Ο όρος «διαστημικός καιρός» περιγράφει διάφορες μεταβολές που συμβαίνουν στον
Ήλιο μας και έχουν επιπτώσεις στην ροή και την ταχύτητα του ηλιακού ανέμου, στην
μαγνητόσφαιρα, την ιονόσφαιρα και την θερμόσφαιρα της γης.
Τα φαινόμενα αυτά επιδρούν στην απόδοση και την αντοχή μιας μεγάλης ποικιλίας τεχνολογικών συστημάτων που κατασκευάζονται από τον άνθρωπο τόσο στο διαστημικό όσο και στο γήινο περιβάλλον και μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια.
Ο διαστημικός καιρός επιδεικνύει την δική του κλιματολογία που μεταβάλλεται σε χρονικά διαστήματα που εκτείνονται από μια ημέρα (χρόνος περιστροφής της γης γύρω από τον άξονά της) μέχρι 11 χρόνια (χρόνος μεταξύ δύο μεγίστων της ηλιακής δραστηριότητας) ή ακόμη και περισσότερο.
Αν και υπάρχει συσχέτιση και με αστροφυσικά φαινόμενα εκτός του ηλιακού μας συστήματος, η βασική πηγή του διαστημικού καιρού είναι ο ήλιος.
(Φωτο1) Δεξιά με μπλε χρώμα η γη και το μαγνητικό της πεδίο συμπιεσμένο από την μεριά του ήλιου, αριστερά με το κόκκινο χρώμα ο ήλιος με μια έκλαμψη (μαγνητικό τόξο). (H αναπαράσταση δεν είναι «υπό κλίμακα» -η ακτίνα του ήλιου είναι περίπου 100 φορές μεγαλύτερη από αυτή της γης)
Σχηματικά θα γράφαμε ότι μια Ηλιακή ή Γεωμαγνητική καταιγίδα προκύπτει από την αλληλεπίδραση μεγάλων ποσοτήτων φορτισμένων σωματιδίων που εκτοξεύονται από εκρήξεις στο ήλιο (πλάσμα) με το μαγνητικό πεδίο της γης.
Το περιβάλλον του Ήλιου
Στον ήλιο συμβαίνει πυρηνική αντίδραση σύντηξης, υδρογόνο συντήκεται και παράγεται ήλιο.
Στις θερμοκρασίες αυτές (15 εκατομμύρια βαθμοί κελσίου στον πυρήνα του ήλιου) και τις πιέσεις αυτές 340 δις ατμόσφαιρες στον πυρήνα, τα ηλεκτρόνια αποσπούνται από τα άτομα και η ύλη βρίσκεται σε ιονισμένη κατάσταση, ηλεκτρόνια με αρνητικό φορτίο και πυρήνες με θετικό φορτίο. Η κατάσταση αυτή λέγεται πλάσμα.
Ο Ήλιος αποτελεί μια συνεχή πηγή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στο οπτικό και το υπέρυθρο τμήμα του φάσματος. Κατά την διάρκεια ηλιακών καταιγίδων υπάρχει μεταβλητότητα και σε άλλα τμήματα του φάσματος (EUV, ακτίνες Χ, ραδιοφωνικά μήκη κύματος κλπ). Σε αυτές τις περιόδους είναι περισσότερο πιθανό να παραχθούν ηλιακά σωματίδια υψηλής ενέργειας (SEP, solar energetic particles) ενώ η ταχύτητα και η πυκνότητα του ηλιακού ανέμου που αποτελεί τμήμα της ηλιακής κορόνας (η ηλιακή κορόνα αποτελεί την «ατμόσφαιρα » του ήλιου) μπορεί να αυξηθεί σημαντικά και να εκδηλωθούν οι λεγόμενες εκρήξεις μάζας κορόνας (CME’s, coronal mass ejections) αλλά και περιοχές αλληλεπίδρασης ρευμάτων (SIR’s, stream interaction regions).
Με έμμεσους και άμεσους τρόπους η ιονίζουσα αυτή ακτινοβολία, τα φορτισμένα σωματίδια, το πλάσμα κλπ αλληλεπιδρούν με την μαγνητόσφαιρα και την ιονόσφαιρα της γης με αποτέλεσμα μια πληθώρα φαινομένων σε ηλεκτρομηχανικά συστήματα. Η διεύθυνση του διαπλανητικού μαγνητικού πεδίου (IMF, interplanetary magnetic field) στον ηλιακό άνεμο ελέγχει ουσιαστικά τον βαθμό που οι CMEs και SIRs επιδρούν στο γήινο σύστημα μαγνητόσφαιρα-ιονόσφαιρα και προκαλούν διαταραχές που ονομάζονται γεωμαγνητικές καταιγίδες. Όταν το IMF έχει συνιστώσα με κατεύθυνση νότια, το φαινόμενο της μαγνητικής σύνδεσης (magnetic merging) μεταξύ του IMF και του μαγνητικού πεδίου της γης επισυμβαίνει στο κομμάτι της γήινης μαγνητόσφαιρας που βρίσκεται στην μεριά της ημέρας και επιτρέπει να γίνει εισροή ενέργειας από τον ηλιακό άνεμο στην μαγνητόσφαιρα. Μόνο στην περίπτωση αυτή το ηλιακό συμβάν είναι γεωενεργό (geo effective).
Όταν συμβαίνει ένα γεωενεργό συμβάν, η ενέργεια που αφαιρείται από τον ηλιακό άνεμο μεταφέρεται στο κομμάτι της γήινης μαγνητόσφαιρας που βρίσκεται στην μεριά της νύχτας και προσωρινά αποθηκεύεται στην ουρά της μαγνητόσφαιρας. Όταν η αποθηκευμένη ενέργεια ξεπεράσει κάποια τιμή κατωφλίου απελευθερώνεται με εκρηκτικό τρόπο με το φαινόμενο της μαγνητικής αποσύνδεσης και κάποια τμήμα της ενέργειας αυτής κατευθύνεται προς τη γη. Οι κύκλοι αποθήκευσης-αποδέσμευσης ενέργειας που περιγράψαμε παραπάνω λέγονται υποκαταιγίδες και η τυπική διάρκεια καθεμιάς είναι περίπου 2 ώρες.
Οι κύκλοι αυτοί επαναλαμβάνονται όσο εισέρχεται ενέργεια από τον ηλιακό άνεμο στην μαγνητόσφαιρα της γης. Συνεπώς, σχηματικά μιλώντας, μια γεωμαγνητική καταιγίδα δεν είναι ένα συνεχές φαινόμενο αλλά αποτελείται από μια σειρά «παλμών» (υποκαταιγίδες).
(Φωτο 2): Η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη ηλιακή έκλαμψη συνέβη στις 2 Απριλίου 2001. Ευτυχώς δεν ήταν «γεωενεργή» (δεν «πέτυχε» την γη μας). Η έκλαμψη αυτή ήταν ισχυρότερη από την έκλαμψη που δημιούργησε το συμβάν Κάρινγκτον το 1859 (βλέπε παρακάτω).
Το περιβάλλον της γης
Το μαγνητικό πεδίο της γης δημιουργεί την μαγνητόσφαιρα της γης (περιοχή δράσης του). Το μαγνητικό πεδίο της γης δημιουργείται από συνεισφορές από τον πυρήνα της γης, την λιθόσφαιρα (υπέδαφος και άνω μανδύας), την ιονόσφαιρα, την μαγνητόσφαιρα και από διάφορα ηλεκτρικά ρεύματα σε σύζευξη με την ιονόσφαιρα και την μαγνητόσφαιρα (FAC’s, field aligned currents).
Σε μια πρώτη προσέγγιση το γεωμαγνητικό πεδίο μοιάζει με αυτό ενός ραβδόμορφου μαγνήτη με μια απόκλιση 11 μοιρών από τους γεωγραφικούς πόλους.
Το πεδίο του πυρήνα δημιουργείται από δράση δυναμό στην οποία ο πλούσιος σε σίδηρο ρευστός πυρήνας αναμειγνύεται ως αποτέλεσμα πηγών θερμότητας που περιέχει. Αυτή η μεταφορά θερμότητας ρευστών διαμέσου υπαρχόντων δυναμικών μαγνητικών γραμμών δημιουργεί ηλεκτρικά ρεύματα που με τη σειρά τους δημιουργούν επιπρόσθετα μαγνητικά πεδία και κάποια στιγμή οι απώλειες διάχυσης εξισορροπούν την δημιουργία νέων πεδίων. Η δυναμική της δημιουργίας νέων πεδίων και διάχυσης δημιουργούν ένα χωρικά και χρονικά περίπλοκο μαγνητικό πεδίο στην γη αλλά και στο διάστημα.
Το γήινο μαγνητικό πεδίο που μετρά κάποιος πάνω στην επιφάνεια της γης (αυτή την περίοδο είναι της τάξης των 25-65 μΤ) κατά 90% οφείλεται στον πυρήνα και όχι μόνο μεταβάλλεται χρονικά αλλά συμβαίνουν και αναστροφές πολικότητας (κάθε 200.000-300.000 χρόνια, μια αναστροφή διαρκεί μερικές χιλιάδες χρόνια για να ολοκληρωθούν από τη στιγμή που θα ξεκινήσει). Ένα 5% του μαγνητικού πεδίου τη γης οφείλεται στην συνεισφορά από την λιθόσφαιρα (ορυκτά πλούσια σε μαγνητικά υλικά) και το υπόλοιπο 5% οφείλεται στους υπόλοιπους «εξωτερικούς» παράγοντες (ιονοσφαιρκά, μαγνητοσφαιρικά φαινόμενα και FAC’s) που επηρεάζονται από την ηλιακή δραστηριότητα.
Αυτά ακριβώς τα τελευταία αντανακλούν την μεταβλητότητα του διαστημικού καιρού. Βίαιες μεταβολές αυτών των εξωτερικών μαγνητικών πεδίων, από τον νόμο της επαγωγής, δημιουργούν τα λεγόμενα γεωμαγνητικά επαγώμενα ρεύματα (GIC’s, geomagnetically induced currents), στο υπέδαφος που εισέρχονται στα διάφορα γειωμένα δίκτυα (ηλεκτρισμού, αγωγών πετρελαίου ή φυσικού αερίου ή σιδηροδρόμων κλπ) και δημιουργούν καταστροφές. Οι γεωμαγνητικές καταιγίδες μπορούν να προκαλέσουν μέχρι και 10% μεταβολές στο συνολικό μαγνητικό πεδίο της γης.
Οι γεωμαγνητικές καταιγίδες επηρεάζουν:
* Τα ηλεκτρικά δίκτυα (αλλά και τα δίκτυα αγωγών πετρελαίου, φυσικού αερίου). Να σημειώσουμε εδώ ότι τα σύγχρονα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης βασίζονται στον ηλεκτρισμό. Γενικά ο ηλεκτρισμός αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της καθημερινής μας ζωής.
* Τους δορυφόρους
* Την ασφάλεια αεροσκαφών, επιβατών και πληρωμάτων
* Τα συστήματα πλοήγησης (επίγεια και εναέρια)
* Τα Δορυφορικά Συστήματα Πλοήγησης (GPS, Galileo)
* Τα Επίγεια Συστήματα κινητής τηλεφωνίας
* Τα Συστήματα Επικοινωνίας Εκτάκτων Περιστάσεων Υψηλών Συχνοτήτων
* Συστήματα Μετάδοσης Ραδιοφώνου και Τηλεόρασης
Η σφοδρότερη καταγεγραμμένη γεωμαγνητική καταιγίδα είναι το λεγόμενο συμβάν Κάρινγκτον (Carrington event). Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του διακεκριμένου βρετανού αστρονόμου Richard Carrington που παρατήρησε την ηλιακή έκλαμψη το 1859, μια μέρα πριν το συμβάν, στις 1 Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με καταγεγραμμένες μαρτυρίες της εποχής στον τύπο, το πολικό σέλας ήταν εμφανές σχεδόν σε ολόκληρη τη γη, (ξύλινοι) στύλοι τηλεγράφου έπιασαν φωτιά, χειριστές τηλεγράφου έπαθαν ηλεκτροπληξία.
Στα χρόνια εκείνα ο ηλεκτρισμός ήταν γνωστός μόνο στους επιστήμονες και τηλεπικοινωνίες δεν υπήρχαν (εκτός του τηλέγραφου). Άλλη σημαντική γεωμαγνητική καταιγίδα στην σύγχρονη εποχή έγινε το 1989 (13-14 Μαρτίου) κατά την οποία μέσα σε μόλις 90 δευτερόλεπτα υπήρξε μπλακάουτ στον Καναδά (περιοχή Κεμπέκ) όπου παρέμειναν χωρίς ηλεκτρισμό 6 εκατομμύρια άνθρωποι για πολλές ώρες με θερμοκρασίες την νύχτα που έφταναν αρκετούς βαθμούς Κελσίου υπό το μηδέν, καταστροφή μεγάλων μετασχηματιστών σε αρκετές χώρες και κίνδυνο γενικευμένου μπλακάουτ σε όλη την ανατολική ακτή της Β. Αμερικής (που δεν συνέβη καθαρά από τύχη).
Η σφοδρότητα των καταιγίδων αυτών μετριέται με κάποιους κατάλληλους δείκτες (όπως λόγου χάριν η σφοδρότητα των ανέμων μετριέται για παράδειγμα στην κλίμακα μποφόρ). Ένας από αυτούς τους δείκτες είναι και ο λεγόμενος δείκτης Dst. Δεν θα αναφέρουμε τον ακριβή ορισμό του δείκτη αυτού διότι είναι αρκετά πολύπλοκος και δεν ενδιαφέρει ένα γενικό κοινό, χονδρικά μετρά την ροή των φορτισμένων σωματιδίων από τον ήλιο που εισέρχονται στην μαγνητόσφαιρα της γης από την περιοχή του Ισημερινού. Θα γράψουμε μόνο ότι στην γεωμαγνητική καταιγίδα του 1989 ο δείκτης αυτός υπολογίσθηκε με χρήση διάφορων μετρήσεων στην τιμή -589 ενώ στην περίπτωση του συμβάντος Κάρινγκτον εκτιμάται (διότι δεν υπήρχαν μετρήσεις τότε για χρησιμοποιηθούν ως βάση για ακριβείς υπολογισμούς) ότι η τιμή του θα πρέπει να ήταν στην περιοχή του -1600! Παραθέτουμε σε λίστα τις τιμές του δείκτη Dst για τις 5 ισχυρότερες καταγεγραμμένες γεωμαγνητικές καταιγίδες:
1) Dst = -1600, συμβάν Κάρινγκτον, 2 Σεπτεμβρίου 1859
2) Dst = -900, 14-15 Μαϊου 1921
3) Dst = -589, 13 Μαρτίου 1989
4) Dst = -472, 20 Νοεμβρίου 2003
5) Dst = -401, 30 Οκτωβρίου 2003
Η τιμή του δείκτη Dst εξαρτάται προφανώς από το μέγεθος της ηλιακής έκρηξης αλλά και από το «πόσο καλά πέτυχε τη γη» (αν και σε ποιο βαθμό ήταν γεωενεργή). Σύμφωνα με μελέτη της Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών το 2008, εάν συμβεί αντίστοιχο συμβάν σήμερα με την καταιγίδα του 1921 (και όχι με το συμβάν Κάρινγκτον), θα επηρεασθούν 130 εκατομμύρια κάτοικοι των ΗΠΑ, το κόστος των ζημιών μόνο στο ηλεκτρικό δίκτυο θα ανέλθει σε 2 τρις δολάρια μόνο για το πρώτο έτος και το δίκτυο για να επανέλθει στην προ-συμβάντος λειτουργία θα χρειασθεί 10 χρόνια (συγκριτικά να αναφέρουμε ότι ο τυφώνας Κατρίνα προξένησε ζημιές ύψους περίπου 80 δις δολαρίων «μόνο»).
Επιπτώσεις στα δίκτυα ηλεκτρισμού
Βίαιες μεταβολές του γεωμαγνητικού πεδίου σε χρόνους από λίγα δευτερόλεπτα μέχρι λίγα λεπτά λόγω διαστημικού καιρού, επάγουν ηλεκτρικά πεδία στην επιφάνεια της γης. Τα πεδία αυτά επάγουν ρεύματα (τα GIC’s που αναφέραμε παραπάνω) στο ηλεκτρικό δίκτυο (και σε άλλους γειωμένους αγωγούς). Η υψηλότερη τιμή GIC που έχει μετρηθεί ποτέ ήταν το 2004 στην Σουηδία και η τιμή ήταν σχεδόν 300 Α. Τα ρεύματα αυτά μπορούν να δημιουργήσουν αστάθειες στο σύστημα μεταφοράς και βλάβες στους Μ/Σ. Η ένταση του ηλεκτρικού πεδίου (σε V/km) εξαρτάται από την αγωγιμότητα του υπεδάφους.
Για παράδειγμα στο Ην. Βασίλειο το ηλεκτρικό πεδίο σε μια γεωμαγνητική καταιγίδα μπορεί εύκολα να φτάσει στα 5-10 V/km (από 0.1 V/km κατά τη διάρκεια της ηρεμίας). Γενικά, όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση μεταξύ των σημείων γείωσης, τόσο μεγαλύτερα θα είναι τα GIC που θα αναπτυχθούν. Από θέμα αρχής, τα GIC’s θα μπορούσαν να υπολογισθούν με ικανοποιητική ακρίβεια αν συνυπολογίσει κανείς όλες τις γραμμές και τις αντιστάσεις γείωσης του δικτύου και την «τοπική» αντίσταση του υπεδάφους (με χρήση νόμων Ohm & Kirchoff).
Το επαγώμενο γεωηλεκτρικό πεδίο μεταβάλλεται με συχνότητα περί το 0.1 Hz, πολύ μικρότερη των 50 Hz (συχνότητα λειτουργίας δικτύου).
Έτσι τα GIC’s εμφανίζονται ως οιονεί συνεχή ρεύματα σε υπέρθεση με το εναλλασσόμενο ρεύμα του δικτύου. Αυτά τα οιονεί συνεχή ρεύματα μαγνητίζουν τον πυρήνα του μετασχηματιστή (Μ/Σ) στην μια πολικότητα και μπορούν να προκαλέσουν μαγνητικό κορεσμό του πυρήνα ημίσεως κύκλου της εναλλασσόμενης τάσης. Αυτός ο κορεσμός ημίσως κύκλου δημιουργεί κορυφώσεις του ρεύματος μαγνήτισης από το δίκτυο.
Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτού του κορεσμού ημίσεως κύκλου είναι ότι όταν ο πυρήνας φτάνει στον κόρο, η βασική μαγνητική ροή δεν περιορίζεται εντός του πυρήνα αλλά μπορεί να διαφύγει και να δημιουργήσει ταχεία θέρμανση, δημιουργία αερίων στα λάδια μόνωσης με τελικά αποτελέσματα που ποικίλουν από την ενεργοποίηση των ρελέδων ασφαλείας, την διακοπή λειτουργίας μέχρι σοβαρές θερμικές βλάβες (καταστροφή μόνωσης) ή και ολική καταστροφή του Μ/Σ.
Τα προβλήματα όμως δεν περιορίζονται εδώ: Ακόμη και εάν δεν παρουσιαστεί άμεση βλάβη, η απόδοση του Μ/Σ μπορεί να εκφυλισθεί και να παρουσιαστούν βλάβες αργότερα από άσχετη αιτία. Τα φαινόμενα είναι συσσωρευτικά στην πάροδο του χρόνου. Λιγότερο σοβαρά προβλήματα που μπορούν να εμφανισθούν στο δίκτυο δημιουργούνται από αστάθειες τάσης. Απαιτείται άεργη ισχύς (reactive power, χονδρικά στο εναλλασσόμενο ρεύμα άεργη είναι η ισχύς που «αποθηκεύεται» στα μη ωμικά στοιχεία όπως πηνία και πυκνωτές) για να διατηρηθεί η τάση στο δίκτυο. Υπό συνθήκες κόρου ημίσεως κύκλου οι Μ/Σ καταναλώνουν περισσότερη άεργη ισχύ από ότι σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας. Εάν η αύξηση σε απαιτήσεις αέργου ισχύος αυξηθεί πολύ μπορεί να προκληθεί κατάρρευση τάσης που να οδηγήσει σε τοπικό ή ολικό μπλακάουτ.
Μέθοδοι αντιμετώπισης:
Άμεσα: Αύξηση αποθεμάτων ενεργού και αέργου ισχύος.
Τοποθέτηση μηχανισμών-συσκευών που μπλοκάρουν τα GIC’s
Αύξηση αποθεμάτων ανταλλακτικών και Μ/Σ σε εφεδρεία (αποθήκευση)
Σχέδια μεταφοράς Μ/Σ σε περιοχές που ίσως χρειαστεί αντικατάσταση.
Για παράδειγμα στο Ην. Βασίλειο έχουν αυξηθεί τα αποθέματα βασικών ανταλλακτικών Μ/Σ, (σε μερικές κατηγορίες κρίσιμων ανταλλακτικών τα αποθέματα έχουν διπλασιαστεί), έχει αυξηθεί το πλήθος των Μ/Σ 400kV σε εφεδρεία (από 3 σε 7) και έχει υπολογισθεί ότι χρειάζονται 2-3 μήνες για την αντικατάσταση ενός Μ/Σ 400kV όταν υπάρχει Μ/Σ σε απόθεμα (δεν χρειάζεται να παραγγελθεί καινούργιος σε κάποιον κατασκευαστή—Αν χρειασθεί νέα παραγγελία η αντικατάσταση διαρκεί 1-2 χρόνια). Σε άσκηση η συντομότερη αντικατάσταση έγινε σε χρόνο 4 εβδομάδων (τοπικό ρεκόρ).
Μεσο-μακροπρόθεσμα μέτρα
Βελτίωση μεθόδων πρόγνωσης διαστημικού καιρού
Σύστημα Εξομοίωσης επιπτώσεων στο δίκτυο μιας γεωμαγνητικής καταιγίδας.
Μετρήσεις γεωηλεκτρικού πεδίου (στην Ελλάδα δεν υπάρχουν).
Ύπαρξη εναλλακτικών μεθόδων συγχρονισμού των μονάδων παραγωγής σε περίπτωση που διακοπεί η λειτουργία του GPS από γεωμαγνητική καταιγίδα.
Όσον αφορά τη χώρα μας, η κρατούσα άποψη (που δεν στηριζόταν πουθενά) ήταν πως δεν υπάρχουν επιπτώσεις διότι βρίσκεται σε μεσαίο γεωγραφικό πλάτος. Όμως σύμφωνα με έρευνα του γράφοντος που περιλαμβάνει και στατιστικές μελέτες από δεδομένα της περιόδου 1989-2010, υπάρχουν άμεσες επιπτώσεις στους μεγάλους (150 kV και 400kV) Μ/Σ του εθνικού δικτύου μεταφοράς από γεωμαγνητικές καταιγίδες.
Αυτό κατέστη φανερό παρατηρώντας εάν σε ημέρες γεωμαγνητικής καταιγίδας εμφανίστηκαν βλάβες σε Μ/Σ σαν αυτές που περιγράψαμε πιο πάνω ότι προκαλούν τα GIC’s. Μετά από μελέτη περιπτώσεων και αναφορών βλαβών θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε κάποια από τα αποτελέσματα και να πούμε ότι κατά την περίοδο μελέτης υπήρξαν 43 μέρες καταιγίδας συνολικά και στις 14 εξ αυτών εμφανίστηκε βλάβη από GIC’s σε κάποιο M/Σ εντός του ηπειρωτικού Ελλαδικού χώρου.
Για τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα: Το μέγιστο του πλήθους των βλαβών συμβαίνει μισό ηλιακό κύκλο (δηλαδή 5-6 χρόνια) μετά το μέγιστο της ηλιακής δραστηριότητας.
Η έρευνα βέβαια παρέχει μεταξύ άλλων και συγκεκριμένα μοντέλα πρόγνωσης που αποκτήθηκαν χρησιμοποιώντας διάφορα μαθηματικά και στατιστικά εργαλεία.
Η έρευνα διεξάγεται με την συμβολή του ΑΔΜΗΕ (παλιά Μεταφορά, θυγατρική της ΔΕΗ που διαχειρίζεται το εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας), του ΙΓΜΕ (Γεωμαγνητικό Παρατηρητήριο Πεντέλης), της NASA, της NOAA, της ESA, του αστεροσκοπείου Paranal στην έρημο Ατακάμα στην Β. Χιλή που ανήκει στο ESO (European Southern Observatory) που διαθέτει και το VLT, το μεγαλύτερο οπτικό τηλεσκόπιο στον κόσμο) κλπ.
Τα φαινόμενα αυτά επιδρούν στην απόδοση και την αντοχή μιας μεγάλης ποικιλίας τεχνολογικών συστημάτων που κατασκευάζονται από τον άνθρωπο τόσο στο διαστημικό όσο και στο γήινο περιβάλλον και μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια.
Ο διαστημικός καιρός επιδεικνύει την δική του κλιματολογία που μεταβάλλεται σε χρονικά διαστήματα που εκτείνονται από μια ημέρα (χρόνος περιστροφής της γης γύρω από τον άξονά της) μέχρι 11 χρόνια (χρόνος μεταξύ δύο μεγίστων της ηλιακής δραστηριότητας) ή ακόμη και περισσότερο.
Αν και υπάρχει συσχέτιση και με αστροφυσικά φαινόμενα εκτός του ηλιακού μας συστήματος, η βασική πηγή του διαστημικού καιρού είναι ο ήλιος.
(Φωτο1) Δεξιά με μπλε χρώμα η γη και το μαγνητικό της πεδίο συμπιεσμένο από την μεριά του ήλιου, αριστερά με το κόκκινο χρώμα ο ήλιος με μια έκλαμψη (μαγνητικό τόξο). (H αναπαράσταση δεν είναι «υπό κλίμακα» -η ακτίνα του ήλιου είναι περίπου 100 φορές μεγαλύτερη από αυτή της γης)
Σχηματικά θα γράφαμε ότι μια Ηλιακή ή Γεωμαγνητική καταιγίδα προκύπτει από την αλληλεπίδραση μεγάλων ποσοτήτων φορτισμένων σωματιδίων που εκτοξεύονται από εκρήξεις στο ήλιο (πλάσμα) με το μαγνητικό πεδίο της γης.
Στον ήλιο συμβαίνει πυρηνική αντίδραση σύντηξης, υδρογόνο συντήκεται και παράγεται ήλιο.
Στις θερμοκρασίες αυτές (15 εκατομμύρια βαθμοί κελσίου στον πυρήνα του ήλιου) και τις πιέσεις αυτές 340 δις ατμόσφαιρες στον πυρήνα, τα ηλεκτρόνια αποσπούνται από τα άτομα και η ύλη βρίσκεται σε ιονισμένη κατάσταση, ηλεκτρόνια με αρνητικό φορτίο και πυρήνες με θετικό φορτίο. Η κατάσταση αυτή λέγεται πλάσμα.
Ο Ήλιος αποτελεί μια συνεχή πηγή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στο οπτικό και το υπέρυθρο τμήμα του φάσματος. Κατά την διάρκεια ηλιακών καταιγίδων υπάρχει μεταβλητότητα και σε άλλα τμήματα του φάσματος (EUV, ακτίνες Χ, ραδιοφωνικά μήκη κύματος κλπ). Σε αυτές τις περιόδους είναι περισσότερο πιθανό να παραχθούν ηλιακά σωματίδια υψηλής ενέργειας (SEP, solar energetic particles) ενώ η ταχύτητα και η πυκνότητα του ηλιακού ανέμου που αποτελεί τμήμα της ηλιακής κορόνας (η ηλιακή κορόνα αποτελεί την «ατμόσφαιρα » του ήλιου) μπορεί να αυξηθεί σημαντικά και να εκδηλωθούν οι λεγόμενες εκρήξεις μάζας κορόνας (CME’s, coronal mass ejections) αλλά και περιοχές αλληλεπίδρασης ρευμάτων (SIR’s, stream interaction regions).
Με έμμεσους και άμεσους τρόπους η ιονίζουσα αυτή ακτινοβολία, τα φορτισμένα σωματίδια, το πλάσμα κλπ αλληλεπιδρούν με την μαγνητόσφαιρα και την ιονόσφαιρα της γης με αποτέλεσμα μια πληθώρα φαινομένων σε ηλεκτρομηχανικά συστήματα. Η διεύθυνση του διαπλανητικού μαγνητικού πεδίου (IMF, interplanetary magnetic field) στον ηλιακό άνεμο ελέγχει ουσιαστικά τον βαθμό που οι CMEs και SIRs επιδρούν στο γήινο σύστημα μαγνητόσφαιρα-ιονόσφαιρα και προκαλούν διαταραχές που ονομάζονται γεωμαγνητικές καταιγίδες. Όταν το IMF έχει συνιστώσα με κατεύθυνση νότια, το φαινόμενο της μαγνητικής σύνδεσης (magnetic merging) μεταξύ του IMF και του μαγνητικού πεδίου της γης επισυμβαίνει στο κομμάτι της γήινης μαγνητόσφαιρας που βρίσκεται στην μεριά της ημέρας και επιτρέπει να γίνει εισροή ενέργειας από τον ηλιακό άνεμο στην μαγνητόσφαιρα. Μόνο στην περίπτωση αυτή το ηλιακό συμβάν είναι γεωενεργό (geo effective).
Όταν συμβαίνει ένα γεωενεργό συμβάν, η ενέργεια που αφαιρείται από τον ηλιακό άνεμο μεταφέρεται στο κομμάτι της γήινης μαγνητόσφαιρας που βρίσκεται στην μεριά της νύχτας και προσωρινά αποθηκεύεται στην ουρά της μαγνητόσφαιρας. Όταν η αποθηκευμένη ενέργεια ξεπεράσει κάποια τιμή κατωφλίου απελευθερώνεται με εκρηκτικό τρόπο με το φαινόμενο της μαγνητικής αποσύνδεσης και κάποια τμήμα της ενέργειας αυτής κατευθύνεται προς τη γη. Οι κύκλοι αποθήκευσης-αποδέσμευσης ενέργειας που περιγράψαμε παραπάνω λέγονται υποκαταιγίδες και η τυπική διάρκεια καθεμιάς είναι περίπου 2 ώρες.
Οι κύκλοι αυτοί επαναλαμβάνονται όσο εισέρχεται ενέργεια από τον ηλιακό άνεμο στην μαγνητόσφαιρα της γης. Συνεπώς, σχηματικά μιλώντας, μια γεωμαγνητική καταιγίδα δεν είναι ένα συνεχές φαινόμενο αλλά αποτελείται από μια σειρά «παλμών» (υποκαταιγίδες).
(Φωτο 2): Η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη ηλιακή έκλαμψη συνέβη στις 2 Απριλίου 2001. Ευτυχώς δεν ήταν «γεωενεργή» (δεν «πέτυχε» την γη μας). Η έκλαμψη αυτή ήταν ισχυρότερη από την έκλαμψη που δημιούργησε το συμβάν Κάρινγκτον το 1859 (βλέπε παρακάτω).
Το περιβάλλον της γης
Το μαγνητικό πεδίο της γης δημιουργεί την μαγνητόσφαιρα της γης (περιοχή δράσης του). Το μαγνητικό πεδίο της γης δημιουργείται από συνεισφορές από τον πυρήνα της γης, την λιθόσφαιρα (υπέδαφος και άνω μανδύας), την ιονόσφαιρα, την μαγνητόσφαιρα και από διάφορα ηλεκτρικά ρεύματα σε σύζευξη με την ιονόσφαιρα και την μαγνητόσφαιρα (FAC’s, field aligned currents).
Σε μια πρώτη προσέγγιση το γεωμαγνητικό πεδίο μοιάζει με αυτό ενός ραβδόμορφου μαγνήτη με μια απόκλιση 11 μοιρών από τους γεωγραφικούς πόλους.
Το πεδίο του πυρήνα δημιουργείται από δράση δυναμό στην οποία ο πλούσιος σε σίδηρο ρευστός πυρήνας αναμειγνύεται ως αποτέλεσμα πηγών θερμότητας που περιέχει. Αυτή η μεταφορά θερμότητας ρευστών διαμέσου υπαρχόντων δυναμικών μαγνητικών γραμμών δημιουργεί ηλεκτρικά ρεύματα που με τη σειρά τους δημιουργούν επιπρόσθετα μαγνητικά πεδία και κάποια στιγμή οι απώλειες διάχυσης εξισορροπούν την δημιουργία νέων πεδίων. Η δυναμική της δημιουργίας νέων πεδίων και διάχυσης δημιουργούν ένα χωρικά και χρονικά περίπλοκο μαγνητικό πεδίο στην γη αλλά και στο διάστημα.
Το γήινο μαγνητικό πεδίο που μετρά κάποιος πάνω στην επιφάνεια της γης (αυτή την περίοδο είναι της τάξης των 25-65 μΤ) κατά 90% οφείλεται στον πυρήνα και όχι μόνο μεταβάλλεται χρονικά αλλά συμβαίνουν και αναστροφές πολικότητας (κάθε 200.000-300.000 χρόνια, μια αναστροφή διαρκεί μερικές χιλιάδες χρόνια για να ολοκληρωθούν από τη στιγμή που θα ξεκινήσει). Ένα 5% του μαγνητικού πεδίου τη γης οφείλεται στην συνεισφορά από την λιθόσφαιρα (ορυκτά πλούσια σε μαγνητικά υλικά) και το υπόλοιπο 5% οφείλεται στους υπόλοιπους «εξωτερικούς» παράγοντες (ιονοσφαιρκά, μαγνητοσφαιρικά φαινόμενα και FAC’s) που επηρεάζονται από την ηλιακή δραστηριότητα.
Αυτά ακριβώς τα τελευταία αντανακλούν την μεταβλητότητα του διαστημικού καιρού. Βίαιες μεταβολές αυτών των εξωτερικών μαγνητικών πεδίων, από τον νόμο της επαγωγής, δημιουργούν τα λεγόμενα γεωμαγνητικά επαγώμενα ρεύματα (GIC’s, geomagnetically induced currents), στο υπέδαφος που εισέρχονται στα διάφορα γειωμένα δίκτυα (ηλεκτρισμού, αγωγών πετρελαίου ή φυσικού αερίου ή σιδηροδρόμων κλπ) και δημιουργούν καταστροφές. Οι γεωμαγνητικές καταιγίδες μπορούν να προκαλέσουν μέχρι και 10% μεταβολές στο συνολικό μαγνητικό πεδίο της γης.
Οι γεωμαγνητικές καταιγίδες επηρεάζουν:
* Τα ηλεκτρικά δίκτυα (αλλά και τα δίκτυα αγωγών πετρελαίου, φυσικού αερίου). Να σημειώσουμε εδώ ότι τα σύγχρονα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης βασίζονται στον ηλεκτρισμό. Γενικά ο ηλεκτρισμός αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της καθημερινής μας ζωής.
* Τους δορυφόρους
* Την ασφάλεια αεροσκαφών, επιβατών και πληρωμάτων
* Τα συστήματα πλοήγησης (επίγεια και εναέρια)
* Τα Δορυφορικά Συστήματα Πλοήγησης (GPS, Galileo)
* Τα Επίγεια Συστήματα κινητής τηλεφωνίας
* Τα Συστήματα Επικοινωνίας Εκτάκτων Περιστάσεων Υψηλών Συχνοτήτων
* Συστήματα Μετάδοσης Ραδιοφώνου και Τηλεόρασης
Η σφοδρότερη καταγεγραμμένη γεωμαγνητική καταιγίδα είναι το λεγόμενο συμβάν Κάρινγκτον (Carrington event). Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του διακεκριμένου βρετανού αστρονόμου Richard Carrington που παρατήρησε την ηλιακή έκλαμψη το 1859, μια μέρα πριν το συμβάν, στις 1 Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με καταγεγραμμένες μαρτυρίες της εποχής στον τύπο, το πολικό σέλας ήταν εμφανές σχεδόν σε ολόκληρη τη γη, (ξύλινοι) στύλοι τηλεγράφου έπιασαν φωτιά, χειριστές τηλεγράφου έπαθαν ηλεκτροπληξία.
Στα χρόνια εκείνα ο ηλεκτρισμός ήταν γνωστός μόνο στους επιστήμονες και τηλεπικοινωνίες δεν υπήρχαν (εκτός του τηλέγραφου). Άλλη σημαντική γεωμαγνητική καταιγίδα στην σύγχρονη εποχή έγινε το 1989 (13-14 Μαρτίου) κατά την οποία μέσα σε μόλις 90 δευτερόλεπτα υπήρξε μπλακάουτ στον Καναδά (περιοχή Κεμπέκ) όπου παρέμειναν χωρίς ηλεκτρισμό 6 εκατομμύρια άνθρωποι για πολλές ώρες με θερμοκρασίες την νύχτα που έφταναν αρκετούς βαθμούς Κελσίου υπό το μηδέν, καταστροφή μεγάλων μετασχηματιστών σε αρκετές χώρες και κίνδυνο γενικευμένου μπλακάουτ σε όλη την ανατολική ακτή της Β. Αμερικής (που δεν συνέβη καθαρά από τύχη).
Η σφοδρότητα των καταιγίδων αυτών μετριέται με κάποιους κατάλληλους δείκτες (όπως λόγου χάριν η σφοδρότητα των ανέμων μετριέται για παράδειγμα στην κλίμακα μποφόρ). Ένας από αυτούς τους δείκτες είναι και ο λεγόμενος δείκτης Dst. Δεν θα αναφέρουμε τον ακριβή ορισμό του δείκτη αυτού διότι είναι αρκετά πολύπλοκος και δεν ενδιαφέρει ένα γενικό κοινό, χονδρικά μετρά την ροή των φορτισμένων σωματιδίων από τον ήλιο που εισέρχονται στην μαγνητόσφαιρα της γης από την περιοχή του Ισημερινού. Θα γράψουμε μόνο ότι στην γεωμαγνητική καταιγίδα του 1989 ο δείκτης αυτός υπολογίσθηκε με χρήση διάφορων μετρήσεων στην τιμή -589 ενώ στην περίπτωση του συμβάντος Κάρινγκτον εκτιμάται (διότι δεν υπήρχαν μετρήσεις τότε για χρησιμοποιηθούν ως βάση για ακριβείς υπολογισμούς) ότι η τιμή του θα πρέπει να ήταν στην περιοχή του -1600! Παραθέτουμε σε λίστα τις τιμές του δείκτη Dst για τις 5 ισχυρότερες καταγεγραμμένες γεωμαγνητικές καταιγίδες:
1) Dst = -1600, συμβάν Κάρινγκτον, 2 Σεπτεμβρίου 1859
2) Dst = -900, 14-15 Μαϊου 1921
3) Dst = -589, 13 Μαρτίου 1989
4) Dst = -472, 20 Νοεμβρίου 2003
5) Dst = -401, 30 Οκτωβρίου 2003
Η τιμή του δείκτη Dst εξαρτάται προφανώς από το μέγεθος της ηλιακής έκρηξης αλλά και από το «πόσο καλά πέτυχε τη γη» (αν και σε ποιο βαθμό ήταν γεωενεργή). Σύμφωνα με μελέτη της Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών το 2008, εάν συμβεί αντίστοιχο συμβάν σήμερα με την καταιγίδα του 1921 (και όχι με το συμβάν Κάρινγκτον), θα επηρεασθούν 130 εκατομμύρια κάτοικοι των ΗΠΑ, το κόστος των ζημιών μόνο στο ηλεκτρικό δίκτυο θα ανέλθει σε 2 τρις δολάρια μόνο για το πρώτο έτος και το δίκτυο για να επανέλθει στην προ-συμβάντος λειτουργία θα χρειασθεί 10 χρόνια (συγκριτικά να αναφέρουμε ότι ο τυφώνας Κατρίνα προξένησε ζημιές ύψους περίπου 80 δις δολαρίων «μόνο»).
Επιπτώσεις στα δίκτυα ηλεκτρισμού
Βίαιες μεταβολές του γεωμαγνητικού πεδίου σε χρόνους από λίγα δευτερόλεπτα μέχρι λίγα λεπτά λόγω διαστημικού καιρού, επάγουν ηλεκτρικά πεδία στην επιφάνεια της γης. Τα πεδία αυτά επάγουν ρεύματα (τα GIC’s που αναφέραμε παραπάνω) στο ηλεκτρικό δίκτυο (και σε άλλους γειωμένους αγωγούς). Η υψηλότερη τιμή GIC που έχει μετρηθεί ποτέ ήταν το 2004 στην Σουηδία και η τιμή ήταν σχεδόν 300 Α. Τα ρεύματα αυτά μπορούν να δημιουργήσουν αστάθειες στο σύστημα μεταφοράς και βλάβες στους Μ/Σ. Η ένταση του ηλεκτρικού πεδίου (σε V/km) εξαρτάται από την αγωγιμότητα του υπεδάφους.
Για παράδειγμα στο Ην. Βασίλειο το ηλεκτρικό πεδίο σε μια γεωμαγνητική καταιγίδα μπορεί εύκολα να φτάσει στα 5-10 V/km (από 0.1 V/km κατά τη διάρκεια της ηρεμίας). Γενικά, όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση μεταξύ των σημείων γείωσης, τόσο μεγαλύτερα θα είναι τα GIC που θα αναπτυχθούν. Από θέμα αρχής, τα GIC’s θα μπορούσαν να υπολογισθούν με ικανοποιητική ακρίβεια αν συνυπολογίσει κανείς όλες τις γραμμές και τις αντιστάσεις γείωσης του δικτύου και την «τοπική» αντίσταση του υπεδάφους (με χρήση νόμων Ohm & Kirchoff).
Το επαγώμενο γεωηλεκτρικό πεδίο μεταβάλλεται με συχνότητα περί το 0.1 Hz, πολύ μικρότερη των 50 Hz (συχνότητα λειτουργίας δικτύου).
Έτσι τα GIC’s εμφανίζονται ως οιονεί συνεχή ρεύματα σε υπέρθεση με το εναλλασσόμενο ρεύμα του δικτύου. Αυτά τα οιονεί συνεχή ρεύματα μαγνητίζουν τον πυρήνα του μετασχηματιστή (Μ/Σ) στην μια πολικότητα και μπορούν να προκαλέσουν μαγνητικό κορεσμό του πυρήνα ημίσεως κύκλου της εναλλασσόμενης τάσης. Αυτός ο κορεσμός ημίσως κύκλου δημιουργεί κορυφώσεις του ρεύματος μαγνήτισης από το δίκτυο.
Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτού του κορεσμού ημίσεως κύκλου είναι ότι όταν ο πυρήνας φτάνει στον κόρο, η βασική μαγνητική ροή δεν περιορίζεται εντός του πυρήνα αλλά μπορεί να διαφύγει και να δημιουργήσει ταχεία θέρμανση, δημιουργία αερίων στα λάδια μόνωσης με τελικά αποτελέσματα που ποικίλουν από την ενεργοποίηση των ρελέδων ασφαλείας, την διακοπή λειτουργίας μέχρι σοβαρές θερμικές βλάβες (καταστροφή μόνωσης) ή και ολική καταστροφή του Μ/Σ.
Τα προβλήματα όμως δεν περιορίζονται εδώ: Ακόμη και εάν δεν παρουσιαστεί άμεση βλάβη, η απόδοση του Μ/Σ μπορεί να εκφυλισθεί και να παρουσιαστούν βλάβες αργότερα από άσχετη αιτία. Τα φαινόμενα είναι συσσωρευτικά στην πάροδο του χρόνου. Λιγότερο σοβαρά προβλήματα που μπορούν να εμφανισθούν στο δίκτυο δημιουργούνται από αστάθειες τάσης. Απαιτείται άεργη ισχύς (reactive power, χονδρικά στο εναλλασσόμενο ρεύμα άεργη είναι η ισχύς που «αποθηκεύεται» στα μη ωμικά στοιχεία όπως πηνία και πυκνωτές) για να διατηρηθεί η τάση στο δίκτυο. Υπό συνθήκες κόρου ημίσεως κύκλου οι Μ/Σ καταναλώνουν περισσότερη άεργη ισχύ από ότι σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας. Εάν η αύξηση σε απαιτήσεις αέργου ισχύος αυξηθεί πολύ μπορεί να προκληθεί κατάρρευση τάσης που να οδηγήσει σε τοπικό ή ολικό μπλακάουτ.
Μέθοδοι αντιμετώπισης:
Άμεσα: Αύξηση αποθεμάτων ενεργού και αέργου ισχύος.
Τοποθέτηση μηχανισμών-συσκευών που μπλοκάρουν τα GIC’s
Αύξηση αποθεμάτων ανταλλακτικών και Μ/Σ σε εφεδρεία (αποθήκευση)
Σχέδια μεταφοράς Μ/Σ σε περιοχές που ίσως χρειαστεί αντικατάσταση.
Για παράδειγμα στο Ην. Βασίλειο έχουν αυξηθεί τα αποθέματα βασικών ανταλλακτικών Μ/Σ, (σε μερικές κατηγορίες κρίσιμων ανταλλακτικών τα αποθέματα έχουν διπλασιαστεί), έχει αυξηθεί το πλήθος των Μ/Σ 400kV σε εφεδρεία (από 3 σε 7) και έχει υπολογισθεί ότι χρειάζονται 2-3 μήνες για την αντικατάσταση ενός Μ/Σ 400kV όταν υπάρχει Μ/Σ σε απόθεμα (δεν χρειάζεται να παραγγελθεί καινούργιος σε κάποιον κατασκευαστή—Αν χρειασθεί νέα παραγγελία η αντικατάσταση διαρκεί 1-2 χρόνια). Σε άσκηση η συντομότερη αντικατάσταση έγινε σε χρόνο 4 εβδομάδων (τοπικό ρεκόρ).
Μεσο-μακροπρόθεσμα μέτρα
Βελτίωση μεθόδων πρόγνωσης διαστημικού καιρού
Σύστημα Εξομοίωσης επιπτώσεων στο δίκτυο μιας γεωμαγνητικής καταιγίδας.
Μετρήσεις γεωηλεκτρικού πεδίου (στην Ελλάδα δεν υπάρχουν).
Ύπαρξη εναλλακτικών μεθόδων συγχρονισμού των μονάδων παραγωγής σε περίπτωση που διακοπεί η λειτουργία του GPS από γεωμαγνητική καταιγίδα.
Όσον αφορά τη χώρα μας, η κρατούσα άποψη (που δεν στηριζόταν πουθενά) ήταν πως δεν υπάρχουν επιπτώσεις διότι βρίσκεται σε μεσαίο γεωγραφικό πλάτος. Όμως σύμφωνα με έρευνα του γράφοντος που περιλαμβάνει και στατιστικές μελέτες από δεδομένα της περιόδου 1989-2010, υπάρχουν άμεσες επιπτώσεις στους μεγάλους (150 kV και 400kV) Μ/Σ του εθνικού δικτύου μεταφοράς από γεωμαγνητικές καταιγίδες.
Αυτό κατέστη φανερό παρατηρώντας εάν σε ημέρες γεωμαγνητικής καταιγίδας εμφανίστηκαν βλάβες σε Μ/Σ σαν αυτές που περιγράψαμε πιο πάνω ότι προκαλούν τα GIC’s. Μετά από μελέτη περιπτώσεων και αναφορών βλαβών θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε κάποια από τα αποτελέσματα και να πούμε ότι κατά την περίοδο μελέτης υπήρξαν 43 μέρες καταιγίδας συνολικά και στις 14 εξ αυτών εμφανίστηκε βλάβη από GIC’s σε κάποιο M/Σ εντός του ηπειρωτικού Ελλαδικού χώρου.
Για τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα: Το μέγιστο του πλήθους των βλαβών συμβαίνει μισό ηλιακό κύκλο (δηλαδή 5-6 χρόνια) μετά το μέγιστο της ηλιακής δραστηριότητας.
Η έρευνα βέβαια παρέχει μεταξύ άλλων και συγκεκριμένα μοντέλα πρόγνωσης που αποκτήθηκαν χρησιμοποιώντας διάφορα μαθηματικά και στατιστικά εργαλεία.
Η έρευνα διεξάγεται με την συμβολή του ΑΔΜΗΕ (παλιά Μεταφορά, θυγατρική της ΔΕΗ που διαχειρίζεται το εθνικό δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας), του ΙΓΜΕ (Γεωμαγνητικό Παρατηρητήριο Πεντέλης), της NASA, της NOAA, της ESA, του αστεροσκοπείου Paranal στην έρημο Ατακάμα στην Β. Χιλή που ανήκει στο ESO (European Southern Observatory) που διαθέτει και το VLT, το μεγαλύτερο οπτικό τηλεσκόπιο στον κόσμο) κλπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου