Θρησκεία και πολιτική βαδίζουν χέρι – χέρι από την αυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Πρόκειται η σχέση αυτή θα τελειώσει σύντομα; Κι όταν αναρωτιόμαστε, πόσο δύσκολη είναι άραγε η απάντηση;
Για να απαντήσουμε στο φλέγον αυτό ερώτημα, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όπως λένε και οι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι.
Προ αμνημονεύτων ετών, ο Αριστοτέλης εξήγησε στη “Ρητορική” του πως οι ακροατές εξοργίζονται με τον ρήτορα εκείνο που «χλευάζει ή καταφρονεί» οτιδήποτε ή οποιονδήποτε αυτοί θεωρούν σημαντικό ή θαυμάζουν. Εξοργίζονται όταν ο ρήτορας ειρωνεύεται κάποιον στον οποίο αυτοί αποδίδουν μεγάλη αξία, γίνονται θηρία όταν τους κάνει να νιώθουν άχρηστοι. Τονίζει ακόμα ο φιλόσοφος πως ο επιτυχημένος ρήτορας δεν είναι ψυχρός ορθολογιστής, αλλά ξέρει να συνδυάζει τη λογική με την ψυχολογία.
Κι επειδή η ρητορική είναι τέχνη χρήσιμη κυρίως στους πολιτικούς, είναι σαν μας λέει ο αρχαίος σοφός πως αν βγεις και κουνάς το δάχτυλο στο ακροατήριο, κόντρα σε ό,τι εκείνοι θεωρούν σημαντικό για τη ζωή τους, δεν θα βρεις ούτε την ψήφο σου.
Φυσικά όλα αυτά δεν τα επινόησε ο Αριστοτέλης. Είναι συμπεράσματα που προέκυψαν στην πράξη, καθώς οι ρήτορες ανέπτυσσαν νέες τεχνικές για να κερδίσουν το κοινό τους. Τεχνικές γνωστές στους πολιτικούς από την ημέρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία. Γιατί σε αυτό το πολίτευμα πρέπει να κερδίσεις το κοινό σου, και για να το κερδίσεις πρέπει να το πείσεις πως είσαι φίλος και όχι εχθρός. Αν οι πολίτες μιας χώρας είναι ευσεβείς, δεν έχεις καμία ελπίδα να σε ακολουθήσουν, αν δηλώνεις άθεος, αν χλευάζεις αυτό που πιστεύουν. Αυτός είναι ο λόγος που ο Θεμιστοκλής κατέφυγε στο γνωστό τέχνασμα πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Για τον ίδιο λόγο ο σπουδαίος Περικλής, ο οποίος ήταν αναμφίβολα ορθολογιστής και καθόλου επιρρεπής στα θρησκευτικά, έθεσε τα αριστουργηματικά του έργα στην υπηρεσία της λατρείας των θεών, αφού για τους Αθηναίους η αφοσίωση στην πατρίδα ταυτιζόταν με την αφοσίωση στους θεούς και ειδικά στην πολιούχο Αθηνά.
Πολύ αργότερα, ο Ναπολέων Βοναπάρτης έλαβε σοβαρά υπόψιν του τη δύναμη της πίστης και τη χρησιμοποίησε σοφά. Θεωρούσε τη θρησκεία απαραίτητη, κυρίως επειδή ήταν ένα σπουδαίο εργαλείο διαχείρισης του φόβου. Και κατά τη γνώμη του «μόνο δύο δυνάμεις ενώνουν τους ανθρώπους: ο φόβος και το συμφέρον». Σε μία περίσταση είπε ακόμα το εξής: « Έγινα καθολικός και έφερα ειρήνη στη Βρετάνη και στο Vendée. Έγινα Ιταλός και κέρδισα το μυαλό των ανθρώπων στην Ιταλία. Έγινα μουσουλμάνος και καθιερώθηκα στην Αίγυπτο. Αν κυβερνούσα ένα έθνος Εβραίων, θα ξαναέχτιζα τον ναό του Σολομώντα».
Αυτή η ρήση θυμίζει πολύ τα λόγια του αποστόλου Παύλου, του πανέξυπνου αυτού Εβραίου, που είχε και την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, και ο οποίος μεταστράφηκε κατόπιν οράματος στη νέα θρησκεία και ανέλαβε να προσηλυτίσει σε αυτήν, για πρώτη φορά, και μη Εβραίους. Στην πρώτη επιστολή που έστειλε στην εκκλησία της Κορίνθου ( συμπεριλαμβάνεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης) εξηγεί:
Ο Κένεντι ήταν ο πρώτος καθολικός που έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία των ΗΠΑ. Η δυσκολία που προέκυπτε από αυτό ήταν οι επιφυλάξεις που έτρεφαν οι Αμερικανοί πολίτες για τον τρόπο που θα αντιμετώπιζε ένας καθολικός πρόεδρος τα άλλα θρησκεύματα. Ο Κένεντι έσπευσε να διαβεβαιώσει, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, πως δεν επρόκειτο να αφήσει τις προσωπικές του απόψεις να επηρεάσουν το κυβερνητικό του έργο. Δεσμεύτηκε πως θα αποφάσιζε για τα φλέγοντα ζητήματα, όπως οι εκτρώσεις, το διαζύγιο, «σύμφωνα με αυτό που η συνείδησή μου αναγνωρίζει ως εθνικό συμφέρον και χωρίς να λαμβάνω υπόψιν μου εξωτερικές θρησκευτικές πιέσεις».
Μπορεί ο ίδιος να πίστευε ότι οι προσωπικές του ηθικές αντιλήψεις ήταν οι ορθές, αλλά αν το έλεγε αυτό στην ομιλία του, το μόνο που θα κατόρθωνε θα ήταν να ενισχύσει την καχυποψία και τον φόβο των ψηφοφόρων. Δυστυχώς, δεν θα μάθουμε ποτέ, αν είχε σκοπό να εκπληρώσει την προεκλογική αυτή υπόσχεση!
Ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα είναι αυτό του σημερινού πλανητάρχη. Ο Ομπάμα είχε δηλώσει πως ανατράφηκε σε μη θρησκευόμενο περιβάλλον από ανθρώπους που δεν είχαν τη θρησκεία σε μεγάλη εκτίμηση. Ο πατέρας του μάλιστα δεν δίσταζε να δηλώνει άθεος. Μπαίνοντας όμως στον πολιτικό στίβο μιας χώρας με πολίτες βαθειά θρησκευόμενους, δεν θα είχε καμία τύχη δηλώνοντας πως η θρησκεία του είναι αδιάφορη. Έτσι, δήλωσε πως είναι Χριστιανός από επιλογή, πως πιστεύει στον Χριστό και στην Ανάσταση, χωρίς να ασπαστεί κάποιο συγκεκριμένο δόγμα.
Όταν διεκδικούσε τη θέση του Γερουσιαστή το 2004 οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγόρησαν πως δεν είναι καλός Χριστιανός, εφόσον υποστήριζε τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και πως αν ζούσε ανάμεσά μας ο Χριστός, δεν θα τον ψήφιζε. Η απάντηση του Ομπάμα ήταν πως σε μία κοινωνία με τόσα θρησκεύματα, δεν θα μπορούσε να επιβάλει τις δικές του αρχές στους άλλους και πως τελικά, είναι υποψήφιος γερουσιαστής και όχι υποψήφιος επίσκοπος.
Δύο χρόνια αργότερα, όμως, όταν ήταν υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές, έκρινε αναγκαίο να δώσει κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με τη δήλωσή του αυτή. Κατάλαβε πως δεν ήταν σοφό να διαχωρίζει τη θρησκευτική ηθική από την πολιτική. Όχι στην Αμερική τουλάχιστον. Έτσι σε ομιλίες και συνεντεύξεις ξεκαθαρίζει πως οι αξίες του εμφορούνται από την πίστη του. Πως οι πολιτικές του πεποιθήσεις δεν είναι άσχετες με τις θρησκευτικές, αλλά έχουν επηρεαστεί από αυτές.
Δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε προσωπικότητες όπως ο Lincoln και ο Luther King, που υπήρξαν σπουδαίοι μεταρρυθμιστές, αλλά «χρησιμοποιούσαν θρησκευτική γλώσσα συστηματικά για να υποστηρίξουν τα θέματά τους», για να καταλήξει «Η νομοθεσία μας είναι εξ ορισμού μία κωδικοποίηση της ηθικής και θεμελιώνεται εν πολλοίς στην ιουδαιο-χριστιανική παράδοση». Τώρα, μπορεί να σκέφτεστε ότι οι Αμερικανοί είναι γενικά κολλημένοι με την θρησκεία και πως στην Ευρώπη είναι αλλιώς.
Μπορεί οι Ευρωπαίοι, ιδίως της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, να έχουν απομακρυνθεί από τη θρησκεία, αλλά το ισχυρότερο πολιτικό πρόσωπο της ηπείρου, η Άνγκελα Μέρκελ, δηλώνει με περηφάνια πως είναι πιστή Λουθηρανή και πως η πίστη είναι ένα ζωτικό κομμάτι της ζωής της. Κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας της, πρόσθεσε τη φράση «με τη βοήθεια του Θεού», αν και δεν απαιτείται από το επίσημο κείμενο του όρκου.
Σε μια συνέντευξη τόνισε πως οι Χριστιανοί θα πρέπει να μην φοβούνται να υποστηρίξουν την πίστη τους, ενώ σε μία ομιλία της έκανε την εξής δήλωση: «Αισθανόμαστε πως η χριστιανική εικόνα που έχουμε για τον κόσμο μας δεσμεύει – αυτό είναι που μας καθορίζει. Εκείνοι που δεν το αποδέχονται αυτό, βρίσκονται σε λάθος μέρος».
Εμείς δεν μπορούμε να ξέρουμε αν είναι στ’ αλήθεια πιστή Χριστιανή, ξέρουμε όμως πως κυβερνά ένα κράτος στο οποίο κατοικούν τρία εκατομμύρια μουσουλμάνοι. Κάποιος πρέπει να τους υπενθυμίζει πως ζουν σε ένα χριστιανικό κράτος. Όπως και να ‘χει, οι Γερμανοί την εμπιστεύονται και την ψηφίζουν.
Στις σκανδιναβικές χώρες οι κυβερνώντες κρατούν γενικά στάση ουδετερότητας στο ζήτημα της θρησκείας, σε καμία περίπτωση όμως δεν καταφέρονται εναντίον του θρησκευτικού συναισθήματος. Απεναντίας, ενθαρρύνουν την ανεξιθρησκία και τον σεβασμό σε κάθε είδους πίστη. Μολονότι έχουμε την εντύπωση πως στις χώρες αυτές οι άνθρωποι είναι άθεοι ή άθρησκοι, αυτό δεν είναι αλήθεια.
Στη Δανία επίσημη εκκλησία του κράτους είναι η «Εκκλησία του Λαού της Δανίας» (Den Danske Folkekirke) ή αλλιώς «Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία της Δανίας». Η Εκκλησία υποστηρίζεται οικονομικά από το κράτος και τα ζητήματά της τα χειρίζεται ο Υπουργός Εκκλησιαστικών. Τον Ιανουάριο του 2014, το 78,4 των κατοίκων της Δανίας ήταν μέλη της επίσημης εκκλησίας.
Στη Νορβηγία, ένα από τα πιο κοσμικά κράτη του κόσμου, αν και μόνο το 20% του πληθυσμού δηλώνει πως η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή τους, το 77% είναι μέλη της «Εκκλησίας της Νορβηγίας» (τέλη 2013). Το 2013 οι 17 από τους 18 νεοεκλεγέντες υπουργούς δήλωσαν μέλη της Εκκλησίας της Νορβηγίας. Παρόμοια είναι τα στοιχεία και στη Σουηδία και στην Ισλανδία, όπου οι άνθρωποι δεν συμμετέχουν στα θρησκευτικά δρώμενα της Εκκλησίας τους, αλλά οι μισοί περίπου παντρεύονται με θρησκευτικό γάμο και το 80-90% κηδεύεται θρησκευτικά.
Στην Ελλάδα, στο ζήτημα της θρησκείας, θυμίζουμε περισσότερο τους Αμερικανούς, παρά τους Νορβηγούς και τους Σουηδούς. Μάλιστα, πάνω από το 95% των Ελλήνων είναι μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ασχέτως αν οι περισσότεροι επισκέπτονται τον ναό μόνο σε κοινωνικές περιστάσεις (το ίδιο συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη). Σε δημοσκόπηση του 2011, στο ερώτημα «πιστεύετε στον Θεό» τα αποτελέσματα ήταν: 56.3% απάντησε ναι, 20% μάλλον ναι, 7.7% μάλλον όχι και 13% απάντησε όχι. Ακόμα και αυτοί που δεν πιστεύουν στον Θεό ή αμφιβάλλουν για την ύπαρξή του, εξακολουθούν να δηλώνουν Χριστιανοί! Ζούμε λοιπόν σε μία χώρα που η πλειονότητα των κατοίκων της είναι, αγωνίζεται να είναι ή πιστεύει πως είναι ευσεβής.
Ζούμε επίσης στην εποχή της εικόνας, οπότε τα λόγια δεν φτάνουν. Πώς νομίζετε ότι μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη αυτών των ψηφοφόρων ένας νέος και φιλόδοξος πολιτικός; Αν ακόμα και στις κοσμικές χώρες του Βορρά οι πολιτικοί δεν βγαίνουν να διατυμπανίσουν τις απόψεις τους όταν είναι άθεοι, αλλά καμαρώνουν όταν δηλώνουν μέλη της Εκκλησίας, πώς μπορεί να κυβερνήσει ένας άθεος πολιτικός στην Ελλάδα, αν δεν δείξει τουλάχιστον ολίγη συμπάθεια προς τους θρησκευόμενους; Πώς θα του δώσουν το τιμόνι αν δεν μοιάζει σαν ένας απ’ αυτούς;
Τι να γυρεύει; Κότες γυρεύει!
Διότι πίσω από τις λέξεις κερδίζει αυτός που πείθει τους περισσότερους.
Για να απαντήσουμε στο φλέγον αυτό ερώτημα, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όπως λένε και οι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι.
Προ αμνημονεύτων ετών, ο Αριστοτέλης εξήγησε στη “Ρητορική” του πως οι ακροατές εξοργίζονται με τον ρήτορα εκείνο που «χλευάζει ή καταφρονεί» οτιδήποτε ή οποιονδήποτε αυτοί θεωρούν σημαντικό ή θαυμάζουν. Εξοργίζονται όταν ο ρήτορας ειρωνεύεται κάποιον στον οποίο αυτοί αποδίδουν μεγάλη αξία, γίνονται θηρία όταν τους κάνει να νιώθουν άχρηστοι. Τονίζει ακόμα ο φιλόσοφος πως ο επιτυχημένος ρήτορας δεν είναι ψυχρός ορθολογιστής, αλλά ξέρει να συνδυάζει τη λογική με την ψυχολογία.
Κι επειδή η ρητορική είναι τέχνη χρήσιμη κυρίως στους πολιτικούς, είναι σαν μας λέει ο αρχαίος σοφός πως αν βγεις και κουνάς το δάχτυλο στο ακροατήριο, κόντρα σε ό,τι εκείνοι θεωρούν σημαντικό για τη ζωή τους, δεν θα βρεις ούτε την ψήφο σου.
Φυσικά όλα αυτά δεν τα επινόησε ο Αριστοτέλης. Είναι συμπεράσματα που προέκυψαν στην πράξη, καθώς οι ρήτορες ανέπτυσσαν νέες τεχνικές για να κερδίσουν το κοινό τους. Τεχνικές γνωστές στους πολιτικούς από την ημέρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία. Γιατί σε αυτό το πολίτευμα πρέπει να κερδίσεις το κοινό σου, και για να το κερδίσεις πρέπει να το πείσεις πως είσαι φίλος και όχι εχθρός. Αν οι πολίτες μιας χώρας είναι ευσεβείς, δεν έχεις καμία ελπίδα να σε ακολουθήσουν, αν δηλώνεις άθεος, αν χλευάζεις αυτό που πιστεύουν. Αυτός είναι ο λόγος που ο Θεμιστοκλής κατέφυγε στο γνωστό τέχνασμα πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Για τον ίδιο λόγο ο σπουδαίος Περικλής, ο οποίος ήταν αναμφίβολα ορθολογιστής και καθόλου επιρρεπής στα θρησκευτικά, έθεσε τα αριστουργηματικά του έργα στην υπηρεσία της λατρείας των θεών, αφού για τους Αθηναίους η αφοσίωση στην πατρίδα ταυτιζόταν με την αφοσίωση στους θεούς και ειδικά στην πολιούχο Αθηνά.
Πολύ αργότερα, ο Ναπολέων Βοναπάρτης έλαβε σοβαρά υπόψιν του τη δύναμη της πίστης και τη χρησιμοποίησε σοφά. Θεωρούσε τη θρησκεία απαραίτητη, κυρίως επειδή ήταν ένα σπουδαίο εργαλείο διαχείρισης του φόβου. Και κατά τη γνώμη του «μόνο δύο δυνάμεις ενώνουν τους ανθρώπους: ο φόβος και το συμφέρον». Σε μία περίσταση είπε ακόμα το εξής: « Έγινα καθολικός και έφερα ειρήνη στη Βρετάνη και στο Vendée. Έγινα Ιταλός και κέρδισα το μυαλό των ανθρώπων στην Ιταλία. Έγινα μουσουλμάνος και καθιερώθηκα στην Αίγυπτο. Αν κυβερνούσα ένα έθνος Εβραίων, θα ξαναέχτιζα τον ναό του Σολομώντα».
Αυτή η ρήση θυμίζει πολύ τα λόγια του αποστόλου Παύλου, του πανέξυπνου αυτού Εβραίου, που είχε και την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, και ο οποίος μεταστράφηκε κατόπιν οράματος στη νέα θρησκεία και ανέλαβε να προσηλυτίσει σε αυτήν, για πρώτη φορά, και μη Εβραίους. Στην πρώτη επιστολή που έστειλε στην εκκλησία της Κορίνθου ( συμπεριλαμβάνεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης) εξηγεί:
«Κι έγινα στους Ιουδαίους Ιουδαίος, για να κερδίσω τους Ιουδαίους· σε αυτούς που ακολουθούν τον νόμο (εννοεί τον μωσαϊκό νόμο) έγινα ως υπό τον νόμο, για να κερδίσω τους υπό τον νόμο. Σε αυτούς που δεν έχουν νόμο (εννοεί τους εθνικούς, τους μη ιουδαίους) έγινα ως χωρίς νόμο – αν και δεν είμαι χωρίς νόμο για τον Θεό, αλλά υπό νόμον για τον Χριστό – για να κερδίσω τους χωρίς νόμο. Έγινα στους αδύναμους ως αδύναμος για να κερδίσω τους αδύναμους· έγινα τα πάντα στους πάντες, για να σώσω με κάθε τρόπο κάποιους από αυτούς.» (9:20 – 22).Ένας λαός που πιστεύει στον Θεό, που θεωρεί τη θρησκεία του ως αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής του ταυτότητας, δεν πρόκειται να εμπιστευτεί κάποιον που χλευάζει την πίστη τους. Ούτε εκείνον που φαίνεται να την απειλεί με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτό το πρόβλημα αντιμετώπισε ο λαοφιλής των Αμερικανών Τζων Φ. Κένεντι.
Ο Κένεντι ήταν ο πρώτος καθολικός που έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία των ΗΠΑ. Η δυσκολία που προέκυπτε από αυτό ήταν οι επιφυλάξεις που έτρεφαν οι Αμερικανοί πολίτες για τον τρόπο που θα αντιμετώπιζε ένας καθολικός πρόεδρος τα άλλα θρησκεύματα. Ο Κένεντι έσπευσε να διαβεβαιώσει, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, πως δεν επρόκειτο να αφήσει τις προσωπικές του απόψεις να επηρεάσουν το κυβερνητικό του έργο. Δεσμεύτηκε πως θα αποφάσιζε για τα φλέγοντα ζητήματα, όπως οι εκτρώσεις, το διαζύγιο, «σύμφωνα με αυτό που η συνείδησή μου αναγνωρίζει ως εθνικό συμφέρον και χωρίς να λαμβάνω υπόψιν μου εξωτερικές θρησκευτικές πιέσεις».
Μπορεί ο ίδιος να πίστευε ότι οι προσωπικές του ηθικές αντιλήψεις ήταν οι ορθές, αλλά αν το έλεγε αυτό στην ομιλία του, το μόνο που θα κατόρθωνε θα ήταν να ενισχύσει την καχυποψία και τον φόβο των ψηφοφόρων. Δυστυχώς, δεν θα μάθουμε ποτέ, αν είχε σκοπό να εκπληρώσει την προεκλογική αυτή υπόσχεση!
Ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα είναι αυτό του σημερινού πλανητάρχη. Ο Ομπάμα είχε δηλώσει πως ανατράφηκε σε μη θρησκευόμενο περιβάλλον από ανθρώπους που δεν είχαν τη θρησκεία σε μεγάλη εκτίμηση. Ο πατέρας του μάλιστα δεν δίσταζε να δηλώνει άθεος. Μπαίνοντας όμως στον πολιτικό στίβο μιας χώρας με πολίτες βαθειά θρησκευόμενους, δεν θα είχε καμία τύχη δηλώνοντας πως η θρησκεία του είναι αδιάφορη. Έτσι, δήλωσε πως είναι Χριστιανός από επιλογή, πως πιστεύει στον Χριστό και στην Ανάσταση, χωρίς να ασπαστεί κάποιο συγκεκριμένο δόγμα.
Όταν διεκδικούσε τη θέση του Γερουσιαστή το 2004 οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγόρησαν πως δεν είναι καλός Χριστιανός, εφόσον υποστήριζε τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και πως αν ζούσε ανάμεσά μας ο Χριστός, δεν θα τον ψήφιζε. Η απάντηση του Ομπάμα ήταν πως σε μία κοινωνία με τόσα θρησκεύματα, δεν θα μπορούσε να επιβάλει τις δικές του αρχές στους άλλους και πως τελικά, είναι υποψήφιος γερουσιαστής και όχι υποψήφιος επίσκοπος.
Δύο χρόνια αργότερα, όμως, όταν ήταν υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές, έκρινε αναγκαίο να δώσει κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με τη δήλωσή του αυτή. Κατάλαβε πως δεν ήταν σοφό να διαχωρίζει τη θρησκευτική ηθική από την πολιτική. Όχι στην Αμερική τουλάχιστον. Έτσι σε ομιλίες και συνεντεύξεις ξεκαθαρίζει πως οι αξίες του εμφορούνται από την πίστη του. Πως οι πολιτικές του πεποιθήσεις δεν είναι άσχετες με τις θρησκευτικές, αλλά έχουν επηρεαστεί από αυτές.
Δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε προσωπικότητες όπως ο Lincoln και ο Luther King, που υπήρξαν σπουδαίοι μεταρρυθμιστές, αλλά «χρησιμοποιούσαν θρησκευτική γλώσσα συστηματικά για να υποστηρίξουν τα θέματά τους», για να καταλήξει «Η νομοθεσία μας είναι εξ ορισμού μία κωδικοποίηση της ηθικής και θεμελιώνεται εν πολλοίς στην ιουδαιο-χριστιανική παράδοση». Τώρα, μπορεί να σκέφτεστε ότι οι Αμερικανοί είναι γενικά κολλημένοι με την θρησκεία και πως στην Ευρώπη είναι αλλιώς.
Μπορεί οι Ευρωπαίοι, ιδίως της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, να έχουν απομακρυνθεί από τη θρησκεία, αλλά το ισχυρότερο πολιτικό πρόσωπο της ηπείρου, η Άνγκελα Μέρκελ, δηλώνει με περηφάνια πως είναι πιστή Λουθηρανή και πως η πίστη είναι ένα ζωτικό κομμάτι της ζωής της. Κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας της, πρόσθεσε τη φράση «με τη βοήθεια του Θεού», αν και δεν απαιτείται από το επίσημο κείμενο του όρκου.
Σε μια συνέντευξη τόνισε πως οι Χριστιανοί θα πρέπει να μην φοβούνται να υποστηρίξουν την πίστη τους, ενώ σε μία ομιλία της έκανε την εξής δήλωση: «Αισθανόμαστε πως η χριστιανική εικόνα που έχουμε για τον κόσμο μας δεσμεύει – αυτό είναι που μας καθορίζει. Εκείνοι που δεν το αποδέχονται αυτό, βρίσκονται σε λάθος μέρος».
Εμείς δεν μπορούμε να ξέρουμε αν είναι στ’ αλήθεια πιστή Χριστιανή, ξέρουμε όμως πως κυβερνά ένα κράτος στο οποίο κατοικούν τρία εκατομμύρια μουσουλμάνοι. Κάποιος πρέπει να τους υπενθυμίζει πως ζουν σε ένα χριστιανικό κράτος. Όπως και να ‘χει, οι Γερμανοί την εμπιστεύονται και την ψηφίζουν.
Στις σκανδιναβικές χώρες οι κυβερνώντες κρατούν γενικά στάση ουδετερότητας στο ζήτημα της θρησκείας, σε καμία περίπτωση όμως δεν καταφέρονται εναντίον του θρησκευτικού συναισθήματος. Απεναντίας, ενθαρρύνουν την ανεξιθρησκία και τον σεβασμό σε κάθε είδους πίστη. Μολονότι έχουμε την εντύπωση πως στις χώρες αυτές οι άνθρωποι είναι άθεοι ή άθρησκοι, αυτό δεν είναι αλήθεια.
Στη Δανία επίσημη εκκλησία του κράτους είναι η «Εκκλησία του Λαού της Δανίας» (Den Danske Folkekirke) ή αλλιώς «Ευαγγελική Λουθηρανική Εκκλησία της Δανίας». Η Εκκλησία υποστηρίζεται οικονομικά από το κράτος και τα ζητήματά της τα χειρίζεται ο Υπουργός Εκκλησιαστικών. Τον Ιανουάριο του 2014, το 78,4 των κατοίκων της Δανίας ήταν μέλη της επίσημης εκκλησίας.
Στη Νορβηγία, ένα από τα πιο κοσμικά κράτη του κόσμου, αν και μόνο το 20% του πληθυσμού δηλώνει πως η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή τους, το 77% είναι μέλη της «Εκκλησίας της Νορβηγίας» (τέλη 2013). Το 2013 οι 17 από τους 18 νεοεκλεγέντες υπουργούς δήλωσαν μέλη της Εκκλησίας της Νορβηγίας. Παρόμοια είναι τα στοιχεία και στη Σουηδία και στην Ισλανδία, όπου οι άνθρωποι δεν συμμετέχουν στα θρησκευτικά δρώμενα της Εκκλησίας τους, αλλά οι μισοί περίπου παντρεύονται με θρησκευτικό γάμο και το 80-90% κηδεύεται θρησκευτικά.
Στην Ελλάδα, στο ζήτημα της θρησκείας, θυμίζουμε περισσότερο τους Αμερικανούς, παρά τους Νορβηγούς και τους Σουηδούς. Μάλιστα, πάνω από το 95% των Ελλήνων είναι μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ασχέτως αν οι περισσότεροι επισκέπτονται τον ναό μόνο σε κοινωνικές περιστάσεις (το ίδιο συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη). Σε δημοσκόπηση του 2011, στο ερώτημα «πιστεύετε στον Θεό» τα αποτελέσματα ήταν: 56.3% απάντησε ναι, 20% μάλλον ναι, 7.7% μάλλον όχι και 13% απάντησε όχι. Ακόμα και αυτοί που δεν πιστεύουν στον Θεό ή αμφιβάλλουν για την ύπαρξή του, εξακολουθούν να δηλώνουν Χριστιανοί! Ζούμε λοιπόν σε μία χώρα που η πλειονότητα των κατοίκων της είναι, αγωνίζεται να είναι ή πιστεύει πως είναι ευσεβής.
Ζούμε επίσης στην εποχή της εικόνας, οπότε τα λόγια δεν φτάνουν. Πώς νομίζετε ότι μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη αυτών των ψηφοφόρων ένας νέος και φιλόδοξος πολιτικός; Αν ακόμα και στις κοσμικές χώρες του Βορρά οι πολιτικοί δεν βγαίνουν να διατυμπανίσουν τις απόψεις τους όταν είναι άθεοι, αλλά καμαρώνουν όταν δηλώνουν μέλη της Εκκλησίας, πώς μπορεί να κυβερνήσει ένας άθεος πολιτικός στην Ελλάδα, αν δεν δείξει τουλάχιστον ολίγη συμπάθεια προς τους θρησκευόμενους; Πώς θα του δώσουν το τιμόνι αν δεν μοιάζει σαν ένας απ’ αυτούς;
Ο Ντε Γκωλ είχε πει πως «προκειμένου να γίνει αφέντης, ο πολιτικός προσποιείται τον υπηρέτη» κι ακόμα πιο ωμά ο Λένιν ισχυρίστηκε πως «στην πολιτική δεν υπάρχει ηθική, μόνο σκοπιμότητα».Είναι σαν να ρωτάμε τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι.
Τι να γυρεύει; Κότες γυρεύει!
Διότι πίσω από τις λέξεις κερδίζει αυτός που πείθει τους περισσότερους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου