Δεν είναι παράξενο: Ζητάμε από μυαλά της παλαιολιθικής εποχής να διαχειριστούν τον όγκο δεδομένων της ψηφιακής εποχής.
Όλοι μας αντιμετωπίζουμε το παράδοξο: Θέλουμε να αποσυνδέσουμε και να απωθήσουμε τις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής πάνω στον χρόνο και στην προσοχή μας. Χρειαζόμαστε μια διακοπή. Κι όμως, συνεχίζουμε να πεταγόμαστε από υποχρέωση σε υποχρέωση και να υπομένουμε αμέτρητες παρεμβάσεις ενόσω θρηνούμε τον σπαταλημένο χρόνο και την παραγωγικότητα που θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη.
Δηλώνουμε ότι απεχθανόμαστε το Instagram και το Twitter ή ότι πρόκειται κάνουμε «δίαιτα» στο Facebook, προκειμένου να περιορίσουμε τον χρόνο που ξοδεύουμε κοιτάζοντας οθόνες. Ίσως ακόμα και να υποσχεθήκαμε στον εαυτό μας ότι θα διαγράψουμε εντελώς τους λογαριασμούς μας.
Κι όμως δεν το κάνουμε.
Δεμένοι στις συσκευές μας σε όλη την διάρκεια της μέρας, λειτουργούμε σαν εθισμένοι, των οποίων το χαρακτηριστικό που τους καθορίζει είναι η αμφιθυμία. Καταριόμαστε τους εαυτούς μας που πιανόμαστε στο βρόγχο για ακόμα μια φορά, κάτι που απλώς μας αγχώνει περισσότερο. «Ποιά είναι η ανταμοιβή;», ρωτάμε, μπερδεμένοι που δράσαμε με τόσο αντιφατικό, αυτοκαταστροφικό τρόπο.
Λογικά, δεν υπάρχει εμφανής αιτία γιατί αυτό που λέμε κι αυτό που κάνουμε είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Αλλά επειδή η κοινωνία μας επιβραβεύει τον ορθολογισμό και πιστεύει ότι υπάρχει αιτία πίσω από οτιδήποτε, η αποτυχία μας να αποσυνδεθούμε όπως δηλώνουμε ότι θέλουμε, απλώς επιτείνει την απογοήτευσή μας. Έχουμε γίνει σαν ποντίκια στο εργαστήριο, που πιέζουν επανειλημμένα έναν μοχλό, περιμένοντας ανταμοιβή. Μόνο που, μια ανταμοιβή που να σημαίνει κάτι, δεν έρχεται ποτέ.
Είναι τυχαίο που αποκαλούμε το καθημερινό μας τρέξιμο, «κούρσα των αρουραίων;»
Όταν είμαστε πολύ φορτισμένοι, μένουμε άγρυπνοι την νύχτα, ανησυχώντας μήπως έχουμε γίνει αναποτελεσματικοί και αναποφάσιστοι, ανίκανοι να βάλουμε προτεραιότητες. Εργασία, σχέσεις και ζωή στο σπίτι, επηρεάζονται όλα. Δημόσιες και ιδιωτικές πλευρές δεν υπάρχουν πια.
Να κατηγορήσουμε το παλαιολιθικό μυαλό μας γι’ αυτήν την δυσάρεστη κατάσταση.
Έχουμε ακριβώς τον ίδιο εγκέφαλο που είχαν οι μακρινοί πρόγονοί μας. Η ικανότητα προσοχής έχει βαθείς περιορισμούς, του οποίου τα όρια, οι επιβαρύνσεις της σύγχρονης ζωής έχουν ξεπεράσει. Δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τους βιολογικούς περιορισμούς, είτε με την αποφασιστικότητα ή με την απλή δύναμη της θέλησης.
Ιδού γιατί:
Οι σύγχρονοι άνθρωποι υπάρχουν εδώ και περίπου 200.000 χρόνια. Στη διάρκεια του 99% αυτού του χρόνου, δεν κάναμε πολλά, παρά να επιβιώνουμε και να αναπαραγόμαστε. Οι κλιματικές ακρότητες καταλάγιασαν χονδρικά πριν 10.000 χρόνια, η ζωή ήταν μακράν πιο αργή, πιο ήσυχη και λιγότερο περίπλοκη από σήμερα.
Αιώνες πριν, όταν δεν άλλαζαν και πολλά εκτός από τις εποχές, ο εγκέφαλος έγινε ένας ενιχνευτής αλλαγών, με προορισμό του να αποσπάται από τους νεωτερισμούς και οτιδήποτε έξω απ’ τα συνηθισμένα. Ένας ήχος ή μια ξαφνική κίνηση μπορούσαν να σημαίνουν πιθανή απειλή. Επειδή πρέπει να είμαστε έτοιμοι για οτιδήποτε, οι ανιχνευτές μας αλλαγής λειτουργούν μονίμως, πάντοτε σε κατάσταση συναγερμού. Όμως αυτό καταναλώνει ένα σταθερό ποσοστό από την ισχύ του εγκεφάλου, η οποία, με βιολογικούς όρους είναι επίσης περιορισμένη και σταθερή.
Η εναλλαγή της προσοχής επισύρει ένα τεράστιο κόστος ενέργειας. Και δεν είμαστε πολύ καλοί σ’ αυτό, ιδιαίτερα όταν αναλογισθείς πόσα αντικείμενα διεκδικούν την προσοχή μας κάθε στιγμή, σε σύγκριση με ότι, οι αρχαίοι μας εγκέφαλοι είχαν κατασκευαστεί να διαχειρίζονται. Όπως έλεγε κάποτε μια παλιά τηλεοπτική διαφήμιση, «Δεν μπορείς να ξεγελάσεις την Μητέρα Φύση!», εννοώντας και πάλι, ότι δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τα όρια που η φύση της παλαιολιθικής εποχής μας έχει γενικά επιβάλει.
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί με ταχύτητες περίπου 120 bits (15 bytes) ανά δευτερόλεπτο. Αντίστοιχα, η οικιακή σύνδεση οπτικών ινών Verizon, μεταφέρει 75 megabytes/δευτερόλεπτο, 5.000 φορές τον ρυθμό που μπορεί να διαχειριστεί ο εγκέφαλός μας. Ζητάμε από τον εγκέφαλό μας να ταξινομήσει, να κατηγοριοποιήσει και να ιεραρχήσει γιγάντια ρεύματα δεδομένων, τα οποία ουδέποτε εξελίχθηκε ώστε να διαχειρίζεται. Θα έπρεπε να μας σοκάρει όλους, το πόσο απροετοίμαστος είναι να σταθμίσει και να περιηγηθεί στο πλεόνασμα των αποφάσεων με τις οποίες τον βάλει η σύγχρονη ζωή.
Κι όμως, συνεχίζουμε, υπερ-επεκτεινόμενοι, υπερ-αφοσιωμένοι και καταβεβλημένοι.
Απαιτούνται περίπου 60 bits/δευτερόλεπτο για να επικεντρωθούμε σε κάποιον που μιλάει. Αυτό είναι το μισό από το εύρος λειτουργίας μας. Η απλή αριθμητική δείχνει γιατί οι πολλαπλές εργασίες (multitasking) υποβαθμίζουν την απόδοση. Μας φθείρει περισσότερο απ’ όσο υπολογίζουμε, κάτι που καθιστά ακόμα δυσκολότερο να διαχωρίσουμε το ασήμαντο από το σημαντικό.
Η προσοχή και η μνήμη είναι από τους πλέον πολύτιμους πόρους του εγκεφάλου.
Τις προάλλες, καμιά δεκαριά τελειόφοιτοι ξεχύθηκαν από το ασανσέρ της σχολής μου. Όλοι κοίταζαν τα κινητά τους με χαμηλωμένα τα κεφάλια, αγνοώντας την παρουσία μου καθώς με σκουντούσαν και με παραγκώνιζαν. Η οθόνη απορροφούσε όλη την προσοχή τους και δημιουργούσε ένα τυφλό σημείο που με έκανε αόρατο, ένα φαινόμενο που ονομάζεται «τυφλότητα μη-προσοχής». Δεν πρόκειται για ελάττωμα, αλλά για αποτέλεσμα του πώς αναπτύχθηκε το μυαλό μας: Αγνοεί ό,τι δεν αποτελεί άμεση προτεραιότητά του ακόμα κι όταν το κοιτάζει καταπρόσωπο.
Η προσοχή είναι σαν ακριβής προβολέας: Ό,τι βρίσκεται πέρα από την περίμετρό του, είναι εντός του γνωστικού μας τυφλού σημείου. Άρα, εξ ορισμού, ποτέ δεν ξέρουμε τί χάνουμε. Ως εκπαιδευτής, ανησυχώ για το ότι οι σύγχρονοι σπουδαστές, οι μελλοντικοί μας ηγέτες, δεν θα είναι ικανοί να επικεντρωθούν, να θέσουν προτεραιότητες, να αναθέσουν, να τηρήσουν προθεσμίες ή να αντιληφθούν μια εργασία μέχρι το τέλος. Ήδη έχουν ριζωμένες συνήθειες που υπονομεύουν την ικανότητά τους να μαθαίνουν και να θυμούνται.
Εμπειρογνώμονες του μάρκετινγκ, ειδικοί στην αποτελεσματικότητα και άλλοι, έχουν αποφανθεί για το πρόβλημα της υπερφόρτωσης. Κατά κανόνα η προσέγγισή τους αποσκοπεί να βοηθήσει να ισορροπήσετε όλα τα φλεγόμενα ραβδιά και τα στροβιλιζόμενα πιάτα που έχετε στον αέρα, χωρίς να σας κοπεί η ανάσα. Κατηγοριοποιούν τις υποχρεώσεις σας, αναδιαρθρώνουν τις λίστες με τα καθήκοντά σας και συντονίζουν τις δεσμεύσεις σας. Αλλά κανένας βαθμός οργάνωσης δεν μπορεί πραγματικά να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Ήδη υπερφορτιστήκαμε πριν από 10 ή 20 χρόνια. Αυτός είναι ο λόγος που όλοι μας είμαστε αγχωμένοι.
Η προφανής λύση είναι να αρχίσουμε να λέμε όχι και να έχουμε να ισορροπήσουμε λιγότερες υποχρεώσεις κατά πρώτο λόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου