Πρόκειται ασφαλώς για τη μεγαλύτερη σε έκταση εσωτερική διήγηση της Οδύσσειας, που πιάνει το ένα έκτο στο σύνολο του έπους. Το ζήτημα είναι αν στην ποσοτική αυτή υπεροχή αντιστοιχεί ανάλογη ποιοτική (που πάει να πει: ποιητική) υπεροχή, και πώς αυτή ελέγχεται. Τρεις συντελεστές προτείνονται εδώ, για να μετρηθεί η ποιοτική στάθμη των «Μεγάλων Απολόγων»: το περιβάλλον τους (η θέση δηλαδή που κατέχουν μέσα στο έπος, με τα προηγούμενα και με τα επόμενά τους)· το αξονικό θέμα τους (καλύτερα: τα δύο βασικά θέματά τους, που συμπλέκονται μεταξύ τους)· η σύνταξή τους (ο τρόπος δηλαδή που μοιράζονται τα μέρη τους τόσο στο εσωτερικό της κάθε ραψωδίας όσο και στο συνολικό πλαίσιο των τεσσάρων ραψωδιών).
Το περιβάλλον
Στον βαθμό που οι «Μεγάλοι Απόλογοι» (ραψωδίες ι-μ) αναφέρονται γενικότερα στον Οδυσσέα και ειδικότερα στον επίμαχο νόστο του, γειτονεύουν τόσο με τους απολόγους του Νέστορα και του Μενελάου (που προηγήθηκαν αντίστοιχα στην τρίτη και στην τέταρτη ραψωδία) όσο και με τα δύο ακραία τραγούδια του Δημοδόκου, που ακούστηκαν στην όγδοη ραψωδία. Στην πρώτη περίπτωση ο αμφίβολος νόστος του Οδυσσέα εντάσσεται στο πλαίσιο συγγενικών και αντιθετικών νόστων άλλων ηρώων του τρωικού πολέμου (προέχει ως παράδειγμα, άλλα και ως αντιπαράδειγμα, ο τραγικός νόστος του Αγαμέμνονα). Στη δεύτερη περίπτωση απαγγέλλονται από τον τυφλό αοιδό, μπροστά στον ίδιο τον Οδυσσέα και στους επιφανείς Φαίακες, δύο τρωικά κατορθώματα του ήρωα (το ένα από την αρχή, το άλλο από το τέλος του πολέμου). Και τα δύο ωστόσο ορίζουν, καθένα με τον τρόπο του, το εμπόλεμο παρελθόν του Οδυσσέα, αποτελώντας αντίστιξη στη μεταπολεμική περιπέτεια του νόστου του, υποβοηθώντας, όπως είδαμε (κυρίως το δεύτερο τραγούδι του Δημοδόκου), να ανοίξει επιτέλους ο φάκελος των «Απολόγων». Σ᾽ αυτή τη διπλή σκαλωσιά πατούν και ανεβαίνουν οι «Μεγάλοι Απόλογοι».
Με το τέλος τους εξάλλου αποφασίζεται τελεσίδικα η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Κλείνει δηλαδή ο κύκλος του εξωτερικού νόστου και ανοίγει ο κύκλος του εσωτερικού νόστου. Η μετακίνηση του ήρωα από τον ένα κύκλο στον άλλο πραγματοποιείται με θαλάσσιο ταξίδι, που το διεκπεραιώνει το αυτόματο καράβι των Φαιάκων, ενώ ο Οδυσσέας βυθίζεται σε αξύπνητο ύπνο, που μοιάζει με θάνατο. Στον βυθό αυτού του παρ᾽ ολίγον θανάσιμου ύπνου βουλιάζουν, για να ξεχαστούν, όλα τα προηγούμενα πάθη του ήρωα, αυτά που ιστόρησε ο ίδιος στους «Μεγάλους Απολόγους» του. Βρισκόμαστε στη μέση ακριβώς του έπους, σε βαθιά τομή, με την οποία η Οδύσσεια κόβεται στα δύο. Ο ακροατής έχει την αίσθηση πως κάτι εδώ τελείωσε και κάτι άλλο τώρα αρχίζει. Σ᾽ αυτό συντελούν και οι στίχοι ν 70-92, που λειτουργούν συγχρόνως ως επίλογος του πρώτου μέρους της Οδύσσειας (προπάντων των «Μεγάλων Απολόγων») και ως προοίμιο του δεύτερου μέρους του έπους (το οποίο εκβάλλει στη «Μνηστηροφονία»).
Από εδώ και πέρα οι «Μεγάλοι Απόλογοι» απωθούνται και λησμονούνται, καθώς στον κύκλο τώρα του εσωτερικού νόστου προγραμματίζεται, προάγεται και συντελείται το άλλο μεγάλο θέμα της Οδύσσειας, η «Μνηστηροφονία». Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το τέλος περίπου της εικοστής τρίτης ραψωδίας, για να ακουστεί ο απόηχος των «Απολόγων» στο παλάτι της Ιθάκης. Ο αναγνωρισμός του Οδυσσέα από την Πηνελόπη έχει συντελεστεί, οι σύζυγοι εναγκαλισμένοι ξεσπούν σε ανακουφιστικό κλάμα, κάνουν έρωτα, κι ύστερα μετακενώνουν ο ένας στον άλλο τις εμπειρίες τους από τα είκοσι χρόνια του χωρισμού τους. Στο σημείο αυτό, ευέλικτος και πονηρός ο ποιητής, αφήνει να ακουστεί (σε πλάγιο όμως λόγο και σε καταλογική μορφή) ο αντίλαλος από τους ξεχασμένους «Μεγάλους Απολόγους» σε τριάντα τέσσερις μόλις στίχους (ψ 310-343): ο Οδυσσέας ιστορεί στην Πηνελόπη με ακραία συντομία μία μετά την άλλη τις περιπέτειες του εξωτερικού του νόστου, αποσιωπώντας ωστόσο στοιχεία της παρασυζυγικής συμπεριφοράς του, που θα μπορούσαν να θίξουν τη φιλοτιμία της γυναίκας του. Και οι «Μικροί Απόλογοι», όπως και οι «Μεγάλοι», σφραγίζονται με τον ύπνο του ήρωα, αποτυπωμένο στους δύο καταληκτικούς στίχους της αφηγηματικής ενότητας (ψ 342-343):
Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, καθώς ύπνος γλυκύς,
λυσιμελής τον έπιασε, κι έλυσε τις φροντίδες της ψυχής του.
Το διπλό θέμα
Το αξονικό θέμα των «Μεγάλων Απολόγων» είναι ο μετέωρος, εξωτερικός νόστος του Οδυσσέα, με αφετηριακό επεισόδιο τη σύγκρουση με τους Κίκονες και τελικό σημείο την καθήλωση του ήρωα στο νησί της Καλυψώς. Ριψοκίνδυνος ασφαλώς νόστος, σημαδεμένος με παθήματα, στο όριο συχνά ζωής και θανάτου. Μετά η Σχερία αποτελεί ακίνδυνη πλέον γέφυρα ανάμεσα στον εξωτερικό και στον εσωτερικό νόστο του Οδυσσέα, πέρασμα και πόρο προς την Ιθάκη. Στο φιλόξενο εξάλλου νησί των Φαιάκων τα συντελεσμένα πια πάθη του Οδυσσέα τροφοδοτούν μια μακρά διήγηση, όπου οδυνηρά βιώματα δέκα χρόνων γίνονται τώρα αναμνηστικός λόγος, οι «Μεγάλοι Απόλογοι». Στο μεταξύ, από τη δεκάχρονή του περιπλάνηση ο Οδυσσέας βγαίνει μετά βίας σώος· φορτωμένος με άλγη και γνώση του πάνω και του κάτω κόσμου, του εγκόσμιου και του απόκοσμου τόπου, του πραγματικού και του φανταστικού τοπίου. Με δυο λόγια: ο εξωτερικός νόστος του Οδυσσέα αποβαίνει από κάθε άποψη οριακός. Έτσι εξάλλου τον προδιαγράφουν και οι πρώτοι στίχοι του προοιμίου του έπους, παραπέμποντας κατευθείαν στους «Μεγάλους Απολόγους».
Οριακός αλλά και εξαιρετικός συνάμα αποδεικνύεται ο εξωτερικός νόστος. Πρόκειται για διπλή εξαίρεση. Η μία όψη της: η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη παρέμεινε για δέκα ολόκληρα χρόνια μετέωρη, αμφίβολη και ασυντέλεστη, ενώ όλοι οι άλλοι ήρωες του τρωικού πολέμου, που επέζησαν από την αντάρα του πολέμου και της θάλασσας, βρέθηκαν στα σπίτια τους. Γιατί ένας θεός και μια αθάνατη νύμφη στάθηκαν εμπόδιο στον δρόμο του δικού του νόστου: ο Ποσειδώνας με τον αλύγιστο θυμό του· η Καλυψώ με τον ανυποχώρητό της έρωτα. Η άλλη όψη της εξαίρεσης είναι ακόμη πιο απροσδόκητη: παρά τον αγώνα και την αγωνία του, ο Οδυσσέας δεν κατόρθωσε, σώζοντας τον εαυτό του, να σώσει και τους εταίρους του· κατορθώνοντας τον δικό του νόστο, να εξασφαλίσει και τον νόστο των συντρόφων του. Η εξαίρεση αυτή συνιστά περίπου σκάνδαλο, γιατί σε όλη τη σχετική παράδοση των Νόστων κανείς άλλος ήρωας του τρωικού πολέμου δεν επιστρέφει στην πατρίδα, έχοντας χάσει όλους τους εταίρους του - ακόμη και ο Μενέλαος κατορθώνει να φέρει τους μισούς συντρόφους του πίσω.
Μ᾽ αυτή όμως τη δεύτερη εξαίρεση διπλασιάζεται και το αξονικό θέμα των «Μεγάλων Απολόγων». Στην πραγματικότητα δηλαδή προκύπτουν δύο νόστοι: ο νόστος του Οδυσσέα και ο νόστος των εταίρων του. Θετικός ο ένας, αρνητικός ο άλλος· συντελεσμένος ο πρώτος, ασυντέλεστος ο δεύτερος. Οι δύο αυτοί αντίθετοι νόστοι αντικρίζονται συνεχώς μεταξύ τους, καθώς εξελίσσονται οι «Μεγάλοι Απόλογοι», προκαλώντας αυξανόμενη δραματική ένταση, προτού οριστικά και αμετάκλητα αποχωριστούν. Στην έξοδο πάντως των «Απολόγων» όλοι οι εταίροι του Οδυσσέα έχουν εξαφανιστεί, σώος παραμένει μόνον ο φιλέταιρος αρχηγός τους, που κινδυνεύει να θεωρηθεί άφιλος. Από την άποψη αυτή ο Οδυσσέας αποδείχνεται ο πιο μοναχικός ήρωας της μετατρωικής παράδοσης.
Στο προοίμιο του έπους ο ποιητής συγκεντρώνει και συμπυκνώνει τον αφανισμό των εταίρων σε ένα μόνο επεισόδιο των «Μεγάλων Απολόγων», και μάλιστα στον τελευταίο σταθμό τους: οι σύντροφοι του Οδυσσέα σφάζουν στη Θρινακία τα ιερά γελάδια του Ήλιου, κι αυτή η ανίερη πράξη τους (ἀτασθαλίη ονομάζεται στο πρωτότυπο) συνεπάγεται τη ματαίωση του νόστου τους και τον οριστικό τους χαμό. Στην πραγματικότητα όμως η ζωή και ο νόστος των εταίρων αφαιρούνται και αναιρούνται προοδευτικά σε τρεις κρίσιμες καμπές των «Απολόγων»: στη χώρα των Κικόνων πέφτουν νεκροί στο πεδίο της μάχης τριάντα εταίροι· στο κλειστό λιμάνι των Λαιστρυγόνων καταποντίζονται αύτανδρα όλα τα πλοία του οδυσσειακού στόλου, εκτός από εκείνο που κυβερνούσε ο ίδιος ο Οδυσσέας· στα ανοιχτά, τέλος, της Θρινακίας συντρίβεται το τελευταίο καράβι και πνίγονται στη φουρτουνιασμένη θάλασσα όλοι οι υπόλοιποι σύντροφοι. Η απώλεια στους Κίκονες στιγματίζει το πρώτο επεισόδιο των «Απολόγων», η απώλεια στους Λαιστρυγόνες το πέμπτο, η απώλεια στη Θρινακία το δέκατο.
Η κατανομή αυτή (στην αρχή, στη μέση και στο τέλος των «Απολόγων») κλιμακώνει και δραματοποιεί τον αρνητικό νόστο των εταίρων, ο οποίος στιγματίζεται ενδιαμέσως και με δύο άλλα, ανθρωποφαγικά τώρα, σήματα. Έξι εταίρους καταβροχθίζει ο Πολύφημος στο επεισόδιο της «Κυκλώπειας»· έξι συντρόφους κατασπαράσσει η Σκύλλα καθ᾽ οδόν προς τη Θρινακία. Δύο φορές εξάλλου οι εταίροι αντιστέκονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην πρόοδο του νόστου. Στο νησί των Λωτοφάγων ενδίδουν στη ληθαργική γλύκα του λωτού και αρνούνται να συνεχίσουν τον δρόμο της επιστροφής τους στην πατρίδα - θα ασκήσει βία ο Οδυσσέας για να τους αποσπάσει. Την άλλη φορά, από φθονερή περιέργεια, ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου, τη στιγμή ακριβώς που αχνοφαίνονται πια τα βουνά της Ιθάκης, ματαιώνοντας έτσι τον βέβαιο νόστο τους.
Με τους όρους αυτούς ο ακροατής του έπους αναρωτιέται αν η ενοχή για την απώλεια των εταίρων βαραίνει αποκλειστικά και μόνο τους ίδιους ή μήπως συμμετέχει σ᾽ αυτήν, θέλοντας και μη, και ο Οδυσσέας. Το προοίμιο φαίνεται να υπερασπίζεται την πρώτη εκδοχή. Η διήγηση όμως του ήρωα στη εξέλιξη των «Απολόγων» του μετριάζει, αν δεν αναιρεί, τη σαρωτική αυτή προκατάληψη. Έτσι, η ακούσια συνενοχή του Οδυσσέα υπονοείται δύο τουλάχιστον φορές. Κατάκοπος ο αρχηγός τους έχει βυθιστεί σε ύπνο, όταν οι εταίροι ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου. Αλλά και στη Θρινακία, όταν οι σύντροφοι, εξουθενωμένοι από την πείνα, σφάζουν, ψήνουν και τρώνε τα ιερά βόδια του Ήλιου, ο Οδυσσέας κατά κάποιον τρόπο απέχει· έχει ανέβει στο βουνό να προσευχηθεί κι εκεί οι θεοί τον παγιδεύουν βυθίζοντάς τον πάλι σε ύπνο. Υπάρχει όμως και μία περίπτωση εκούσιας συνενοχής του ήρωα, μοιραίας μάλιστα για τον ματαιωμένο νόστο των εταίρων.
Η επιμονή του Οδυσσέα, παρά τη φρόνιμη σύσταση των συντρόφων του, να εγκαταλείψουν τη σπηλιά του Κύκλωπα, όσο εκείνος ακόμη απουσιάζει, παίρνοντας μόνο τα κρεμαστά πανέρια με τα τυριά και το τυρόγαλο, έχει αλυσιδωτές συνέπειες σε βάρος των εταίρων. Έξι από αυτούς θα γίνουν βορά του μονόφθαλμου Πολύφημου. Και το χειρότερο: όταν τυφλωμένος πια ο γιος του Ποσειδώνα καταριέται τον Οδυσσέα που τον τύφλωσε να μη φτάσει ποτέ στην Ιθάκη κι ο Ποσειδώνας συναινεί στην κατάρα, ο Δίας, μπροστά στις θυσίες του Οδυσσέα και των εταίρων, ταλαντεύεται: θα αφήσει απεριόριστη την καταστροφή, ή θα την περιορίσει μόνο στους συντρόφους και στα καράβια, αφήνοντας τον νόστο του Οδυσσέα σε εκκρεμότητα; Τελικά ο θεός φαίνεται να συγκλίνει στη δεύτερη απόφαση, προκαθορίζοντας έτσι τη θανάσιμη μοίρα των εταίρων (ι 551-555). Ωστόσο, για να ισχύσει η προαποφασισμένη αυτή επιλογή του Δία, απαιτείται και η έμπρακτη ενοχή των συντρόφων, η ανίερη προσβολή του Ήλιου, με τη σφαγή των ιερών του βοδιών.
Μιλήσαμε για αυξανόμενη και προοδευτική ένταση ανάμεσα στον θετικό νόστο του Οδυσσέα και στον αρνητικό νόστο των εταίρων. Η ένταση αυτή αφηγηματικά οξύνεται, καθώς και οι δύο συμπλεκόμενοι νόστοι, παρότι προκαθορισμένοι, παραμένουν μέχρι τέλους των «Απολόγων» αμφίβολοι και κατά κάποιον τρόπο αλληλέγγυοι. Μόλις στο τέλος της δωδέκατης ραψωδίας ξεχωρίζουν, αλλά και πάλι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, αντικατοπτρίζονται ο ένας στον άλλο: οι σύντροφοι καταποντίζονται στην τρικυμισμένη θάλασσα σαν τις κουρούνες, και χάνονται· ο Οδυσσέας κρεμιέται σε μια αγριοσυκιά σαν νυχτερίδα, ώσπου η Χάρυβδη να ξεράσει τα συντρίμμια από το τσακισμένο καράβι, και τότε μόνο, πηδώντας στο αβυσσαλέο κενό, καβαλικεύει ένα μαδέρι και κάνοντας κουπιά τα χέρια του παλεύει, μέρες εννιά, με το κύμα, ωσότου τη δέκατη πια μέρα αράζει στο απόκοσμο νησί της Καλυψώς. Σώζεται επομένως κι αυτός την τελευταία στιγμή και μετά βίας. Για κάμποσα εξάλλου χρόνια, οκτώ και κάτι, ο νόστος του θα παραμείνει ανέφικτος και κομποδεμένος. Θα χρειαστούν η διαμαρτυρία της Αθηνάς, η απόφαση του Δία και η αποστολή του Ερμή, για να λυθεί επιτέλους ο κόμπος, και πάλι όχι ομαλά και τελεσίδικα.
Η σύνταξη
Οι «Μεγάλοι Απόλογοι» χρωστούν τον δίκαιο έπαινο που τους αποδίδει ο Αλκίνοος στο διάλειμμα της «Μεγάλης Νέκυιας» (λ 363-369) σε δύο αρετές, οι οποίες συστήνουν κυρίως την αφηγηματική τους σύνταξη. Ο φιλόξενος και φιλόμουσος βασιλιάς των Φαιάκων υπογραμμίζει πρώτα την αξιοθαύμαστη μορφή των λόγων (μορφή ἐπέων, λέει το πρωτότυπο κείμενο) και μετά το ξάστερο μυαλό του αφηγητή, που δεν θολώνει το νόημα και τη ροή της διήγησής του (φρένες ἐσθλαί, λέει το πρωτότυπο κείμενο). Ανάλογες εξάλλου αρετές αναγνωρίζει και ο Οδυσσέας στον Δημόδοκο (θ 487-498), παρακινώντας τον να επιδείξει την τέχνη του με ένα ακόμη τραγούδι, ιστορώντας τον διάσημο δόλο του δουρείου ίππου κατὰ κόσμον και κατὰ μοῖραν (ώστε το σύνολο να ακολουθεί την πρέπουσα τάξη, τα μέρη να βρίσκουν τη σωστή τους σειρά). Από τους δύο αυτούς επαίνους συμπεραίνουμε ότι μια καλή διήγηση κρίνεται όχι μόνον από τη θέση και το θέμα της αλλά προπάντων από τον τρόπο της. Στην περίπτωσή μας τρόπος και σύνταξη συμπίπτουν. Για να εκτιμηθεί ωστόσο κόσμια και σωστά η σύνταξη των «Μεγάλων Απολόγων», πρέπει να συγκριθεί με τη θέση και με το θέμα που την υποστηρίζουν.
Η θέση (το πού και το πότε) των «Μεγάλων Απολόγων» στη Σχερία δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Γιατί, στον βαθμό που η μακρά αυτή διήγηση αντιστοιχεί σε συγγενικές διηγήσεις ξενιτεμένων, οι οποίοι (επιστρέφοντας αργά και απροσδόκητα, αγνώριστοι συνήθως, στον τόπο τους) διηγούνται στους δικούς τους τις περιπέτειες που έζησαν και τους κινδύνους που ξεπέρασαν, φαίνεται να ανατρέπει τυπικούς κανόνες: χρόνου, τόπου, ακροατηρίου. Πράγματι οι «Μεγάλοι Απόλογοι» του Οδυσσέα και της Οδύσσειας ελέγχονται από τυπική άποψη αντικανονικοί: εκφέρονται προτού επιστρέψει ο ήρωας στην Ιθάκη (σε ενδιάμεσο επομένως χρόνο)· εντοπίζονται σε ξένο (φιλόξενο βέβαια) τόπο· απευθύνονται σε ξένο (πρόθυμο ασφαλώς) ακροατήριο. Αυτή ωστόσο η αντικανονική τοποθέτηση των «Μεγάλων Απολόγων» σε «λάθος» χρόνο, «λάθος» τόπο και «λάθος» ακροατήριο αποτελεί σήμα της πρωτότυπης σύνταξής τους και μαρτυρεί τη συνθετική ιδιοφυΐα του ποιητή της Οδύσσειας. Για τον απλό λόγο ότι μέσα στο αποφασισμένο γενικό σχέδιο του έπους η ανατρεπτική θέση των «Μεγάλων Απολόγων» κρίνεται υποχρεωτική· οποιαδήποτε μετακίνησή τους θα κατέστρεφε την αφηγηματική οικονομία της Οδύσσειας.
Τυπικά ο απολογισμός της ξενιτιάς τοποθετείται στο τέρμα μιας περιπετειώδους διήγησης, επικυρώνοντας την επιστροφή του ξενιτεμένου, τον αναγνωρισμό του από την πιστή σύζυγο, την εγκατάστασή του στο συζυγικό σπίτι και στη συζυγική κλίνη. Ο απόλογος προσφέρεται τότε από τον άντρα στη γυναίκα του ως αναπλήρωση της μακρόχρονης απουσίας του και καταλήγει σε αμοιβαίο ύπνο, με τον οποίο κλείνει ήρεμα η αυλαία της διήγησης. Όλες αυτές οι συνθήκες ισχύουν, όπως είδαμε, στους ολιγόστιχους «Μικρούς Απολόγους» της Οδύσσειας, που τοποθετούνται στο τέλος περίπου της εικοστής τρίτης ραψωδίας. Δεν ισχύουν όμως καθόλου για τους «Μεγάλους Απολόγους». Γιατί;
Είδαμε ότι ο νόστος του Οδυσσέα μοιράζεται και μοιράζει το έπος στα δύο: δώδεκα ραψωδίες αναφέρονται (έμμεσα στην αρχή και άμεσα μετά) στον εξωτερικό και άλλες δώδεκα στον εσωτερικό νόστο του ήρωα. Ριψοκίνδυνος και επικίνδυνος δεν είναι μόνον ο εξωτερικός αλλά και ο εσωτερικός νόστος του Οδυσσέα, ο οποίος μάλιστα εξελίσσεται με τη "Μνηστηροφονία" σε φονικό νόστο, που πραγματοποιείται μέσα στο βασιλικό παλάτι της Ιθάκης. Τούτο σημαίνει ότι το δεύτερο μέρος του έπους είχε προοριστεί από τον ποιητή για το ταραχώδες θέμα της «Μνηστηροφονίας», το οποίο δεν άφηνε πρόσφορο χώρο και ήρεμο χρόνο, για να αναπτυχθεί η μακρά διήγηση των «Μεγάλων Απολόγων». Με άλλα λόγια: η «Μνηστηροφονία», καλύπτοντας το δεύτερο μέρος της Οδύσσειας, έσπρωξε τους «Μεγάλους Απολόγους» στο πρώτο μέρος της, το οποίο αποδείχτηκε όχι απλώς κατάλληλο αλλά ιδανικό.
Καταρχήν, ευνοεί εδώ ο χώρος με τις συνθήκες του. Το νησί της Σχερίας, το βασιλικό παλάτι, το βασιλικό ζεύγος, η ωραία και θαρραλέα κόρη, οι ίδιοι οι Φαίακες συστήνουν, με τον ειρηνικό και φιλόξενο πολιτισμό τους, μια πρώτης τάξεως υποδοχή τόσο για τον αφηγητή Οδυσσέα όσο και για τη διεξοδική του διήγηση. Ευνοϊκός όμως αποδείχνεται και ο χρόνος των «Μεγάλων Απολόγων»: ως εγκιβωτισμένο παρελθόν τέμνει το ποιητικό παρόν του έπους στην κρισιμότερη καμπή του. Ο Οδυσσέας μόλις έχει σωθεί από το τελευταίο συντριπτικό του ναυάγιο· εξουθενωμένος και εξαγριωμένος από την πάλη του με την τρικυμισμένη θάλασσα, αντικρίζει στην παραποτάμια όχθη της Σχερίας τη Ναυσικά, η οποία, λούζοντας και ντύνοντας το γυμνό του σώμα, τον εξανθρωπίζει πάλι και πρόθυμα τον οδηγεί στο βασιλικό παλάτι. Όπου, αδιάγνωστος ακόμη, φιλοξενείται γενναιόδωρα από την Αρήτη, τον Αλκίνοο και τους επιφανείς Φαίακες, εξασφαλίζοντας αμέσως την υπόσχεση του νόστου του. Και όταν μετά πιέζεται από τον βασιλιά να δηλώσει την ταυτότητά του, αναλαμβάνει να διηγηθεί τα πάθη του νόστου του όχι μόνο για να τον γνωρίσουν οι άλλοι (ανάμεσά τους και ο ακροατής του έπους), αλλά και για να αναγνωρίσει ο ίδιος τον ρημαγμένο εαυτό του. Από την άποψη αυτή οι «Μεγάλοι Απόλογοι» προσφέρουν γνώση αλλά ομολογούν και αυτογνωσία. Παρελθόν και παρόν του ήρωα ξαναβρίσκουν τώρα τη συνοχή τους, για να αντιμετωπίσουν το προβληματικό μέλλον.
Συμπέρασμα: η πρωτοτυπία των οδυσσειακών «Απολόγων» δεν βρίσκεται, όπως συχνά λέγεται, στον αναδρομικό εγκιβωτισμό τους μέσα στο ποιητικό παρόν του έπους, καθιερώνοντας για πρώτη, υποτίθεται, φορά την τεχνική του φλας μπακ. Αλλά στην «αντικανονική» μετάθεσή τους σε ενδιάμεσο χώρο και χρόνο, μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού νόστου, επέχοντας θέση γέφυρας, ώστε να περάσουμε από το πρώτο στο δεύτερο μέρος της Οδύσσειας ενήμεροι για το ποιος είναι, τι έπαθε και τι κατόρθωσε ο Οδυσσέας, προτού πατήσει το πόδι του στην Ιθάκη, όπου τον περιμένει η δοκιμασία της μνηστηροφονίας.
Πρωτότυπο όμως δεν είναι μήτε και το περιεχόμενο των «Μεγάλων Απολόγων». Η ομηρική έρευνα έχει αποδείξει ότι τουλάχιστον ορισμένα τερατικά επεισόδια (τους μονόφθαλμους Κύκλωπες, τους γιγάντιους Λαιστρυγόνες, τις Σειρήνες, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη) ο ποιητής τα δανείστηκε από ένα αρχαιότερο έπος, γνωστό ως Αργοναυτικά, και μετασχηματισμένα τα ενσωμάτωσε στο δικό του έπος. Την οφειλή του εξάλλου αυτή, έμμεσα έστω, την ομολογεί ο ποιητής της Οδύσσειας, μνημονεύοντας στη δωδέκατη ραψωδία τη διάσημη Αργώ, που τη χαρακτηρίζει μάλιστα πασιμέλουσα: όλοι την ξέρουν και την τραγουδούν (μ 70). Τούτο σημαίνει ότι η θεματική πρωτοτυπία των «Μεγάλων Απολόγων» αναγνωρίζεται περισσότερο από τον τρόπο της διάταξης και της σύνταξης των διαδοχικών επεισοδίων τους.
Τρεις συν μία (ι-μ) είναι οι ραψωδίες που αφιερώνονται στους «Μεγάλους Απολόγους». Εννέα συν ένα βγαίνουν μετρημένα τα διαδοχικά τους επεισόδια. Τούτο σημαίνει ότι στην κάθε ραψωδία αναλογούν τρία επεισόδια, με την εξαίρεση της ενδέκατης ραψωδίας, που την καταλαμβάνει εξ ολοκλήρου το επεισόδιο της «Μεγάλης Νέκυιας» (νέκυς θα πει «νεκρός», και νέκυια είναι ο λόγος για τις σκιές του κάτω κόσμου). Τριαδική επομένως είναι η αρχή που καθορίζει τη σύνταξη των επεισοδίων στις ραψωδίες ι, κ, μ. Συγκεκριμένα: στην ένατη ραψωδία (στην πρώτη των «Απολόγων») συντάσσονται τα επεισόδια των Κικόνων, των Λωτοφάγων και των Κυκλώπων· στη δέκατη τα επεισόδια του Αιόλου, των Λαιστρυγόνων και της Κίρκης· στη δωδέκατη τα επεισόδια των Σειρήνων, της Σκύλλας-Χάρυβδης και της Θρινακίας. Πρόκειται επομένως για αποφασισμένη συμμετρική αρχή, η οποία αναλογεί στη γεωμετρική τέχνη της ίδιας εποχής, ιδιαίτερα στη συμμετρική διακόσμηση επιτάφιων αγγείων.
Η τριαδική όμως συμμετρία διαπιστώνεται και στην έκταση των τριών επεισοδίων που φιλοξενούν οι ραψωδίες ι, κ και μ. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις προτάσσονται δύο συνοπτικά επεισόδια και ακολουθεί κάθε φορά, διεξοδικά αναπτυγμένο, το τρίτο. Έτσι στη ραψωδία ι συνοπτική είναι η αφήγηση των επεισοδίων με τους Κίκονες και τους Λωτοφάγους, ενώ αναπτύσσεται σε μεγάλη έκταση το επεισόδιο της «Κυκλώπειας». Ο κανόνας αυτός τηρείται και στις ραψωδίες κ και μ: δύο συνοπτικά επεισόδια (τον Αίολο και τους Λαιστρυγόνες, τις Σειρήνες και τη Σκύλλα-Χάρυβδη αντίστοιχα) τα παρακολουθεί ένα τρίτο διεκταμένο (η Κίρκη στη ραψωδία κ, η Θρινακία στη ραψωδία μ). Τελικά το διπλό αυτό τριαδικό σχήμα, λειτουργώντας σταυρωτά (οριζόντια δηλαδή και κάθετα) εξασφαλίζει στέρεη άρθρωση στα μέρη και στα μέλη των «Μεγάλων Απολόγων». Ας πούμε πως μοιάζει με κλαδωτή σιδεριά, πάνω στην οποία πλέκονται και συγχρόνως ξεχωρίζουν τα εννέα επεισόδια των τριών ραψωδιών.
Το συμμετρικό πάντως αυτό σταυρόλεξο διαθέτει και διαχωριστικές τομές, με τις οποίες αποφεύγεται η ισομετρική μονοτονία. Τομή, λόγου χάριν, αναγνωρίζεται αμέσως μετά το επεισόδιο των Κικόνων: η θυελλώδης τρικυμία του Δία παρασύρει τον στόλο του Οδυσσέα, ο οποίος, παρακάμπτοντας το ακρωτήρι του Μαλέα και τα Κύθηρα, εγκαταλείπει τώρα τον πραγματικό γεωγραφικό χώρο, για να εισβάλει στο εξωτικό, φανταστικό και τερατικό τοπίο, με πρώτο σταθμό τη χώρα των Λωτοφάγων. Δεύτερη τομή εντοπίζεται μεταξύ ένατης και δέκατης ραψωδίας: μετά την επιθετική έπαρση του Οδυσσέα στο επεισόδιο της «Κυκλώπειας» (που κοστίζει τον φριχτό σπαραγμό έξι συντρόφων από τον Πολύφημο) η συμπεριφορά του ήρωα μετατρέπεται σε αμυντική· δεν προκαλεί πια τον κίνδυνο, αλλά προσπαθεί να τον διαχειριστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε οι απώλειες να περιοριστούν στο ελάχιστο. Μια τρίτη, τέλος, τομή, σημαντικότερη για τη σύνταξη των «Μεγάλων Απολόγων», πέφτει στο κλειστό λιμάνι των Λαιστρυγόνων, όπου καταποντίζονται αύτανδρα όλα τα πλοία του οδυσσειακού στόλου, εκτός από ένα, που το κυβερνά ο ίδιος ο Οδυσσέας. Αυτό το έσχατο πλοίο θα συντριβεί στα ανοιχτά της Θρινακίας από τη διόσταλτη καταιγίδα στο τέλος των «Απολόγων», αφανίζοντας και όλους τους επιζήσαντες εταίρους - παρ᾽ ολίγον και τον ίδιο τον Οδυσσέα.
Εναλλακτική όμως ποικιλία διαπιστώνεται και στη διαδοχή των επεισοδίων που συνθέτουν τους «Μεγάλους Απολόγους», αν κριθούν με μέτρο τον αρνητικό ή τον μεικτό ρόλο που παίζουν ως προς την πρόοδο του εξωτερικού νόστου του ήρωα. Υπάρχουν επεισόδια με σαφώς ανάγωγο χαρακτήρα, που εμποδίζουν δηλαδή (λιγότερο ή περισσότερο, προσωρινά ή οριστικά) τον νόστο του Οδυσσέα και των εταίρων του. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν: οι Λωτοφάγοι, ο Κύκλωπας, οι Λαιστρυγόνες, το ζεύγος Σκύλλα-Χάρυβδη, ασφαλώς η Θρινακία. Μεγαλύτερο ωστόσο και ερεθιστικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μεικτά επεισόδια: εκείνα δηλαδή που μεταλλάσσονται στην εξέλιξή τους και ή γίνονται από θετικά αρνητικά ή αντίστροφα από αρνητικά θετικά. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει το μεταβατικό επεισόδιο του Αιόλου· στη δεύτερη το οριακό επεισόδιο της Κίρκης, το οποίο εκβάλλει στη «Μεγάλη Νέκυια». Έτσι φτάνουμε στο πιο ατίθασο από συμμετρική άποψη επεισόδιο, που με την ανταρσία του αυτή φαίνεται να διεκδικεί ένα είδος γενικότερης αυτονομίας.
Η απειθαρχία της «Μεγάλης Νέκυιας» στον τριαδικό κανόνα των «Μεγάλων Απολόγων» ελέγχεται εύκολα. Καθώς παρεμβάλλεται ανάμεσα στην ενδέκατη και στη δωδέκατη ραψωδία, επιβαρύνει τη ραψωδική τριάδα (ι, κ, μ) με μια εμβόλιμη ραψωδία, επαυξάνοντας τον αριθμό τρία σε τέσσερα. Εξάλλου, η τριαδική απειθαρχία της «Μεγάλης Νέκυιας» διπλασιάζεται, γιατί εδώ κατ᾽ εξαίρεση ένα μόνο επεισόδιο πιάνει μια ολόκληρη ραψωδία, ενώ οι άλλες τρεις ραψωδίες των «Απολόγων» φιλοξενούν από τρία επεισόδια η καθεμιά. Παρά ταύτα, η «Μεγάλη Νέκυια» ισορροπεί την εξωτερική της ασυμμετρία με μια δική της, εσωτερική τώρα, συμμετρία, η οποία σέβεται και τον τριαδικό κανόνα.
Καταρχήν, μοιράζεται σε τρία κεφάλαια: πρόλογο, κορμό και επίλογο. Ο πρόλογος ιστορεί το θαλάσσιο ταξίδι του Οδυσσέα προς τη χώρα των Κιμμερίων και την κάθοδό του στον Άδη. Ο κορμός αφιερώνεται στις εντεταλμένες από την Κίρκη θυσίες και στις συνομιλίες του ήρωα με τις σκιές του κάτω κόσμου. Τέλος, ο επίλογος, απότομος και σύντομος, ανεβάζει τον Οδυσσέα στον πάνω κόσμο, συνοψίζοντας το ταξίδι της επιστροφής του προς το νησί της Κίρκης με το επόμενο μαγευτικό δίστιχο (λ 639-640):
Έτσι ομαλά ταξίδευαν του Ωκεανού οι ροές το πλοίο,
πρώτα με τα κουπιά, ύστερα μόνο με το πρίμο αγέρι.
Ο τριαδικός εξάλλου κανόνας συντηρείται και στον διμερή κορμό της «Μεγάλης Νέκυιας». Στα δύο μέρη του συντάσσονται ανά τρεις οι συνομιλίες του Οδυσσέα με τις σκιές των νεκρών: στο πρώτο μέρος εξελίσσονται οι διάλογοι με τον Ελπήνορα, τον Τειρεσία και την Αντίκλεια· στο δεύτερο με τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα. Στο πρώτο μέρος οι συνομιλίες αφορούν αμεσότερα τον Οδυσσέα: την ταφή ενός άταφου εταίρου, την τελική έκβαση του ασυντέλεστου ακόμη νόστου, τον σπαραγμό του ήρωα μπροστά στην άπιαστη σκιά της πεθαμένης μάνας του. Στο δεύτερο μέρος ο κύκλος ανοίγει σε τρεις διάσημους εταίρους του τρωικού πολέμου. Ο δραματικός τόνος παραλλάσσει από το ένα μέρος στο άλλο, αλλά και στο εσωτερικό κάθε μέρους, καθώς διαδέχεται η μία σκιά την άλλη. Στο πρώτο μέρος εξέχει ο συνταρακτικός διάλογος μάνας και γιου. Στο δεύτερο καθηλώνει τον ακροατή η μελαγχολική ομολογία του Αχιλλέα για την άδοξη ζωή και τον ένδοξο θάνατο: θα προτιμούσε, λέει, ζωντανός να ξενοδουλεύει πάνω στη γη, παρά να είναι βασιλιάς στον κάτω κόσμο. Ακολουθεί η περήφανη, ανυποχώρητη σιωπή του Αίαντα, ο οποίος αρνείται να ανταποκριθεί στον λόγο του Οδυσσέα, γιατί τον θεωρεί υπεύθυνο της μανίας και της αυτοκτονίας του.
Απείθαρχη και συνάμα πειθαρχική η «Μεγάλη Νέκυια» στον τριαδικό κανόνα των «Μεγάλων Απολόγων», υπερασπίζεται τον εξαιρετικό της ρόλο, προχωρώντας σε μεγαλύτερο βάθος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποκαλύπτει τον βυθό της Οδύσσειας, κάτω από την τρικυμισμένη επιφάνειά της, όπου σμίγουν τα δύο γονιμότερα σπέρματα του έπους: ο νόστος και ο θάνατος. Το γεγονός ότι ο Οδυσσέας οφείλει να κατέβει στον Άδη, για να μάθει από τη σκιά του μάντη Τειρεσία (του μόνου εχέφρονα νεκρού στον κάτω κόσμο) την εξέλιξη και την έκβαση του νόστου του (αλλά και το οριστικό τέλος της ζωής του), δείχνει ότι νόστος και θάνατος επικοινωνούν εδώ μεταξύ τους· ότι στην παραδειγματική αυτή περίπτωση ο θάνατος γίνεται αγωγός του νόστου· ότι ο νόστος οφείλει να περάσει μέσα από τον αγωγό του θανάτου για να συντελεστεί· ότι ο νόστος αποτελεί αποδοχή και συνάμα υπέρβαση του θανάτου.
Υπάρχει στην πέμπτη ραψωδία μια παρομοίωση που εικονογραφεί αποκαλυπτικά αυτό τον συνειρμό θανάτου και νόστου: ο Οδυσσέας, συντριμμένος από τον Ποσειδώνα ναυαγός μεταξύ Ωγυγίας και Σχερίας, στο όριο θανάσιμης εξάντλησης, ανυψωμένος στην κορυφή ενός κύματος, βλέπει επιτέλους αντίκρυ του στεριά, και ξαφνικά τον συνεπαίρνει αναστάσιμη αγαλλίαση (ε 388-398):
Κι ωστόσο δυο μερόνυχτα, δοσμένος στο μεγάλο κύμα,
είδε πολλές φορές τον χάρο με τα μάτια του.
Μόνο την τρίτη μέρα, σαν την ξημέρωσε η Αυγή
με τους ωραίους πλοκάμους, έπεσε ο άνεμος,
γαλήνεψε, κι έγινε νηνεμία.
Και ξαφνικά βλέπει στο πλάι του στεριά· όπως τον σήκωσε
ψηλά ένα μεγάλο κύμα, την είδε μπρος του με το κοφτερό του μάτι.
Πόση αγαλλίαση νιώθουν παιδιά που αναστήθηκε ο πατέρας τους -
τον είχε βρει και τον κρατούσε στο κρεβάτι
βαριά αρρώστια που τον παίδεψε πολύ· μέρα τη μέρα έλιωνε,
καθώς ο δαίμονας τον χτύπησε ο φριχτός· και τώρα
που οι θεοί τού λύνουν τα δεσμά της συμφοράς του,
αγάλλεται· τόση αγαλλίαση φέρνει στον Οδυσσέα η θέα
της στεριάς της δασωμένης.
Ανάλογο συνειρμό νόστου και θανάτου υπονοούν και τα ετυμολογικά λεξικά. Όπου το ουσιαστικό νόστος και το ρήμα νοστέω σημασιολογούνται ως δείκτες απροσδόκητης σωτηρίας κάποιου μετά από θανάσιμη αρρώστια.
Το ζεύγος ωστόσο νόστου-θανάτου εμφανίζεται και στην κρίσιμη εκείνη ακμή του έπους, όταν ο Οδυσσέας μεταφέρεται ενύπνιος, με το αυτόματο καράβι των Φαιάκων, στην Ιθάκη, εξαντλώντας τον εξωτερικό του νόστο και εγκαινιάζοντας τώρα τον εσωτερικό του νόστο. Πρόκειται για τους στίχους 70-92 της δέκατης τρίτης ραψωδίας, ως τελευταίο σταθμό των «Μεγάλων Απολόγων». Σ᾽ αυτό λοιπόν το πλαίσιο ο βαθύς ύπνος που έχει απορροφήσει τον Οδυσσέα, σε όλη τη διάρκεια της θαλασσινής επιστροφής του προς την πατρίδα, χαρακτηρίζεται με τρία, φαινομενικώς αντιφατικά μεταξύ τους, κατηγορούμενα. Ονομάζεται: νήδυμος, νήγρετος και θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς. Που πάει να πει: ύπνος γλυκύς, αξύπνητος, με θάνατο απαράλλακτος. Εδώ λοιπόν νόστος και θάνατος προς στιγμή εξισώνονται, και το ίσον της παράξενης αυτής εξίσωσης το καταλαμβάνει ο ύπνος.
Με άλλα λόγια, ο ύπνος γίνεται αρμός μεταξύ νόστου και θανάτου, σχηματίζοντας τώρα το ανθρωπολογικό και ανθρωπογνωστικό τρίπτυχο: «νόστος-ύπνος-θάνατος». Υπενθυμίζεται ότι στον Ησίοδο Ύπνος και Θάνατος θεωρούνται αδέλφια. Ως αδελφοί εξάλλου στην Ιλιάδα επιφορτίζονται από τον Δία να μεταφέρουν στην πατρική Λυκία το νεκρό σώμα του γιου του Σαρπηδόνα, εκτελώντας την αποστολή ενός νεκρώσιμου νόστου (Π 676-683). Ο νόστος βέβαια του Οδυσσέα δεν είναι νεκρώσιμος, όπως του Σαρπηδόνα και του Έκτορα στην Ιλιάδα. Η «Μεγάλη Νέκυια» της Οδύσσειας ωστόσο δείχνει ότι κάθε ασυντέλεστος νόστος ακουμπά στο όριο του θανάτου. Πως πρέπει να περάσει από το σύνορο αυτό, για να συντελεστεί, ώστε έτσι να γυρίσει σε προσωρινή ανάσταση. Γιατί, τον τελευταίο λόγο, έτσι κι αλλιώς, τον έχει ο θάνατος. Καλόδεκτος, όταν έρχεται στην ώρα του, καταπώς λέει ο Τειρεσίας στον Οδυσσέα, προλέγοντας τα τέλη της ζωής του (λ 134-137):
Ο θάνατός σου λέω θα σε βρει απόμακρα απ᾽ τη θάλασσα,
ήσυχος και γλυκός, τέτοιος θα ᾽ρθει για να σε σβήσει
σε βαθιά, μεστά γεράματα· και γύρω σου λαοί,
όλοι θα ζουν ευτυχισμένοι. Αυτός ο λόγος μου,
αλάνθαστος κι αληθινός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου