...Το ένα βήμα έφερνε το επόμενο, καθώς ο δρόμος μου απ' τη μέρα που γεννήθηκα με καλούσε. Δεν είχα, άλλωστε, δυνατότητα επιλογής. Όμως ήξερα πως εκείνον ήθελα να ακολουθήσω. Τον αγάπησα από το ξεκίνημά του, κατά κάποιον μυστήριο τρόπο. Έτρεφα τυφλή εμπιστοσύνη πως κάτι μαγικό κρυβόταν σε αυτό το ταξίδι. Ήταν ένας παράξενος, ασυνήθιστος δρόμος. Έμοιαζε σχεδόν μαγεμένος.
Ενώ λαμπερός ο ήλιος με έλουζε με τις ακτίνες του, δίχως προειδοποίηση η έστω κάποια μέση κατάσταση, ξάφνου η πλάση βυθίζονταν στο σκοτάδι και ανέτειλλε μια αλλιώτικη σελήνη. Το έδαφος ήταν ασφαλές, ομαλό, και αρώματα μεθυστικά αναδυόταν από το δρόμο αυτό, μα υπήρξαν φορές που στο επόμενο βήμα γινόταν θανάσιμα επικίνδυνος, απότομος.
Αυτές ήταν οι περιπτώσεις οι οποίες με έκαναν να αμφιβάλλω για το αν μπορούσα να τον εμπιστευτώ.. Ο δρόμος μου, όμως, είχε πάντα την ιδιότητα να με βοηθά να συνεχίζω. Δίχως να του ζητήσω κάποιου είδους βοήθεια. Και δεν ήταν μόνο τούτα τα περίεργα καπρίτσια του δρόμου μου...
Πολύ συχνά, εκεί που απελπιζόμουν για τη μοναξιά μου -γιατί εκτός από τον μαγεμένο μου δρόμο δεν είχα άλλη συντροφιά- εμφανίζονταν από το πουθενά διάφορες μορφές ζωής. Άλλες καλοσυνάτες, άλλες δαιμονικές, κι άλλες φορώντας περίεργες, κομψοτεχνημένες μάσκες.
Τι να σήμαιναν όλα αυτά, συλλογιζόμουν, μήπως ο δρόμος μου προσπαθούσε κάτι να μου πει;
Όπως και να'χει, ενστικτωδώς σύναψα σχέσεις με αυτές τις υπάρξεις, εκ των οποίων οι καλοσυνάτες ήταν εκείνες που αγάπησα περισσότερο. Οι υπόλοιπες, καθώς χάνονταν σαν σκιές, όπως εμφανίστηκαν, συνειδητοποιούσα πως μου είχαν ανοίξει πληγές. Ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Σχεδόν φοβόμουν να το δεχτώ. Πονούσα πολύ, μα ο δρόμος μου δεν μου έδινε κάποιο γιατρικό. Ώσπου μια μέρα, άρθρωσε για πρώτη του φορά 3 λέξεις, 3 λέξεις που ποτέ μου δεν θα ξεχάσω:
"Απόφυγε τις μάσκες".
Ύστερα σώπασε πάλι.
Συχνά, εμφανίζονταν μπροστά μου άυλες εικόνες, που άφηναν μέσα μου μια σφοδρή επιθυμία να τις αγγίξω, να τις φτάσω. Δεν τα κατάφερνα όμως, γι' αυτό και έδινα υπόσχεση στον εαυτό μου πως κάποτε θα τις συναντούσα. Ήξερα κατά κάποιον τρόπο ότι ο δρόμος μου, θα με οδηγούσε σε αυτές.
Άλλες φορές, άκουγα φωνές που με καλούσαν να γυρίσω πίσω. Μου θύμιζαν πολύ έντονα τις φωνές των κακόβουλων υπάρξεων κι εκείνων με τις όμορφες μάσκες που είχα πρωτύτερα συναντήσει. Άλλος ένας πειρασμός, σκεφτόμουν. Ώσπου, για δεύτερη φορά, ο δρόμος μου μίλησε, αυτή τη φορά αρθρώνοντας 2 μονάχα λέξεις:
"Προχώρα μπροστά".
Ήθελα να τον υπακούσω, μα ο πειρασμός με νίκησε. Τι θα πείραζε, άλλωστε, να γυρίσω για λίγο πίσω, το ταξίδι μου μπορούσε να περιμένει. Κάθε φορά, όμως, που γυρνούσα πίσω, επέστρεφα με νέες πληγές, πιο βαθιές από τις πρώτες, ώσπου αποφάσισα να υπακούσω στο δρόμο μου.
Ο οποίος, φυσικά, δεν με άφησε ατιμώρητη. Κάθε φορά που μαγευόμουν από ύπουλη πλάνη, μου πρόσθετε άλλο ένα κομμάτι δρόμου. Σαν να ήθελε να μου πει: "Αυτό, για να μάθεις πως αν μένεις στάσιμη, δεν θα φτάσεις ποτέ στον προορισμό σου". Αυστηρός ο δρόμος, σκέφτηκα... Μοιάζει όμως αρκετά σοφός. Κι αυτό είναι που με κάνει μέχρι και τώρα να τον εμπιστεύομαι. Τυφλά.
Αυτός, λοιπόν, είναι ο μυστηριώδης δρόμος. Άλλοτε ήπιος, άλλοτε σκληρός. Άλλοτε διαυγής, άλλοτε παραπλανητικός.
Με καμιά προηγούμενη όμως δεν έμοιαζε ίδια εκείνη η μοιραία μέρα για το δρόμο μου.
Ήταν ίσως ο μεγαλύτερος, φαινομενικά αθώος κίνδυνος που θα αντιμετώπιζα. Καθώς προχωρούσα, όπως έκανα πάντα, ξαφνικά, στην άκρη του δρόμου μου, αντίκρισα μια μυστήρια επιγραφή. Ποτέ πριν ο δρόμος μου δεν είχε επιγραφές ή κάποιου είδους πινακίδα, και μόνο δύο ήταν οι φορές που επικοινώνησε μαζί μου. Πάνω στην επιγραφή, ήταν χαραγμένες 4 λέξεις, τις οποίες φαινόταν πως μπορούσα να διαβάσω μόνο εγώ γιατί ήταν γραμμένες σε μια άγνωστη διάλεκτο:
"Ακολουθείς το Πεπρωμένο σου;"
Αρχικά με κατέλαβε φόβος, καθώς ήταν κάτι νέο για εμένα, άγνωστο, και δεν ήξερα πως θα έπρεπε να αντιδράσω. Ύστερα από λίγο, όταν βρήκα ξανά την ψυχραιμία μου, σκέφτηκα πως θα ήταν μια κακόγουστη φάρσα. Θυμωμένη, άρχισα να χτυπάω την επιγραφή καθώς με ενοχλούσε πολύ η όψη της, αλλά εκείνη έμοιαζε άθικτη.
Μήπως δεν ήταν φάρσα, τελικά; Μήπως κάτι ήθελε να μου πει, ήταν ένας γρίφος που έπρεπε να λύσω για να συνεχίσω το δρόμο μου; "Ακολουθείς το Πεπρωμένο σου;"...; Τι άραγε έπρεπε να απαντήσω σε αυτό;... Έστυψα το μυαλό μου όμως απάντηση δε βρήκα.
Μήπως η πινακίδα είχε δίκιο; Μήπως ο πραγματικός μου δρόμος ήταν άλλος, και είχα πιαστεί κορόιδο όταν εμπιστεύτηκα τυφλά τον συγκεκριμένο; Τι άραγε μπορεί να συναντήσω αν φύγω από εδώ; Και ακόμα χειρότερα, πως θα μπορούσα να φύγω; Ή μήπως η πινακίδα είναι η παγίδα;...
Ξάφνου συνειδητοποίησα πως αυτή η ερώτηση είχε κατακλύσει όλο μου το είναι, λέρωνε την κάθε μου σκέψη, και τότε κατάλαβα πως ήταν επικίνδυνη. Καλύτερα να συνεχίσω, σκέφτηκα, προτού μείνω εδώ για πάντα παγιδευμένη, έρμαιο μιας ανόητης ερώτησης.
Αφότου προχώρησα λίγα βήματα όμως, κατέρρευσα. Αποφασισμένη γύρισα πίσω στην πινακίδα, έπρεπε να λύσω το γρίφο αλλιώς αυτή η ερώτηση θα με βασάνιζε μέχρι το τέλος του ταξιδιού μου, και θα μου κατέτρωγε την ύπαρξη.
Μόλις γύρισα, διαπίστωσα πως ο δρόμος μου είχε υποστεί μια αλλαγή. Ενώ ήταν μια συγκεκριμένη ευθεία με συγκεκριμένη πορεία, ξαφνικά, στο σημείο της επιγραφής, εμφανίστηκε ένα μυστηριώδες δίστρατο. Μα δεν ήταν μόνο ο δρόμος που είχε αλλάξει, ακόμα και η επιγραφή της πινακίδας τώρα έγραφε κάτι διαφορετικό, στην ίδια, άγνωστη διάλεκτο. Έλεγε...
"Αν πιστεύεις πως ακολουθείς το Πεπρωμένο σου, συνέχισε τον γνωστό σου δρόμο.
Αν όμως νιώθεις πως κάτι άλλο γράφτηκε για εσένα και πρέπει να το ανακαλύψεις, ακολούθησε το νέο αυτό μονοπάτι.
Προσοχή!
Από αυτόν τον δρόμο, δεν υπάρχει επιστροφή"
Άλλος ένας, καινούριος τρόμος με παρέλυσε. Δηλαδή θα πρόδιδα τον δρόμο που οδηγούσε τα βήματα μου από τότε που ήρθα στον κόσμο; Και πως θα ήμουν σίγουρη για το ποια επιλογή θα ήταν η σωστή και θα με οδηγούσε στο πεπρωμένο μου; Κι αν έκανα τη λάθος επιλογή;.. Η πινακίδα με προειδοποίησε πως επιστροφή δεν υπάρχει...
Φτάνει, είπα από μέσα μου.
Δεν χωρούν άλλοι ενδοιασμοί.
Η ανάγκη είναι πάντοτε ισχυρότερη από το οτιδήποτε, και η δική μου ανάγκη να βρω το πραγματικό μου πεπρωμένο, να γνωρίσω νέους κόσμους, στέφθηκε βασίλισσα της ύπαρξής μου.
Νέα μου μοίρα, σου έρχομαι, ήταν η τελευταία μου σκέψη, και κίνησα για το νέο μονοπάτι δίχως να κοιτάξω ξανά πίσω μου, τον λυπημένο μου δρόμο που εγκατέλειπα...
Ο νέος μου δρόμος ήταν γεμάτος λουλούδια, ευωδίες, πολύχρωμες πεταλούδες και ταξιδιάρικες μελωδίες. Τούτο το μέρος έμοιαζε μαγεμένο.... Συλλογιζόμουν πόσο ευτυχισμένη ήμουν, και πόσο τυχερή που άφησα το ένστικτο μου να με οδηγήσει στο σωστό μονοπάτι. Πως να γυρίσω πίσω ξανά, τώρα που βρέθηκα σε έναν αληθινό Παράδεισο;..
Η γαλήνη μου όμως, κράτησε πολύ λιγότερο απ'όσο ανέμενα.
Βρέθηκα σε αδιέξοδο.
Ο δρόμος μου σταματούσε απότομα, δίχως να οδηγεί κάπου περαιτέρω.
Ήθελα να βάλω τα κλάματα και να τελειώσουν όλα εκεί, εκείνη τη καταραμένη στιγμή. Παγιδεύτηκα, η ίδια μου η ουτοπία με ξεγέλασε... Βυθίστηκα σε μια πρωτόγνωρη απελπισία, ώσπου είδα εμπρός μου μια τελευταία, λαμπερή επιγραφή, με ιδιαίτερα, καλλιγραφικά γράμματα, ξανά στην άγνωστη, μυστήρια διάλεκτο.
Η επιγραφή έλεγε:
''Αυτό το μαγικό μα και σύντομο μονοπάτι που ήταν βέβαιο πως θα ακολουθήσεις, ήταν ένα ακόμη μάθημα που έπρεπε να πάρεις από το δρόμο σου.
Που αναζητάς το Πεπρωμένο σου, που αναζητάς την ευτυχία σου, φτωχό μου πλάσμα;
Γιατί εγκατέλειψες το δρόμο σου;
Τάχα δεν γνώριζες πως αυτός ο ίδιος ο δρόμος είναι η μοίρα σου, και όσα σου δίδαξε οι παντοτινοί σου σύντροφοι;
Γιατί αρνήθηκες τους θησαυρούς του, γιατί δεν τον εμπιστεύτηκες, αναζητώντας την ευτυχία σε μέρη άγνωστα και μακρινά, ενώ την είχες στα πόδια σου, στο μονοπάτι γνώσης και εμπειριών που ο δρόμος σου σου πρόσφερε;
Κοίταξε, τώρα, τον εαυτό σου.
Θέλησες να βρεις την ουτοπία, και κατέληξες με δάκρυα στα μάτια.
Η ουτοπία, να θυμάσαι πως είναι ο δρόμος σου.
Με τα μυστήρια, τους κινδύνους και τις πληγές του.
Όταν θα έχεις φτάσει στον προορισμό σου, θα καταλάβεις... Πως ο δρόμος σου ήταν ο αληθινός σου προορισμός, για να σε πλάσει όπως είσαι τώρα. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος απ'το εδώ, ούτε καλύτερη στιγμή απ' το τώρα. Γι' αυτό γυρνά πίσω, μαγικό μου πλάσμα, και συνέχισε το ταξίδι σου, την περιπέτειά σου.
Εγώ θα σε καθοδηγώ...
...Το πεπρωμένο σου...
Ενώ λαμπερός ο ήλιος με έλουζε με τις ακτίνες του, δίχως προειδοποίηση η έστω κάποια μέση κατάσταση, ξάφνου η πλάση βυθίζονταν στο σκοτάδι και ανέτειλλε μια αλλιώτικη σελήνη. Το έδαφος ήταν ασφαλές, ομαλό, και αρώματα μεθυστικά αναδυόταν από το δρόμο αυτό, μα υπήρξαν φορές που στο επόμενο βήμα γινόταν θανάσιμα επικίνδυνος, απότομος.
Αυτές ήταν οι περιπτώσεις οι οποίες με έκαναν να αμφιβάλλω για το αν μπορούσα να τον εμπιστευτώ.. Ο δρόμος μου, όμως, είχε πάντα την ιδιότητα να με βοηθά να συνεχίζω. Δίχως να του ζητήσω κάποιου είδους βοήθεια. Και δεν ήταν μόνο τούτα τα περίεργα καπρίτσια του δρόμου μου...
Πολύ συχνά, εκεί που απελπιζόμουν για τη μοναξιά μου -γιατί εκτός από τον μαγεμένο μου δρόμο δεν είχα άλλη συντροφιά- εμφανίζονταν από το πουθενά διάφορες μορφές ζωής. Άλλες καλοσυνάτες, άλλες δαιμονικές, κι άλλες φορώντας περίεργες, κομψοτεχνημένες μάσκες.
Τι να σήμαιναν όλα αυτά, συλλογιζόμουν, μήπως ο δρόμος μου προσπαθούσε κάτι να μου πει;
Όπως και να'χει, ενστικτωδώς σύναψα σχέσεις με αυτές τις υπάρξεις, εκ των οποίων οι καλοσυνάτες ήταν εκείνες που αγάπησα περισσότερο. Οι υπόλοιπες, καθώς χάνονταν σαν σκιές, όπως εμφανίστηκαν, συνειδητοποιούσα πως μου είχαν ανοίξει πληγές. Ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Σχεδόν φοβόμουν να το δεχτώ. Πονούσα πολύ, μα ο δρόμος μου δεν μου έδινε κάποιο γιατρικό. Ώσπου μια μέρα, άρθρωσε για πρώτη του φορά 3 λέξεις, 3 λέξεις που ποτέ μου δεν θα ξεχάσω:
"Απόφυγε τις μάσκες".
Ύστερα σώπασε πάλι.
Συχνά, εμφανίζονταν μπροστά μου άυλες εικόνες, που άφηναν μέσα μου μια σφοδρή επιθυμία να τις αγγίξω, να τις φτάσω. Δεν τα κατάφερνα όμως, γι' αυτό και έδινα υπόσχεση στον εαυτό μου πως κάποτε θα τις συναντούσα. Ήξερα κατά κάποιον τρόπο ότι ο δρόμος μου, θα με οδηγούσε σε αυτές.
Άλλες φορές, άκουγα φωνές που με καλούσαν να γυρίσω πίσω. Μου θύμιζαν πολύ έντονα τις φωνές των κακόβουλων υπάρξεων κι εκείνων με τις όμορφες μάσκες που είχα πρωτύτερα συναντήσει. Άλλος ένας πειρασμός, σκεφτόμουν. Ώσπου, για δεύτερη φορά, ο δρόμος μου μίλησε, αυτή τη φορά αρθρώνοντας 2 μονάχα λέξεις:
"Προχώρα μπροστά".
Ήθελα να τον υπακούσω, μα ο πειρασμός με νίκησε. Τι θα πείραζε, άλλωστε, να γυρίσω για λίγο πίσω, το ταξίδι μου μπορούσε να περιμένει. Κάθε φορά, όμως, που γυρνούσα πίσω, επέστρεφα με νέες πληγές, πιο βαθιές από τις πρώτες, ώσπου αποφάσισα να υπακούσω στο δρόμο μου.
Ο οποίος, φυσικά, δεν με άφησε ατιμώρητη. Κάθε φορά που μαγευόμουν από ύπουλη πλάνη, μου πρόσθετε άλλο ένα κομμάτι δρόμου. Σαν να ήθελε να μου πει: "Αυτό, για να μάθεις πως αν μένεις στάσιμη, δεν θα φτάσεις ποτέ στον προορισμό σου". Αυστηρός ο δρόμος, σκέφτηκα... Μοιάζει όμως αρκετά σοφός. Κι αυτό είναι που με κάνει μέχρι και τώρα να τον εμπιστεύομαι. Τυφλά.
Αυτός, λοιπόν, είναι ο μυστηριώδης δρόμος. Άλλοτε ήπιος, άλλοτε σκληρός. Άλλοτε διαυγής, άλλοτε παραπλανητικός.
Με καμιά προηγούμενη όμως δεν έμοιαζε ίδια εκείνη η μοιραία μέρα για το δρόμο μου.
Ήταν ίσως ο μεγαλύτερος, φαινομενικά αθώος κίνδυνος που θα αντιμετώπιζα. Καθώς προχωρούσα, όπως έκανα πάντα, ξαφνικά, στην άκρη του δρόμου μου, αντίκρισα μια μυστήρια επιγραφή. Ποτέ πριν ο δρόμος μου δεν είχε επιγραφές ή κάποιου είδους πινακίδα, και μόνο δύο ήταν οι φορές που επικοινώνησε μαζί μου. Πάνω στην επιγραφή, ήταν χαραγμένες 4 λέξεις, τις οποίες φαινόταν πως μπορούσα να διαβάσω μόνο εγώ γιατί ήταν γραμμένες σε μια άγνωστη διάλεκτο:
"Ακολουθείς το Πεπρωμένο σου;"
Αρχικά με κατέλαβε φόβος, καθώς ήταν κάτι νέο για εμένα, άγνωστο, και δεν ήξερα πως θα έπρεπε να αντιδράσω. Ύστερα από λίγο, όταν βρήκα ξανά την ψυχραιμία μου, σκέφτηκα πως θα ήταν μια κακόγουστη φάρσα. Θυμωμένη, άρχισα να χτυπάω την επιγραφή καθώς με ενοχλούσε πολύ η όψη της, αλλά εκείνη έμοιαζε άθικτη.
Μήπως δεν ήταν φάρσα, τελικά; Μήπως κάτι ήθελε να μου πει, ήταν ένας γρίφος που έπρεπε να λύσω για να συνεχίσω το δρόμο μου; "Ακολουθείς το Πεπρωμένο σου;"...; Τι άραγε έπρεπε να απαντήσω σε αυτό;... Έστυψα το μυαλό μου όμως απάντηση δε βρήκα.
Μήπως η πινακίδα είχε δίκιο; Μήπως ο πραγματικός μου δρόμος ήταν άλλος, και είχα πιαστεί κορόιδο όταν εμπιστεύτηκα τυφλά τον συγκεκριμένο; Τι άραγε μπορεί να συναντήσω αν φύγω από εδώ; Και ακόμα χειρότερα, πως θα μπορούσα να φύγω; Ή μήπως η πινακίδα είναι η παγίδα;...
Ξάφνου συνειδητοποίησα πως αυτή η ερώτηση είχε κατακλύσει όλο μου το είναι, λέρωνε την κάθε μου σκέψη, και τότε κατάλαβα πως ήταν επικίνδυνη. Καλύτερα να συνεχίσω, σκέφτηκα, προτού μείνω εδώ για πάντα παγιδευμένη, έρμαιο μιας ανόητης ερώτησης.
Αφότου προχώρησα λίγα βήματα όμως, κατέρρευσα. Αποφασισμένη γύρισα πίσω στην πινακίδα, έπρεπε να λύσω το γρίφο αλλιώς αυτή η ερώτηση θα με βασάνιζε μέχρι το τέλος του ταξιδιού μου, και θα μου κατέτρωγε την ύπαρξη.
Μόλις γύρισα, διαπίστωσα πως ο δρόμος μου είχε υποστεί μια αλλαγή. Ενώ ήταν μια συγκεκριμένη ευθεία με συγκεκριμένη πορεία, ξαφνικά, στο σημείο της επιγραφής, εμφανίστηκε ένα μυστηριώδες δίστρατο. Μα δεν ήταν μόνο ο δρόμος που είχε αλλάξει, ακόμα και η επιγραφή της πινακίδας τώρα έγραφε κάτι διαφορετικό, στην ίδια, άγνωστη διάλεκτο. Έλεγε...
"Αν πιστεύεις πως ακολουθείς το Πεπρωμένο σου, συνέχισε τον γνωστό σου δρόμο.
Αν όμως νιώθεις πως κάτι άλλο γράφτηκε για εσένα και πρέπει να το ανακαλύψεις, ακολούθησε το νέο αυτό μονοπάτι.
Προσοχή!
Από αυτόν τον δρόμο, δεν υπάρχει επιστροφή"
Άλλος ένας, καινούριος τρόμος με παρέλυσε. Δηλαδή θα πρόδιδα τον δρόμο που οδηγούσε τα βήματα μου από τότε που ήρθα στον κόσμο; Και πως θα ήμουν σίγουρη για το ποια επιλογή θα ήταν η σωστή και θα με οδηγούσε στο πεπρωμένο μου; Κι αν έκανα τη λάθος επιλογή;.. Η πινακίδα με προειδοποίησε πως επιστροφή δεν υπάρχει...
Φτάνει, είπα από μέσα μου.
Δεν χωρούν άλλοι ενδοιασμοί.
Η ανάγκη είναι πάντοτε ισχυρότερη από το οτιδήποτε, και η δική μου ανάγκη να βρω το πραγματικό μου πεπρωμένο, να γνωρίσω νέους κόσμους, στέφθηκε βασίλισσα της ύπαρξής μου.
Νέα μου μοίρα, σου έρχομαι, ήταν η τελευταία μου σκέψη, και κίνησα για το νέο μονοπάτι δίχως να κοιτάξω ξανά πίσω μου, τον λυπημένο μου δρόμο που εγκατέλειπα...
Ο νέος μου δρόμος ήταν γεμάτος λουλούδια, ευωδίες, πολύχρωμες πεταλούδες και ταξιδιάρικες μελωδίες. Τούτο το μέρος έμοιαζε μαγεμένο.... Συλλογιζόμουν πόσο ευτυχισμένη ήμουν, και πόσο τυχερή που άφησα το ένστικτο μου να με οδηγήσει στο σωστό μονοπάτι. Πως να γυρίσω πίσω ξανά, τώρα που βρέθηκα σε έναν αληθινό Παράδεισο;..
Η γαλήνη μου όμως, κράτησε πολύ λιγότερο απ'όσο ανέμενα.
Βρέθηκα σε αδιέξοδο.
Ο δρόμος μου σταματούσε απότομα, δίχως να οδηγεί κάπου περαιτέρω.
Ήθελα να βάλω τα κλάματα και να τελειώσουν όλα εκεί, εκείνη τη καταραμένη στιγμή. Παγιδεύτηκα, η ίδια μου η ουτοπία με ξεγέλασε... Βυθίστηκα σε μια πρωτόγνωρη απελπισία, ώσπου είδα εμπρός μου μια τελευταία, λαμπερή επιγραφή, με ιδιαίτερα, καλλιγραφικά γράμματα, ξανά στην άγνωστη, μυστήρια διάλεκτο.
Η επιγραφή έλεγε:
''Αυτό το μαγικό μα και σύντομο μονοπάτι που ήταν βέβαιο πως θα ακολουθήσεις, ήταν ένα ακόμη μάθημα που έπρεπε να πάρεις από το δρόμο σου.
Που αναζητάς το Πεπρωμένο σου, που αναζητάς την ευτυχία σου, φτωχό μου πλάσμα;
Γιατί εγκατέλειψες το δρόμο σου;
Τάχα δεν γνώριζες πως αυτός ο ίδιος ο δρόμος είναι η μοίρα σου, και όσα σου δίδαξε οι παντοτινοί σου σύντροφοι;
Γιατί αρνήθηκες τους θησαυρούς του, γιατί δεν τον εμπιστεύτηκες, αναζητώντας την ευτυχία σε μέρη άγνωστα και μακρινά, ενώ την είχες στα πόδια σου, στο μονοπάτι γνώσης και εμπειριών που ο δρόμος σου σου πρόσφερε;
Κοίταξε, τώρα, τον εαυτό σου.
Θέλησες να βρεις την ουτοπία, και κατέληξες με δάκρυα στα μάτια.
Η ουτοπία, να θυμάσαι πως είναι ο δρόμος σου.
Με τα μυστήρια, τους κινδύνους και τις πληγές του.
Όταν θα έχεις φτάσει στον προορισμό σου, θα καταλάβεις... Πως ο δρόμος σου ήταν ο αληθινός σου προορισμός, για να σε πλάσει όπως είσαι τώρα. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος απ'το εδώ, ούτε καλύτερη στιγμή απ' το τώρα. Γι' αυτό γυρνά πίσω, μαγικό μου πλάσμα, και συνέχισε το ταξίδι σου, την περιπέτειά σου.
Εγώ θα σε καθοδηγώ...
...Το πεπρωμένο σου...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου