Τὸ κρασὶ εἶναι πανταχοῦ παρὸν στὴν ἀρχαιοελληνικὴ λογοτεχνία: στὸ ἔπος, στὸ δράμα, στὸ φιλοσοφικὸ διάλογο, στὶς διατριβὲς – φυσικὰ καὶ στὴ λυρικὴ ποίηση, ὅπου τοῦ εἶναι ἀφιερωμένο κι ἕνα ἰδιαίτερο εἶδος, τὰ συμποτικὰ ἢ συμποσιακὰ τραγούδια. Τέτοια τραγούδια ἔγραψαν κιόλας στ’ ἀρχαϊκὰ χρόνια, τὸν 7ο καὶ τὸν 6ο π.Χ. αἰώνα, μεγάλοι ποιητές, σὰν τὸν Ἀλκαῖο ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη, ποὺ εἶπε πὼς τὸ κρασὶ εἶναι φαρμάκων ἄριστον, καὶ σὰν τὸν Ἀνακρέοντα ἀπὸ τὴ μικρασιατικὴ Τέω, ποὺ ἀπὸ δικό του στίχο δανειστήκαμε τὴν ἐπικεφαλίδα τοῦ ἄρθρου.
Ὠκεανὸς ὁλόκληρος τὸ ὑλικό, ἀπ’ ὅπου ἐμεῖς διαλέγουμε νὰ παρουσιάσουμε λίγα χαρακτηριστικὰ χωρία, ξεκινῶντας ὅπως πάντα ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια, ὅπου ὁ Ὀδυσσεὺς διηγεῖται στοὺς Φαίακες, πῶς ὁ Μάρωνας στὴ Θράκη…
«…λαγῆνες δώδεκα μοῦ γέμισε κρασὶ γλυκὸ κι ἀκράτο,
ποὺ νὰ τὸ πίνουν μόνο ἀθάνατοι στὸ σπίτι του κανένας
δοῦλος ἢ βάγια του δὲν κάτεχε κρασί πὼς εἶχε τέτοιο,
ἔξω ἀπ’ τὸν ἴδιο, τὴ γυναίκα του καὶ μιὰ κελάρισσά τους…»
(ι 204-7, μετάφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ἰ. Κακριδή)
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ξεχωριστὸ κρασὶ ἤπιε ὁ Πολύφημος καὶ μέθυσε• ἀπὸ τὸ ἴδιο καὶ ὁ Σειληνὸς στὸ σατυρικὸ δράμα «Κύκλωπας» τοῦ Εὐριπίδη – καὶ ὅταν ὁ Ὀδυσσεύς τὸν ρώτησε μὴν καὶ γλυκογουργούρισε βαθιᾶ μὲς στὸ λαρύγγι, ὁ Σειληνὸς ἀπάντησε ναί, τόσο ποὺ τό ‘νιωσαν τὰ νυχοπόδαρά μου (στ. 158-9).
Δικαιολογημένα ὁ Μάρωνας τὸ κρατοῦσε κρυφὸ ἀπὸ τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικό του τέτοιο κρασί, ἀλλὰ καλύτερα θὰ ἔκανε νὰ μὴν ἐμπιστεύεται οὔτε τὴ σύζυγό του. Εἶναι κοινὸς τόπος τῆς Κωμωδίας, σίγουρα ὄχι χωρὶς ἀντίκρισμα στὴ ζωή, ὅτι οἱ γυναῖκες τὸ νοστιμεύονται τὸ κρασὶ καὶ τὸ ρουφοῦν κρυφᾶ κι ἀνέρωτο, κατευθεῖαν ἀπὸ τὸ πιθάρι.
Τὸ παραδέχεται, ἄλλωστε, ἡ Πραξαγόρα στὶς ἀριστοφανικές «Ἐκκλησιάζουσες», ὅταν ἀπευθύνεται στὸ λυχνάρι ποὺ κρατᾶ καὶ τοῦ λέει:
«…κλεφτᾶ ἀποθῆκες μὲ κρασὶ κι ἀλεύρι
ἀνοίγουμε μὲ σένα συνεργάτη…»
(στ. 14-5, μετάφρ. Θρ. Σταύρου)
-------------
* «φέρ’ ὕδωρ φέρ’ οἶνον ὦ παῖ ᾽ φέρε <δ’> ἀνθεμόεντας ἡμὶν
στεφάνους ἔνεικον, ὡς δὴ πρὸς Ἔρωτα πυκταλίζω.» ΑΝΑΚΡΕΩΝ, 396 Page
Ἀπόδοση:
Φέρε νερό, φέρε κρασί, παιδί μου, ἀνθοπλεγμένα
φέρε στεφάνια· φέρε μου, γιατὶ γροθιὲς ἀρχίζω
νὰ παίζῳ μὲ τὸν Ἔρωτα.
Ὠκεανὸς ὁλόκληρος τὸ ὑλικό, ἀπ’ ὅπου ἐμεῖς διαλέγουμε νὰ παρουσιάσουμε λίγα χαρακτηριστικὰ χωρία, ξεκινῶντας ὅπως πάντα ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια, ὅπου ὁ Ὀδυσσεὺς διηγεῖται στοὺς Φαίακες, πῶς ὁ Μάρωνας στὴ Θράκη…
«…λαγῆνες δώδεκα μοῦ γέμισε κρασὶ γλυκὸ κι ἀκράτο,
ποὺ νὰ τὸ πίνουν μόνο ἀθάνατοι στὸ σπίτι του κανένας
δοῦλος ἢ βάγια του δὲν κάτεχε κρασί πὼς εἶχε τέτοιο,
ἔξω ἀπ’ τὸν ἴδιο, τὴ γυναίκα του καὶ μιὰ κελάρισσά τους…»
(ι 204-7, μετάφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ἰ. Κακριδή)
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ ξεχωριστὸ κρασὶ ἤπιε ὁ Πολύφημος καὶ μέθυσε• ἀπὸ τὸ ἴδιο καὶ ὁ Σειληνὸς στὸ σατυρικὸ δράμα «Κύκλωπας» τοῦ Εὐριπίδη – καὶ ὅταν ὁ Ὀδυσσεύς τὸν ρώτησε μὴν καὶ γλυκογουργούρισε βαθιᾶ μὲς στὸ λαρύγγι, ὁ Σειληνὸς ἀπάντησε ναί, τόσο ποὺ τό ‘νιωσαν τὰ νυχοπόδαρά μου (στ. 158-9).
Δικαιολογημένα ὁ Μάρωνας τὸ κρατοῦσε κρυφὸ ἀπὸ τὸ ὑπηρετικὸ προσωπικό του τέτοιο κρασί, ἀλλὰ καλύτερα θὰ ἔκανε νὰ μὴν ἐμπιστεύεται οὔτε τὴ σύζυγό του. Εἶναι κοινὸς τόπος τῆς Κωμωδίας, σίγουρα ὄχι χωρὶς ἀντίκρισμα στὴ ζωή, ὅτι οἱ γυναῖκες τὸ νοστιμεύονται τὸ κρασὶ καὶ τὸ ρουφοῦν κρυφᾶ κι ἀνέρωτο, κατευθεῖαν ἀπὸ τὸ πιθάρι.
Τὸ παραδέχεται, ἄλλωστε, ἡ Πραξαγόρα στὶς ἀριστοφανικές «Ἐκκλησιάζουσες», ὅταν ἀπευθύνεται στὸ λυχνάρι ποὺ κρατᾶ καὶ τοῦ λέει:
«…κλεφτᾶ ἀποθῆκες μὲ κρασὶ κι ἀλεύρι
ἀνοίγουμε μὲ σένα συνεργάτη…»
(στ. 14-5, μετάφρ. Θρ. Σταύρου)
-------------
* «φέρ’ ὕδωρ φέρ’ οἶνον ὦ παῖ ᾽ φέρε <δ’> ἀνθεμόεντας ἡμὶν
στεφάνους ἔνεικον, ὡς δὴ πρὸς Ἔρωτα πυκταλίζω.» ΑΝΑΚΡΕΩΝ, 396 Page
Ἀπόδοση:
Φέρε νερό, φέρε κρασί, παιδί μου, ἀνθοπλεγμένα
φέρε στεφάνια· φέρε μου, γιατὶ γροθιὲς ἀρχίζω
νὰ παίζῳ μὲ τὸν Ἔρωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου