Ο τρόπος επίλυσης ενός προβλήματος που μπορεί να αντιμετωπίζεις στην ζωή σου, βρίσκεται σ’ εκείνον τον τρόπο ζωής που κάνει το πρόβλημα να εξαφανίζεται. Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (Πολιτισμός και αξίες).
Το κρυφτό είναι ένα παιχνίδι που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος και όχι μόνο στην παιδική του ηλικία, ένα παιχνίδι που δοκιμάζει ταυτόχρονα την εξυπνάδα εκείνου που ψάχνει και την αποφασιστικότητα εκείνου που κρύβεται. Είναι η πιθανότητα να μπορέσεις να ξεφύγεις από την πρόθεση, την επιθυμία, να σε βρει, ένα άλλο συγκεκριμένο άτομο.
Κάθε επιτυχημένο κρυφτό –με εξαίρεση τις τραγωδίες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το κρυφτό είναι πάντοτε επιτυχημένο- καθησυχάζει τους παίχτες, αλλά και την κοινωνία που αυτοί ανήκουν, ό,τι κανείς τους δεν μπορεί να ξεφύγει, να το σκάσει, να πάει μακριά και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος τόπος, που να μπορεί αυτός να πάει, αν καταφέρει να ξεφύγει από τον διώκτη του.
Η ζαβολιά στο παιχνίδι –δηλ. η παραβίαση των κανόνων- είναι να βρεις ένα μέρος να κρυφτείς που να μην μπορεί να σε βρει κανείς, δηλ. να ξεφύγεις από τον κυνηγό σου. Η σπαζοκεφαλιά στο κρυφτό, το παράλογο δράμα που εμπεριέχει, είναι πως, το να σε βρουν σημαίνει ότι έχασες, ενώ το να μην σε βρουν, σημαίνει πως ακολουθείς κατά γράμμα τους κανόνες του παιχνιδιού. Σε ένα τέτοιο παιχνίδι και οι δύο παίχτες είναι εγκλωβισμένοι, παγιδευμένοι, ανεξάρτητα σε ποιά θέση βρίσκονται, κανείς τους δεν μπορεί να ξεφύγει, κρύβονται, γνωρίζοντας, πως αυτό που κάνουν δεν είναι απόδραση.
Αυτό που μοιράζονται είναι πως βρίσκονται εγκλωβισμένοι μαζί, κάπου, μέσα σε κάτι, –μια φούσκα, μια δημιουργία, έναν κόσμο- που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ανάγκη ή επιθυμία για συγκεκριμένα είδη αναγνώρισης και καθησυχασμού και από αυτό το κάτι, είναι αδύνατον να ξεφύγουν κι αν παρ ελπίδα το καταφέρουν, δεν υπάρχει τόπος να πάνε.
Υπάρχουν και κάποιοι παίχτες, που όταν παίζουν κρυφτό, απομακρύνονται τόσο πολύ, φεύγουν μακριά, που στην πραγματικότητα παύουν να παίζουν το παιχνίδι. Όταν αυτή η συμπεριφορά συνεχιστεί, οι υπόλοιποι παίχτες θα τρομάξουν στην αρχή, αλλά μετά από λίγο θα το συνηθίσουν και θα πάψουν να ασχολούνται με τους ζαβολιάρηδες. Ο ζαβολιάρης από την άλλη δεν έχει την υπομονή να περιμένει να τον βρουν ή να τους κάνει το χατίρι να παίζει με τους δικούς τους κανόνες και αρχίζει να φτιάχνει άλλους κανόνες δημιουργώντας δικό του παιχνίδι.
Το ότι δεν παίζει το παιχνίδι με τους κανόνες που είναι ήδη γνωστοί, δεν σημαίνει για τους παίχτες, πως ο ζαβολιάρης καινοτομεί, σημαίνει από την δική τους σκοπιά πως δεν προσφέρει τίποτε στο παιχνίδι.
…και τι να πούμε για τα παιχνίδια των θεών, που δεν παίζουν για να κερδίσουν -είναι αυτονόητο αυτό κατά την άποψη τους- αλλά παίζουν γιατί βαριούνται και παίζουν με τα ανθρωπάκια, μα παίζουν και μεταξύ τους. …κι όλα αυτά, μέχρι να πέσει στον δρόμο τους ένας ζαβολιάρης, που δεν παίζει με τους κανόνες, ο κατεργάρης, που τους κάνει να δουν “τον Βούδα φαντάρο”!!
Το αναφέρει και η μυθολογία, πως οι θεοκτόνοι ήταν πάντοτε άνθρωποι θνητοί, είναι πάντα ένας κατεργάρης που τους την φέρνει, εκεί που δεν το περιμένουν, από τον θείο εγωισμό και την θεϊκή αλαζονεία τους. Διάβασε για τα παιχνίδια των θεών αλλά και για το τι τους περιμένει, γιατί ως γνωστόν, «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά».
Ο ζαβολιάρης ξέρει πως η ελευθερία του βρίσκεται στην αέναη πράξη της απελευθέρωσης του, η περιπέτεια είναι η η διαδικασία της απελευθέρωσης, όχι η ίδια η ελευθερία.
Το κρυφτό είναι ένα παιχνίδι που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος και όχι μόνο στην παιδική του ηλικία, ένα παιχνίδι που δοκιμάζει ταυτόχρονα την εξυπνάδα εκείνου που ψάχνει και την αποφασιστικότητα εκείνου που κρύβεται. Είναι η πιθανότητα να μπορέσεις να ξεφύγεις από την πρόθεση, την επιθυμία, να σε βρει, ένα άλλο συγκεκριμένο άτομο.
Κάθε επιτυχημένο κρυφτό –με εξαίρεση τις τραγωδίες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το κρυφτό είναι πάντοτε επιτυχημένο- καθησυχάζει τους παίχτες, αλλά και την κοινωνία που αυτοί ανήκουν, ό,τι κανείς τους δεν μπορεί να ξεφύγει, να το σκάσει, να πάει μακριά και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος τόπος, που να μπορεί αυτός να πάει, αν καταφέρει να ξεφύγει από τον διώκτη του.
Η ζαβολιά στο παιχνίδι –δηλ. η παραβίαση των κανόνων- είναι να βρεις ένα μέρος να κρυφτείς που να μην μπορεί να σε βρει κανείς, δηλ. να ξεφύγεις από τον κυνηγό σου. Η σπαζοκεφαλιά στο κρυφτό, το παράλογο δράμα που εμπεριέχει, είναι πως, το να σε βρουν σημαίνει ότι έχασες, ενώ το να μην σε βρουν, σημαίνει πως ακολουθείς κατά γράμμα τους κανόνες του παιχνιδιού. Σε ένα τέτοιο παιχνίδι και οι δύο παίχτες είναι εγκλωβισμένοι, παγιδευμένοι, ανεξάρτητα σε ποιά θέση βρίσκονται, κανείς τους δεν μπορεί να ξεφύγει, κρύβονται, γνωρίζοντας, πως αυτό που κάνουν δεν είναι απόδραση.
Αυτό που μοιράζονται είναι πως βρίσκονται εγκλωβισμένοι μαζί, κάπου, μέσα σε κάτι, –μια φούσκα, μια δημιουργία, έναν κόσμο- που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ανάγκη ή επιθυμία για συγκεκριμένα είδη αναγνώρισης και καθησυχασμού και από αυτό το κάτι, είναι αδύνατον να ξεφύγουν κι αν παρ ελπίδα το καταφέρουν, δεν υπάρχει τόπος να πάνε.
Υπάρχουν και κάποιοι παίχτες, που όταν παίζουν κρυφτό, απομακρύνονται τόσο πολύ, φεύγουν μακριά, που στην πραγματικότητα παύουν να παίζουν το παιχνίδι. Όταν αυτή η συμπεριφορά συνεχιστεί, οι υπόλοιποι παίχτες θα τρομάξουν στην αρχή, αλλά μετά από λίγο θα το συνηθίσουν και θα πάψουν να ασχολούνται με τους ζαβολιάρηδες. Ο ζαβολιάρης από την άλλη δεν έχει την υπομονή να περιμένει να τον βρουν ή να τους κάνει το χατίρι να παίζει με τους δικούς τους κανόνες και αρχίζει να φτιάχνει άλλους κανόνες δημιουργώντας δικό του παιχνίδι.
Το ότι δεν παίζει το παιχνίδι με τους κανόνες που είναι ήδη γνωστοί, δεν σημαίνει για τους παίχτες, πως ο ζαβολιάρης καινοτομεί, σημαίνει από την δική τους σκοπιά πως δεν προσφέρει τίποτε στο παιχνίδι.
…και τι να πούμε για τα παιχνίδια των θεών, που δεν παίζουν για να κερδίσουν -είναι αυτονόητο αυτό κατά την άποψη τους- αλλά παίζουν γιατί βαριούνται και παίζουν με τα ανθρωπάκια, μα παίζουν και μεταξύ τους. …κι όλα αυτά, μέχρι να πέσει στον δρόμο τους ένας ζαβολιάρης, που δεν παίζει με τους κανόνες, ο κατεργάρης, που τους κάνει να δουν “τον Βούδα φαντάρο”!!
Το αναφέρει και η μυθολογία, πως οι θεοκτόνοι ήταν πάντοτε άνθρωποι θνητοί, είναι πάντα ένας κατεργάρης που τους την φέρνει, εκεί που δεν το περιμένουν, από τον θείο εγωισμό και την θεϊκή αλαζονεία τους. Διάβασε για τα παιχνίδια των θεών αλλά και για το τι τους περιμένει, γιατί ως γνωστόν, «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά».
Ο ζαβολιάρης ξέρει πως η ελευθερία του βρίσκεται στην αέναη πράξη της απελευθέρωσης του, η περιπέτεια είναι η η διαδικασία της απελευθέρωσης, όχι η ίδια η ελευθερία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου