"Οι περισσότεροι από εμάς τους θνητούς τα βάζουμε με την άδικη τη Φύση, κλαίμε και οδυρόμαστε, επειδή, λέει, η ζωή είναι πάρα πολύ μικρή, αλλά και γιατί, σαν να μην έφτανε αυτό, τα χρόνια που μας είναι γραμμένο να ζήσουμε όχι μόνο περνούν με μεγάλη ταχύτητα, μα και χωρίς καλά καλά να το παίρνουμε είδηση.
Έτσι, οι περισσότεροι από εμάς, πάντα βέβαια υπάρχουν οι εξαιρέσεις, δαπανάμε τα χρόνια μας όχι με το να γευόμαστε τη ζωή αλλά ξοδεύοντάς την σε προετοιμασίες, που τάχα θα μας επιτρέψουν να τη χαρούμε στο απώτερο μέλλον.
Γιατί λοιπόν να τα βάζουμε με την φύση; Αυτή η καημένη έχει φανεί μάλλον γενναιόδωρη. Κι αν την ζωή σου ξέρεις να την ικανοποιήσεις διαρκεί πολύ.
Όμως, δυστυχώς, τον έναν τον πιάνει ανικανοποίητη φιλαργυρία, τον άλλο μια τρελή τάση να φτιάχνει σε όλη τη διάρκεια της άχρηστα πράγματα. Κάποιον άλλο να γεμίζει την κοιλιά του με κρασί κι έναν άλλο να αποβλακώνεται από την απραξία.
Αυτός εδώ το έχει βάλει σκοπό να σχολιάζει τα στραβά των άλλων, ο άλλος εκεί, ο έμπορος, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να γυροφέρνει το δόλωμα που λέγεται κέρδος, παραδέρνοντας σε στεριές και θάλασσες σε όλον τον κόσμο.
Άλλοι, που τους κατατρέχει το πάθος της δόξας του πολέμαρχου, ζουν συνέχεια με τον φόβο για τους κινδύνους που παραμονεύουν τους στρατιώτες τους ή με την αγωνία για την ίδια τους τη ζωή.
Υπάρχουν και άνθρωποι που ψάχνουν να βρουν ανώτερους για να λατρέψουν και ξοδεύουν την ζωή τους μέσα στην εκούσια δουλοπρέπεια.
Άλλοι, που όλη μέρα είτε φροντίζουν την ομορφιά τους είτε ψάχνουν για κάλλη στους άλλους — ποιος απ’ όλους αυτούς δε θα προτιμούσε να διαταραχθεί η Δημοκρατία ολόκληρη αντί το μαλλί του;
Άλλοι, έρμαια ενός ανόητου τυχοδιωκτισμού, κι αυτοί είναι οι περισσότεροι, που είναι ανίκανοι να καταπιαστούν με κάτι σταθερό και συνέχεια ασχολούνται με το να κάνουν όλο και καινούργια σχέδια."
Σενέκας
"Ο φιλόσοφος, όμως, μοιάζει με τον άνθρωπο που κάθεται στη στεριά και βλέπει τον σκληρό πόνο του όμοιού του που παραδέρνει στην ταραγμένη θάλασσα είτε στη μάχη, κάτω εκεί στον κάμπο, χωρίς ο ίδιος να παίρνει μέρος στον κίνδυνο.
Θρονιασμένος στα ύφη που του ασφάλισε η μάθηση, σκύβει προς τους άλλους ανθρώπους, τους βλέπει να τρέχουν εδώ και εκεί, να ζητούν στην τύχη το δρόμο της ζωής, να τσακώνονται για την εξυπνάδα τους, για την καταγωγή τους, να ιδροκοπούν νύχτες και μέρες, με αμέτρητο κόπο, για να σκαρφαλώσουν στις κορφές του πλούτου ή ν’ αρπάξουν την εξουσία.
Τα κακομοίρικα μυαλά! Οι στραβωμένες καρδιές! Σε σκοτάδια και σε κινδύνους σέρνουν τη λιγοστή ζωή που έχουν να ζήσουν.
Μας το λέει φωναχτά η φύση. Για την ευτυχία μας φτάνει απόνετο σώμα και ατάραχο πνεύμα. Αν μας λείπουν στο σπίτι χρυσωμένα αγάλματα νέων, που με τις αναμμένες λαμπάδες να φωτίζουν τα νυχτερινά όργια, κι αν κιθάρες δεν κάνουν ν’ αντιλαλήσουν οι απλόχωρες λακεταρισμένες και χρυσωμένες σάλες, έχουμε τη μαλακή χλόη δίπλα στο γάργαρο ποτάμι.
Ξαπλωμένοι εκεί με φίλους, κάτω από τα κλαριά μεγάλου δέντρου, σβήνουμε την πείνα μας με λιγοέξοδο γεύμα, την ώρα που ο καλός καιρός χαμογελά και η εποχή του χρόνου σπέρνει λούλουδα στα χλωρά χόρτα."
Λουκρήτιος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου