
Στην ελληνική μυθολογία, εκτός από τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, που θεωρούνταν οι σημαντικότεροι, υπήρχαν και άλλοι θεοί που δεν κατοικούσαν στο θεϊκό αυτό βουνό. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο θεόςΔιόνυσος. Ήταν ο πιο πρόσχαρος από τους θεούς και από τους πιο αγαπητούς στους ανθρώπους μιας και τους πρόσφερε το αμπέλι και το κρασί.
Ο εύθυμος θεός ταξίδευε συνέχεια, επισκεπτόταν πολλές χώρες και πολιτείες για να μάθει στους ανθρώπους πώς να καλλιεργούν τα κλήματα και πώς να φτιάχνουν από τους καρπούς τους το κρασί. Και βέβαια, ως θεός της χαράς και του κεφιού, δεν ταξίδευε μόνος του. Τον ακολουθούσε ένα πολύβουο πλήθος.
Στο πλήθος αυτό έβλεπες γυναίκες που χόρευαν μ’ έξαλλο τρόπο, τις Μαινάδες όπως λέγονταν, και παράξενα όντα που ήταν άνθρωποι και ζώα μαζί, που τους έλεγαν Σάτυρους και Σιληνούς. Ενίοτε απεικονίζεται να κάθεται δεξιά του πατρός του στα ολύμπια δώματα.

Πιστοί ακόλουθοι του θεού πορεύονταν μαζί του στα μεγάλα ταξίδια. Μ’ επικεφαλής τον Διόνυσο διέσχισαν την Αίγυπτο, τη Λιβύη κι άλλες χώρες στην Αφρική. Έπειτα πήγαν και στην Ασία, στους Άραβες, στουςΛυδούς, στους Φρύγες, φτάνοντας μέχρι και την Ινδία,όπου και ο πιο τολμηρός θαλασσοπόρος δεν κατάφερε να φτάσει.
Αλλού τους υποδέχονταν φιλικά, αλλού τους κορόιδευαν ή τους αντιμετώπιζαν σαν εχθρούς. Πάντα όμως επικρατούσε η καλοσύνη του Διόνυσου και των συντρόφων του. Γρήγορα συμφιλιώνονταν με τους κατοίκους, που μάθαιναν πώς να καλλιεργούν το αμπέλι. Το υπέροχο ποτό που κερνούσε ο θεός σκόρπιζε παντού το κέφι. Έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν τις στενοχώριες τους και να ζωγραφίζεται στα πρόσωπά τους το χαμόγελο. Όπου περνούσε ξεκινούσε τρικούβερτο γλέντι και δεν ακούγονταν άλλο τίποτα παρά οι εύθυμοι ήχοι των μουσικών οργάνων και τα ζωηρά τραγούδια.
Πώς λοιπόν να μη λάτρευαν οι άνθρωποι αυτοί το θεό; Κι ήταν θεός, παρόλο που η μητέρα του ήταν θνητή, ηΣεμέλη, η κόρη του βασιλιά της Θήβας Κάδμου. Ο Διόνυσος ωστόσο απέκτησε την αθανασία, που ξεχωρίζει τους θεούς από τους θνητούς και επειδή πατέρας του ήταν ο Δίας αλλά περισσότερο επειδή γεννήθηκε από θεό τη δεύτερη φορά. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ο Διόνυσος δυο φορές γεννήθηκε.

Αφελής κι ανυποψίαστη η κόρη του Κάδμου, την επόμενη φορά που την επισκέφτηκε ο Δίας στην κάμαρά της, του ζήτησε να πάρει τη θεϊκή μορφή του. Μάταια προσπάθησε ο Δίας με λόγια αγάπης να τη μεταπείσει. Λυγίζοντας μπροστά στην επιμονή της εμφανίστηκε μεγαλοπρεπής, φωτεινός σ’ όλο το θεϊκό του μεγαλείο. Ήταν αδύνατο όμως ν’ αντέξει η άμοιρη θνητή τη λάμψη των κεραυνών και των αστραπών που εκτινάσσονταν από τα χέρια του. Την ώρα που οι φλόγες την τύλιγαν ο Δίας έσωσε το βρέφος που είχε στα σπλάχνα της και το έραψε στο μηρό του.
Όταν συμπληρώθηκαν εννιά μήνες, ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε από το πόδι του θεϊκού πατέρα του. Ο βασιλιάς των αθανάτων ήξερε πολύ καλά πως η ζηλόφθονη σύζυγός του θα έστρεφε γρήγορα το θυμό της στο νεογέννητο παιδί. Γι’ αυτό ανέθεσε στον Ερμή τη φύλαξή του. Αυτός το παρέδωσε στην αδερφή της Σεμέλης,την Ινώ. Η πανούργα Ήρα όμως έστειλε τρέλα στην Ινώ και τον άντρα της κι άρχισαν ανελέητα να σκοτώνουν τα παιδιά τους. Η θεά έλπιζε πως θα σκοτώσουν έτσι και τον Διόνυσο, αλλά ο φτερωτός θεός πρόφτασε και γλίτωσε το μικρό Διόνυσο και τον εμπιστεύτηκε αυτή τη φορά στις Νύμφες.


Μόνο ο τιμονιέρης του καραβιού προσπάθησε να τους επαναφέρει στα λογικά τους: “Δε βλέπετε άμυαλοι πως πρόκειται για θεό; Δε φοβάστε την τιμωρία; Μπορεί να είναι ακόμη και ο Ποσειδώνας, που θα μας εκδικηθεί ρίχνοντας το καράβι μας σε άγρια τρικυμία. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον αφήσουμε ελεύθερο”.
Ο καπετάνιος και οι υπόλοιποι δε συμφωνούσαν ν’ αφήσουν να τους φύγει “τέτοιος θησαυρός”. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να ρέει στο καράβι κόκκινο κρασί που ζάλισε με τη θεϊκή ευωδιά του τους ναύτες. Ταυτόχρονα ένα κλήμα άρχισε να τυλίγει το κατάρτι και να απλώνει τα φορτωμένα με ζουμερά σταφύλια κλαδιά του σ’ όλο το καράβι. Κι ενώ σαστισμένοι παρακολουθούσαν οι ναύτες, άλλο θαύμα γίνεται μπροστά στα μάτια τους: ο όμορφος νέος που ήθελαν να αιχμαλωτίσουν μεταμορφώνεται σ’ ένα άγριο λιοντάρι που οι βρυχηθμοί του κάνουν τους ναύτες να πηδούν στη θάλασσα για να γλιτώσουν.

Ο Οινέας έστυψε τους ζουμερούς καρπούς και απόλαυσε τον πλούσιο χυμό τους. Από τότε ο Διόνυσος ονόμασε αυτόν το χυμό οίνο και τους καρπούς σταφύλια από το όνομα του τσοπάνη. Πάντα με το θύρσο στο ένα του χέρι και ένα δοχείο κρασιού στο άλλο περιηγούνταν τις πόλεις. Όπου έβρισκε φιλόξενους και πρόσχαρους ανθρώπους, τους μάθαινε πώς να φτιάχνουν κρασί. Έτσι έγινε και με τους κατοίκους της Ικαρίας,στην Αττική, που τον υποδέχτηκαν μ’ ενθουσιασμό. Λίγο πριν φύγει από τον τόπο τους, συμβούλεψε το βασιλιά τους τον Ικάριο να φυλάξει καλά το κρασί που έφτιαξε. Αυτός όμως δεν ακολούθησε τη συμβουλή του – “τι κακό μπορεί να προέλθει από ένα τόσο ευχάριστο ποτό!” σκέφτηκε.
Οι τσοπάνηδές του, κάποια μέρα, βρήκαν τα βαρέλια και ήπιαν τόσο πολύ κρασί που μέθυσαν και άρχισαν να φέρονται μ’ άγριο τρόπο. Έχοντας χάσει τα λογικά τους σκότωσαν τον Ικάριο και η κόρη του Ηριγόνη από τη στενοχώρια της αυτοκτόνησε. Οι κάτοικοι της Ικαρίας τιμούσαν ιδιαίτερα το θεό Διόνυσο· σ’ αυτή την περιοχή καλλιεργήθηκε πολύ ο διθύραμβος, ο ύμνος προς το θεό, που συνέθεσε ο μουσικός Αρίωνας. Μάλιστα, πρόσθεσαν και κάτι καινούριο. Στο μουσικό αυτό ύμνο πρόσθεσαν στίχους. Κι επειδή αυτή τη σύνθεση την τραγουδούσαν άνθρωποι μεταμφιεσμένοι σε τραγόμορφους Σάτυρους την ονόμασαν τραγωδία.

Σκληρός τιμωρός εμφανίζεται ο Διόνυσος στους εχθρούς του και σ’ όσους είναι αντίθετοι στον τρόπο λατρείας του. Συνάμα γενναιόδωρος ευεργέτης σ’ όσους τον τιμούν και τον ευχαριστούν.

Ο θεός του γλεντιού δεν είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες, όπως οι υπόλοιποι θεοί. Οι γυναίκες στη ζωή του είχαν διαφορετική θέση: υπήρξαν παραμάνες του όταν ήταν μικρός και συντρόφισσές του στ’ ασταμάτητα γλέντια του.

Ολομόναχη όπως ήταν στο έρημο νησί, σαν σωτήρας εμφανίστηκε ο θεός μπροστά της, νέος, γεροδεμένος, στεφανωμένος ως συνήθως με κισσόφυλλα. Αφού έγινε ο γάμος τους, πέταξαν με το άρμα του θεού προς τον ουρανό.
Στη γη οι άνθρωποι τον ευχαριστούσαν για το θεϊκό δώρο του και για την ξενοιασιά που απλόχερα τους μοίραζε. Οι γιορτές που γίνονταν προς τιμή του ήταν ένα αδιάκοπο γλέντι, όπου όλοι μεθούσαν και τραγουδούσαν. Μ’ αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με τον αγαπητό τους θεό. Πληροφορίες που προσλαμβάνουμε από την Γραμμική Β΄ μας οδηγούν στην υπόθεση πως ο Διόνυσος ως αρχαία θεότητα ήταν ήδη γνωστός στον 12ο αιώνα


Είναι γιος του καταχθόνιου Δία και της Περσεφόνης. Σε αυτή την τρίτη μορφή οι Ορφικοί τον ενσωμάτωσαν ως κυριότερη θεότητά τους, ερχόμενοι σε αντίθεση με τους διονυσιαστές, τους οπαδούς του ενθουσιαστικού Διονύσου
Με τον Διόνυσο θεό των δένδρων και των φυτών πραγματοποιείται η επιστροφή στο «ζωώδες πάθος» της φύσης, μακριά από τους περιορισμούς και τις αποκρυσταλλώσεις που επιβάλλει ο «εξορθολογισμός», κάτι που διακρίνεται άμεσα στις Βάκχες του Ευριπίδη.
Έρχομαι εδώ στη χώρα των Θηβαίων,
ο Διόνυσος εγώ, του Δία το τέκνο,
που μ’ έκαμε η Σεμέλη, η θυγατέρα
του Κάδμου, από φωτιάν αστραποφόρα
ξεγεννημένη. Κι αφού τη μορφή μου
τη θεϊκιά τη συνάλλαξα με ανθρώπου,
φτάνω εδώ πλάι στα νάματα της Δίρκης
και στου Ισμηνού το ρέμα. Και το μνήμα
της αστραποκαμένης μου μητέρας
βλέπω πλάι στο παλάτι, και τα ερείπια
από το σπίτι της, που ακόμα βγάνουν
ζωντανή φλόγα απ’ τη φωτιά του Δία,
στη μάνα μου άσβηστη αδικία της Ήρας.
Με την προσωνυμία «βρόμιος» λατρεύθηκε κυρίως ως θεός γεννημένος από το δημητριακό «βρόμος» και το οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται, χωρίς να είμαστε σίγουροι ποιο ακριβώς είναι αυτό το δημητριακό, πιθανώς να ήταν η βρώμη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου