξύ των ανθρώπων, κάτι που, υπό συνθήκες, εντείνει τις συγκρούσεις.
Οι σκέψεις που προσδιορίζουν ποιοτικά ένα σώμα (ας μη ξεχνάμε ότι όλα γίνονται από τα σώματα και όχι από κάτι άλλο) δεν μας ωφελούν σε πρακτικό επίπεδο. Δεν μας βοηθάνε να οργανωθούμε ή να προγραμματίσουμε κάτι που θέλουμε να κάνουμε. Πρακτικά δεν εξυπηρετούν τίποτα.
Το πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι σκέψεις που προσδιορίζουν ποιοτικά αυτό που υποτίθεται ότι είμαστε ή είναι οι άλλοι, είναι εξολοκλήρου φανταστικό. Σε αντίθεση με τις πρακτικές σκέψεις που αφορούν την κίνηση του σώματος μέσα στο χώρο ("τι θα κάνω, πώς θα το κάνω, πότε θα το κάνω), οι ποιοτικά προσδιοριστικές σκέψεις επιβάλλουν ένα φανταστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κινείται ένα σώμα για να θεωρείται ασφαλές.
Σκέψεις του τύπου "είμαι σωστός τώρα; μήπως ο άλλος περιμένει από εμένα να είμαι αλλιώς; μήπως ήταν λάθος αυτό που είπα; μήπως ο άλλος με θεωρεί ανεπαρκή ή κακό;" αφορούν το σώμα που συμπεριφέρεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο και κρίνεται από τις σκέψεις ως λάθος, ανεπαρκής ή κακός. Αυτός ο προγραμματισμός υιοθετείται ανεπίγνωστα από τον νου, μέσα από την αλληλεπίδρασή του με άλλα σώματα, κυρίως κατά την περίοδο της ανατροφής - και από τη στιγμή που θα κυριαρχήσουν αυτές οι σκέψεις χάνεται ο φυσικός αυθορμητισμός.
Επομένως, δεν είναι όλες οι σκέψεις προβληματικές. Τα συμπτώματα που ταλαιπωρούν τους περισσότερους ανθρώπους και οφείλονται στις σκέψεις (άγχος, κατάθλιψη, φοβίες, κρίσεις πανικού, κ.ά), εμφανίζουν το κοινό χαρακτηριστικό του ποιοτικού προσδιορισμού του εαυτού - ο οποίος εαυτός έχει ταυτιστεί προηγουμένως με το σώμα. Η πεποίθηση από την οποία προέρχονται όλες αυτές οι σκέψεις είναι η πεποίθηση που λέει "εγώ είμαι αυτό το σώμα".
Από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ του σώματος και ενός φανταστικού προϊόντος (του εαυτού), το σώμα γίνεται έρμαιο του προσδιορισμού του εαυτού. Οι συμπεριφορές του, η έκφρασή του και γενικά οι κινήσεις του μέσα στο χώρο, θα εκφράζουν τα χαρακτηριστικά του εαυτού. Έτσι, το σώμα θα είναι έτοιμο να συγκρουστεί, να σκοτώσει, να χτυπήσει, να κλέψει, να φωνάξει ή να αμυνθεί (ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει κανένας εξωτερικός κίνδυνος), μόνο και μόνο επειδή οι σκέψεις ορίζουν ότι ο εαυτός πρέπει να αποδείξει ότι έχει δίκιο, ότι είναι σωστός, ανώτερος, καλύτερος, ιδιαίτερος, ή ότι δεν είναι λάθος, κακός ή ανίκανος.
Μαζί με την παραπάνω κατανόηση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλες οι σκέψεις είναι αυτόματες και αποτελούν προϊόντα της λειτουργίας του κεντρικού νευρικού συστήματος. Κάτι που σημαίνει ότι δεν ελέγχονται, δεν επιλέγονται και δεν αποτελούν προϊόντα θέλησης ή ελεύθερης βούλησης. Η παρατήρηση και αναγνώρισή τους αρκεί για να ενεργοποιήσει στον νου τις κατάλληλες επιδιορθωτικές διεργασίες. Όλοι γνωρίζουμε διαισθητικά πότε μια σκέψη συμβαδίζει με τις πραγματικές ανάγκες μας για αγάπη, αποδοχή, λειτουργικότητα και κοινωνική ειρήνη. Δεν χρειάζονται κανόνες για να μάθουμε ότι θέλουμε την αγάπη στη ζωή μας και όχι τους διαχωρισμούς και τις συγκρούσεις. Μόνο οι σκέψεις, όταν λειτουργούν ανεπίγνωστα και περιφέρονται μέσα μας χωρίς να έχουν αναγνωριστεί ως σκέψεις, μπορούν να δημιουργήσουν αυτά τα συμπτώματα, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου