Στην ομηρική «Οδύσσεια», ο Οδυσσέας, όταν
κατέβηκε στον Άδη (με οδηγίες της Κίρκης), έδωσε στην Ιοκάστη να πιει αίμα για
να μάθει τη ζωή της, όταν πήγε για να πάρει χρησμό από τον νεκρό Τειρεσία, άρα
πιθανολογείται πως η Ιοκάστη γνώριζε, πως πλάγιαζε με τον γιό της κάνοντας
παιδιά από μια αιμομικτική συνεύρεση. [1] Πως τώρα ο Φρόυντ καταφέρνει να μας
φορτώσει τα ανομήματα της Ιοκάστης και των παιδιών της μόνο το σχιζοφρενές μυαλό
ενός εμπαθούς μισογύνη, Επιτυχημένου Ψυχοπαθούς γνωρίζει [2] !!! Αλλά όχι, δεν
είναι οι γυναίκες όπως ο ψυχοπαθής Φρόυντ και οι όμοιοι του που επιδιώκουν να
μας επιβάλλουν. Υπάρχει και η άλλη οπτική που εξυψώνει την γυναίκα, αλλά την
γυναίκα πολεμίστρια και όχι την κουφιοκέφαλη ανόητη μπιμπο [3]
«Τα παιδιά της Ιοκάστης» είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο που γράφτηκε το 1980 απ’ την ψυχαναλύτρια Κριστιάν Ολιβιέ η οποία, αναλύει τον αέναο πόλεμο των δύο φύλων, από πού πηγάζει, πώς διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά και πώς μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να διαβάσουμε προσεκτικά τι συμβαίνει και γιατί η γυναίκα υποφέρει στην κοινωνία των ανισοτήτων, ενώ ο άντρας ζει με την ψευδαίσθηση του δυνατού.
Η ανάπτυξη του αγοριού: Ο γιός αντιπροσωπεύει πραγματικά για τη μητέρα μια μοναδική ευκαιρία να δει τον εαυτό της με αρσενική μορφή, αυτό το παιδί το γεννάει η ίδια αλλ’ ανήκει στο άλλο φύλο, πράγμα που ωθεί τη γυναίκα να πιστέψει στο πανάρχαιο και πανανθρώπινο όνειρο «του ερμαφρόδιτου», που τόσο συχνά απεικονίζεται στην ελληνική γλυπτική με τη μορφή του «ανδρογύναιου». Μα δείτε λοιπόν πόσο περήφανα τον κρατάει αυτόν τον γιό που ήρθε να τη συμπληρώσει – όπως κανένας άλλος δεν μπορεί!
Κοιτάξτε την έκφραση της πληρότητας στο πρόσωπο όλων αυτών των «παρθένων με το βρέφος!» Όλες οι «παρθένοι» της ιταλικής αναγέννησης δεν είναι παρά ύμνοι στη γυναίκα – μητέρα, που βρίσκει ευτυχία και ολοκλήρωση χωρίς τη μεσολάβηση του πατέρα. Αυτός έχει σ’ αυτήν την περίπτωση αναχθεί σε μύθο. Πατέρα – Θεέ… Αντρική θρησκεία, θρησκεία που την επιβάλλουν οι άντρες, μη αναγνωρίζοντας στη γυναίκα άλλο δικαίωμα απ’ το να τους φέρνει στον κόσμο. Οιδιπόδεια θρησκεία, αφού εξαφανίζει τον πατέρα για χάρη της μητέρας (όπως γίνεται και στις μέρες μας).
Η μητρότητα είναι ο χαμένος παράδεισος του άντρα. Κι η απώλειά του τον ενοχλεί τόσο ώστε θέλει να τον εξουσιάζει, να τον καθορίζει. Αφού ο ίδιος δεν μπορεί να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, θέλει να είναι τουλάχιστον εκείνος που θ’ αναγκάζει τον «άλλον» να το κάνει. Η γυναίκα «μένει» έγκυος κατά τη γνωστή έκφραση. Απότομα, λες και… μένει στον τόπο! Λες και δεν μπορούσε να το προβλέψει, λες και «μένει» έτσι για όλη της τη ζωή.
Οι άντρες κυριολεκτικά λυσσάνε γύρω απ’ το πρόβλημα της μητρότητας και της έκτρωσης. «Κατασκευάζουν» τη μητέρα για να εξαφανίσουν τη γυναίκα: δεν της δίνουν ούτε το δικαίωμα ν’ αποφασίσει αν θέλει ή όχι παιδί, αποφασίζουν εκείνοι στη θέση της. Εκείνη δεν έχει λόγο σ’ αυτό το θέμα. Πόσο έχουμε υποφέρει εξαιτίας των μύθων και του φθόνου που νιώθει ο άντρας για τη γόνιμη μήτρα μας!
Είναι λοιπόν τυχερή η γυναίκα που έκανε γιό! Όμως ο Lacan της θυμίζει με κακία ότι «η γυναίκα δεν αποτελεί ΟΛΟΝ» για να μην τύχει και βρεθεί ούτε για μια στιγμή σ’ αυτή τη θέση που τόσο ζηλεύει ο άντρας – καταδικασμένος καθώς είναι εκείνος στη μοναξιά του ΕΝΟΣ. Μα όχι, ησυχάστε, δεν αποτελεί «ΟΛΟΝ» αυτή η μητέρα γιατί το αγοράκι της δεν είναι εκείνη ούτε της ανήκει. Ακόμα και αν πιστέψει για μια στιγμή πως απέκτησε και το άλλο φύλο, ο γιός της δε θ’ αργήσει να τη βγάλει απ’ την πλάνη: η αντίσταση του αγοριού θα γίνεται όλο και πιό επίμονη και βίαιη όσο η μητέρα του θα εξακολουθεί να πιστεύει πως «είναι ένα» μαζί του.
Αν οι πρώτοι μήνες της εξάρτησης και της συμβίωσης μητέρας – παιδιού φαίνεται να περικλείουν λιγότερα προβλήματα για το αγόρι απ’ ότι για το κορίτσι, αυτό δε θα εξακολουθήσει να συμβαίνει και στην επόμενη περίοδο, της πρωκτικής αντίστασης και της αυτό – επιβεβαίωσης. Τις δυσκολίες θα τις αντιμετωπίσει το αγόρι τότε που θα πρέπει να προστατέψει τον εαυτό του απ’ τη μητρική φαντασίωση της συμπλήρωσης και ν’ αποκτήσει την ανεξαρτησία του, μιαν ανεξαρτησία που είναι αμφίβολο αν τη θέλει η μητέρα. Είναι φυσικό η γυναίκα να υποφέρει υποσυνείδητα όταν έρχεται η ώρα να παραιτηθεί απ’ το μόνο αρσενικό που είχε ποτέ κοντά της (αφού ο πατέρας δεν ασχολιόταν μαζί της κι ο άντρας της συνήθως λείπει).
Το αγόρι έχει επομένως ν’ αντιμετωπίσει μια πρόσθετη δυσκολία, που ο Φρόυντ δεν την ανέπτυξε. Πρέπει να βγει απ’ το Οιδιπόδειο πολεμώντας ενάντια στη μητέρα του, που δε θέλει να τον αφήσει να την εγκαταλείψει. Εδώ αρχίζει λοιπόν ο μακροχρόνιος και δύσκολος πόλεμος ενάντια στη γυναικεία επιθυμία. Το αγόρι παίρνει για πρώτη φορά μέρος στον οιδιπόδειο πόλεμο των φύλων με αντίπαλο τη μητέρα του. Η μητέρα στην πραγματικότητα εκφράζει τους δικούς της φόβους όταν λέει στο γιό της, «μη φοβάσαι, θα μεγαλώσεις γρήγορα». Αυτό δεν είναι παρά ένας τρόπος να τον κρατήσει. Δεν είναι εξαιτίας αυτής της επιθυμίας της μητέρας που το αγόρι παραμένει «μικρό» για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα σε σχέση με το κορίτσι της ίδιας ηλικίας; Τα διάφορα τέστ δε φανερώνουν μιαν αξιοσημείωτη διαφορά ανάμεσα στο βαθμό ωριμότητας των δύο φύλων ως την εφηβεία κι ακόμα αργότερα;
Αυτά είναι χωρίς αμφιβολία τα σημάδια της δυσκολίας που αντιμετωπίζει το αγόρι στο να μεγαλώσει «αλυσοδεμένο» όπως είναι με τη μητρική αγάπη. Το αγόρι δεν είναι που συνεχίζει να κατουριέται ή να τα κάνει πάνω του, με δύο λόγια που αρνείται να μεγαλώσει; Το αρσενικό παιδί περνάει τότε μια δύσκολη στιγμή, που τα σημάδια της θα τον συνοδεύουν πάντα με τη μορφή του τρόμου για την γυναικεία κυριαρχία. Φαίνεται πως η περίφημη «παγίδα» που αναφέρει τόσο συχνά ο άντρας είν’ εκείνη της συμβίωσης με τη μητέρα, που τη θεωρεί «εγκλωβιστική». Συμβίωση ή ψύχωση; Οπωσδήποτε «φυλακή».
Ο άντρας από κεί και πέρα θα πανικοβάλλεται μπροστά σε οποιαδήποτε συμβίωση, με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Να μην ξαναβρεθεί ποτέ πιά στον ίδιο χώρο, να μην ξαναμπλεχτεί με την επιθυμία της γυναίκας, να ποιός είναι ο σκοπός αλλά και η αιτία του αντρικού μισογυνισμού.
Να κρατήσει τη γυναίκα μακριά του, να την αποκλείσει σε τόπους αποκλειστικά προορισμένους γι’ αυτήν (οικογένεια, ανατροφή των παιδιών, δουλειές του σπιτιού), να ποιός θα’ ναι ο πρώτος στόχος του αρσενικού πολέμου. Να παρεμβάλλει πάντα ανάμεσά τους ένα φυσικό ή κοινωνικό φράγμα, ν’ αντιστέκεται στην επιθυμία της μ’ οποιονδήποτε τρόπο, να «τηρήσει τις αποστάσεις» με κάθε μέσο, να ποιά θα’ ναι η κύρια φροντίδα του. Θα επηρεαστεί ακόμα και στη σεξουαλική του συμπεριφορά περιορίζοντας τις χειρονομίες και τις εκφράσεις που μπορεί να του θυμίζουν κάτι απ’ την τρυφερότητα της συμβίωσης με τη Μητέρα.
Αν το παιδί αντισταθεί στη μητέρα σε τέτοιο βαθμό ώστε να ξεχάσει να «υπάρχει» για τον εαυτό του, τότε νεκρώνονται όλες οι επιθυμίες του. Ονομάζεται άμορφο (αδρανές) και δεν εκφράζεται ποτέ, ούτε στο σχολείο ούτε στο σπίτι. Κλείνεται σ’ ένα φαύλο κύκλο: για να μπορέσει ν’ απαλλαγεί από ΚΕΙΝΗΝ και τη μόνιμη επιθυμία της, υποχρεώνεται ν’ απαλλαγεί από κάθε επιθυμία. Στην άλλη περίπτωση γίνεται επιθετικό αρχικά απέναντι στη μητέρα και στη συνέχεια απέναντι σε όλους και σ’ όλα: αντιστέκεται στο δάσκαλο, τσακώνεται με τους συμμαθητές του, κοροϊδεύει τα κορίτσια.
Φέρνει μαζί του τον πόλεμο παντού όπου πάει και σπέρνει τον πανικό, γιατί θέλει να φανεί ο πιό δυνατός. Πιό δυνατός από ΚΕΙΝΗΝ πρώτα κι ύστερα απ όλον τον κόσμο. Στην πραγματικότητα αυτό που θέλει είναι να πάρει το πάνω χέρι στη σχέση με τη μητέρα του, να τη νικήσει. Ασταθής τις περισσότερες φορές, προσπαθεί να της ξεφεύγει συνέχεια με την υπερκινητικότητά του.
Ο πατέρας, τί κάνει όλο αυτό τον καιρό; Πού είναι; Δε βλέπει, δεν ξέρει τί γίνεται αφού το’ χει ζήσει κι ο ίδιος; Βέβαια και ξέρει, θυμάται. Αλλά δεν τολμά ν’ αποσπάσει το γιό του απ’ τη γυναικεία εξουσία (τη μόνη που ασκεί η γυναίκα του με την ησυχία της, αφού όλες τις άλλες εξουσίες τις έχει αυτός). Ο γιός δεν μπορεί να υπολογίζει καθόλου στη βοήθεια του πατέρα του για να περάσει τη «στενωπό»: ο πατέρας κρατιέται εκούσια μακριά απ’ τη σύγκρουση.
Και το αγόρι τις περισσότερες φορές δε θα γνωρίσει την ομοφυλοφιλία παρά στην εφηβεία με τ’ άλλα αγόρια της ηλικίας του, που βγαίνουν και αυτά τότε απ’ τον επικίνδυνο δαίδαλο. Η ομοφυλοφιλία του άντρα χρησιμεύει τότε σαν άμυνα απέναντι στη μητέρα, τη γυναίκα, την κόρη. Η ομοφυλοφιλία των αγοριών είναι πρίν απ’ όλα αμυντική στάση απέναντι στο άλλο φύλο.
Αυτές είναι, συνοπτικά, οι διάφορες μορφές που παίρνει το πρόβλημα του οιδιπόδειου συμπλέγματος στον άντρα, που γεννιέται στα χέρια μιας γυναίκας, κι είναι καρπός μιας μοιραίας σύζευξης των φύλων. Έτσι ξυπνάει μέσα του η πιό τρυφερή αγάπη, έτσι ξεκινάει ο πιό μακρύς πόλεμος. Ο άντρας γυρίζει απ’ αυτόν τον πόλεμο έχοντας γίνει δύσπιστος, σιωπηλός και μισογύνης: με δυό λόγια όλα εκείνα για τα οποία τον κατηγορεί αργότερα η γυναίκα του. Το να καταφέρει ν’ απαλλαγεί απ’ το πρόσωπο που ο ίδιος αγαπάει τόσο πολύ και που τον αγαπάει τόσο, δεν είναι εύκολη δουλειά για τον άντρα. Όλα αυτά είναι βέβαια αποτέλεσμα της συνύπαρξης των δύο φύλων μέσα σε μια οικογένεια όπου μόνον η γυναίκα ασχολείται με τα παιδιά, επομένως είναι αναγκασμένη να ζεί πρόσωπο με πρόσωπο με το γιό της.
Άλλοτε υπήρχε ο παππούς, ο θείος, ο ξάδερφος, τόσες αντρικές φιγούρες για να διακόψουν αυτό το επικίνδυνο τετ-α-τετ, τώρα η πανίσχυρη Μητέρα ζει μόνη με το γιό της, που εκπληρώνει όλες τις παλιές προσδοκίες της, μέσω του γιού της παίρνει εκδίκηση για τον πατέρα της που δεν ήταν ποτέ κοντά της, για τον άντρα της που δεν είναι τώρα. Το παιδί, αυτό είναι κοντά της, θα πληρώσει λοιπόν για τους άλλους. Τί τα θέλετε, πρέπει ν’ αρπάξουμε τον άντρα όπου και όπως τον βρούμε – κι αν είναι απ’ την κούνια, τόσο το χειρότερο!
Ύστερα απ’ τη τρομερή τους μάχη μ’ αυτήν την πανίσχυρη Μητέρα, πώς περιμένετε οι άντρες να μην είναι γεμάτοι δυσπιστία σε ό’ τι αφορά τη γυναίκα και την αναχαιτιστική της δύναμη; Πώς περιμένετε να κάνουν κάτι άλλο απ’ το να μας υποβαθμίζουν συνέχεια περιορίζοντάς μας στα καθήκοντά μας; Πώς θα’ ταν δυνατό η αγάπη του άντρα για τη γυναίκα να μη συνοδεύεται από αμφιθυμία; Ποιός άντρας – ποιός γιός – έχει πραγματικά απαγκιστρωθεί απ’ τη μητέρα του; Βέβαια κάποτε την άφησε, αλλά σε ποιό βαθμό; Σε ποιά ηλικία; Για χάρη ποιού; Ποιά μητέρα υα μπορούσε να ισχυριστεί πως έχει πια παραιτηθεί απ’ το γιό της – ακόμα και στα ογδόντα της χρόνια; Παραμένει για κείνην «ο μοναδικός» παρόλο που ο σεβασμός για τον άλλον την αναγκάζει να σιωπά. Χωρίς όλα αυτά να σημαίνουν πως δεν υπάρχουν θαρραλέοι άντρες και αξιοπρεπείς μητέρες.
Τα δεσμά που πλέχτηκαν στη σκιά της παιδικής ηλικίας θα μείνουν άλυτα για το γιό και τη μάνα. Οι γυναίκες δεν παντρεύονται παρά τους γιούς μιας άλλης γυναίκας. Σ’ αυτό οφείλονται οι συγκρούσεις πεθεράς – νύφης γύρω απ’ τον ίδιο άντρα, που κρατάνε ώσπου η πιο νέα ν’ αποκτήσει κι αυτή με τη σειρά της ένα γιό. (Εγκαταλείπει τότε τη μάχη του παρελθόντος για ν’ αρχίσει τη μελλοντική, με το γιό της). Η γυναίκα παντρεύεται έναν άντρα που δεν είναι ελεύθερος αλλά μυστικά δεμένος με τη μητέρα του κι αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον.
Ιστορία παράνοιας που συνεχίζεται έτσι από γενιά σε γενιά: ο γιός, κρυφά δεμένος με τη μητέρα του, παίρνει μιαν άλλη γυναίκα για να λειτουργήσει και ν’ αναπαράγει, αλλά την κρατάει σ’ ορισμένη απόσταση και δεν της αναγνωρίζει άλλα δικαιώματα απ’ το μαγείρεμα και τη μητρότητα. Η γυναίκα δε βρίσκει αληθινό σύζυγο, δε βρίσκει σύντροφο ίσο μ’ αυτήν. Πληρώνει τα χρέη του πολέμου στον οποίο μπλέκεται μόνο και μόνο γιατί διαδέχεται στο πλευρό του άντρα τη Μητέρα. Η γυναίκα θα βρει στο πρόσωπο του γιού της το μόνο προσιτό άντρα της ζωής της.
Ο κύκλος έκλεισε, ο κρίκος ενώθηκε: η μια γυναίκα, επειδή την κρατάει σε απόσταση ο άντρας της, θα προσκολληθεί στο γιό της και θα δημιουργήσει σ’ αυτόν την ανάγκη της «απόστασης» απ’ την άλλη γυναίκα που θα’ ρθεί. Η ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΚΑΒΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΤΟ ΛΑΚΚΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΓΥΝΙΣΜΟΥ.
Η ανάπτυξη του κοριτσιού. Ας δούμε τώρα τί
γίνεται στην άλλη μεριά: ενόσω το αγόρι προσπαθεί απεγνωσμένα ν’
απαλλαγεί απ’ την προσκόλληση της μητέρας πάνω του, πώς αντιδρά άραγε το κορίτσι
απέναντι σ’ αυτή τη μητέρα, που τίποτα δεν τη δένει μαζί του (αφού η σεξουαλική
επιθυμία απουσιάζει απο τη σχέση μητέρας – κόρης); Τίθεται αμέσως το ερώτημα αν
είναι καλύτερα για το κορίτσι που αποφεύγει τη «μοιραία» σύζευξη των φύλων.
Αλίμονο, όχι, κάθε άλλο, απλώς οι κίνδυνοι και τ’ αποτελέσματα είναι στην
περίπτωση του κοριτσιού διαφορετικά: αν το πρόβλημα του αγοριού είναι ν’
απαλλαγεί από ένα «απολύτως επαρκές» αντικείμενο, το δράμα του κοριτσιού είναι
ότι δεν καταφέρνει να βρεί στο δρόμο του ένα επαρκές αντικείμενο κι ότι πρέπει
να μείνει έξω απ’ το Οιδιπόδειο ώσπου να μεγαλώσει αρκετά.
Αν το αγόρι ξεκινά απ’ τις έννοιες της συγχώνευσης και της συμπλήρωσης , το κορίτσι εγκαινιάζει τη ζωή του με τη διάσπαση του κορμιού και του πνεύματός του: την αγαπούν σαν παιδί αλλά δεν την επιθυμούν σαν κοριτσίστικο κορμί. Δεν αποτελεί «ικανοποιητικό» αντικείμενο για τη μητέρα της στο σεξουαλικό επίπεδο, δεν μπορεί ν’ αποτελέσει κάτι τέτοιο παρά μόνο για τον πατέρα. Μόνον ο πατέρας θα μπορούσε να εξασφαλίσει στην κόρη του μιαν άνετη σεξουαλική θέση, γιατί μόνον αυτός βλέπει το γυναικείο φύλο σαν συμπληρωματικό του δικού του, επομένως απαραίτητο για την ηδονή του.
Η συνέπεια του γεγονότος ότι το κορίτσι δεν αποτελεί το οιδιπόδειο αντικείμενο για τη μητέρα είναι να νιώσει γενικότερα σαν μη – ικανοποιητικό αντικείμενο (αποτέλεσμα του ότι δεν είναι επιθυμητή απ’ τη μητέρα). Το κορίτσι κι αργότερα η γυναίκα δε μένει ποτέ ικανοποιημένη απ’ αυτό που έχει, απ’ αυτό που είναι, προσπαθεί ν’ αποκτήσει ένα άλλο κορμί απ’ το δικό της: θα ήθελε να έχει ένα άλλο πρόσωπο, άλλο στήθος, άλλες γάμπες… Αν την ακούσει κανείς να μιλάει, καταλαβαίνει ότι νιώθει σαν να’ χει στο κορμί της κάτι που στους άλλους φαίνεται αταίριαστο. Στην πραγματικότητα το πρώτο πράγμα που ένιωθε πως δεν ταίριαζε ήταν το δικό της κορμί, αφού ανήκε στο φύλο που δεν προκαλούσε την επιθυμία απ’ τη μεριά της μητέρας.
Το κοριτσάκι είναι στα μάτια της μητέρας του χαριτωμένο, αξιολάτρευτο, ντελικάτο, φρόνιμο, ό’ τι μπορεί κανείς να φανταστεί, εκτός από σεξουαλικό αντικείμενο χρωματισμένο με επιθυμία. Το χρώμα της επιθυμίας λείπει απ’ το κοριτσάκι, αφού ζυμώνεται σε γυναικεία χέρια. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη την περίοδο το γεννητικό του όργανο υπάρχει ήδη κι η κλειτοριδική περιοχή είναι υπερευαίσθητη στα χάδια της μητέρας όταν την καθαρίζει, αλλ’ αυτό το γεννητικό όργανο δεν είναι επιθυμητό απ’ τη μητέρα που, άλλωστε, σύμφωνα με ό’ τι την έχουν μάθει, δε γνωρίζει αυτό το μέρος σαν ουσιαστικά γυναικείο ούτε στο δικό της κορμί παρά προτιμάει να θεωρεί σαν τέτοιο τον κόλπο της, το μέρος δηλαδή απ’ το οποίο αντλεί ηδονή ο άντρας. Η μητέρα επομένως είναι η πρώτη που βάζει φραγμούς στην κλειτοριδική ηδονή της κόρης της κι εγκαθιδρύει τη σιωπή γύρω απ’ αυτή την ηδονή.
Το «είσαι ένα κλειτοριδικό κοριτσάκι» αντικαθίσταται στο μητρικό υποσυνείδητο απ’ το «θα γίνεις μια κολπική γυναίκα που θα βρει την ηδονή αργότερα, με κάποιον άντρα». Κι η στάση αναμονής – το παρόν είναι απαγορευμένο στ’ όνομα του μέλλοντος – θα είναι, αλίμονο, η στάση πολλών γυναικών. Περιμένουν πάντα τον οργασμό της ενήλικης γυναίκας: ξέρουν (όπως και το κοριτσάκι) ότι υπάρχει κάποια ηδονή που μπορούν να νιώσουν, αλλά προς το παρόν δεν την νιώθουν. Έτσι το κορίτσι δε γίνεται δεκτό με την αληθινή του παιδική σεξουαλικότητα, το παραπέμπουν στη μελλοντική γυναικεία σεξουαλικότητα, πρέπει να κρατήσει κρυφό αυτό που ΕΙΝΑΙ: ένα κλειτοριδικό κοριτσάκι, και πρέπει να πιστέψει σ’ αυτό που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ: μια κολπική γυναίκα.
Καταλαβαίνοντας τη διαλεκτική που του επιβάλλεται και μαντεύοντας ότι μόνον η γυναίκα αναγνωρίζεται σαν σεξουαλικό αντικείμενο, παίζει τη γυναίκα. Δανείζεται τα απαραίτητα «σύνεργα»: το ρουζ, τα τακούνια, την τσάντα. Το κοριτσάκι μεταμφιέζεται σε γυναίκα, όπως αργότερα η γυναίκα θα μεταμφιεστεί σε άλλη γυναίκα απ’ αυτήν που είναι πραγματικά. Εδώ βρίσκεται η αιτία της μόνιμης «μετάθεσης» που κάνει η γυναίκα σχετικά με το ίδιο της το κορμί: πιστεύει πως είναι πάντα απαραίτητο να κάνει κάπου μια ζαβολιά, προκειμένου να γίνει δεκτή σαν γυναίκα.
Το πραγματικό της φύλο δεν αρκεί, πρέπει συνεχώς να προσθέτει κάτι και για τί μας μιλούν τα λεγόμενα «γυναικεία» περιοδικά; Μα για μια «γυναίκα πιο φυσική από τη φύση», για μια «γυναίκα επιτέλους θηλυκή», μια «γυναίκα – γυναίκα» κ.λ.π., λες και χρειάζεται πάντα να προσθέτει κάτι παραπάνω στο ίδιο το φύλο της γυναίκας, λες και η γυναίκα δεν είναι γυναίκα απ’ τη φύση της, λες και το γεννητικό της όργανο δεν είναι απόδειξη της θηλυκότητάς της!
Πάντα η ίδια ιστορία: το κορίτσι που αναγκάζεται να δείξει ότι έχει διαφορετική σεξουαλικότητα από κείνην που έχει πραγματικά. Η γυναίκα αρχίζει απ’ την παιδική της ηλικία να ψεύδεται απέναντι στο ίδιο της το φύλο. Δεν είναι ποτέ αληθινό μικρό κορίτσι, είναι μόνο μια ψεύτικη μικρή γυναίκα. Όλος ο κόσμος ξέρει πως δεν αρκεί να είσαι κορίτσι για ν’ αναγνωριστείς σαν τέτοιο, πρέπει αδιάκοπα να προσθέτεις αποδείξεις θηλυκότητας, που συχνά δεν έχουν καμία σχέση με το φύλο: «Το αγόρι είναι επιθυμητό γι’ αυτό που είναι, το κορίτσι είναι επιθυμητό – αν είναι – σύμφωνα με μια κλίμακα αξιών:
- Τα κορίτσια είναι πιο στοργικά.
- Είναι πιο ανεκτικά και πιο συνεννοήσιμα.
- Είναι πιο ντελικάτα και κοκέτικα.
- Βοηθάνε στο νοικοκυριό (…) (λυπάμαι που θα απογοητεύσω … τίποτε απ αυτά δεν είναι μια γυναίκα, μπορεί όμως να είναι αν εφαρμόζει την τέχνη της παραφύλαξης) [5]
Με δύο λόγια το κορίτσι γίνεται παραδεκτό σαν «κορίτσι» για χίλιους δύο λόγους που δεν εξαρτώνται ποτέ απ’ το αληθινό της φύλο. Αναγνωρίζεται σαν «κορίτσι» υπό όρους, ενώ το αγόρι αναγνωρίζεται σαν αγόρι αποκλειστικά εξαιτίας του φύλου του.. Το κορίτσι πρέπει συνεχώς να να δίνει αποδείξεις της θηλυκότητάς του. Πώς μετά απ’ όλα αυτά να μη νιώθουν οι γυναίκες την επιτακτική ανάγκη να κάνουν έκδηλα τα σημάδια αυτής της θηλυκότητας;
Δύσκολα τα πράγματα για κείνην που θεωρεί υποχρέωσή της ν’ αποδεικνύει εφ’ όρου ζωής πως είναι στ’ αλήθεια γυναίκα! Γυναίκα, που η ίδια δεν είναι ποτέ σίγουρη ότι είναι, αφού η κοινωνική της ταυτότητα δεν εξαρτήθηκε ποτέ από το φυσικό της φύλο. Η ταυτότητα, που είναι αδύνατο να βρεθεί εξαιτίας της απουσίας της επιθυμίας εκ μέρους του άλλου φύλου, η ταύτιση, που είναι επικίνδυνη εξαιτίας της δυσκολίας που αντιμετωπίζει το κορίτσι στο να βρεί στο κορμί του ομοιότητες με της Μητέρας: αυτοί είναι οι σκόπελοι που συναντάει το κορίτσι στο δρόμο του.
Το δράμα του μικρού κοριτσιού είναι πως το κορμί του δε μοιάζει με το κορμί κανενός. Δεν έχει ούτε το γεννητικό όργανο του πατέρα, ούτε το κορμί της μητέρας (που έχει στήθη, λεπτή μέση, γοφούς, ηβικό τρίχωμα). Το κοριτσάκι νιώθει γυμνό, επίπεδο, άδειο, μοιάζει με τα κουκλάκια χωρίς φύλο που πουλάνε στα μαγαζιά. Έχει ωστόσο και το κοριτσάκι κάτι το «κοινό» με τη γυναίκα, αλλά δεν μπορεί να το δει, γιατί βρίσκεται κρυμμένο χαμηλά: κανείς δεν του μιλάει βέβαια ποτέ για την κλειτορίδα, το μόνο σημάδι θηλυκότητας που μπορεί να συγκριθεί με το αντίστοιχο της μητέρας. [6]
Η περίφημη κλειτοριδική ηδονή, που οι φεμινίστριες τη διεκδικούν και οι φαλλοκράτες τη δυσφημίζουν, αποτελεί έναν απ’ τους πρώτους κρίκους της αλυσίδας. Δεν πρέπει να τον παραλείψουμε, αν θέλουμε στη θέση της σκιάς που σκεπάζει τώρα τη γυναικεία σεξουαλικότητα να χυθεί άπλετο φώς. [7]
Πραγματικά, με το να μην αναφέρουμε στο κορίτσι αυτό το μέρος του σεξουαλικού του εξοπλισμού, αρνούμαστε να του πούμε αυτό που έχει και λειτουργεί, ενώ του μιλάμε γενικά για το υπόλοιπο γεννητικό του σύστημα που όμως ακόμα δε λειτουργεί: άρα του μιλάμε για κάτι που το ίδιο δεν έχει (αναπαραγωγή, κανόνες), ενώ η Μητέρα έχει. Επομένως, κανένα μέρος του κορμιού της Μητέρας δεν επιτρέπει τη σεξουαλική ταύτιση με την κόρη της: η ομοφυλοφιλία ανάμεσά τους αποδεικνύεται αδύνατη. Μόνο στην εφηβεία θ’ ανακαλύψει το κορίτσι πως το κορμί του είναι όμοιο μ’ «εκείνης». Η μεγάλη σημασία που έχει η φιλία ανάμεσα στις κοπέλες στην εφηβεία οφείλεται στο ότι βοηθάει ν’ αναπτύσσει η καθεμιά μέσω της άλλης τη θηλυκότητα που δεν μπόρεσε ν’ αναπτύξει με τη μητέρα.
Στο μεταξύ, γι’ αυτή την «ανώτερη» σεξουαλικά Μητέρα, με τα τόσα σωματικά προσόντα, το κορίτσι νιώθει επιθυμία και φθόνο. Αυτά τα αισθήματα επομένως, αντίθετα με ό’ τι πίστευε ο Φρόυντ, δε γεννιούνται στο κορίτσι για το αρσενικό κορμί αλλ’ απ’ τη συντριπτική σύγκριση με το κορμί της γυναίκας – μητέρας. Δεν είναι σπάνιο το θέαμα του κοριτσιού που αγγίζει με τη σειρά μια το στήθος της μητέρας του και μια το δικό του, για να καταλήξει απογοητευμένο:
«Η Κάριν δεν έχει βυζάκια…» Αν λάβουμε υπόψη ότι η μητέρα είναι κείνη που ασκεί τη μεγαλύτερη εξουσία πάνω στο παιδί, τότε γίνεται φανερό πως τα δικά της σεξουαλικά προσόντα και συγκεκριμένα το στήθος, είναι κείνα που βλέπει το παιδί, πολύ πρίν απ’ το αρσενικό γεννητικό όργανο, και κείνα φθονεί επειδή του λείπουν, απ’ τη μια μεριά το αγόρι νιώθει την ανεπανόρθωτη απώλεια και ξυπνάει μέσα του το φάντασμα του γλυκού μητρικού στήθους, που θα τον κυνηγάει σ’ όλη του τη ζωή, και απ’ την άλλη το κορίτσι αρχίζει να συγκρίνει και να φθονεί κάθε στήθος, κάθε κορμί πιό όμορφο απ’ το δικό του.
Πάντως, αν οι γυναίκες έχουν φτάσει στο σημείο να’ χει πάρει η ζήλια ανάμεσά τους τη θέση της ομοφυλοφιλίας, είναι γιατί η Μητέρα, η πρώτη γυναίκα που συναντάει το κορίτσι, δεν τόλμησε να αναγνωρίσει ούτε να ονομάσει στο κορμί της κόρης της αυτό που ήταν όμοιο με το δικό της. Άραγε από ντροπή ή μήπως από φόβο; Το σίγουρο είναι πως καμιά γυναίκα δε μιλάει ποτέ για την κλειτορίδα στο κοριτσάκι της…
Και το κορίτσι, είναι απελπισμένο που δεν έχει ούτε γεννητικό όργανο (δεν αναγνωρίζει την κλειτορίδα), ούτε σεξουαλικό αντικείμενο (ο πατέρας απουσιάζει). Αν δεν μπορεί να βρει στο γεννητικό της όργανο την απόδειξη της σεξουαλικότητάς της, θα την ψάξει αλλού: στο κορμί της που το θέλει «θηλυκό», στις πράξεις της που τις θέλει ταιριαστές με το φύλο της, στον τρόπο ομιλίας της που θα γίνει ελκυστικός.
Η γυναίκα θα μετατρέψει σε στοιχείο σεξουαλικότητας καθετί το οφθαλμοφανές. Επειδή δεν αναγνωρίστηκε το γεννητικό της όργανο όταν ήταν κορίτσι, η γυναίκα θα μάθει ν’ αναγνωρίζει καθετί μη σεξουαλικό στο κορμί της, σαν «γυναικείο». Έτσι ώστε κάποια στιγμή θα θεωρήσει ολόκληρο το κορμί της σαν σεξουαλική ένδειξη και θα ντραπεί να το επιδείξει. Μαθαίνει απ’ την παιδική της ηλικία να χρησιμοποιεί την ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ της όψη για να δηλώσει το ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ της φύλο. Αφού το κοριτσάκι περνάει τον καιρό του σερβίροντας εξωτερικές αποδείξεις της θηλυκότητάς του, που του την κρατάνε κρυφή οι ενήλικες γύρω του, από κει και πέρα είναι φυσικό να μην μπορεί να διακρίνει πολύ καλά τί είναι σεξουαλικό στο κορμί της και τί όχι.
Λένε ότι η γυναίκα γίνεται υστερική γιατί έχει συνεχώς ανάγκη απ’ το βλέμμα του άλλου σαν εγγύηση της σεξουαλικής της ταυτότητας. Ο λόγος που ο άντρας δεν έχει αυτή την ανάγκη είναι βέβαια ότι εκείνος είχε εξαρχής στραμμένο πάνω του το όλο επιθυμία μητρικό βλέμμα, ενώ η απουσία του πατρικού βλέμματος στη μικρή ηλικία φαίνεται πως σημαδεύει το κορίτσι με σεξουαλικό άγχος, με αμφιβολίες για την ταυτότητά του, που αναγκάζεται να λύνει σαν ενήλικη πια γυναίκα μέσω ενός νέου «επανορθωτικού» βλέμματος. Ποιά γυναίκα μπορεί να ισχυριστεί ότι μένει αδιάφορη σε κάποιο ΒΛΕΜΜΑ που στρέφεται πάνω της; Είτε είναι συνθετικό, είτε καταλυτικό, το σίγουρο είναι πως η γυναίκα δύσκολα καταφέρνει να εγκαταλείψει το χώρο του βλέμματος, ειδικά του αντρικού. [8]
Αυτό εξηγεί και τη δυσκολία που βρίσκουν οι γυναίκες στο να εγκαταλείψουν τον κόσμο του φαλλοκράτη άντρα για να εισχωρήσουν σ’ εκείνον της φεμινίστριας γυναίκας, που δε δίνει καμιά σημασία στα αντρικά αξιολογητικά κριτήρια και δεν έχει σε καμία εκτίμηση την αντρική γνώμη. Οι γυναίκες φοβούνται μήπως πάψουν κατά κάποιο τρόπο ν’ «αρέσουν» στους άντρες. Δεν έχουν εμπιστοσύνη σε άλλες γυναίκες σε ό’ τι αφορά την αναγνώρισή τους, γιατί φοβούνται ότι θα δημιουργηθεί ανάμεσά τους η αντιζηλία που γνώρισαν με την πρώτη γυναίκα, τη μητέρα τους.
Ο πόλεμος με τη Μητέρα, ο πόλεμος με την Ιοκάστη εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς δυσπιστίας περισσότερο παρά ομοφυλοφιλίας. Οι γυναίκες καταβάλλουν τώρα μεγάλο κόπο για να ξεπεράσουν τη δυσπιστία που υπάρχει ανάμεσά τους: για να επιτευχθεί η «αδερφοσύνη ανάμεσα στις γυναίκες», πρέπει η καθεμιά να παραιτηθεί απ’ ότι της έχει επιβληθεί εξωτερικά και ν’ αφουγκραστεί την εσωτερική της φωνή, κάτι που καθόλου δεν έχει συνηθίσει να κάνει.
Εκείνη που πάσχει από ανορεξία είναι γυναίκα «για τον εαυτό της», αρνείται να είναι «για τους άλλους», επομένως αρνείται όλους τους συνηθισμένους κανόνες της ομορφιάς και της θηλυκότητας και ζεί σύμφωνα με τις δικές της επιταγές, που της επιτρέπουν να ξεφεύγει απ’ την Επιθυμία. Η συμπεριφορά αυτών των νέων κοριτσιών, που συχνά έχουν τάσεις αυτοκτονίας, αποκαλύπτει ότι η έφηβη κάνει μια θεμελιώδη εκλογή ανάμεσα στο σώμα και στο πνεύμα: κατά περίεργο τρόπο εκείνες οι κοπέλες που αρνούνται το κορμί σαν αλλοτριωμένο απ’ το βλέμμα του «άλλου», παρουσιάζουν ένα διανοητικό επίπεδο πολύ πιό υψηλό απ’ των περισσότερων συνομηλίκων τους. Οι άλλες – οι περισσότερες – μπαίνουν στον κύκλο των επιθυμητών γυναικών.
Ο όρος «επιθυμητή γυναίκα» υιοθετείται τόσο αργά στη ζωή του κοριτσιού, που είναι φυσικό ν’ αντιμετωπίζεται με αμφιθυμία, όταν βέβαια δεν προκαλεί την ειλικρινή επανάσταση, όπως για παράδειγμα στις μέρες μας με το ξέσπασμα του φεμινισμού και τη συστηματική άρνηση της γυναίκας να υποταχτεί στην επιθυμία του άντρα που «την επιθυμεί». Όλ’ αυτά αποτελούν εκπλήξεις για κείνον: η βία της συντρόφου του τον σκανδαλίζει, τον κάνει να τα χάνει, γιατί δεν κατάλαβε ποτέ ότι το ν’ ασχολούμαστε όλη την ώρα με το να είμαστε «γυναίκες», σημαίνει πως παραιτούμαστε αναγκαστικά από οποιαδήποτε προσπάθεια για επιτυχία σε άλλους τομείς κι ότι οι «γυναίκες – γυναίκες» είναι «υπανάπτυκτες διανοητικά».
Όλοι βγαίνουμε βαριά τραυματισμένοι απ’ το Οιδιπόδειο αυτό, που αφανίζει τον πατέρα για χάρη της μητέρας: φέρουμε το σημάδι της Μητέρας μας κι ονειρευόμαστε τον Πατέρα μας. Στον άντρα απ’ τη μια μεριά αυτό παίρνει τη μορφή της μνησικακίας εναντίον της γυναίκας. Απ’ αυτήν κανένας άντρας δεν απαλλάσσεται ούτε ολοκληρωτικά ούτε οριστικά. Η ταυτότητα του άντρα σφραγίζεται λοιπόν με την άρνηση να δεχτεί την γυναίκα σαν ίση μ’ εκείνον. Στη γυναίκα απ’ την άλλη παίρνει τη μορφή μιας ξέφρενης κούρσας πίσω απ’ την αντρική επιθυμία, που θα την κάνει σκλάβα του αντρικού νόμου και δύσπιστη απέναντι στις άλλες γυναίκες. Η ταυτότητα της γυναίκας σφραγίζεται με την επιθυμία να συναντήσει τον άντρα που έλειπε τόσο καιρό απ’ τη ζωή της.
Βλέπουμε εδώ να σχηματίζεται μπροστά στα μάτια μας ο φαύλος κύκλος: η γυναίκα που δεν είναι επιθυμητή στην παιδική της ηλικία θα ζητιανέψει, σαν ενήλικη πια, το επιδοκιμαστικό βλέμμα του άντρα. Εκείνος θα το εκμεταλλευτεί από τη θέση του «κυρίου», για να κλείσει τον ανοιχτό λογαριασμό του με τη γυναίκα (που την ταυτίζει με τη μητέρα του). Έτσι η γυναίκα, που έχει ανάγκη απ’ την ανακουφιστική αγάπη του άντρα, θα βρει την ευνουχιστική αγάπη εκείνου που είναι αποφασισμένος ότι ΕΚΕΙΝΗ δε θα βασιλέψει ποτέ πια. Η Ιστορία που βιώθηκε με την Ιοκάστη φαίνεται πως γεννάει τόσο την αντιζηλία ανάμεσα στις γυναίκες όσο και τον μισογυνισμό του άντρα προς τη γυναίκα. Έτσι η γυναίκα αποκτά δυσπιστία απέναντι στα δύο φύλα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σταματήσει τον πόλεμο. [9]
Όμως λένε πως ό’ τι υποφέρουν οι γυναίκες είναι οι ίδιες που το προκαλούν, επειδή θέλουν να έχουν την αποκλειστικότητα στην ανατροφή του παιδιού, πως οι μητέρες είναι εκείνες που διαμορφώνουν τους μελλοντικούς μισογύνηδες που θα βασανίζουν τις κόρες τους. Αυτά τα ξέρουμε άραγε, άντρες και γυναίκες; Φαίνεται πως όχι, αφού οι γυναίκες εξακολουθούν να διεκδικούν ταυτόχρονα το παιδί και την ανάγκη ν’ «αναγνωριστούν» απ’ τον ώριμο άντρα. Οι γυναίκες δε φεύγουν απ’ τη θέση που τις έχει τοποθετήσει ο άντρας. Αυτός είναι ο λόγος που παραπονιούνται τώρα, χωρίς να τους περνάει απ’ το μυαλό ότι αυτό είναι το μόνο μέσο που έχει ο άντρας για να νικήσει τη μητέρα του, την πρώτη γυναίκα της ζωής του. [10]
Όποια μορφή και να πάρει το ζευγάρι, η βασική σύγκρουση παραμένει: η γυναίκα περιμένει ν’ «αναγνωριστεί» από κάποιον που δεν μπορεί να την «αναγνωρίσει» χωρίς να νιώσει πως βρίσκεται σε κίνδυνο. Γι’ αυτό οι άντρες κλείνουν τ’ αφτιά στις φεμινιστικές καταγγελίες όσο καλά θεμελιωμένες κι αν είναι. Ωστόσο οι γυναίκες δε θα μπορέσουν να επανορθώσουν τις αδικίες που έχουν διαπραχθεί σε βάρος τους με το να πάρουν τα συμπεράσματα σαν αρχικό συλλογισμό. Αυτό θα το πετύχουν με το ν’ αλλάξουν τον αρχικό συλλογισμό στο μυαλό των «καινούργιων» αντρών που, λιγότερο υποταγμένοι στην εξουσία τους σαν παιδιά, θα νιώσουν λιγότερο έντονα την ανάγκη ν’ αμυνθούν σαν ενήλικοι.
Η κατηγορία έρχεται απ’ τη μεριά των γυναικών, γιατί αυτές είναι οι περισσότερο καταπιεσμένες στο σημερινό σύστημα, αλλά πρέπει να καταλάβουν ότι όσο εξακολουθούν ν’ αναλαμβάνουν μόνες το παιδί (όπως βέβαια το κράτος καθημερινά τις προτρέπει) τόσο θα διαιωνίζουν το φαλλοκρατικό σύστημα που τις έχει φυλακίσει.
Οι γυναίκες είναι άραγε έτοιμες γι’ αυτήν την παραίτηση;
Οι άντρες είναι άραγε έτοιμοι ν’ αναλάβουν το ρόλο τους στο οιδιπόδειο σύστημα της εξουσίας;
Μένει να δούμε στην πράξη.
«Τα παιδιά της Ιοκάστης» είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο που γράφτηκε το 1980 απ’ την ψυχαναλύτρια Κριστιάν Ολιβιέ η οποία, αναλύει τον αέναο πόλεμο των δύο φύλων, από πού πηγάζει, πώς διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά και πώς μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να διαβάσουμε προσεκτικά τι συμβαίνει και γιατί η γυναίκα υποφέρει στην κοινωνία των ανισοτήτων, ενώ ο άντρας ζει με την ψευδαίσθηση του δυνατού.
Η ανάπτυξη του αγοριού: Ο γιός αντιπροσωπεύει πραγματικά για τη μητέρα μια μοναδική ευκαιρία να δει τον εαυτό της με αρσενική μορφή, αυτό το παιδί το γεννάει η ίδια αλλ’ ανήκει στο άλλο φύλο, πράγμα που ωθεί τη γυναίκα να πιστέψει στο πανάρχαιο και πανανθρώπινο όνειρο «του ερμαφρόδιτου», που τόσο συχνά απεικονίζεται στην ελληνική γλυπτική με τη μορφή του «ανδρογύναιου». Μα δείτε λοιπόν πόσο περήφανα τον κρατάει αυτόν τον γιό που ήρθε να τη συμπληρώσει – όπως κανένας άλλος δεν μπορεί!
Κοιτάξτε την έκφραση της πληρότητας στο πρόσωπο όλων αυτών των «παρθένων με το βρέφος!» Όλες οι «παρθένοι» της ιταλικής αναγέννησης δεν είναι παρά ύμνοι στη γυναίκα – μητέρα, που βρίσκει ευτυχία και ολοκλήρωση χωρίς τη μεσολάβηση του πατέρα. Αυτός έχει σ’ αυτήν την περίπτωση αναχθεί σε μύθο. Πατέρα – Θεέ… Αντρική θρησκεία, θρησκεία που την επιβάλλουν οι άντρες, μη αναγνωρίζοντας στη γυναίκα άλλο δικαίωμα απ’ το να τους φέρνει στον κόσμο. Οιδιπόδεια θρησκεία, αφού εξαφανίζει τον πατέρα για χάρη της μητέρας (όπως γίνεται και στις μέρες μας).
Η μητρότητα είναι ο χαμένος παράδεισος του άντρα. Κι η απώλειά του τον ενοχλεί τόσο ώστε θέλει να τον εξουσιάζει, να τον καθορίζει. Αφού ο ίδιος δεν μπορεί να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, θέλει να είναι τουλάχιστον εκείνος που θ’ αναγκάζει τον «άλλον» να το κάνει. Η γυναίκα «μένει» έγκυος κατά τη γνωστή έκφραση. Απότομα, λες και… μένει στον τόπο! Λες και δεν μπορούσε να το προβλέψει, λες και «μένει» έτσι για όλη της τη ζωή.
Οι άντρες κυριολεκτικά λυσσάνε γύρω απ’ το πρόβλημα της μητρότητας και της έκτρωσης. «Κατασκευάζουν» τη μητέρα για να εξαφανίσουν τη γυναίκα: δεν της δίνουν ούτε το δικαίωμα ν’ αποφασίσει αν θέλει ή όχι παιδί, αποφασίζουν εκείνοι στη θέση της. Εκείνη δεν έχει λόγο σ’ αυτό το θέμα. Πόσο έχουμε υποφέρει εξαιτίας των μύθων και του φθόνου που νιώθει ο άντρας για τη γόνιμη μήτρα μας!
Είναι λοιπόν τυχερή η γυναίκα που έκανε γιό! Όμως ο Lacan της θυμίζει με κακία ότι «η γυναίκα δεν αποτελεί ΟΛΟΝ» για να μην τύχει και βρεθεί ούτε για μια στιγμή σ’ αυτή τη θέση που τόσο ζηλεύει ο άντρας – καταδικασμένος καθώς είναι εκείνος στη μοναξιά του ΕΝΟΣ. Μα όχι, ησυχάστε, δεν αποτελεί «ΟΛΟΝ» αυτή η μητέρα γιατί το αγοράκι της δεν είναι εκείνη ούτε της ανήκει. Ακόμα και αν πιστέψει για μια στιγμή πως απέκτησε και το άλλο φύλο, ο γιός της δε θ’ αργήσει να τη βγάλει απ’ την πλάνη: η αντίσταση του αγοριού θα γίνεται όλο και πιό επίμονη και βίαιη όσο η μητέρα του θα εξακολουθεί να πιστεύει πως «είναι ένα» μαζί του.
Αν οι πρώτοι μήνες της εξάρτησης και της συμβίωσης μητέρας – παιδιού φαίνεται να περικλείουν λιγότερα προβλήματα για το αγόρι απ’ ότι για το κορίτσι, αυτό δε θα εξακολουθήσει να συμβαίνει και στην επόμενη περίοδο, της πρωκτικής αντίστασης και της αυτό – επιβεβαίωσης. Τις δυσκολίες θα τις αντιμετωπίσει το αγόρι τότε που θα πρέπει να προστατέψει τον εαυτό του απ’ τη μητρική φαντασίωση της συμπλήρωσης και ν’ αποκτήσει την ανεξαρτησία του, μιαν ανεξαρτησία που είναι αμφίβολο αν τη θέλει η μητέρα. Είναι φυσικό η γυναίκα να υποφέρει υποσυνείδητα όταν έρχεται η ώρα να παραιτηθεί απ’ το μόνο αρσενικό που είχε ποτέ κοντά της (αφού ο πατέρας δεν ασχολιόταν μαζί της κι ο άντρας της συνήθως λείπει).
Το αγόρι έχει επομένως ν’ αντιμετωπίσει μια πρόσθετη δυσκολία, που ο Φρόυντ δεν την ανέπτυξε. Πρέπει να βγει απ’ το Οιδιπόδειο πολεμώντας ενάντια στη μητέρα του, που δε θέλει να τον αφήσει να την εγκαταλείψει. Εδώ αρχίζει λοιπόν ο μακροχρόνιος και δύσκολος πόλεμος ενάντια στη γυναικεία επιθυμία. Το αγόρι παίρνει για πρώτη φορά μέρος στον οιδιπόδειο πόλεμο των φύλων με αντίπαλο τη μητέρα του. Η μητέρα στην πραγματικότητα εκφράζει τους δικούς της φόβους όταν λέει στο γιό της, «μη φοβάσαι, θα μεγαλώσεις γρήγορα». Αυτό δεν είναι παρά ένας τρόπος να τον κρατήσει. Δεν είναι εξαιτίας αυτής της επιθυμίας της μητέρας που το αγόρι παραμένει «μικρό» για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα σε σχέση με το κορίτσι της ίδιας ηλικίας; Τα διάφορα τέστ δε φανερώνουν μιαν αξιοσημείωτη διαφορά ανάμεσα στο βαθμό ωριμότητας των δύο φύλων ως την εφηβεία κι ακόμα αργότερα;
Αυτά είναι χωρίς αμφιβολία τα σημάδια της δυσκολίας που αντιμετωπίζει το αγόρι στο να μεγαλώσει «αλυσοδεμένο» όπως είναι με τη μητρική αγάπη. Το αγόρι δεν είναι που συνεχίζει να κατουριέται ή να τα κάνει πάνω του, με δύο λόγια που αρνείται να μεγαλώσει; Το αρσενικό παιδί περνάει τότε μια δύσκολη στιγμή, που τα σημάδια της θα τον συνοδεύουν πάντα με τη μορφή του τρόμου για την γυναικεία κυριαρχία. Φαίνεται πως η περίφημη «παγίδα» που αναφέρει τόσο συχνά ο άντρας είν’ εκείνη της συμβίωσης με τη μητέρα, που τη θεωρεί «εγκλωβιστική». Συμβίωση ή ψύχωση; Οπωσδήποτε «φυλακή».
Ο άντρας από κεί και πέρα θα πανικοβάλλεται μπροστά σε οποιαδήποτε συμβίωση, με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Να μην ξαναβρεθεί ποτέ πιά στον ίδιο χώρο, να μην ξαναμπλεχτεί με την επιθυμία της γυναίκας, να ποιός είναι ο σκοπός αλλά και η αιτία του αντρικού μισογυνισμού.
Να κρατήσει τη γυναίκα μακριά του, να την αποκλείσει σε τόπους αποκλειστικά προορισμένους γι’ αυτήν (οικογένεια, ανατροφή των παιδιών, δουλειές του σπιτιού), να ποιός θα’ ναι ο πρώτος στόχος του αρσενικού πολέμου. Να παρεμβάλλει πάντα ανάμεσά τους ένα φυσικό ή κοινωνικό φράγμα, ν’ αντιστέκεται στην επιθυμία της μ’ οποιονδήποτε τρόπο, να «τηρήσει τις αποστάσεις» με κάθε μέσο, να ποιά θα’ ναι η κύρια φροντίδα του. Θα επηρεαστεί ακόμα και στη σεξουαλική του συμπεριφορά περιορίζοντας τις χειρονομίες και τις εκφράσεις που μπορεί να του θυμίζουν κάτι απ’ την τρυφερότητα της συμβίωσης με τη Μητέρα.
Αν το παιδί αντισταθεί στη μητέρα σε τέτοιο βαθμό ώστε να ξεχάσει να «υπάρχει» για τον εαυτό του, τότε νεκρώνονται όλες οι επιθυμίες του. Ονομάζεται άμορφο (αδρανές) και δεν εκφράζεται ποτέ, ούτε στο σχολείο ούτε στο σπίτι. Κλείνεται σ’ ένα φαύλο κύκλο: για να μπορέσει ν’ απαλλαγεί από ΚΕΙΝΗΝ και τη μόνιμη επιθυμία της, υποχρεώνεται ν’ απαλλαγεί από κάθε επιθυμία. Στην άλλη περίπτωση γίνεται επιθετικό αρχικά απέναντι στη μητέρα και στη συνέχεια απέναντι σε όλους και σ’ όλα: αντιστέκεται στο δάσκαλο, τσακώνεται με τους συμμαθητές του, κοροϊδεύει τα κορίτσια.
Φέρνει μαζί του τον πόλεμο παντού όπου πάει και σπέρνει τον πανικό, γιατί θέλει να φανεί ο πιό δυνατός. Πιό δυνατός από ΚΕΙΝΗΝ πρώτα κι ύστερα απ όλον τον κόσμο. Στην πραγματικότητα αυτό που θέλει είναι να πάρει το πάνω χέρι στη σχέση με τη μητέρα του, να τη νικήσει. Ασταθής τις περισσότερες φορές, προσπαθεί να της ξεφεύγει συνέχεια με την υπερκινητικότητά του.
Ο πατέρας, τί κάνει όλο αυτό τον καιρό; Πού είναι; Δε βλέπει, δεν ξέρει τί γίνεται αφού το’ χει ζήσει κι ο ίδιος; Βέβαια και ξέρει, θυμάται. Αλλά δεν τολμά ν’ αποσπάσει το γιό του απ’ τη γυναικεία εξουσία (τη μόνη που ασκεί η γυναίκα του με την ησυχία της, αφού όλες τις άλλες εξουσίες τις έχει αυτός). Ο γιός δεν μπορεί να υπολογίζει καθόλου στη βοήθεια του πατέρα του για να περάσει τη «στενωπό»: ο πατέρας κρατιέται εκούσια μακριά απ’ τη σύγκρουση.
Και το αγόρι τις περισσότερες φορές δε θα γνωρίσει την ομοφυλοφιλία παρά στην εφηβεία με τ’ άλλα αγόρια της ηλικίας του, που βγαίνουν και αυτά τότε απ’ τον επικίνδυνο δαίδαλο. Η ομοφυλοφιλία του άντρα χρησιμεύει τότε σαν άμυνα απέναντι στη μητέρα, τη γυναίκα, την κόρη. Η ομοφυλοφιλία των αγοριών είναι πρίν απ’ όλα αμυντική στάση απέναντι στο άλλο φύλο.
Αυτές είναι, συνοπτικά, οι διάφορες μορφές που παίρνει το πρόβλημα του οιδιπόδειου συμπλέγματος στον άντρα, που γεννιέται στα χέρια μιας γυναίκας, κι είναι καρπός μιας μοιραίας σύζευξης των φύλων. Έτσι ξυπνάει μέσα του η πιό τρυφερή αγάπη, έτσι ξεκινάει ο πιό μακρύς πόλεμος. Ο άντρας γυρίζει απ’ αυτόν τον πόλεμο έχοντας γίνει δύσπιστος, σιωπηλός και μισογύνης: με δυό λόγια όλα εκείνα για τα οποία τον κατηγορεί αργότερα η γυναίκα του. Το να καταφέρει ν’ απαλλαγεί απ’ το πρόσωπο που ο ίδιος αγαπάει τόσο πολύ και που τον αγαπάει τόσο, δεν είναι εύκολη δουλειά για τον άντρα. Όλα αυτά είναι βέβαια αποτέλεσμα της συνύπαρξης των δύο φύλων μέσα σε μια οικογένεια όπου μόνον η γυναίκα ασχολείται με τα παιδιά, επομένως είναι αναγκασμένη να ζεί πρόσωπο με πρόσωπο με το γιό της.
Άλλοτε υπήρχε ο παππούς, ο θείος, ο ξάδερφος, τόσες αντρικές φιγούρες για να διακόψουν αυτό το επικίνδυνο τετ-α-τετ, τώρα η πανίσχυρη Μητέρα ζει μόνη με το γιό της, που εκπληρώνει όλες τις παλιές προσδοκίες της, μέσω του γιού της παίρνει εκδίκηση για τον πατέρα της που δεν ήταν ποτέ κοντά της, για τον άντρα της που δεν είναι τώρα. Το παιδί, αυτό είναι κοντά της, θα πληρώσει λοιπόν για τους άλλους. Τί τα θέλετε, πρέπει ν’ αρπάξουμε τον άντρα όπου και όπως τον βρούμε – κι αν είναι απ’ την κούνια, τόσο το χειρότερο!
Ύστερα απ’ τη τρομερή τους μάχη μ’ αυτήν την πανίσχυρη Μητέρα, πώς περιμένετε οι άντρες να μην είναι γεμάτοι δυσπιστία σε ό’ τι αφορά τη γυναίκα και την αναχαιτιστική της δύναμη; Πώς περιμένετε να κάνουν κάτι άλλο απ’ το να μας υποβαθμίζουν συνέχεια περιορίζοντάς μας στα καθήκοντά μας; Πώς θα’ ταν δυνατό η αγάπη του άντρα για τη γυναίκα να μη συνοδεύεται από αμφιθυμία; Ποιός άντρας – ποιός γιός – έχει πραγματικά απαγκιστρωθεί απ’ τη μητέρα του; Βέβαια κάποτε την άφησε, αλλά σε ποιό βαθμό; Σε ποιά ηλικία; Για χάρη ποιού; Ποιά μητέρα υα μπορούσε να ισχυριστεί πως έχει πια παραιτηθεί απ’ το γιό της – ακόμα και στα ογδόντα της χρόνια; Παραμένει για κείνην «ο μοναδικός» παρόλο που ο σεβασμός για τον άλλον την αναγκάζει να σιωπά. Χωρίς όλα αυτά να σημαίνουν πως δεν υπάρχουν θαρραλέοι άντρες και αξιοπρεπείς μητέρες.
Τα δεσμά που πλέχτηκαν στη σκιά της παιδικής ηλικίας θα μείνουν άλυτα για το γιό και τη μάνα. Οι γυναίκες δεν παντρεύονται παρά τους γιούς μιας άλλης γυναίκας. Σ’ αυτό οφείλονται οι συγκρούσεις πεθεράς – νύφης γύρω απ’ τον ίδιο άντρα, που κρατάνε ώσπου η πιο νέα ν’ αποκτήσει κι αυτή με τη σειρά της ένα γιό. (Εγκαταλείπει τότε τη μάχη του παρελθόντος για ν’ αρχίσει τη μελλοντική, με το γιό της). Η γυναίκα παντρεύεται έναν άντρα που δεν είναι ελεύθερος αλλά μυστικά δεμένος με τη μητέρα του κι αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον.
Ιστορία παράνοιας που συνεχίζεται έτσι από γενιά σε γενιά: ο γιός, κρυφά δεμένος με τη μητέρα του, παίρνει μιαν άλλη γυναίκα για να λειτουργήσει και ν’ αναπαράγει, αλλά την κρατάει σ’ ορισμένη απόσταση και δεν της αναγνωρίζει άλλα δικαιώματα απ’ το μαγείρεμα και τη μητρότητα. Η γυναίκα δε βρίσκει αληθινό σύζυγο, δε βρίσκει σύντροφο ίσο μ’ αυτήν. Πληρώνει τα χρέη του πολέμου στον οποίο μπλέκεται μόνο και μόνο γιατί διαδέχεται στο πλευρό του άντρα τη Μητέρα. Η γυναίκα θα βρει στο πρόσωπο του γιού της το μόνο προσιτό άντρα της ζωής της.
Ο κύκλος έκλεισε, ο κρίκος ενώθηκε: η μια γυναίκα, επειδή την κρατάει σε απόσταση ο άντρας της, θα προσκολληθεί στο γιό της και θα δημιουργήσει σ’ αυτόν την ανάγκη της «απόστασης» απ’ την άλλη γυναίκα που θα’ ρθεί. Η ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΚΑΒΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΤΟ ΛΑΚΚΟ ΤΟΥ ΜΙΣΟΓΥΝΙΣΜΟΥ.
Αν το αγόρι ξεκινά απ’ τις έννοιες της συγχώνευσης και της συμπλήρωσης , το κορίτσι εγκαινιάζει τη ζωή του με τη διάσπαση του κορμιού και του πνεύματός του: την αγαπούν σαν παιδί αλλά δεν την επιθυμούν σαν κοριτσίστικο κορμί. Δεν αποτελεί «ικανοποιητικό» αντικείμενο για τη μητέρα της στο σεξουαλικό επίπεδο, δεν μπορεί ν’ αποτελέσει κάτι τέτοιο παρά μόνο για τον πατέρα. Μόνον ο πατέρας θα μπορούσε να εξασφαλίσει στην κόρη του μιαν άνετη σεξουαλική θέση, γιατί μόνον αυτός βλέπει το γυναικείο φύλο σαν συμπληρωματικό του δικού του, επομένως απαραίτητο για την ηδονή του.
Η συνέπεια του γεγονότος ότι το κορίτσι δεν αποτελεί το οιδιπόδειο αντικείμενο για τη μητέρα είναι να νιώσει γενικότερα σαν μη – ικανοποιητικό αντικείμενο (αποτέλεσμα του ότι δεν είναι επιθυμητή απ’ τη μητέρα). Το κορίτσι κι αργότερα η γυναίκα δε μένει ποτέ ικανοποιημένη απ’ αυτό που έχει, απ’ αυτό που είναι, προσπαθεί ν’ αποκτήσει ένα άλλο κορμί απ’ το δικό της: θα ήθελε να έχει ένα άλλο πρόσωπο, άλλο στήθος, άλλες γάμπες… Αν την ακούσει κανείς να μιλάει, καταλαβαίνει ότι νιώθει σαν να’ χει στο κορμί της κάτι που στους άλλους φαίνεται αταίριαστο. Στην πραγματικότητα το πρώτο πράγμα που ένιωθε πως δεν ταίριαζε ήταν το δικό της κορμί, αφού ανήκε στο φύλο που δεν προκαλούσε την επιθυμία απ’ τη μεριά της μητέρας.
Το κοριτσάκι είναι στα μάτια της μητέρας του χαριτωμένο, αξιολάτρευτο, ντελικάτο, φρόνιμο, ό’ τι μπορεί κανείς να φανταστεί, εκτός από σεξουαλικό αντικείμενο χρωματισμένο με επιθυμία. Το χρώμα της επιθυμίας λείπει απ’ το κοριτσάκι, αφού ζυμώνεται σε γυναικεία χέρια. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη την περίοδο το γεννητικό του όργανο υπάρχει ήδη κι η κλειτοριδική περιοχή είναι υπερευαίσθητη στα χάδια της μητέρας όταν την καθαρίζει, αλλ’ αυτό το γεννητικό όργανο δεν είναι επιθυμητό απ’ τη μητέρα που, άλλωστε, σύμφωνα με ό’ τι την έχουν μάθει, δε γνωρίζει αυτό το μέρος σαν ουσιαστικά γυναικείο ούτε στο δικό της κορμί παρά προτιμάει να θεωρεί σαν τέτοιο τον κόλπο της, το μέρος δηλαδή απ’ το οποίο αντλεί ηδονή ο άντρας. Η μητέρα επομένως είναι η πρώτη που βάζει φραγμούς στην κλειτοριδική ηδονή της κόρης της κι εγκαθιδρύει τη σιωπή γύρω απ’ αυτή την ηδονή.
Το «είσαι ένα κλειτοριδικό κοριτσάκι» αντικαθίσταται στο μητρικό υποσυνείδητο απ’ το «θα γίνεις μια κολπική γυναίκα που θα βρει την ηδονή αργότερα, με κάποιον άντρα». Κι η στάση αναμονής – το παρόν είναι απαγορευμένο στ’ όνομα του μέλλοντος – θα είναι, αλίμονο, η στάση πολλών γυναικών. Περιμένουν πάντα τον οργασμό της ενήλικης γυναίκας: ξέρουν (όπως και το κοριτσάκι) ότι υπάρχει κάποια ηδονή που μπορούν να νιώσουν, αλλά προς το παρόν δεν την νιώθουν. Έτσι το κορίτσι δε γίνεται δεκτό με την αληθινή του παιδική σεξουαλικότητα, το παραπέμπουν στη μελλοντική γυναικεία σεξουαλικότητα, πρέπει να κρατήσει κρυφό αυτό που ΕΙΝΑΙ: ένα κλειτοριδικό κοριτσάκι, και πρέπει να πιστέψει σ’ αυτό που ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ: μια κολπική γυναίκα.
Καταλαβαίνοντας τη διαλεκτική που του επιβάλλεται και μαντεύοντας ότι μόνον η γυναίκα αναγνωρίζεται σαν σεξουαλικό αντικείμενο, παίζει τη γυναίκα. Δανείζεται τα απαραίτητα «σύνεργα»: το ρουζ, τα τακούνια, την τσάντα. Το κοριτσάκι μεταμφιέζεται σε γυναίκα, όπως αργότερα η γυναίκα θα μεταμφιεστεί σε άλλη γυναίκα απ’ αυτήν που είναι πραγματικά. Εδώ βρίσκεται η αιτία της μόνιμης «μετάθεσης» που κάνει η γυναίκα σχετικά με το ίδιο της το κορμί: πιστεύει πως είναι πάντα απαραίτητο να κάνει κάπου μια ζαβολιά, προκειμένου να γίνει δεκτή σαν γυναίκα.
Το πραγματικό της φύλο δεν αρκεί, πρέπει συνεχώς να προσθέτει κάτι και για τί μας μιλούν τα λεγόμενα «γυναικεία» περιοδικά; Μα για μια «γυναίκα πιο φυσική από τη φύση», για μια «γυναίκα επιτέλους θηλυκή», μια «γυναίκα – γυναίκα» κ.λ.π., λες και χρειάζεται πάντα να προσθέτει κάτι παραπάνω στο ίδιο το φύλο της γυναίκας, λες και η γυναίκα δεν είναι γυναίκα απ’ τη φύση της, λες και το γεννητικό της όργανο δεν είναι απόδειξη της θηλυκότητάς της!
Πάντα η ίδια ιστορία: το κορίτσι που αναγκάζεται να δείξει ότι έχει διαφορετική σεξουαλικότητα από κείνην που έχει πραγματικά. Η γυναίκα αρχίζει απ’ την παιδική της ηλικία να ψεύδεται απέναντι στο ίδιο της το φύλο. Δεν είναι ποτέ αληθινό μικρό κορίτσι, είναι μόνο μια ψεύτικη μικρή γυναίκα. Όλος ο κόσμος ξέρει πως δεν αρκεί να είσαι κορίτσι για ν’ αναγνωριστείς σαν τέτοιο, πρέπει αδιάκοπα να προσθέτεις αποδείξεις θηλυκότητας, που συχνά δεν έχουν καμία σχέση με το φύλο: «Το αγόρι είναι επιθυμητό γι’ αυτό που είναι, το κορίτσι είναι επιθυμητό – αν είναι – σύμφωνα με μια κλίμακα αξιών:
- Τα κορίτσια είναι πιο στοργικά.
- Είναι πιο ανεκτικά και πιο συνεννοήσιμα.
- Είναι πιο ντελικάτα και κοκέτικα.
- Βοηθάνε στο νοικοκυριό (…) (λυπάμαι που θα απογοητεύσω … τίποτε απ αυτά δεν είναι μια γυναίκα, μπορεί όμως να είναι αν εφαρμόζει την τέχνη της παραφύλαξης) [5]
Με δύο λόγια το κορίτσι γίνεται παραδεκτό σαν «κορίτσι» για χίλιους δύο λόγους που δεν εξαρτώνται ποτέ απ’ το αληθινό της φύλο. Αναγνωρίζεται σαν «κορίτσι» υπό όρους, ενώ το αγόρι αναγνωρίζεται σαν αγόρι αποκλειστικά εξαιτίας του φύλου του.. Το κορίτσι πρέπει συνεχώς να να δίνει αποδείξεις της θηλυκότητάς του. Πώς μετά απ’ όλα αυτά να μη νιώθουν οι γυναίκες την επιτακτική ανάγκη να κάνουν έκδηλα τα σημάδια αυτής της θηλυκότητας;
Δύσκολα τα πράγματα για κείνην που θεωρεί υποχρέωσή της ν’ αποδεικνύει εφ’ όρου ζωής πως είναι στ’ αλήθεια γυναίκα! Γυναίκα, που η ίδια δεν είναι ποτέ σίγουρη ότι είναι, αφού η κοινωνική της ταυτότητα δεν εξαρτήθηκε ποτέ από το φυσικό της φύλο. Η ταυτότητα, που είναι αδύνατο να βρεθεί εξαιτίας της απουσίας της επιθυμίας εκ μέρους του άλλου φύλου, η ταύτιση, που είναι επικίνδυνη εξαιτίας της δυσκολίας που αντιμετωπίζει το κορίτσι στο να βρεί στο κορμί του ομοιότητες με της Μητέρας: αυτοί είναι οι σκόπελοι που συναντάει το κορίτσι στο δρόμο του.
Το δράμα του μικρού κοριτσιού είναι πως το κορμί του δε μοιάζει με το κορμί κανενός. Δεν έχει ούτε το γεννητικό όργανο του πατέρα, ούτε το κορμί της μητέρας (που έχει στήθη, λεπτή μέση, γοφούς, ηβικό τρίχωμα). Το κοριτσάκι νιώθει γυμνό, επίπεδο, άδειο, μοιάζει με τα κουκλάκια χωρίς φύλο που πουλάνε στα μαγαζιά. Έχει ωστόσο και το κοριτσάκι κάτι το «κοινό» με τη γυναίκα, αλλά δεν μπορεί να το δει, γιατί βρίσκεται κρυμμένο χαμηλά: κανείς δεν του μιλάει βέβαια ποτέ για την κλειτορίδα, το μόνο σημάδι θηλυκότητας που μπορεί να συγκριθεί με το αντίστοιχο της μητέρας. [6]
Η περίφημη κλειτοριδική ηδονή, που οι φεμινίστριες τη διεκδικούν και οι φαλλοκράτες τη δυσφημίζουν, αποτελεί έναν απ’ τους πρώτους κρίκους της αλυσίδας. Δεν πρέπει να τον παραλείψουμε, αν θέλουμε στη θέση της σκιάς που σκεπάζει τώρα τη γυναικεία σεξουαλικότητα να χυθεί άπλετο φώς. [7]
Πραγματικά, με το να μην αναφέρουμε στο κορίτσι αυτό το μέρος του σεξουαλικού του εξοπλισμού, αρνούμαστε να του πούμε αυτό που έχει και λειτουργεί, ενώ του μιλάμε γενικά για το υπόλοιπο γεννητικό του σύστημα που όμως ακόμα δε λειτουργεί: άρα του μιλάμε για κάτι που το ίδιο δεν έχει (αναπαραγωγή, κανόνες), ενώ η Μητέρα έχει. Επομένως, κανένα μέρος του κορμιού της Μητέρας δεν επιτρέπει τη σεξουαλική ταύτιση με την κόρη της: η ομοφυλοφιλία ανάμεσά τους αποδεικνύεται αδύνατη. Μόνο στην εφηβεία θ’ ανακαλύψει το κορίτσι πως το κορμί του είναι όμοιο μ’ «εκείνης». Η μεγάλη σημασία που έχει η φιλία ανάμεσα στις κοπέλες στην εφηβεία οφείλεται στο ότι βοηθάει ν’ αναπτύσσει η καθεμιά μέσω της άλλης τη θηλυκότητα που δεν μπόρεσε ν’ αναπτύξει με τη μητέρα.
Στο μεταξύ, γι’ αυτή την «ανώτερη» σεξουαλικά Μητέρα, με τα τόσα σωματικά προσόντα, το κορίτσι νιώθει επιθυμία και φθόνο. Αυτά τα αισθήματα επομένως, αντίθετα με ό’ τι πίστευε ο Φρόυντ, δε γεννιούνται στο κορίτσι για το αρσενικό κορμί αλλ’ απ’ τη συντριπτική σύγκριση με το κορμί της γυναίκας – μητέρας. Δεν είναι σπάνιο το θέαμα του κοριτσιού που αγγίζει με τη σειρά μια το στήθος της μητέρας του και μια το δικό του, για να καταλήξει απογοητευμένο:
«Η Κάριν δεν έχει βυζάκια…» Αν λάβουμε υπόψη ότι η μητέρα είναι κείνη που ασκεί τη μεγαλύτερη εξουσία πάνω στο παιδί, τότε γίνεται φανερό πως τα δικά της σεξουαλικά προσόντα και συγκεκριμένα το στήθος, είναι κείνα που βλέπει το παιδί, πολύ πρίν απ’ το αρσενικό γεννητικό όργανο, και κείνα φθονεί επειδή του λείπουν, απ’ τη μια μεριά το αγόρι νιώθει την ανεπανόρθωτη απώλεια και ξυπνάει μέσα του το φάντασμα του γλυκού μητρικού στήθους, που θα τον κυνηγάει σ’ όλη του τη ζωή, και απ’ την άλλη το κορίτσι αρχίζει να συγκρίνει και να φθονεί κάθε στήθος, κάθε κορμί πιό όμορφο απ’ το δικό του.
Πάντως, αν οι γυναίκες έχουν φτάσει στο σημείο να’ χει πάρει η ζήλια ανάμεσά τους τη θέση της ομοφυλοφιλίας, είναι γιατί η Μητέρα, η πρώτη γυναίκα που συναντάει το κορίτσι, δεν τόλμησε να αναγνωρίσει ούτε να ονομάσει στο κορμί της κόρης της αυτό που ήταν όμοιο με το δικό της. Άραγε από ντροπή ή μήπως από φόβο; Το σίγουρο είναι πως καμιά γυναίκα δε μιλάει ποτέ για την κλειτορίδα στο κοριτσάκι της…
Και το κορίτσι, είναι απελπισμένο που δεν έχει ούτε γεννητικό όργανο (δεν αναγνωρίζει την κλειτορίδα), ούτε σεξουαλικό αντικείμενο (ο πατέρας απουσιάζει). Αν δεν μπορεί να βρει στο γεννητικό της όργανο την απόδειξη της σεξουαλικότητάς της, θα την ψάξει αλλού: στο κορμί της που το θέλει «θηλυκό», στις πράξεις της που τις θέλει ταιριαστές με το φύλο της, στον τρόπο ομιλίας της που θα γίνει ελκυστικός.
Η γυναίκα θα μετατρέψει σε στοιχείο σεξουαλικότητας καθετί το οφθαλμοφανές. Επειδή δεν αναγνωρίστηκε το γεννητικό της όργανο όταν ήταν κορίτσι, η γυναίκα θα μάθει ν’ αναγνωρίζει καθετί μη σεξουαλικό στο κορμί της, σαν «γυναικείο». Έτσι ώστε κάποια στιγμή θα θεωρήσει ολόκληρο το κορμί της σαν σεξουαλική ένδειξη και θα ντραπεί να το επιδείξει. Μαθαίνει απ’ την παιδική της ηλικία να χρησιμοποιεί την ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ της όψη για να δηλώσει το ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ της φύλο. Αφού το κοριτσάκι περνάει τον καιρό του σερβίροντας εξωτερικές αποδείξεις της θηλυκότητάς του, που του την κρατάνε κρυφή οι ενήλικες γύρω του, από κει και πέρα είναι φυσικό να μην μπορεί να διακρίνει πολύ καλά τί είναι σεξουαλικό στο κορμί της και τί όχι.
Λένε ότι η γυναίκα γίνεται υστερική γιατί έχει συνεχώς ανάγκη απ’ το βλέμμα του άλλου σαν εγγύηση της σεξουαλικής της ταυτότητας. Ο λόγος που ο άντρας δεν έχει αυτή την ανάγκη είναι βέβαια ότι εκείνος είχε εξαρχής στραμμένο πάνω του το όλο επιθυμία μητρικό βλέμμα, ενώ η απουσία του πατρικού βλέμματος στη μικρή ηλικία φαίνεται πως σημαδεύει το κορίτσι με σεξουαλικό άγχος, με αμφιβολίες για την ταυτότητά του, που αναγκάζεται να λύνει σαν ενήλικη πια γυναίκα μέσω ενός νέου «επανορθωτικού» βλέμματος. Ποιά γυναίκα μπορεί να ισχυριστεί ότι μένει αδιάφορη σε κάποιο ΒΛΕΜΜΑ που στρέφεται πάνω της; Είτε είναι συνθετικό, είτε καταλυτικό, το σίγουρο είναι πως η γυναίκα δύσκολα καταφέρνει να εγκαταλείψει το χώρο του βλέμματος, ειδικά του αντρικού. [8]
Αυτό εξηγεί και τη δυσκολία που βρίσκουν οι γυναίκες στο να εγκαταλείψουν τον κόσμο του φαλλοκράτη άντρα για να εισχωρήσουν σ’ εκείνον της φεμινίστριας γυναίκας, που δε δίνει καμιά σημασία στα αντρικά αξιολογητικά κριτήρια και δεν έχει σε καμία εκτίμηση την αντρική γνώμη. Οι γυναίκες φοβούνται μήπως πάψουν κατά κάποιο τρόπο ν’ «αρέσουν» στους άντρες. Δεν έχουν εμπιστοσύνη σε άλλες γυναίκες σε ό’ τι αφορά την αναγνώρισή τους, γιατί φοβούνται ότι θα δημιουργηθεί ανάμεσά τους η αντιζηλία που γνώρισαν με την πρώτη γυναίκα, τη μητέρα τους.
Ο πόλεμος με τη Μητέρα, ο πόλεμος με την Ιοκάστη εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς δυσπιστίας περισσότερο παρά ομοφυλοφιλίας. Οι γυναίκες καταβάλλουν τώρα μεγάλο κόπο για να ξεπεράσουν τη δυσπιστία που υπάρχει ανάμεσά τους: για να επιτευχθεί η «αδερφοσύνη ανάμεσα στις γυναίκες», πρέπει η καθεμιά να παραιτηθεί απ’ ότι της έχει επιβληθεί εξωτερικά και ν’ αφουγκραστεί την εσωτερική της φωνή, κάτι που καθόλου δεν έχει συνηθίσει να κάνει.
Εκείνη που πάσχει από ανορεξία είναι γυναίκα «για τον εαυτό της», αρνείται να είναι «για τους άλλους», επομένως αρνείται όλους τους συνηθισμένους κανόνες της ομορφιάς και της θηλυκότητας και ζεί σύμφωνα με τις δικές της επιταγές, που της επιτρέπουν να ξεφεύγει απ’ την Επιθυμία. Η συμπεριφορά αυτών των νέων κοριτσιών, που συχνά έχουν τάσεις αυτοκτονίας, αποκαλύπτει ότι η έφηβη κάνει μια θεμελιώδη εκλογή ανάμεσα στο σώμα και στο πνεύμα: κατά περίεργο τρόπο εκείνες οι κοπέλες που αρνούνται το κορμί σαν αλλοτριωμένο απ’ το βλέμμα του «άλλου», παρουσιάζουν ένα διανοητικό επίπεδο πολύ πιό υψηλό απ’ των περισσότερων συνομηλίκων τους. Οι άλλες – οι περισσότερες – μπαίνουν στον κύκλο των επιθυμητών γυναικών.
Ο όρος «επιθυμητή γυναίκα» υιοθετείται τόσο αργά στη ζωή του κοριτσιού, που είναι φυσικό ν’ αντιμετωπίζεται με αμφιθυμία, όταν βέβαια δεν προκαλεί την ειλικρινή επανάσταση, όπως για παράδειγμα στις μέρες μας με το ξέσπασμα του φεμινισμού και τη συστηματική άρνηση της γυναίκας να υποταχτεί στην επιθυμία του άντρα που «την επιθυμεί». Όλ’ αυτά αποτελούν εκπλήξεις για κείνον: η βία της συντρόφου του τον σκανδαλίζει, τον κάνει να τα χάνει, γιατί δεν κατάλαβε ποτέ ότι το ν’ ασχολούμαστε όλη την ώρα με το να είμαστε «γυναίκες», σημαίνει πως παραιτούμαστε αναγκαστικά από οποιαδήποτε προσπάθεια για επιτυχία σε άλλους τομείς κι ότι οι «γυναίκες – γυναίκες» είναι «υπανάπτυκτες διανοητικά».
Όλοι βγαίνουμε βαριά τραυματισμένοι απ’ το Οιδιπόδειο αυτό, που αφανίζει τον πατέρα για χάρη της μητέρας: φέρουμε το σημάδι της Μητέρας μας κι ονειρευόμαστε τον Πατέρα μας. Στον άντρα απ’ τη μια μεριά αυτό παίρνει τη μορφή της μνησικακίας εναντίον της γυναίκας. Απ’ αυτήν κανένας άντρας δεν απαλλάσσεται ούτε ολοκληρωτικά ούτε οριστικά. Η ταυτότητα του άντρα σφραγίζεται λοιπόν με την άρνηση να δεχτεί την γυναίκα σαν ίση μ’ εκείνον. Στη γυναίκα απ’ την άλλη παίρνει τη μορφή μιας ξέφρενης κούρσας πίσω απ’ την αντρική επιθυμία, που θα την κάνει σκλάβα του αντρικού νόμου και δύσπιστη απέναντι στις άλλες γυναίκες. Η ταυτότητα της γυναίκας σφραγίζεται με την επιθυμία να συναντήσει τον άντρα που έλειπε τόσο καιρό απ’ τη ζωή της.
Βλέπουμε εδώ να σχηματίζεται μπροστά στα μάτια μας ο φαύλος κύκλος: η γυναίκα που δεν είναι επιθυμητή στην παιδική της ηλικία θα ζητιανέψει, σαν ενήλικη πια, το επιδοκιμαστικό βλέμμα του άντρα. Εκείνος θα το εκμεταλλευτεί από τη θέση του «κυρίου», για να κλείσει τον ανοιχτό λογαριασμό του με τη γυναίκα (που την ταυτίζει με τη μητέρα του). Έτσι η γυναίκα, που έχει ανάγκη απ’ την ανακουφιστική αγάπη του άντρα, θα βρει την ευνουχιστική αγάπη εκείνου που είναι αποφασισμένος ότι ΕΚΕΙΝΗ δε θα βασιλέψει ποτέ πια. Η Ιστορία που βιώθηκε με την Ιοκάστη φαίνεται πως γεννάει τόσο την αντιζηλία ανάμεσα στις γυναίκες όσο και τον μισογυνισμό του άντρα προς τη γυναίκα. Έτσι η γυναίκα αποκτά δυσπιστία απέναντι στα δύο φύλα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σταματήσει τον πόλεμο. [9]
Όμως λένε πως ό’ τι υποφέρουν οι γυναίκες είναι οι ίδιες που το προκαλούν, επειδή θέλουν να έχουν την αποκλειστικότητα στην ανατροφή του παιδιού, πως οι μητέρες είναι εκείνες που διαμορφώνουν τους μελλοντικούς μισογύνηδες που θα βασανίζουν τις κόρες τους. Αυτά τα ξέρουμε άραγε, άντρες και γυναίκες; Φαίνεται πως όχι, αφού οι γυναίκες εξακολουθούν να διεκδικούν ταυτόχρονα το παιδί και την ανάγκη ν’ «αναγνωριστούν» απ’ τον ώριμο άντρα. Οι γυναίκες δε φεύγουν απ’ τη θέση που τις έχει τοποθετήσει ο άντρας. Αυτός είναι ο λόγος που παραπονιούνται τώρα, χωρίς να τους περνάει απ’ το μυαλό ότι αυτό είναι το μόνο μέσο που έχει ο άντρας για να νικήσει τη μητέρα του, την πρώτη γυναίκα της ζωής του. [10]
Όποια μορφή και να πάρει το ζευγάρι, η βασική σύγκρουση παραμένει: η γυναίκα περιμένει ν’ «αναγνωριστεί» από κάποιον που δεν μπορεί να την «αναγνωρίσει» χωρίς να νιώσει πως βρίσκεται σε κίνδυνο. Γι’ αυτό οι άντρες κλείνουν τ’ αφτιά στις φεμινιστικές καταγγελίες όσο καλά θεμελιωμένες κι αν είναι. Ωστόσο οι γυναίκες δε θα μπορέσουν να επανορθώσουν τις αδικίες που έχουν διαπραχθεί σε βάρος τους με το να πάρουν τα συμπεράσματα σαν αρχικό συλλογισμό. Αυτό θα το πετύχουν με το ν’ αλλάξουν τον αρχικό συλλογισμό στο μυαλό των «καινούργιων» αντρών που, λιγότερο υποταγμένοι στην εξουσία τους σαν παιδιά, θα νιώσουν λιγότερο έντονα την ανάγκη ν’ αμυνθούν σαν ενήλικοι.
Η κατηγορία έρχεται απ’ τη μεριά των γυναικών, γιατί αυτές είναι οι περισσότερο καταπιεσμένες στο σημερινό σύστημα, αλλά πρέπει να καταλάβουν ότι όσο εξακολουθούν ν’ αναλαμβάνουν μόνες το παιδί (όπως βέβαια το κράτος καθημερινά τις προτρέπει) τόσο θα διαιωνίζουν το φαλλοκρατικό σύστημα που τις έχει φυλακίσει.
Οι γυναίκες είναι άραγε έτοιμες γι’ αυτήν την παραίτηση;
Οι άντρες είναι άραγε έτοιμοι ν’ αναλάβουν το ρόλο τους στο οιδιπόδειο σύστημα της εξουσίας;
Μένει να δούμε στην πράξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου