Όσον και αν φαίνεται παράδοξο, ο ανθρώπινος βίος δεν είναι παρά περιπλανήσεις πέριξ του τάφου. Τόσον, που δεν είναι υπερβολή η προστακτική: «Ζήσε την κάθε στιγμή, σαν να είναι η τελευταία σου».
Διότι, η μόνη βεβαιότητα του ανθρώπου, εφόσον γεννήθηκε, είναι ο θάνατος, που είναι βέβαιος αβέβαιος, όσον αφορά τον χρόνο της έλευσής του. Γνωρίζει ο άνθρωπος ότι θα πεθάνει, αλλά δεν γνωρίζει πότε και πώς θα πεθάνει. Γι” αυτό και η τραγική αντινομία: Ενώ όλοι οι άνθρωποι γεννώνται με κλάματα, κανείς ωστόσο δεν πεθαίνει με γέλια.
Είναι δε τρομερό να σκέπτεται κανείς πόσο περιορισμένος είναι ο χρόνος της ζωής, όταν για παράδειγμα ένας άνθρωπος 70 περίπου χρόνων, έχει περάσει από αυτά τα: 29 περίπου χρόνια στο κρεβάτι, αν υποτεθεί ότι κοιμάται 8 ώρες το 24ωρο, κατά μέσον όρο. Και 9 περίπου χρόνια τρώγοντας, αν υποτεθεί ότι διαθέτει καθημερινώς ένα 3ωρο για φαγητό, κατά μέσον όρο.
Ήτοι δηλαδή 38 χρόνια από τα 70 της όλης ζωής του, πλέον του ημίσεος, θεωρούνται «χαμένα». Από τα υπόλοιπα 32 περίπου χρόνια, τα 10 χρόνια τουλάχιστον διατίθενται για σπουδές. Ετσι, όλη η ζωή, νοουμένη ως κίνηση και δράση,περιορίζεται από τα 70 στα 24 μόλις χρόνια. Και αν αφαιρεθεί από αυτά η βρεφική ηλικία και το…γήρας, τότε τι απομένει;
Μπροστά σ” αυτή τη σκληρή πραγματικότητα, το συμπέρασμα είναι ότι η ζωή μας είναι πάρα πολύ μικρή, για να καταγίνεται κανείς με μικροπράγματα και μικρότητες γενικότερα.
Είναι προϋπόθεση όλων των άλλων αγαθών και φυσικά το πρώτο αγαθό, αλλά όχι και το ύψιστο. Διότι «Ούκ επ” άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος». Γι” αυτό η μεγαλύτερη «έγνοια» του ανθρώπου είναι πώς θα ζήσει περισσότερο και καλύτερα. Εξ” αυτού και ο κανόνας: «Τον βίον οικονόμει», δηλαδή μη σπαταλάς άδικα τη ζωή σου.
Εξάλλου, ο θάνατος ως σκιά της ζωής και πραγματικότητα αντικειμενική, όχι μόνο δεν επιδέχεται επανόρθωση, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή,αλλά είναι και ο μόνος που εξισώνει όλους. Η δε παραδοξότητα του έγκειται στο ότι δεν είναι βίωμα του αποθανόντος, αλλά εκείνων, οι οποίοι συνόδευσαν τον νεκρό κατά την πορεία προς τον τάφο, όπου οι αδιάφοροι αρχίζουν τη συζήτηση και το «κουτσομπολιό», ενώ οι άλλοι θλιμμένοι παύουν να τους ακούν και τους αποχωρίζονται.
Υπό το κράτος της νεκρώσιμης ακολουθίας συγκλονίζονται, κυριολεκτικώς, από το βίωμα της ζωής, που δημιουργεί ο θάνατος του συνανθρώπου, συγγενούς ή μη. Και το συμπέρασμα, που πίπτει ως ώριμος καρπός στη συνείδηση: «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα…». Και τότε τι απομένει; Κόνις, τέφρα και σκιά!
Εδώ και μόνο επέρχεται η εξίσωση. Και από εδώ η απορία, που εκφράζεται έντονα μπροστά στα «οστά τα γεγυμνωμένα» με το τραγικό βίωμα: «Αρα τίς έστι, βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός;». Όλο δε αυτό το τραγικό βίωμα συνιστά το έναυσμα του φιλοσοφικού πυρσού, στην προσπάθεια να ρίψει φως στο ανθρωποφάγο ερώτημα της Σφιγγός, υπό την έννοια: Ποιός είμαι; Από που έρχομαι; Που πηγαίνω;
Είναι το αίνιγμα: «Τι είναι άνθρωπος», στη διασταύρωση του τρισδιάστατου χρόνου: παρελθόν – παρόν – μέλλον με την αιωνιότητα, η οποία ταυτίζεται με το υπέρκοσμο, το υπέρχρονο, το θείο.
Γι” αυτό εκείνος που αγαπά τη ζωή του, δεν σπαταλά τον χρόνο, επειδή από αυτόν είναι καμωμένη η ζωή. Η θέση αυτή αναμφίβολα συνδέεται με την Παιδαγωγική, με τον τονισμό του δυναμισμού υποκειμένου και αντικειμένου, πράξης και αξίας, συνείδησης και ιδεώδους. Και βέβαια με την έξαρση της αλληλεξάρτησης ατόμου και κοινωνίας, ατομικότητας και ιστορίας. Με την «αυτενεργό μάθηση».
Η φιλοσοφία του θανάτου επαναφέρει εναργώς τη φιλοσοφία της ζωής. Είναι βέβαια αλήθεια ότι προέχει κανείς πρώτα να μάθει να ζει και ύστερα να φιλοσοφεί: «Primum vivere, deinde Philosophari», κατά το λατινικό ρητό.
Εξίσου όμως αλήθεια είναι ότι το ερώτημα του Σαιξπηρικού ήρωα Αμλετ «To be or not to be» , παραμένει αιωνίως αναπάντητο. Αλλά και ο Σωκρατικός λόγος στην «Απολογία»: «Ο ανεξέταστος βίος ού βιωτός ανθρώπω», δηλαδή η αφιλοσόφητη ζωή, ο χωρίς αυτοέλεγχο βίος, είναι για τον άνθρωπο βίος αβίωτος, είναι επίσης αληθοφανής. Κι αυτό γιατί «ου το ζην περί πλείστου ποιητέον, αλλά το εύ ζήν», όπως τονίζεται στον Κρίτωνα.
Το τελευταίο προϋποθέτει σκέψη καθαρή και σώφρονα, καρδιά πυρακτωμένη από πίστη σε αξίες και πλημμυρισμένη από αγάπη για τον πλησίον και πράξεις αγαθές. Έτσι αποφεύγεται ο κίνδυνος, που αποτελεί τη σκιά του ανθρώπου, να παραμελεί ό,τι τόσο αγαπά, τη ζωή!
Διότι, η μόνη βεβαιότητα του ανθρώπου, εφόσον γεννήθηκε, είναι ο θάνατος, που είναι βέβαιος αβέβαιος, όσον αφορά τον χρόνο της έλευσής του. Γνωρίζει ο άνθρωπος ότι θα πεθάνει, αλλά δεν γνωρίζει πότε και πώς θα πεθάνει. Γι” αυτό και η τραγική αντινομία: Ενώ όλοι οι άνθρωποι γεννώνται με κλάματα, κανείς ωστόσο δεν πεθαίνει με γέλια.
Είναι δε τρομερό να σκέπτεται κανείς πόσο περιορισμένος είναι ο χρόνος της ζωής, όταν για παράδειγμα ένας άνθρωπος 70 περίπου χρόνων, έχει περάσει από αυτά τα: 29 περίπου χρόνια στο κρεβάτι, αν υποτεθεί ότι κοιμάται 8 ώρες το 24ωρο, κατά μέσον όρο. Και 9 περίπου χρόνια τρώγοντας, αν υποτεθεί ότι διαθέτει καθημερινώς ένα 3ωρο για φαγητό, κατά μέσον όρο.
Ήτοι δηλαδή 38 χρόνια από τα 70 της όλης ζωής του, πλέον του ημίσεος, θεωρούνται «χαμένα». Από τα υπόλοιπα 32 περίπου χρόνια, τα 10 χρόνια τουλάχιστον διατίθενται για σπουδές. Ετσι, όλη η ζωή, νοουμένη ως κίνηση και δράση,περιορίζεται από τα 70 στα 24 μόλις χρόνια. Και αν αφαιρεθεί από αυτά η βρεφική ηλικία και το…γήρας, τότε τι απομένει;
Μπροστά σ” αυτή τη σκληρή πραγματικότητα, το συμπέρασμα είναι ότι η ζωή μας είναι πάρα πολύ μικρή, για να καταγίνεται κανείς με μικροπράγματα και μικρότητες γενικότερα.
Είναι προϋπόθεση όλων των άλλων αγαθών και φυσικά το πρώτο αγαθό, αλλά όχι και το ύψιστο. Διότι «Ούκ επ” άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος». Γι” αυτό η μεγαλύτερη «έγνοια» του ανθρώπου είναι πώς θα ζήσει περισσότερο και καλύτερα. Εξ” αυτού και ο κανόνας: «Τον βίον οικονόμει», δηλαδή μη σπαταλάς άδικα τη ζωή σου.
Εξάλλου, ο θάνατος ως σκιά της ζωής και πραγματικότητα αντικειμενική, όχι μόνο δεν επιδέχεται επανόρθωση, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή,αλλά είναι και ο μόνος που εξισώνει όλους. Η δε παραδοξότητα του έγκειται στο ότι δεν είναι βίωμα του αποθανόντος, αλλά εκείνων, οι οποίοι συνόδευσαν τον νεκρό κατά την πορεία προς τον τάφο, όπου οι αδιάφοροι αρχίζουν τη συζήτηση και το «κουτσομπολιό», ενώ οι άλλοι θλιμμένοι παύουν να τους ακούν και τους αποχωρίζονται.
Υπό το κράτος της νεκρώσιμης ακολουθίας συγκλονίζονται, κυριολεκτικώς, από το βίωμα της ζωής, που δημιουργεί ο θάνατος του συνανθρώπου, συγγενούς ή μη. Και το συμπέρασμα, που πίπτει ως ώριμος καρπός στη συνείδηση: «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα…». Και τότε τι απομένει; Κόνις, τέφρα και σκιά!
Εδώ και μόνο επέρχεται η εξίσωση. Και από εδώ η απορία, που εκφράζεται έντονα μπροστά στα «οστά τα γεγυμνωμένα» με το τραγικό βίωμα: «Αρα τίς έστι, βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός;». Όλο δε αυτό το τραγικό βίωμα συνιστά το έναυσμα του φιλοσοφικού πυρσού, στην προσπάθεια να ρίψει φως στο ανθρωποφάγο ερώτημα της Σφιγγός, υπό την έννοια: Ποιός είμαι; Από που έρχομαι; Που πηγαίνω;
Είναι το αίνιγμα: «Τι είναι άνθρωπος», στη διασταύρωση του τρισδιάστατου χρόνου: παρελθόν – παρόν – μέλλον με την αιωνιότητα, η οποία ταυτίζεται με το υπέρκοσμο, το υπέρχρονο, το θείο.
Γι” αυτό εκείνος που αγαπά τη ζωή του, δεν σπαταλά τον χρόνο, επειδή από αυτόν είναι καμωμένη η ζωή. Η θέση αυτή αναμφίβολα συνδέεται με την Παιδαγωγική, με τον τονισμό του δυναμισμού υποκειμένου και αντικειμένου, πράξης και αξίας, συνείδησης και ιδεώδους. Και βέβαια με την έξαρση της αλληλεξάρτησης ατόμου και κοινωνίας, ατομικότητας και ιστορίας. Με την «αυτενεργό μάθηση».
Η φιλοσοφία του θανάτου επαναφέρει εναργώς τη φιλοσοφία της ζωής. Είναι βέβαια αλήθεια ότι προέχει κανείς πρώτα να μάθει να ζει και ύστερα να φιλοσοφεί: «Primum vivere, deinde Philosophari», κατά το λατινικό ρητό.
Εξίσου όμως αλήθεια είναι ότι το ερώτημα του Σαιξπηρικού ήρωα Αμλετ «To be or not to be» , παραμένει αιωνίως αναπάντητο. Αλλά και ο Σωκρατικός λόγος στην «Απολογία»: «Ο ανεξέταστος βίος ού βιωτός ανθρώπω», δηλαδή η αφιλοσόφητη ζωή, ο χωρίς αυτοέλεγχο βίος, είναι για τον άνθρωπο βίος αβίωτος, είναι επίσης αληθοφανής. Κι αυτό γιατί «ου το ζην περί πλείστου ποιητέον, αλλά το εύ ζήν», όπως τονίζεται στον Κρίτωνα.
Το τελευταίο προϋποθέτει σκέψη καθαρή και σώφρονα, καρδιά πυρακτωμένη από πίστη σε αξίες και πλημμυρισμένη από αγάπη για τον πλησίον και πράξεις αγαθές. Έτσι αποφεύγεται ο κίνδυνος, που αποτελεί τη σκιά του ανθρώπου, να παραμελεί ό,τι τόσο αγαπά, τη ζωή!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου