Σε όλη της τη ζωή περίμενε, βρισκόταν σε μια μόνιμη κατάσταση αναμονής. Αναμονή για μια κίνηση που θα άλλαζε το βήμα της, για μια λέξη που θα έφτανε σαν μελωδία στα αυτιά της, για ένα μεγάλο γεγονός που θα την έκανε να αλλάξει τη ζωή της.
Σιγά το πρωτότυπο!
Όλοι μας, πάντα, κάτι περιμένουμε. Όλοι μας πάντα, προσμένουμε να έρθει το όνειρο, η επιθυμία, αυτό που κρύβουμε μέσα στην ψυχή μας, αυτό που σκεφτόμαστε όταν είμαστε μόνοι. Αυτό που το ξέρει μόνο αυτή η δύναμη εκεί πάνω που λένε ότι είναι πανταχού παρούσα και μας βλέπει και μας ακούει και μας «διαβάζει».
Μόλις είχε επιστρέψει με ένα νέο που σίγουρα δεν ήταν μέσα σε αυτά που περίμενε, αλλά θα έκανε εκείνη τη μεγάλη αλλαγή …..
Είπε να χαλαρώσει απόψε ….
Κάθισε λοιπόν αναπαυτικά στον καναπέ της και σκέφτηκε για να περάσει το βράδυ της να αρχίσει να αναπολεί τις μεγάλες αναμονές της ζωής της. Έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, ακούμπησε και το μπουκάλι μπροστά της (θα ήταν μεγάλο αυτό το βράδυ), έβαλε την αγαπημένη της μουσική να τη συντροφεύει και αφέθηκε στις θύμησες χρόνων και χρόνων.
Επικεντρώθηκε σε αυτές τις μεγάλες αναμονές εκείνων των… κοσμοϊστορικών για τη ζωή της γεγονότων που αν πραγματοποιούνταν θα της άλλαζαν τη ζωή. Σκεφτόμενη και μόνο αυτή τη φράση, έβαλε τα γέλια μόνη της, τόσο δυνατά που σίγουρα αν συνέχιζε λίγο ακόμα οι ένοικοι του διπλανού διαμερίσματος θα της χτυπούσαν ενοχλημένοι τον τοίχο, όπως κάνουν κάθε φορά που νιώθουν ότι πλήττεται ηχητικά η απόλυτα τακτοποιημένη και βουβή ζωή τους. Δεν μιλούσε σε κανέναν στην πολυκατοικία. Όλοι κλεισμένοι στον κόσμο τους, στα τσιμεντένια κλουβιά τους με ένα ύφος πάντα ίδιο στη χαρά και τη λύπη, άγευστο και άοσμο, κέρινο. Κι όμως κι αυτοί οι κέρινοι κάτι περιμένουν… και εκείνοι είναι θύματα των μεγάλων αναμονών!
Γύρισε τη σκέψη της γρήγορα στα δικά της. «Ο καθένας ας ασχοληθεί με τον εαυτό του», είπε κοφτά και έπιασε πάλι τα μονοπάτια του χρόνου. Και σκέφτηκε «ας τις δω όλες και τις μικρές και τις μεγάλες»!
Ποιες ήταν αυτές οι επιθυμίες που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν; Πόσες και πόσες ώρες αναμονής τους δεν έζησε; Άλλοτε ξαπλωμένη να κοιτά το ταβάνι, άλλοτε καθισμένη να χάνεται στις εικόνες της τηλεόρασης, κι άλλοτε όρθια να περπατά πάνω κάτω, απλά για να περνούν οι ώρες, οι στιγμές, να περνά ο ρημαδοχρόνος μέχρι να της φέρει αυτό που θέλει και εκείνο να μην έρχεται ποτέ ……
Από παιδάκι ακόμα έμαθε να περιμένει και να απογοητεύεται, όταν τα μεγάλα «θέλω» της περιορίζονταν σε εκείνη τη μεγάλη κούκλα που επιθυμούσε διακαώς να αποκτήσει και παρακαλούσε μέρα νύχτα για μήνες … τον Άη Βασίλη να της τη φέρει κι εκείνος αποφάσιζε ότι μια μικρότερη ήταν μια χαρά για εκείνη. Ή μήπως να αναλογιστεί εκείνα τα καλοκαιρινά απογεύματα που το μόνο που ήθελε ήταν να βουτήξει σε ένα τεράστιο σοκολατένιο παγωτό και να βγει με καφέ μουστάκια που θα τα έγλυφε με μανία, ενώ στο τέλος έτρωγε πάντα αυτό που οι μεγάλοι θεωρούσαν πιο υγιεινό, μια μπάλα βανίλιας. Μικρές αθώες επιθυμίες, μικρά αθώα «περίμενε» που έπεφταν και έσπαγαν σαν φτηνά γυάλινα βάζα. Και εκείνη μεγάλωνε περιμένοντας και περιμένοντας.
Και αργότερα στο σχολείο, σαν παιδί, σαν έφηβη, να περιμένει για την αναγνώριση των δασκάλων της, που πήγαινε πάντα σε αυτόν που ήξερε να διαφημίζει τον εαυτό του στην τάξη, αυτόν με τα λιγότερα προσόντα, με τον λιγότερο κόπο από εκείνη. Τι κι αν είχε πάντα το καλύτερο γραπτό; Στην τάξη χανόταν, εξαφανιζόταν, θαρρείς αόρατη και μάταια προσπαθούσε να φανεί, να αναδειχθεί . «Καλό παιδί, μα να προσπαθεί περισσότερο ….» Μα πόσο πια;
Ή εκείνο το κομμάτι του έρωτα, αυτού που εμφανίζεται εκείνα τα χρόνια, που φουντώνει τη μια μέρα και ξεφουντώνει την επόμενη. Εκείνη έμενε πάντα να φουντώνει μόνη της ή μάλλον μια φορά φούντωσε και έκανε χρόνια να ξεφουντώσει και εκείνες οι μεγάλες αναμονές την τρέλαιναν καθώς για χρόνια περίμενε, εκείνο το χαμόγελο, εκείνη τη λέξη, εκείνο το βλέμμα που θα της άλλαζε τη ζωή και το «ζούσε» μόνο σαν θεατής μέσα από τα χαμόγελα, τις λέξεις, τα βλέμματα που προορίζονταν πάντα για άλλη. Μέχρι που τέλειωσε το λύκειο και έμεινε με εκείνη την απορία «Άραγε τόσα χρόνια, ξέρει τουλάχιστον το όνομα μου;»
Και μια από τις μεγαλύτερες, εκείνη της μεγάλης δοκιμασίας των εξετάσεων, που εκεί, ναι θα κρίνονταν σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής η ζωή της. Να περιμένει τα αποτελέσματα μέρες και νύχτες και να παρακαλά να έχει επιτύχει την αγαπημένη σχολή της και να πέφτει για άλλη μια φορά στα σπασμένα για λίγα μόνο μόρια. Και να συμβιβάζεται όπως πάντα, χωρίς να προσπαθεί να ανατρέψει, γιατί μέχρι τώρα αυτό είχε μάθει... να χάνει!
Και λίγους μήνες μετά, μια άλλη αναμονή σε ένα νοσοκομείο, έξω από το χειρουργείο που περίμενε ένα βράδυ ολόκληρο με την ελπίδα ότι θα έβγαιναν καλά... οι γονείς της... σ΄ εκείνο το τροχαίο… αλλά τότε ήταν που μαζί με την ελπίδα έπεσε κι εκείνη στην κυριολεξία στα πατώματα λιπόθυμη για να συνέλθει δυο μέρες μετά έχοντας χάσει και την μοναδική σε τέτοιες περιπτώσεις ευκαιρία να τους αποχαιρετήσει ….
Και μετά μόνη της να περιμένει τα βράδια και τις μέρες, με ήλιο, με φεγγάρι, με συννεφιές. Να περιμένει να την πάρουν τηλέφωνο για δουλειά , να περιμένει ώρες σε σαλονάκια εταιρειών για να αφήσει ένα βιογραφικό, για μια συνέντευξη, να περιμένει στο τηλέφωνο να της απαντήσουν για την χιλιοστή αγγελία που είδε, ακούγοντας αυτή την ηλίθια μουσική της αναμονής που βάζουν και που επαναλαμβάνεται μέχρι να σου έρθει να πετάξεις το ακουστικό μακριά. Μόνη της, να παλεύει να σταθεί, απλά να σταθεί, όχι να προχωρήσει …. να σταθεί!
Μετά πάλι οι αναμονές στον έρωτα, τηλέφωνα που αργούσαν πάντα, ραντεβού που αναβάλλονταν, σχέσεις που χάνονταν για να πάρει την απόφαση να μην ξανασχοληθεί.
Και έφτασε σε αυτή την τελευταία μεγάλη αναμονή… κράτησε δυο τρεις μήνες .. και η απάντηση ήρθε μόλις εκείνο το απόγευμα ….. «Λυπόμαστε πολύ ….. ένα εξάμηνο το πολύ … δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι …. » Απάντηση που πήρε από παντού …
Έβαλε το τελευταίο ποτήρι κρασί … άπλωσε τα πόδια της στον καναπέ, χαμογέλασε.
Η τελευταία μου αναμονή ….. σε αυτόν που πια ξέρω, είμαι σίγουρη ότι θα ’ρθει, δεν θα με γελάσει όπως όλα … θα είναι συνεπής στο ραντεβού του.
Αυτός …… θα έρθει!
Σιγά το πρωτότυπο!
Όλοι μας, πάντα, κάτι περιμένουμε. Όλοι μας πάντα, προσμένουμε να έρθει το όνειρο, η επιθυμία, αυτό που κρύβουμε μέσα στην ψυχή μας, αυτό που σκεφτόμαστε όταν είμαστε μόνοι. Αυτό που το ξέρει μόνο αυτή η δύναμη εκεί πάνω που λένε ότι είναι πανταχού παρούσα και μας βλέπει και μας ακούει και μας «διαβάζει».
Μόλις είχε επιστρέψει με ένα νέο που σίγουρα δεν ήταν μέσα σε αυτά που περίμενε, αλλά θα έκανε εκείνη τη μεγάλη αλλαγή …..
Είπε να χαλαρώσει απόψε ….
Κάθισε λοιπόν αναπαυτικά στον καναπέ της και σκέφτηκε για να περάσει το βράδυ της να αρχίσει να αναπολεί τις μεγάλες αναμονές της ζωής της. Έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, ακούμπησε και το μπουκάλι μπροστά της (θα ήταν μεγάλο αυτό το βράδυ), έβαλε την αγαπημένη της μουσική να τη συντροφεύει και αφέθηκε στις θύμησες χρόνων και χρόνων.
Επικεντρώθηκε σε αυτές τις μεγάλες αναμονές εκείνων των… κοσμοϊστορικών για τη ζωή της γεγονότων που αν πραγματοποιούνταν θα της άλλαζαν τη ζωή. Σκεφτόμενη και μόνο αυτή τη φράση, έβαλε τα γέλια μόνη της, τόσο δυνατά που σίγουρα αν συνέχιζε λίγο ακόμα οι ένοικοι του διπλανού διαμερίσματος θα της χτυπούσαν ενοχλημένοι τον τοίχο, όπως κάνουν κάθε φορά που νιώθουν ότι πλήττεται ηχητικά η απόλυτα τακτοποιημένη και βουβή ζωή τους. Δεν μιλούσε σε κανέναν στην πολυκατοικία. Όλοι κλεισμένοι στον κόσμο τους, στα τσιμεντένια κλουβιά τους με ένα ύφος πάντα ίδιο στη χαρά και τη λύπη, άγευστο και άοσμο, κέρινο. Κι όμως κι αυτοί οι κέρινοι κάτι περιμένουν… και εκείνοι είναι θύματα των μεγάλων αναμονών!
Γύρισε τη σκέψη της γρήγορα στα δικά της. «Ο καθένας ας ασχοληθεί με τον εαυτό του», είπε κοφτά και έπιασε πάλι τα μονοπάτια του χρόνου. Και σκέφτηκε «ας τις δω όλες και τις μικρές και τις μεγάλες»!
Ποιες ήταν αυτές οι επιθυμίες που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν; Πόσες και πόσες ώρες αναμονής τους δεν έζησε; Άλλοτε ξαπλωμένη να κοιτά το ταβάνι, άλλοτε καθισμένη να χάνεται στις εικόνες της τηλεόρασης, κι άλλοτε όρθια να περπατά πάνω κάτω, απλά για να περνούν οι ώρες, οι στιγμές, να περνά ο ρημαδοχρόνος μέχρι να της φέρει αυτό που θέλει και εκείνο να μην έρχεται ποτέ ……
Από παιδάκι ακόμα έμαθε να περιμένει και να απογοητεύεται, όταν τα μεγάλα «θέλω» της περιορίζονταν σε εκείνη τη μεγάλη κούκλα που επιθυμούσε διακαώς να αποκτήσει και παρακαλούσε μέρα νύχτα για μήνες … τον Άη Βασίλη να της τη φέρει κι εκείνος αποφάσιζε ότι μια μικρότερη ήταν μια χαρά για εκείνη. Ή μήπως να αναλογιστεί εκείνα τα καλοκαιρινά απογεύματα που το μόνο που ήθελε ήταν να βουτήξει σε ένα τεράστιο σοκολατένιο παγωτό και να βγει με καφέ μουστάκια που θα τα έγλυφε με μανία, ενώ στο τέλος έτρωγε πάντα αυτό που οι μεγάλοι θεωρούσαν πιο υγιεινό, μια μπάλα βανίλιας. Μικρές αθώες επιθυμίες, μικρά αθώα «περίμενε» που έπεφταν και έσπαγαν σαν φτηνά γυάλινα βάζα. Και εκείνη μεγάλωνε περιμένοντας και περιμένοντας.
Και αργότερα στο σχολείο, σαν παιδί, σαν έφηβη, να περιμένει για την αναγνώριση των δασκάλων της, που πήγαινε πάντα σε αυτόν που ήξερε να διαφημίζει τον εαυτό του στην τάξη, αυτόν με τα λιγότερα προσόντα, με τον λιγότερο κόπο από εκείνη. Τι κι αν είχε πάντα το καλύτερο γραπτό; Στην τάξη χανόταν, εξαφανιζόταν, θαρρείς αόρατη και μάταια προσπαθούσε να φανεί, να αναδειχθεί . «Καλό παιδί, μα να προσπαθεί περισσότερο ….» Μα πόσο πια;
Ή εκείνο το κομμάτι του έρωτα, αυτού που εμφανίζεται εκείνα τα χρόνια, που φουντώνει τη μια μέρα και ξεφουντώνει την επόμενη. Εκείνη έμενε πάντα να φουντώνει μόνη της ή μάλλον μια φορά φούντωσε και έκανε χρόνια να ξεφουντώσει και εκείνες οι μεγάλες αναμονές την τρέλαιναν καθώς για χρόνια περίμενε, εκείνο το χαμόγελο, εκείνη τη λέξη, εκείνο το βλέμμα που θα της άλλαζε τη ζωή και το «ζούσε» μόνο σαν θεατής μέσα από τα χαμόγελα, τις λέξεις, τα βλέμματα που προορίζονταν πάντα για άλλη. Μέχρι που τέλειωσε το λύκειο και έμεινε με εκείνη την απορία «Άραγε τόσα χρόνια, ξέρει τουλάχιστον το όνομα μου;»
Και μια από τις μεγαλύτερες, εκείνη της μεγάλης δοκιμασίας των εξετάσεων, που εκεί, ναι θα κρίνονταν σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής η ζωή της. Να περιμένει τα αποτελέσματα μέρες και νύχτες και να παρακαλά να έχει επιτύχει την αγαπημένη σχολή της και να πέφτει για άλλη μια φορά στα σπασμένα για λίγα μόνο μόρια. Και να συμβιβάζεται όπως πάντα, χωρίς να προσπαθεί να ανατρέψει, γιατί μέχρι τώρα αυτό είχε μάθει... να χάνει!
Και λίγους μήνες μετά, μια άλλη αναμονή σε ένα νοσοκομείο, έξω από το χειρουργείο που περίμενε ένα βράδυ ολόκληρο με την ελπίδα ότι θα έβγαιναν καλά... οι γονείς της... σ΄ εκείνο το τροχαίο… αλλά τότε ήταν που μαζί με την ελπίδα έπεσε κι εκείνη στην κυριολεξία στα πατώματα λιπόθυμη για να συνέλθει δυο μέρες μετά έχοντας χάσει και την μοναδική σε τέτοιες περιπτώσεις ευκαιρία να τους αποχαιρετήσει ….
Και μετά μόνη της να περιμένει τα βράδια και τις μέρες, με ήλιο, με φεγγάρι, με συννεφιές. Να περιμένει να την πάρουν τηλέφωνο για δουλειά , να περιμένει ώρες σε σαλονάκια εταιρειών για να αφήσει ένα βιογραφικό, για μια συνέντευξη, να περιμένει στο τηλέφωνο να της απαντήσουν για την χιλιοστή αγγελία που είδε, ακούγοντας αυτή την ηλίθια μουσική της αναμονής που βάζουν και που επαναλαμβάνεται μέχρι να σου έρθει να πετάξεις το ακουστικό μακριά. Μόνη της, να παλεύει να σταθεί, απλά να σταθεί, όχι να προχωρήσει …. να σταθεί!
Μετά πάλι οι αναμονές στον έρωτα, τηλέφωνα που αργούσαν πάντα, ραντεβού που αναβάλλονταν, σχέσεις που χάνονταν για να πάρει την απόφαση να μην ξανασχοληθεί.
Και έφτασε σε αυτή την τελευταία μεγάλη αναμονή… κράτησε δυο τρεις μήνες .. και η απάντηση ήρθε μόλις εκείνο το απόγευμα ….. «Λυπόμαστε πολύ ….. ένα εξάμηνο το πολύ … δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι …. » Απάντηση που πήρε από παντού …
Έβαλε το τελευταίο ποτήρι κρασί … άπλωσε τα πόδια της στον καναπέ, χαμογέλασε.
Η τελευταία μου αναμονή ….. σε αυτόν που πια ξέρω, είμαι σίγουρη ότι θα ’ρθει, δεν θα με γελάσει όπως όλα … θα είναι συνεπής στο ραντεβού του.
Αυτός …… θα έρθει!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου