Όταν λένε πως ο σύγχρονος κόσμος
υφίσταται κρίση, αυτό που συνήθως εννοούν είναι ότι έφτασε σε ένα κρίσιμο
σημείο, ή, με άλλα λόγια, ότι επίκειται μια μεταμόρφωση λίγο ή πολύ βαθειά, ότι
μια αλλαγή προσανατολισμού οφείλει αναπόφευκτα να συμβεί πολύ σύντομα, εκούσια ή
ακούσια, με έναν τρόπο λίγο ή πολύ απότομο, με ή χωρίς καταστροφή. Για αυτούς
που βλέπουν τα πράγματα από μια γενικότερη σκοπιά, είναι όλη η σύγχρονη εποχή,
στο σύνολό της, που αντιπροσωπεύει για τον κόσμο μια περίοδο κρίσης.
Φαίνεται άλλωστε πως πλησιάζουμε στην τελική έκβαση και γι’ αυτό γίνεται πιο αισθητός σήμερα περισσότερο από ποτέ ο ανώμαλος χαρακτήρας αυτής της κατάστασης πραγμάτων που διαρκεί μερικούς αιώνες, αλλά της οποίας οι επιπτώσεις δεν είχαν γίνει ακόμη τόσο αντιληπτές όσο γίνονται τώρα. Αυτός επιπλέον είναι ο λόγος για τον οποίο τα γεγονότα κυλούν με αυτήν την επιταχυνόμενη ταχύτητα. Αναμφίβολα, αυτό μπορεί να εξακολουθήσει έτσι για κάμποσο καιρό ακόμη, αλλά όχι επ’ άπειρον.
Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο που τόσα πνεύματα σήμερα κατέχονται από την “ιδέα του τέλους του κόσμου”. Τούτο είναι λυπηρό από ορισμένες πλευρές, γιατί οι παραλογισμοί που δημιουργούνται από αυτή την κακώς εννοούμενη ιδέα, τα “μεσσιανικά” παραληρήματα που έχει σαν επίπτωση σε ορισμένους κύκλους, , όλες αυτές οι εκδηλώσεις που απορρέουν από τη διανοητική ανισορροπία της εποχής μας, δεν κάνουν άλλο από το να επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο αυτή την ανισορροπία δίνοντάς της διαστάσεις που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες.
Η πιο βολική στάση, όταν διαπιστώνουμε τέτοιου είδους πράγματα είναι ασφαλώς αυτή που συνίσταται στο να τα παραμερίσουμε απλά και καθαρά χωρίς περαιτέρω εξέταση, να τα αντιμετωπίσουμε σαν σφάλματα ή ονειροπολήματα χωρίς σημασία. Ωστόσο αξίζει περισσότερο να αναζητήσουμε τους λόγους που τα προκάλεσαν και το μέρος της λίγο ή πολύ παραμορφωμένης αλήθειας που μπορεί να βρίσκεται παρ’ όλα αυτά μέσα τους.
Παρατηρούμε λοιπόν χωρίς κόπο πως αυτή η προκατάληψη με το τέλος του κόσμου είναι στενά δεμένη με την κατάσταση της γενικής αδιαθεσίας μέσα στην οποία ζούμε τούτη την εποχή: το σκοτεινό προαίσθημα κάποιου πράγματος που αληθινά βρίσκεται στα πρόθυρα του τέλους, επιδρώντας ανεξέλεγκτα στην φαντασία ορισμένων, προξενεί εκεί πολύ φυσικά ασυνάρτητες παραστάσεις και πολύ συχνά υλοποιημένες με χοντροειδή τρόπο.
Πρέπει να παραδεχτούμε πως αυτή η προαίσθηση είναι πολύ πραγματική, παρ’ ότι θολή και ευάλωτη σε λαθεμένες ερμηνείες ή σε ευφάνταστες παραμορφώσεις, επειδή, ό,τι και αν σημαίνει αυτό το τέλος, η κρίση που οφείλει αναγκαστικά να καταλήξει σ’ αυτό είναι αρκετά εμφανής και ένα πλήθος σημάδια όχι αμφίβολα και που εύκολα επισημαίνονται οδηγούν όλα με τρόπο ομόφωνο στο ίδιο συμπέρασμα.
Αυτό το τέλος δεν είναι χωρίς αμφιβολία το τέλος του κόσμου, με την ολοκληρωτική έννοια που ορισμένοι θέλουν να το εννοήσουν, αλλά είναι το λιγότερο το τέλος ενός κόσμου. Και αν αυτό που οφείλει να τελειώσει είναι ο δυτικός πολιτισμός υπό την τωρινή του μορφή, είναι κατανοητό πως αυτοί που έχουν συνηθίσει να μη βλέπουν τίποτε έξω απ’ αυτόν και να τον θεωρούν ως τον “πολιτισμό” χωρίς επίθετο, πιστεύουν πως όλα θα τελειώσουν μαζί με αυτόν και πως, αν αυτός αφανιστεί θα είναι αληθινά το τέλος του κόσμου.
Θα μιλήσουμε λοιπόν για το τέλος μιας εποχής ή ενός ιστορικού κύκλου, που άλλωστε μπορεί να αντιστοιχεί με έναν κοσμικό κύκλο, σύμφωνα με όσα διδάσκουν σχετικά όλες οι παραδοσιακές διδασκαλίες. Έχουμε ήδη στο παρελθόν πολλά τέτοια προηγούμενα και αναμφίβολα θα υπάρξουν και άλλα ακόμη στο μέλλον.
Ο Σκοτεινός Αιώνας
Η Ινδουιστική διδασκαλία πρεσβεύει πως η διάρκεια ενός ανθρώπινου κύκλου διαιρείται σε τέσσερις αιώνες, που σημαδεύουν αντίστοιχες φάσεις μιας βαθμιαίας συσκότισης της πρωταρχικής πνευματικότητας. Είναι αυτές οι ίδιες οι περίοδοι που οι παραδόσεις της δυτικής αρχαιότητας , από τη μεριά τους, προσδιόριζαν ως αιώνες του χρυσού, του αργυρού, του χαλκού και του σιδήρου. Βρισκόμαστε επί του παρόντος στον τέταρτο αιώνα, την Kali Yuga ή “σκοτεινό αιώνα” και βρισκόμαστε σ’ αυτήν, λέμε, εδώ και πάνω από έξι χιλιάδες χρόνια, δηλαδή από μια εποχή πολύ προγενέστερη όλων εκείνων που μας είναι γνωστές από την κλασσική ιστορία.
Έκτοτε οι αλήθειες που άλλοτε ήταν προσιτές σε όλους τους ανθρώπους, έγιναν όλο και πιο απόκρυφες και δυσπρόσιτες. Αυτοί που τις κατέχουν όλο και λιγοστεύουν και παρ’ όλο που ο θησαυρός της “μη ανθρώπινης σοφίας”, που προηγήθηκε όλων των αιώνων, δεν είναι δυνατόν να χαθεί ποτέ, τυλίγεται με όλο και πιο αδιαπέραστα πέπλα, που την κρύβουν από τα βλέμματα και που κάτω απ’ αυτά είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακαλυφθεί.
Γι’ αυτό παντού μιλούν για κάτι που χάθηκε, φαινομενικά τουλάχιστον και σε σχέση με τον εξωτερικό κόσμο και που οφείλουν να τον επανεύρουν αυτοί που επιδιώκουν την αληθινή γνώση. Αλλά ειπώθηκε ακόμη πως αυτό που είναι κρυμμένο θα ξαναγίνει ορατό στο τέλος του παρόντος κύκλου, που θα είναι ταυτόχρονα, χάρις στη συνέχεια που συνδέει όλα τα πράγματα μεταξύ τους, η αρχή ενός νέου κύκλου.
Αλλά, θα διερωτηθούμε αναμφίβολα, γιατί η κυκλική εξέλιξη οφείλει να ολοκληρωθεί έτσι κατά μια καθοδική φορά, πηγαίνοντας, από το ανώτερο στο κατώτερο, πράγμα που σημαίνει άρνηση αυτής της ίδιας της ιδέας της προόδου όπως οι σύγχρονοι την εννοούν; Αυτό συμβαίνει επειδή η εξέλιξη κάθε εκδήλωσης συνεπάγεται αναγκαστικά μια όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση από την αρχή από την οποία εκπηγάζει. Ξεκινώντας απ’ το πιο υψηλό σημείο, τείνει αναγκαστικά προς τα κάτω και όπως τα σώματα που έχουν βάρος, τείνει προς τα κει με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα, έως ότου τελικά συναντήσει ένα σημείο στάσης.
Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετικά περίπλοκη: Μπορούμε να διακρίνουμε σε όλα τα πράγματα δύο αντίρροπες τάσεις, τη μια καθοδική και την άλλη ανοδική, την μια κεντρόφυγο και την άλλη κεντρομόλο. Από την επικράτηση της μιας ή της άλλης εκπηγάζουν δύο συμπληρωματικές φάσεις της εκδήλωσης, η μια της απομάκρυνσης από την αρχή, η άλλη της επιστροφής, οι οποίες συγκρίνονται συμβολικά με τις κινήσεις της καρδιάς ή με τις δύο φάσεις της αναπνοής.
Η Αναγέννηση
Αυτό που ονομάζουμε Αναγέννηση υπήρξε στην πραγματικότητα ο θάνατος πολλών πραγμάτων. Υπό το πρόσχημα της επιστροφής στον Ελληνο-ρωμαϊκό πολιτισμό, δεν πήρε απ’ αυτόν παρά ό,τι πιο εξωτερικό είχε, επειδή αυτό μόνο είχε μπορέσει να εκφραστεί ρητά μέσα στα γραπτά κείμενα. Αυτή η ατελής αποκατάσταση, δεν μπορούσε άλλωστε να έχει παρά ένα πολύ επίπλαστο χαρακτήρα, επειδή αφορούσε μορφές που από αιώνες είχαν πάψει να ζουν την πραγματική τους ζωή. Όσο για τις παραδοσιακές επιστήμες του Μεσαίωνα, αφού λειτούργησαν για μικρό ακόμη χρονικό διάστημα, εξαφανίστηκαν τόσο ολοκληρωτικά όσο και εκείνες των μακρινών πολιτισμών που αφανίστηκαν άλλοτε από κάποιον κατακλυσμό.
Και αυτή τη φορά τίποτε δε θα μπορούσε να τις αντικαταστήσει. Έκτοτε δεν υπάρχει παρά η “βέβηλη” φιλοσοφία και επιστήμη, δηλαδή η άρνηση της αυθεντικής διανοητικότητας, ο περιορισμός της γνώσης στην κατώτερη βαθμίδα, η εμπειρική και αναλυτική μελέτη των γεγονότων που δεν συνδέεται με καμιά αρχή, η διασπορά μέσα σε μια απεριόριστη πολλαπλότητα ασήμαντων λεπτομερειών, η συσσώρευση υποθέσεων χωρίς θεμελίωση που αλληλοαναιρούνται αδιάκοπα, αποσπασματικές απόψεις που δεν μπορούν να οδηγήσουν πουθενά, παρεκτός σε αυτές τις πρακτικές εφαρμογές που συνιστούν την μόνη πραγματική ανωτερότητα του σύγχρονου πολιτισμού. Ανωτερότητα που άλλωστε είναι ελάχιστα ζηλευτή και που καθώς στην εξέλιξη της καταντά να πνίγει κάθε άλλη απασχόληση, έδωσε σε αυτόν τον πολιτισμό τον καθαρά υλικό χαρακτήρα που τον καθιστά ένα αληθινό τερατούργημα.
Αυτές οι υποδεέστερες γνώσεις, τόσο μάταιες στα μάτια εκείνου που κατέχει μια γνώση άλλης τάξης, όφειλαν ωστόσο να πραγματωθούν και αυτό δεν θα ήταν δυνατό παρά σε ένα στάδιο όπου η αληθινή διανοητικότητα θα είχε εξαφανιστεί.
Αυτές οι αναζητήσεις μιας αποκλειστικά πρακτικής αξίας όφειλαν να συμπληρωθούν, αλλά δε θα το μπορούσαν παρά ως μια ακραία αντίθεση της πρωταρχικής πνευματικότητας, από ανθρώπους βυθισμένους μέσα στην ύλη σε σημείο που να μην αντιλαμβάνονται τίποτε πιο πέρα από αυτή και που καταντούν τόσο περισσότερο σκλάβοι της όσο περισσότερο επιζητούν να την χρησιμοποιήσουν, πράγμα που τους οδηγεί σε μια διαρκώς αυξανόμενη ταραχή, χωρίς κανόνα και χωρίς σκοπό, στη διασπορά μέσα στην καθαρή πολλαπλότητα, μέχρι την τελική διάλυση.
Θα φτάσει ο σύγχρονος κόσμος ως την άκρη αυτής της μοιραίας κατηφοριάς, ή μήπως θα επέλθει μια νέα παλινόρθωση προτού αγγίξει το βάθος της αβύσσου; Φαίνεται πως ένα σταμάτημα στα μισά του δρόμου είναι πια εντελώς αδύνατο και πως σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις που παρέχουν οι παραδοσιακές διδασκαλίες, έχουμε εισέλθει αληθινά στην τελική φάση της Kali Yuga, σε μια κατάσταση διάλυσης από την οποία δεν είναι δυνατό να εξέλθουμε παρά με ένα κατακλυσμό, επειδή δεν αρκεί τώρα πια μια απλή αποκατάσταση αλλά απαιτείται μια ολική ανακαίνιση.
Αρκεί να κοιτάξει κανείς γύρω του για να πειστεί ότι αυτή είναι πραγματικά η κατάσταση του σύγχρονου κόσμου και για να διαπιστώσει παντού αυτή την βαθειά κατάπτωση. Δεν πρέπει να παρασιωπήσουμε τη σοβαρότητα αυτής της κατάστασης. Αρμόζει να την αντικρύσουμε όπως είναι, χωρίς καμία αισιοδοξία, αλλά και χωρίς καμιά απαισιοδοξία, επειδή το τέλος του παλαιού κόσμου θα είναι επίσης η απαρχή ενός νέου κόσμου.
Αυτά που είπαμε για τον γενικό βηματισμό ενός κύκλου εκδήλωσης, που ακολουθεί την κατεύθυνση της προοδευτικής επικράτησης της ύλης, δίνει αμέσως την εξήγηση μιας τέτοιας κατάστασης και δείχνει αρκετά ότι αυτό που είναι ασυνάρτητο και ανώμαλο από μια ιδιαίτερη άποψη δεν είναι ωστόσο παρά η συνέπεια ενός νόμου που αναφέρεται σε μια ανώτερη ή ευρύτερη άποψη.
Θα προσθέσουμε ότι, όπως κάθε αλλαγή κατάστασης, το πέρασμα από ένα κύκλο σε άλλο δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μέσα στο σκοτάδι. Υπάρχει εδώ ακόμη ένας νόμος πολύ σημαντικός και του οποίου οι εφαρμογές είναι πολλαπλές. Αυτός ο νόμος συμβολιζόταν στα Ελευσίνια μυστήρια με το στάχυ. Οι αλχημιστές τον παρίσταναν με την “σήψη” και το μαύρο χρώμα που σημαδεύει την αρχή του “Μεγάλου Έργου”. Αυτό που οι Χριστιανοί μυστικιστές ονόμαζαν “σκοτεινή νύχτα της ψυχής” δεν είναι παρά η εφαρμογή του όντος που υψώνεται σε ανώτερες καταστάσεις.
Αυτοί που θα κατορθώσουν να υπερνικήσουν όλα αυτά τα εμπόδια και να θριαμβεύσουν πάνω στην εχθρότητα ενός κλίματος αντίθετου σε κάθε πνευματικότητα, θα είναι αναμφίβολα ολιγάριθμοι. Αλλά ακόμη μια φορά, δεν είναι ο αριθμός που ενδιαφέρει, γιατί βρισκόμαστε εδώ σε ένα πεδίο του οποίου οι νόμοι είναι εντελώς διαφορετικοί από αυτούς της ύλης. Δεν υπάρχει επομένως λόγος να απελπιζόμαστε.
Και ακόμη και αν δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να καταλήξουμε σε ένα αισθητό αποτέλεσμα προτού ο σύγχρονος κόσμος χαθεί μέσα σε μια καταστροφή, δεν θα ήταν ούτε τότε ένας ισχυρός λόγος να μην επιχειρήσουμε ένα έργο του οποίου η πραγματική αξία εκτείνεται πέρα από την σημερινή εποχή.
Αυτοί που θα έπεφταν στον πειρασμό να υποκύψουν στην αποθάρρυνση, οφείλουν να σκεφτούν ότι τίποτε από ό,τι έχει ολοκληρωθεί μέσα σε αυτή την τάξη δεν μπορεί ποτέ να χαθεί, ότι η αταξία, το σφάλμα και η συσκότιση, δεν μπορούν παρά να την καταβάλουν επιφανειακά και κατά τρόπο ολότελα στιγμιαίο, ότι όλες οι μερικές και μεταβατικές ανισορροπίες οφείλουν αναγκαία να συνδράμουν για την μεγάλη ολική ισορροπία και ότι τίποτε δε θα μπορούσε να υπερισχύσει τελικά μπροστά στη δύναμη της αλήθειας.
Ρενέ Γκενόν
Φαίνεται άλλωστε πως πλησιάζουμε στην τελική έκβαση και γι’ αυτό γίνεται πιο αισθητός σήμερα περισσότερο από ποτέ ο ανώμαλος χαρακτήρας αυτής της κατάστασης πραγμάτων που διαρκεί μερικούς αιώνες, αλλά της οποίας οι επιπτώσεις δεν είχαν γίνει ακόμη τόσο αντιληπτές όσο γίνονται τώρα. Αυτός επιπλέον είναι ο λόγος για τον οποίο τα γεγονότα κυλούν με αυτήν την επιταχυνόμενη ταχύτητα. Αναμφίβολα, αυτό μπορεί να εξακολουθήσει έτσι για κάμποσο καιρό ακόμη, αλλά όχι επ’ άπειρον.
Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο που τόσα πνεύματα σήμερα κατέχονται από την “ιδέα του τέλους του κόσμου”. Τούτο είναι λυπηρό από ορισμένες πλευρές, γιατί οι παραλογισμοί που δημιουργούνται από αυτή την κακώς εννοούμενη ιδέα, τα “μεσσιανικά” παραληρήματα που έχει σαν επίπτωση σε ορισμένους κύκλους, , όλες αυτές οι εκδηλώσεις που απορρέουν από τη διανοητική ανισορροπία της εποχής μας, δεν κάνουν άλλο από το να επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο αυτή την ανισορροπία δίνοντάς της διαστάσεις που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες.
Η πιο βολική στάση, όταν διαπιστώνουμε τέτοιου είδους πράγματα είναι ασφαλώς αυτή που συνίσταται στο να τα παραμερίσουμε απλά και καθαρά χωρίς περαιτέρω εξέταση, να τα αντιμετωπίσουμε σαν σφάλματα ή ονειροπολήματα χωρίς σημασία. Ωστόσο αξίζει περισσότερο να αναζητήσουμε τους λόγους που τα προκάλεσαν και το μέρος της λίγο ή πολύ παραμορφωμένης αλήθειας που μπορεί να βρίσκεται παρ’ όλα αυτά μέσα τους.
Παρατηρούμε λοιπόν χωρίς κόπο πως αυτή η προκατάληψη με το τέλος του κόσμου είναι στενά δεμένη με την κατάσταση της γενικής αδιαθεσίας μέσα στην οποία ζούμε τούτη την εποχή: το σκοτεινό προαίσθημα κάποιου πράγματος που αληθινά βρίσκεται στα πρόθυρα του τέλους, επιδρώντας ανεξέλεγκτα στην φαντασία ορισμένων, προξενεί εκεί πολύ φυσικά ασυνάρτητες παραστάσεις και πολύ συχνά υλοποιημένες με χοντροειδή τρόπο.
Πρέπει να παραδεχτούμε πως αυτή η προαίσθηση είναι πολύ πραγματική, παρ’ ότι θολή και ευάλωτη σε λαθεμένες ερμηνείες ή σε ευφάνταστες παραμορφώσεις, επειδή, ό,τι και αν σημαίνει αυτό το τέλος, η κρίση που οφείλει αναγκαστικά να καταλήξει σ’ αυτό είναι αρκετά εμφανής και ένα πλήθος σημάδια όχι αμφίβολα και που εύκολα επισημαίνονται οδηγούν όλα με τρόπο ομόφωνο στο ίδιο συμπέρασμα.
Αυτό το τέλος δεν είναι χωρίς αμφιβολία το τέλος του κόσμου, με την ολοκληρωτική έννοια που ορισμένοι θέλουν να το εννοήσουν, αλλά είναι το λιγότερο το τέλος ενός κόσμου. Και αν αυτό που οφείλει να τελειώσει είναι ο δυτικός πολιτισμός υπό την τωρινή του μορφή, είναι κατανοητό πως αυτοί που έχουν συνηθίσει να μη βλέπουν τίποτε έξω απ’ αυτόν και να τον θεωρούν ως τον “πολιτισμό” χωρίς επίθετο, πιστεύουν πως όλα θα τελειώσουν μαζί με αυτόν και πως, αν αυτός αφανιστεί θα είναι αληθινά το τέλος του κόσμου.
Θα μιλήσουμε λοιπόν για το τέλος μιας εποχής ή ενός ιστορικού κύκλου, που άλλωστε μπορεί να αντιστοιχεί με έναν κοσμικό κύκλο, σύμφωνα με όσα διδάσκουν σχετικά όλες οι παραδοσιακές διδασκαλίες. Έχουμε ήδη στο παρελθόν πολλά τέτοια προηγούμενα και αναμφίβολα θα υπάρξουν και άλλα ακόμη στο μέλλον.
Γεγονότα άνισης σημασίας, ανάλογα με το
αν τερματίζουν περιόδους λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένες και που αφορούν,
είτε το σύνολο της επίγειας ανθρωπότητας, είτε μόνο το ένα ή το άλλο από τα μέρη
της, μια φυλή ή ένα ορισμένο λαό. Μπορούμε να υποθέσουμε, μέσα στη παρούσα
κατάσταση του κόσμου, πως η αλλαγή που θα παρεμβληθεί θα έχει πολύ γενική
σημασία και πως, όποια και αν είναι η μορφή που θα υποδυθεί, θα προσβάλλει λίγο
ή πολύ ολόκληρη τη Γη.
Ο Σκοτεινός Αιώνας
Η Ινδουιστική διδασκαλία πρεσβεύει πως η διάρκεια ενός ανθρώπινου κύκλου διαιρείται σε τέσσερις αιώνες, που σημαδεύουν αντίστοιχες φάσεις μιας βαθμιαίας συσκότισης της πρωταρχικής πνευματικότητας. Είναι αυτές οι ίδιες οι περίοδοι που οι παραδόσεις της δυτικής αρχαιότητας , από τη μεριά τους, προσδιόριζαν ως αιώνες του χρυσού, του αργυρού, του χαλκού και του σιδήρου. Βρισκόμαστε επί του παρόντος στον τέταρτο αιώνα, την Kali Yuga ή “σκοτεινό αιώνα” και βρισκόμαστε σ’ αυτήν, λέμε, εδώ και πάνω από έξι χιλιάδες χρόνια, δηλαδή από μια εποχή πολύ προγενέστερη όλων εκείνων που μας είναι γνωστές από την κλασσική ιστορία.
Έκτοτε οι αλήθειες που άλλοτε ήταν προσιτές σε όλους τους ανθρώπους, έγιναν όλο και πιο απόκρυφες και δυσπρόσιτες. Αυτοί που τις κατέχουν όλο και λιγοστεύουν και παρ’ όλο που ο θησαυρός της “μη ανθρώπινης σοφίας”, που προηγήθηκε όλων των αιώνων, δεν είναι δυνατόν να χαθεί ποτέ, τυλίγεται με όλο και πιο αδιαπέραστα πέπλα, που την κρύβουν από τα βλέμματα και που κάτω απ’ αυτά είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακαλυφθεί.
Γι’ αυτό παντού μιλούν για κάτι που χάθηκε, φαινομενικά τουλάχιστον και σε σχέση με τον εξωτερικό κόσμο και που οφείλουν να τον επανεύρουν αυτοί που επιδιώκουν την αληθινή γνώση. Αλλά ειπώθηκε ακόμη πως αυτό που είναι κρυμμένο θα ξαναγίνει ορατό στο τέλος του παρόντος κύκλου, που θα είναι ταυτόχρονα, χάρις στη συνέχεια που συνδέει όλα τα πράγματα μεταξύ τους, η αρχή ενός νέου κύκλου.
Αλλά, θα διερωτηθούμε αναμφίβολα, γιατί η κυκλική εξέλιξη οφείλει να ολοκληρωθεί έτσι κατά μια καθοδική φορά, πηγαίνοντας, από το ανώτερο στο κατώτερο, πράγμα που σημαίνει άρνηση αυτής της ίδιας της ιδέας της προόδου όπως οι σύγχρονοι την εννοούν; Αυτό συμβαίνει επειδή η εξέλιξη κάθε εκδήλωσης συνεπάγεται αναγκαστικά μια όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση από την αρχή από την οποία εκπηγάζει. Ξεκινώντας απ’ το πιο υψηλό σημείο, τείνει αναγκαστικά προς τα κάτω και όπως τα σώματα που έχουν βάρος, τείνει προς τα κει με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα, έως ότου τελικά συναντήσει ένα σημείο στάσης.
Αυτό που μόλις είπαμε για την εξέλιξη της εκδήλωσης παρουσιάζει μια όψη που, με το να είναι ακριβής στο σύνολό της, είναι ωστόσο πολύ απλουστευμένη και σχηματική κατά τούτο, ότι μπορεί να δώσει την εντύπωση πως αυτή η εξέλιξη πραγματοποιείται σε ευθεία γραμμή, κατά μια μοναδική κατεύθυνση και χωρίς κανενός είδους αμφιταλαντεύσεις.Αυτή η πτώση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μια προοδευτική επικράτηση της ύλης, επειδή η έκφραση της αρχής είναι καθαρή πνευματικότητα. Λέμε η έκφραση και όχι η αρχή η ίδια, επειδή αυτή εδώ δεν είναι δυνατόν να δηλωθεί με κανέναν από τους όρους που φαίνονται να δείχνουν μια όποια αντίθεση, αφού βρίσκεται πέρα από κάθε αντίθεση.
Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετικά περίπλοκη: Μπορούμε να διακρίνουμε σε όλα τα πράγματα δύο αντίρροπες τάσεις, τη μια καθοδική και την άλλη ανοδική, την μια κεντρόφυγο και την άλλη κεντρομόλο. Από την επικράτηση της μιας ή της άλλης εκπηγάζουν δύο συμπληρωματικές φάσεις της εκδήλωσης, η μια της απομάκρυνσης από την αρχή, η άλλη της επιστροφής, οι οποίες συγκρίνονται συμβολικά με τις κινήσεις της καρδιάς ή με τις δύο φάσεις της αναπνοής.
Παρ’ όλο που οι δύο αυτές φάσεις
περιγράφονται συνήθως ως διαδοχικές, πρέπει να θεωρήσουμε πως, στην
πραγματικότητα, οι δύο τάσεις στις οποίες αντιστοιχούν δρουν πάντοτε ταυτόχρονα,
μα σε διαφορετικές αναλογίες. Και συμβαίνει καμιά φορά, σε ορισμένες κρίσιμες
στιγμές όπου η καθοδική τάση μοιάζει να υπερισχύει οριστικά μέσα στον βηματισμό
του κόσμου, να παρεμβληθεί μια ειδική δύναμη για να ενισχύσει την αντίρροπη
τάση, με τέτοιο τρόπο που να αποκαθίσταται μια κάποια ισορροπία τουλάχιστον
σχετική, τέτοια που την επιτρέπουν οι συνθήκες της στιγμής και να επιτυγχάνεται
έτσι μια μερική επανόρθωση, δια της οποίας η κίνηση της πτώσης μοιάζει να
σταματά ή να εξουδετερώνεται προσωρινά.
Η Αναγέννηση
Αυτό που ονομάζουμε Αναγέννηση υπήρξε στην πραγματικότητα ο θάνατος πολλών πραγμάτων. Υπό το πρόσχημα της επιστροφής στον Ελληνο-ρωμαϊκό πολιτισμό, δεν πήρε απ’ αυτόν παρά ό,τι πιο εξωτερικό είχε, επειδή αυτό μόνο είχε μπορέσει να εκφραστεί ρητά μέσα στα γραπτά κείμενα. Αυτή η ατελής αποκατάσταση, δεν μπορούσε άλλωστε να έχει παρά ένα πολύ επίπλαστο χαρακτήρα, επειδή αφορούσε μορφές που από αιώνες είχαν πάψει να ζουν την πραγματική τους ζωή. Όσο για τις παραδοσιακές επιστήμες του Μεσαίωνα, αφού λειτούργησαν για μικρό ακόμη χρονικό διάστημα, εξαφανίστηκαν τόσο ολοκληρωτικά όσο και εκείνες των μακρινών πολιτισμών που αφανίστηκαν άλλοτε από κάποιον κατακλυσμό.
Και αυτή τη φορά τίποτε δε θα μπορούσε να τις αντικαταστήσει. Έκτοτε δεν υπάρχει παρά η “βέβηλη” φιλοσοφία και επιστήμη, δηλαδή η άρνηση της αυθεντικής διανοητικότητας, ο περιορισμός της γνώσης στην κατώτερη βαθμίδα, η εμπειρική και αναλυτική μελέτη των γεγονότων που δεν συνδέεται με καμιά αρχή, η διασπορά μέσα σε μια απεριόριστη πολλαπλότητα ασήμαντων λεπτομερειών, η συσσώρευση υποθέσεων χωρίς θεμελίωση που αλληλοαναιρούνται αδιάκοπα, αποσπασματικές απόψεις που δεν μπορούν να οδηγήσουν πουθενά, παρεκτός σε αυτές τις πρακτικές εφαρμογές που συνιστούν την μόνη πραγματική ανωτερότητα του σύγχρονου πολιτισμού. Ανωτερότητα που άλλωστε είναι ελάχιστα ζηλευτή και που καθώς στην εξέλιξη της καταντά να πνίγει κάθε άλλη απασχόληση, έδωσε σε αυτόν τον πολιτισμό τον καθαρά υλικό χαρακτήρα που τον καθιστά ένα αληθινό τερατούργημα.
Αυτές οι υποδεέστερες γνώσεις, τόσο μάταιες στα μάτια εκείνου που κατέχει μια γνώση άλλης τάξης, όφειλαν ωστόσο να πραγματωθούν και αυτό δεν θα ήταν δυνατό παρά σε ένα στάδιο όπου η αληθινή διανοητικότητα θα είχε εξαφανιστεί.
Αυτές οι αναζητήσεις μιας αποκλειστικά πρακτικής αξίας όφειλαν να συμπληρωθούν, αλλά δε θα το μπορούσαν παρά ως μια ακραία αντίθεση της πρωταρχικής πνευματικότητας, από ανθρώπους βυθισμένους μέσα στην ύλη σε σημείο που να μην αντιλαμβάνονται τίποτε πιο πέρα από αυτή και που καταντούν τόσο περισσότερο σκλάβοι της όσο περισσότερο επιζητούν να την χρησιμοποιήσουν, πράγμα που τους οδηγεί σε μια διαρκώς αυξανόμενη ταραχή, χωρίς κανόνα και χωρίς σκοπό, στη διασπορά μέσα στην καθαρή πολλαπλότητα, μέχρι την τελική διάλυση.
Θα φτάσει ο σύγχρονος κόσμος ως την άκρη αυτής της μοιραίας κατηφοριάς, ή μήπως θα επέλθει μια νέα παλινόρθωση προτού αγγίξει το βάθος της αβύσσου; Φαίνεται πως ένα σταμάτημα στα μισά του δρόμου είναι πια εντελώς αδύνατο και πως σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις που παρέχουν οι παραδοσιακές διδασκαλίες, έχουμε εισέλθει αληθινά στην τελική φάση της Kali Yuga, σε μια κατάσταση διάλυσης από την οποία δεν είναι δυνατό να εξέλθουμε παρά με ένα κατακλυσμό, επειδή δεν αρκεί τώρα πια μια απλή αποκατάσταση αλλά απαιτείται μια ολική ανακαίνιση.
Ξέρουμε βέβαια πως ο θρίαμβός τους δεν μπορεί ποτέ να είναι παρά φαινομενικός και παροδικός, αλλά σε ένα τέτοιο βαθμό, που φαίνεται να είναι η ένδειξη της πιο σοβαρής κρίσης που έχει περάσει η ανθρωπότητα κατά τη διάρκεια του παρόντος κύκλου της. Δεν έχουμε φτάσει σ’ αυτή τη φοβερή εποχή που αναγγέλλουν τα ιερά βιβλία της Ινδίας, “όπου οι κάστες θα ανακατευτούν, όπου ακόμη και η οικογένεια δεν θα υπάρχει πια;”Η αταξία και η σύγχυση βασιλεύουν παντού, οδηγήθηκαν σε ένα σημείο που ξεπερνά πολύ όλα όσα είχαμε γνωρίσει προηγουμένως και ξεκινώντας από την Δύση, απειλούν τώρα να κατακλύσουν τον κόσμο ολόκληρο.
Αρκεί να κοιτάξει κανείς γύρω του για να πειστεί ότι αυτή είναι πραγματικά η κατάσταση του σύγχρονου κόσμου και για να διαπιστώσει παντού αυτή την βαθειά κατάπτωση. Δεν πρέπει να παρασιωπήσουμε τη σοβαρότητα αυτής της κατάστασης. Αρμόζει να την αντικρύσουμε όπως είναι, χωρίς καμία αισιοδοξία, αλλά και χωρίς καμιά απαισιοδοξία, επειδή το τέλος του παλαιού κόσμου θα είναι επίσης η απαρχή ενός νέου κόσμου.
Αυτά που είπαμε για τον γενικό βηματισμό ενός κύκλου εκδήλωσης, που ακολουθεί την κατεύθυνση της προοδευτικής επικράτησης της ύλης, δίνει αμέσως την εξήγηση μιας τέτοιας κατάστασης και δείχνει αρκετά ότι αυτό που είναι ασυνάρτητο και ανώμαλο από μια ιδιαίτερη άποψη δεν είναι ωστόσο παρά η συνέπεια ενός νόμου που αναφέρεται σε μια ανώτερη ή ευρύτερη άποψη.
Θα προσθέσουμε ότι, όπως κάθε αλλαγή κατάστασης, το πέρασμα από ένα κύκλο σε άλλο δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μέσα στο σκοτάδι. Υπάρχει εδώ ακόμη ένας νόμος πολύ σημαντικός και του οποίου οι εφαρμογές είναι πολλαπλές. Αυτός ο νόμος συμβολιζόταν στα Ελευσίνια μυστήρια με το στάχυ. Οι αλχημιστές τον παρίσταναν με την “σήψη” και το μαύρο χρώμα που σημαδεύει την αρχή του “Μεγάλου Έργου”. Αυτό που οι Χριστιανοί μυστικιστές ονόμαζαν “σκοτεινή νύχτα της ψυχής” δεν είναι παρά η εφαρμογή του όντος που υψώνεται σε ανώτερες καταστάσεις.
Αυτοί που θα κατορθώσουν να υπερνικήσουν όλα αυτά τα εμπόδια και να θριαμβεύσουν πάνω στην εχθρότητα ενός κλίματος αντίθετου σε κάθε πνευματικότητα, θα είναι αναμφίβολα ολιγάριθμοι. Αλλά ακόμη μια φορά, δεν είναι ο αριθμός που ενδιαφέρει, γιατί βρισκόμαστε εδώ σε ένα πεδίο του οποίου οι νόμοι είναι εντελώς διαφορετικοί από αυτούς της ύλης. Δεν υπάρχει επομένως λόγος να απελπιζόμαστε.
Και ακόμη και αν δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να καταλήξουμε σε ένα αισθητό αποτέλεσμα προτού ο σύγχρονος κόσμος χαθεί μέσα σε μια καταστροφή, δεν θα ήταν ούτε τότε ένας ισχυρός λόγος να μην επιχειρήσουμε ένα έργο του οποίου η πραγματική αξία εκτείνεται πέρα από την σημερινή εποχή.
Αυτοί που θα έπεφταν στον πειρασμό να υποκύψουν στην αποθάρρυνση, οφείλουν να σκεφτούν ότι τίποτε από ό,τι έχει ολοκληρωθεί μέσα σε αυτή την τάξη δεν μπορεί ποτέ να χαθεί, ότι η αταξία, το σφάλμα και η συσκότιση, δεν μπορούν παρά να την καταβάλουν επιφανειακά και κατά τρόπο ολότελα στιγμιαίο, ότι όλες οι μερικές και μεταβατικές ανισορροπίες οφείλουν αναγκαία να συνδράμουν για την μεγάλη ολική ισορροπία και ότι τίποτε δε θα μπορούσε να υπερισχύσει τελικά μπροστά στη δύναμη της αλήθειας.
Ρενέ Γκενόν
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου