Η Ορέστεια του Αισχύλου είναι απ’ όλες τις πλευρές ένα έργο κομβικό. Αποτελείται από τρεις τραγωδίες, τον Αγαμέμνονα, τις Χοηφόρους και τις Ευμενίδες και είναι η μοναδική τριλογία που έχει σωθεί από ολόκληρο το αρχαίο δράμα.
Με τα προβλήματα που θέτει -καταπιάνεται με κεντρικά θέματα της ανθρώπινης συνύπαρξης καθώς και με την αρχετυπικής σημασίας επιλογή των κύριων προσώπων της- επηρέασε βαθύτατα τον δυτικό πολιτισμό, και θα λέγαμε συνέβαλε στην αυτοκατανόησή του. Συνοπτικά, ο νοηματικός άξονας των τριών τραγωδιών που την απαρτίζουν είναι ο εξής: ο Αγαμέμνων, ο νικητής της εκστρατείας εναντίον των Τρώων, επιστρέφει έπειτα από πολλά χρόνια στο παλάτι του στις Μυκήνες, όπου βρίσκει τη γυναίκα του, την Κλυταιμνήστρα, η οποία έχεις αρκετούς λόγους για να τον μισεί: έχει αποκτήσει έναν εραστή, τον Αίγισθο, αλλά κυρίως δεν τον έχει συγχωρέσει για τη θυσία της κόρης τους Ιφιγένειας, την οποία είχε κάνει ο Αγαμέμνων πριν από την εκστρατεία κατά της Τροίας. Η Κλυταιμνήστρα δολοφονεί τον Αγαμέμνονα. Στις Χοηφόρους, ο Ορέστης ύστερα από χρόνια απουσίας επιστρέφει στο παλάτι και σκοτώνει τη μητέρα του, Κλυταιμνήστρα, θέλοντας να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του, με την παρότρυνση της αδελφής του Ηλέκτρας. Στις Ευμενίδες, ο Ορέστης εμφανίζεται να καταδιώκεται από τις Ερινύες και παρουσιάζεται ενώπιον του δικαστηρίου που έχει ιδρύσει η θεά Αθηνά, όπου κρίνεται η τύχη του. Τελικά, ύστερα από απόφαση του δικαστηρίου, αθωώνεται, ανοίγοντας μια νέα εποχή για την Αθήνα.
Η Ορέστεια καταπιάνεται με τρία μείζονα θέματα: την ύβρι, τον φόνο και την ενοχή, τα πραγματεύεται δε με αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια και βαθύτητα. Η πρώτη τραγωδία της τριλογίας αρχίζει με την επάνοδο του Αγαμέμνονα από την Τροία. Ο Αγαμέμνων εμφανίζεται να έχει διεξαγάγει έναν επιθετικό πόλεμο, με τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, αποκλειστικά για ένα θέμα τιμής, και παρουσιάζεται ιδιαίτερα αλαζονικός. Καθώς γνωρίζουμε πως πριν από την έναρξη της εκστρατείας ο Αγαμέμνων έχει θυσιάσει την κόρη του, Ιφιγένεια, για να εξασφαλίσει από τους θεούς την ευόδωσή της, το μοτίβο της ύβρεως τίθεται όχι μόνον ως ένα από τα βασικά θέματα της τραγωδίας, αλλά ως προϋπόθεσή της – έχει στιγματίσει τη δράση, ήδη σε παρελθόντα χρόνο.
Στην Ορέστεια, ο Αισχύλος καταπιάνεται με τα θέματά του από τη σκοπιά όχι μόνον του ανθρωπογνώστη, αλλά και του στοχαστή, που ταλανίζεται από ερωτήματα σχετικά με το μέλλον και τη μοίρα ενός πολιτισμού, των απαρχών του οποίου είναι ο ίδιος μάρτυρας. Στην εντυπωσιακή αυτή τοιχογραφία η ύβρις εμφανίζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως σημείο εκκίνησης του δυτικού πολιτισμού· η ύβρις, κομβική θεματική της αρχαίας τραγωδίας, προβάλλεται, στον Αγαμέμνονα, ως όρος, ως προϋπόθεση sine qua non του δυτικού ανθρώπου, ως έννοια σύμφυτη με το έλλογο ον.
Αξιολογώντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη θέση της ύβρεως στο αρχαίο ελληνικό δράμα εύκολα οδηγούμαστε στη θεματική τής ενοχής, καθώς μπορούμε να δούμε το σημαντικό τούτο μοτίβο της Ορέστειας, κατά μία έννοια, σαν συνέπεια της ύβρεως. Ας εξετάσουμε όμως πρώτα κάτι άλλο:
Ανατρέχοντας στις αριστουργηματικές Βάκχες του Ευριπίδη, παρατηρούμε έκπληκτοι την Αγαύη να διαμελίζει η ίδια το σώμα του γιου της Πενθέα· η αναφορά του Ευριπίδη στον διαμελισμό του ανθρώπινου σώματος περνά μέσα από τις βακχικές τελετές και την ωμοφαγία, για να μας δώσει λαβή να θυμηθούμε τις συναφείς τελετές πολλών πρωτόγονων λαών καθώς και τις ανθρωποθυσίες στις οποίες προέβαιναν οι Αζτέκοι – όλες τους τελετές που μαρτυρούν τον βαθιά ρηξιγενή και ρηγματώδη χαρακτήρα της ανθρώπινης ψυχής. Σύμφωνα με τον Καρλ Γιουνγκ, η ανθρώπινη ψυχή θεμελιώνεται σε ένα πλήθος από συλλογικές αρχαϊκές εμπειρίες, που την εφοδίασαν με μια συλλογικής φύσης αρχετυπική παρακαταθήκη: το συλλογικό ασυνείδητο. Επεκτείνοντας τούτο το σκεπτικό θα λέγαμε πως η ανθρώπινη ψυχή έχει θεμελιωδώς ρηξιγενή χαρακτήρα, τον οποίο οφείλει σ’ αυτές ακριβώς τις επώδυνα αποκτηθείσες πρωτογενείς αρχαϊκές της εμπειρίες. Η ανθρώπινη ψυχή, αυτή που δημιούργησε εκτός από τα θαύματα του πνεύματος εκατοντάδες αδελφοκτόνους πολέμους, στρατόπεδα συγκεντρώσεως και ατομική βόμβα, σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, έχει τη ροπή «να διαρραγεί εκ των ένδον», μια πραγματικότητα που την καθιστά ικανή και εν πολλοίς την προετοιμάζει για να διαπράξει φόνο.
Η Ορέστεια σκιαγραφεί εντυπωσιακά το ενοχικό κλίμα μέσα στο οποίο θα οικοδομηθεί ένας πολιτισμός τριών χιλιετιών και επιχειρεί, κατά τη γνώμη μας, ακόμη μια σύνδεση: ο συμβολισμός του φόνου προϋπάρχει των φόνων που θα διαπράξουν η Κλυταιμνήστρα και ο Ορέστης, ο «πρωταρχικός φόνος» έχει συντελεσθεί, σε συμβολικό επίπεδο, στα θεμέλια της ανθρώπινης συλλογικής ψυχής – φόνος αρχαϊκός, απότοκο -το ξαναλέμε- της βαθιά ρηγματωδούς και ρηξιγενούς ανθρώπινης ψυχής.
Καθώς είναι γνωστό πως ο Φρόυντ απέδιδε την ανθρώπινη επιθετικότητα στην εγγενή καταστροφική ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου, κάνει εντύπωση η ευρύτητα της σκέψης του τη στιγμή που διατυπώνει «γιουνγκιανής πνοής» προβληματισμούς: Στον Ερωτα και πολιτισμό διαβάζουμε: «…ο Φρόυντ είχε μιλήσει για ένα προϋπάρχον αίσθημα ενοχής, που φαίνεται να «καραδοκεί» μέσα στο άτομο, έτοιμο, και περιμένοντας ν’ «αφομοιώσει» μια κατηγορία που θα διατυπωθεί εναντίον του. Η ιδέα αυτή φαίνεται να αντιστοιχεί με εκείνη ενός «αδέσμευτου άγχους», που έχει υπόγειες ρίζες, πιο κάτω ακόμα και από το ατομικό ασυνείδητο». (Χ. Μαρκούζε, Ερως και πολιτισμός, Κάλβος, σ. 76). Η ενοχοποίηση, όμως, της συλλογικής ψυχής της ανθρωπότητας αποκλειστικά από τον συμβολικό φροϋδικό «πρωταρχικό φόνο» φαίνεται, από την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, πως ίσως δεν αρκεί για ν’ αποκωδικοποιηθούν τα βαθύτατα αρχέτυπα της Ορέστειας.
Γιατί ο Αισχύλος διαλέγει ως πλαίσιο του μεγάλου ανθρωπολογικού του στοχασμού τον διπλό φόνο του Αγαμέμνονα (από την Κλυταιμνήστρα) και της Κλυταιμνήστρας (από τον Ορέστη); Τι οδηγεί τον Αισχύλο να συνδέσει τον προβληματισμό του πάνω στο πεπρωμένο της ανθρωπότητας, με το διπλό τούτο «έγκλημα καθοσιώσεως» του οίκου των Ατρειδών; Αν η Κλυταιμνήστρα διαπράττει τον φόνο του Αγαμέμνονα από καθαρό μίσος, ο φόνος που διαπράττει ο Ορέστης ενέχει τον χαρακτήρα του «χρέους». Αν και «έγκλημα καθοσιώσεως» -φόνος μιας μητέρας από τον γιο της- είναι αιτιολογημένο, και κάτι ακόμα πιο καθοριστικό: είναι προαποφασισμένο και υπαγορευμένο από τον ίδιο τον Απόλλωνα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ενέχει τον χαρακτήρα πεπρωμένου, του οποίου την ευθύνη, όμως, πλήρως αναλαμβάνει ο Ορέστης.
Η Κλυταιμνήστρα δεν γνωρίζει τι σημαίνουν οι τύψεις· αντιθέτως, ο Ορέστης «συμβιώνει» με τις τύψεις, το βέβαιο πάντως είναι το γεγονός του διπλού φόνου, και εκ μέρους της Κλυταιμνήστρας και εκ μέρους του Ορέστη. Το ανάκτορο των Ατρειδών γίνεται ένα θέατρο όπου η ανθρώπινη ψυχή διαβάζει και αποκωδικοποιεί τα αρχέτυπα και τους συμβολισμούς της ανθρωπότητας με ιδιαίτερα επώδυνο τρόπο.
Ο Αισχύλος κατασκευάζει, χτίζει, με την ιστορία των Ατρειδών ένα έργο που θα μείνει στην ιστορία, σαν μνημείο άφταστης μεγαλοσύνης του ανθρώπινου πνεύματος· πέρα όμως απ’ αυτό εκπονεί, θα λέγαμε, το ανθρωπολογικό πρόγραμμα της Δύσης. Μιλώντας στο ίδιο ιδίωμα μ’ αυτόν, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο δυτικός άνθρωπος οικοδόμησε πολιτισμό μερικών χιλιετιών, με σκοπό να βάλει σε όρια, να ελέγξει, μα και να καταστείλει μέσα από λογικές κατηγορίες την ατιθάσευτη -ή μάλλον, τη ρηξιγενή του φύση – αλλά και τον «ενοχικό» της χαρακτήρα, που τείνει να φτάσει στο έγκλημα, και να καταστρέψει ό,τι νωρίτερα έχτισε. Τι, αλήθεια, φοβάται ο σύγχρονος άνθρωπος όταν διατυπώνει την αγωνία του για ένα ενδεχόμενο πυρηνικό ολοκαύτωμα, αν όχι την ψυχική του Αβυσσο, που θέλει να μιλήσει με λόγια του σκοταδιού σε μια εποχή όπου οι λογικές κατηγορίες έχουν νεκρωθεί; Η απόφαση του Αρείου Πάγου στις Ευμενίδες είναι αθωωτική για τον Ορέστη· ο Αισχύλος, που πιστεύει πως πρέπει να θεσπιστούν σοβαρές ποινές για όποιον βλάπτει την πόλη, στέκεται σ’ αυτό το σημείο αισιόδοξος και υπέρμαχος της ανθρώπινης φαντασίας. Μένει σ’ εμάς να δούμε τι θα αντλήσουμε από το έργο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου