«Υπάρχει μια πνευματική και σωματική κατάσταση κατά την
οποία τα πάντα εκμηδενίζονται μέσα μας, στη σκέψη μας, στην καρδιά μας και στις
αισθήσεις μας. Ονομάζω αυτήν την κατάσταση … έρωτα». P. Bourget
Στον
άνθρωπο, η σεξουαλικότητα έχει τη δική της φυσιογνωμία. Είναι ήδη σε μέγαλο
βαθμό ελεύθερη – και τόσο πιό ελεύθερη όσο πιό διαφοροποιημένο είναι το άτομο –
από τα δεσμά και τους εποχιακούς κύκλους του σεξουαλικού οίστρου που
διατηρούνται στη σεξουαλικότητα των ζώων (και πιό πολύ στα θηλυκά απ’ ό,τι στα
αρσενικά).
Η έννοια του σεξουαλικού έρωτα ως μια απ’ τις φυσικές ανάγκες του ανθρώπου είναι επίσης προϊόν μιας παρανόησης. Κατά βάσιν, η φυσική σεξουαλική επιθυμία ποτέ δεν υπάρχει στον άνθρωπο. Η επιθυμία του ανθρώπου είναι πάντοτε και ουσιωδώς ψυχική, και η σωματική όψη της επιθυμίας του είναι απλώς μια μετάφραση και μια μεταφορά της ψυχικής του επιθυμίας.
Η
αναπαραγωγή είναι μια πιθανή συνέπεια της σεξουαλικής δραστηριότητας αλλά με
κανέναν τρόπο δεν περιέχεται στην πραγματική εμπειρία της σεξουαλικής διέγερσης.
Ακόμα και στην περίπτωση όπου ένας άνδρας και μια γυναίκα ζευγαρώνουν με σκοπό
να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί, οπωσδήποτε δεν έχουν αυτήν την ιδέα στο νού τη
στιγμή της ένωσής τους, ούτε είναι αυτή που τους ανυψώνει και τους μεταφέρει την
ώρα της συνουσίας.
Το
πραγματικά θεμελιώδες γεγονός είναι η έλξη που γεννιέται ανάμεσα σε δύο όντα
διαφορετικού φύλου, μαζί με όλο το μυστήριο και τη μεταφυσική τα οποία
συνεπάγεται αυτή η έλξη. Είναι η επιθυμία του ενός για τον άλλον, η ακατανίκητη
παρόρμηση για ένωση και κατοχή, μεσ’ από την οποία ενεργεί σκοτεινά μια ακόμα
πιό βαθιά παρόρμηση. Σε τίποτε απ’ όλ’ αυτά η «αναπαραγωγή», ως συνειδησιακό
γεγονός, δεν παίζει τον παραμικρό ρόλο.
Σε
περιπτώσεις ισχυρού πάθους και αισθησιακής έλξης ανάμεσα στα πιό εξελιγμένα
άτομα, σπανίως θα βρούμε ίχνος της «βιολογικής σκοπιμότητας», έστω και εκ των
υστέρων. Όταν ένας άνδρας ελκύεται από μια γυναίκα και την επιθυμεί, προσπαθεί
μάλλον να φανταστεί την «ηδονή» που μπορεί αυτή να του δώσει και να προβλέψει
την έκφραση του προσώπου της και γενικά τη συμπεριφορά της πάνω στην κρίση της
συνουσίας, παρά να βεβαιωθεί αν αυτή μπορεί να του εξασφαλίσει τη γέννηση ενός
παιδιού που θα ταιριάζει καλύτερα στους σκοπούς του είδους.
Εκείνος που αγαπάει πραγματικά, στην επιθυμία του ν’
αποκτήσει μια γυναίκα δεν ενδιαφέρεται για την ιδέα της ηδονής περισσότερο από
ό,τι για εκείνη της τεκνοποίησης. Ωστόσο, σε περιόδους παρακμής, όπως αυτή που
διανύουμε, ο ερωτισμός αναπτύσσεται στην αποσχισμένη μορφή της απλής ηδονής. Ως
εκ τούτου, η σεξουαλικότητα γίνεται ένα είδος ναρκωτικού, ο εθισμός στο οποίο
δεν έχει τίποτα περισσότερο ιερό από τον εθισμό στα κοινά ναρκωτικά.
Δεν υπάρχει τεχνική του έρωτα η οποία να μπορεί, στη σφαίρα της «ηδονής», να οδηγήσει σε μια έντονη και ποιοτικά διαφοροποιημένη ποιότητα δίχως προϋποθέσεις εσωτερικής, ψυχικής τάξεως. Όταν αυτές είναι παρούσες, το άγγιγμα ενός χεριού μπορεί να προκαλέσει μερικές φορές μεγαλύτερη μέθη από ό,τι οποιαδήποτε επιδέξια ενεργοποίηση των ερωτογόνων ζωνών.Ο έρως δεν μπορεί να εξηγηθεί μέσω της βιολογικής σκοπιμότητας, μέσω της γενετήσιας ενόρμησης ή μέσω της αφηρημένης ιδέας της «ηδονής» ως αυτοσκοπού. Πρέπει να θεωρηθεί ως μια κατάσταση η οποία κυβερνάει την πολικότητα των φύλων όπως ακριβώς η παρουσία του θετικού και αρνητικού πόλου κυβερνάει το φαινόμενο του μαγνητισμού και κάθε τί που συνδέεται με ένα μαγνητικό πεδίο. Στις παραδοσιακές διδασκαλίες της Άπω Ανατολής, όταν ένας άνδρας και μια γυναίκα συναντιούνται, ακόμα και χωρίς την παραμικρή φυσική επαφή, μια ειδική ενέργεια, ή άυλο «ρευστό», το λεγόμενο τσινγκ, εγείρεται από τα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξής τους.
Η ενέργεια αυτή
αναβλύζει μεσ’ από την πολικότητα του γιν και του γιανγκ, τα οποία μπορούμε
προσωρινά να ορίσουμε ως τις καθαρές αρχές της αρσενικής και της θηλυκής
σεξουαλικότητας. Αυτή η ενέργεια, το τσινγκ, είναι μια εξειδίκευση της
θεμελιώδους ζωτικής δύναμης, του τσι,
και αυξάνει σε αναλογία με το βαθμό του γιανγκ και του γιν που υπάρχουν μέσα στον άνδρα και
στη γυναίκα. Αυτή η μαγνητικά προκαλούμενη δύναμη έχει ως ψυχολογικό της
αντίστοιχο την κατάσταση της δόνησης, της γενικής μέθης και της επιθυμίας που
χαρακτηρίζουν τον ανθρώπινο έρωτα. Η δημιουργία αυτής της κατάστασης επιφέρει
την πρώτη μετατόπιση του καθημερινού επιπέδου της εγρήγορης συνείδησης, την
οποία μπορεί να ακολουθήσουν και άλλα στάδια.
Η
απλή παρουσία της γυναίκας μπροστά στον άνδρα διεγείρει την στοιχειώδη ενέργεια
τσινγκ
και την αντίστοιχη κατάσταση συνείδησης. Αν ένας άνδρας και μια γυναίκα σταθούν
μόνοι ο ένας απέναντι στον άλλον, ακόμα και αν καμία επαφή δεν υπάρξει, είναι το
ίδιο σαν να υπήρξε. Αυτό συμβαίνει επειδή το πρώτο επίπεδο του τσινγκ, ο στοιχειώδης μαγνητισμός, έχει
αφυπνιστεί. Το δεύτερο επίπεδο, ήδη πιό έντονο, εμφανίζεται με τη σωματική επαφή
(που κυμαίνεται από την επαφή των χεριών και το αμοιβαίο άγγιγμα μέχρι το φιλί).
Το τρίτο επίπεδο κατακτάται όταν ο άνδρας διεισδύει μέσα στη γυναίκα και
αγκαλιάζεται απ’ αυτήν. Αυτό είναι και το όριο της μαγνητικής ανάπτυξης για τους
περισσότερους σύγχρονους εραστές. Δεν πρόκειται ωστόσο για το αληθινό όριο, αφού
υπάρχουν ακόμα στάδια τα οποία κατακτώνται στις ιερές και τελετουργικές μορφές
ερωτικής πράξης…
Η
ασυνήθιστη κατάσταση της υπεραισθησίας ενός ζευγαριού που το έχει συνεπάρει ο
έρωτας και επιβεβαιώνει “την καθημερινή μας εμπειρία ότι η κατάσταση του έρωτα
δεν είναι ούτε πνευματική, ούτε σαρκική και ξεφεύγει απ’όλες τις κατηγορίες της
τρέχουσας ηθικής φιλοσοφίας” εξηγείται καλύτερα με την μαγνητική υπόθεση του
Maclair. Οι μαγνητικές εξηγήσεις είναι οι μόνες αληθινές και
παραμένουν κρυφές σ’ εκείνους οι οποίοι είναι πραγματικά ερωτευμένοι. Γιατί ποτέ
δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ακριβώς τον έρωτά τους και, αν κανείς τους
ρωτήσει, θα προβάλλουν ένα σωρό αμήχανους λόγους… που δεν είναι άλλο από κατά
προσέγγιση εξηγήσεις, κοντά ίσως στην αληθινή αιτία, η οποία όμως δεν μπορεί να
αρθρωθεί.
Ένας άνδρας δεν αγαπάει μια γυναίκα επειδή είναι όμορφη, ευχάριστη, ευφυής ή χαριτωμένη, ούτε επειδή φαίνεται ικανή να του χαρίσει μια εξαιρετικά ισχυρή αισθησιακή απόλαυση. Όλες αυτές οι εξηγήσεις δίνονται μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν την κοινή λογική… Αγαπάει επειδή αγαπάει, πέρα από κάθε λογική και αυτό ακριβώς είναι το αίνιγμα που αποκαλύπτει τον μαγνητισμό του έρωτα.
Ο
Lolli
έχει ήδη διακρίνει τρείς μορφές έρωτα – του
“πλατωνικού έρωτα”, του αισθησιακού και σωματικού έρωτα, και του μαγνητικού
έρωτα – όπου παρατηρεί ότι ο μαγνητικός έρωτας είναι ένα μίγμα των άλλων δύο και
είναι τρομακτικά ισχυρός, τόσο που κυριεύει κάθε κομμάτι του ανθρώπου αλλά έχει
την έδρα του κυρίως στην αναπνοή. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν πρόκειται για
ένα ξεχωριστό είδος έρωτα αλλά για την απώτατη βάση κάθε έρωτα.
Και
όπως ακριβώς δεν υπάρχει έλξη ανάμεσα σ’ εναν άνδρα και μια γυναίκα αν μια
ειδική “ροή” δεν έχει εγκατασταθεί ανάμεσά τους, με τον ίδιο τρόπο ο σεξουαλικός
έρωτας πεθαίνει όταν ο μαγνητισμός φθίνει. Σε αυτή την περίπτωση όλες οι
προσπάθειες να κρατηθεί ζωντανή μια ερωτική σχέση είναι καταδικασμένες σε
αποτυχία, όπως εάν προσπαθεί κάποιος να διατηρήσει μια μηχανή σε λειτουργία όταν
δεν υπάρχει ενέργεια ή (για να χρησιμοποιήσουμε μια εικόνα που ταιριάζει
καλύτερα στον μαγνητικό συμβολισμό) σαν να προσπαθούμε να κρατήσουμε ένα μέταλλο
κολλημένο στον ηλεκτρομαγνήτη όταν δεν υπάρχει πλέον ρεύμα για να δημιουργήσει
μαγνητικό πεδίο.
Οι
εξωτερικές συνθήκες μπορεί να μην έχουν αλλάξει σε τίποτα: νεότητα, όμορφα
κορμιά, συμπάθεια, πνευματική συγγένεια, κοκ. αλλά όταν το μαγνητικό πεδίο
εξαντλείται, έρωτας και επιθυμία εξαφανίζονται αναπόφευκτα μαζί του. Και αν
ακόμα δεν τελειώσουν όλα, αν κάθε ενδιαφέρον του ενός για τον άλλον δεν σβήσει
εντελώς, ο έρωτας με την πλήρη και ουσιαστική του έννοια θα έχει οπωσδήποτε
μετατραπεί σε μια σχέση βασισμένη στη στοργή, στη συνήθεια, στις κοινωνικές
συμβάσεις, κοκ.
Είναι γνωστή η εικόνα του Stendhal γύρω απ’ αυτό που ονόμαζε «αποκρυστάλλωση του έρωτα» Όπως μερικές φορές τα γυμνά κλαδιά ενός δένδρου εμφανίζονται στεφανωμένα με κρύσταλλα μέσα στην αλμυρή ατμόσφαιρα του Στρασβούργου, (εικ. 7. 8.) έτσι και η επιθυμία του εραστή, όταν συγκεντρώνεται στην εικόνα της αγαπημένης του, κρυσταλλώνει, κατά κάποιο τρόπο, μια αύρα αποτελούμενη από κάθε είδους ψυχικά φαινόμενα. Αυτό που από μιαν αντικειμενική σκοπιά ονομάζουμε μαγνητική γοητεία, με ψυχολογικούς όρους μπορεί να αποδοθεί ως “αποκρυστάλλωση”, “μονοϊδεασμός” ή “ενσφηνωμένη εικόνα”.
Αυτή
η τελευταία παίζει πολύ ουσιώδη ρόλο σε κάθε ερωτική σχέση. Ο ένας
καταλαμβάνεται περισσότερο ή λιγότερο έμμονα απ’ τη σκέψη του άλλου κατά τρόπο
που μοιάζει με περιορισμένη σχιζοφρένεια (η οποία εκφράζεται με φράσεις όπως
“είμαι τρελός για σένα”, “τρελά ερωτευμένος”, κτλ). Αυτό το φαινόμενο νοητικής
συγκέντρωσης, όπως είπε αρκετά εύστοχα ο Pin, “συνιστά ενα σχεδόν αυτοματικό γεγονός, εντελώς
ανεξάρτητο από την προσωπικότητα και τη βούληση. Καθένας ο οποίος
ερωτεύεται, με ασθενική θέληση ή ενεργητικός, αργόσχολος ή δραστήριος,
ανυποψίαστος ή γνώστης, φτωχός ή πλούσιος, αισθάνεται ότι μια ορισμένη στιγμή η
σκέψη του είναι κυριολεκτικά αλυσοδεμένη σ’ ενα συγκεκριμένο πρόσωπο χωρίς καμία
δυνατότητα απόδρασης.
Η συνάντηση των μαγνητικών πεδίων ενός άνδρα και μιας γυναίκας οδηγεί σε μια ολοκληρωτική μέθη “αστρικού φωτός”, σημεία της οποίας είναι ο έρωτας και το πάθος σύμφωνα με τον Eliphas Levi. Ο καταρράκτης του αστρικού φωτός είναι το αντικειμενικό σύστοιχο αυτού που αποκαλούμε “ανάταση”. Το “αστρικό φώς” είναι συνώνυμο με το lux naturae (όρο τον οποίο χρησιμοποιούσε ο Παράκελσος), με την ακάσα της ινδουϊστικής παράδοσης, το ορ του Καββαλισμού και το τσι της κινεζικής φιλοσοφίας.
Πολλές άλλες εκφράσεις των εσωτερικών διαδασκαλιών έχουν
το ίδιο νόημα αναφερόμενες στο υπερφυσικό θεμέλιο της ζωής και της ίδιας της
φύσης, σε έναν ζωτικό αιθέρα” ο οποίος κατανοείται ως η “ζωή της ζωής”. Στους
ορφικούς ύμνους ο αιθέρας είναι η “ψυχή του κόσμου” από την οποία πηγάζει κάθε
ζωτική δύναμη. Όσον αφορά τον όρο lux naturae,
αξίζει να σημειωθεί ότι η σύνδεση
μεταξύ φωτός και ζωής εμφανίζεται στις παραδοσιακές διδασκαλίες πολύ
διαφορετικών πολιτισμών και απηχείται ακόμη στα πρώτα λόγια του κατά Ιωάννην
Ευαγγελίου.
Ο
Chamfort αγγίζει κάτι ουσιαστικό όταν ορίζει τον έρωτα ως “η επαφή ανάμεσα σε δύο επιδερμίδες και η ανταλλαγή
δύο φαντασιών”. Γιατί ενώ η σωματική επαφή εντατικοποιεί ακόμα
περισσότερο τη δύναμη που αφυπνίστηκε από την απλή πολικότητα των φύλων, η δράση
δύο ενεργοποιημένων φαντασιών, σε ένα επίπεδο ήδη διαφοροποιημένο από την
καθημερινή εμπειρία, αποτελεί ουσιώδη παράγοντα για την “ανάταση” ή τη “λεπτή
μέθη”. Ένα απ’τα ονόματα που έχουν δοθεί σε αυτό το λεπτό σώμα είναι
“αρωματικό σώμα”.
Η οσμή παίζει σημαντικό ρόλο στον μαγνητισμό του σωματικού έρωτα και στη “μεθυστική ροή” ανάμεσα στους εραστές. Το να εισπνέεις τη μυρωδιά και να μεταφέρεις πάντα ενα κομμάτι απ’τα ρούχα του αγαπημένου προσώπου πιστεύεται ότι ενδυναμώνει τη σχέση και την αμοιβαία πίστη. Τέτοιες πρακτικές θα φαίνονταν σαν απλές προλήψεις αν παρέβλεπε κανείς το “ψυχικό” στοιχείο. Η πιό ακραία περίπτωση είναι η ερωτική μέθη που μπορεί να αφυπνιστεί όχι μόνο από ένα βλέμμα αλλά ακόμη και από μια μυρωδιά.
Προσφάτως, ο Weininger πρότεινε μια πραγματική και κατάλληλη φόρμουλα για το
πρώτο θεμέλιο της ερωτικής έλξης. Με βάση το κριτήριο του απόλυτου άνδρα και της
απόλυτης γυναίκας, υπάρχει γενικά κάτι το ανδρικό μέσα σε κάθε γυναίκα και κάτι
γυναικείο μέσα σε κάθε άνδρα. Αυτός πίστευε πως η μεγαλύτερη έλξη ανάμεσα σ’
εναν άνδρα και μια γυναίκα εγείρεται όταν αθροιζόμενα μαζί τα αρσενικά και τα
θηλυκά μέρη και των δύο μας δίνουν τον απόλυτο άνδρα και την απόλυτη
γυναίκα.
Έτσι, ο έρωτας ή γεννιέται από την πρώτη στιγμή ή δεν
γεννιέται καθόλου, όταν κανείς μιλάει για coup de foudre [ερωτικό
κεραυνοβόλημα], αυτό αναφέρεται κυρίως σε περιπτώσεις όπου, κάτω από
ειδικές περιστάσεις, εκείνο που ενεργεί είναι το βαθύτερο στρώμα μ’ έναν άμεσο,
ανεμπόδιστο, κυριαρχικό τρόπο. Υπάρχει επίσης ένα σύστοιχο στην υπέρβαση του
χρονικού στοιχείου, ένα πέρασμα περ’ απ’ τα όρια του παρόντος. Είναι ένα αίσθημα
οικειότητας πολύ συχνό ανάμεσα στους εραστές, το αίσθημα ότι γνωρίζουν από πολύ
καιρό ο ένας τον άλλον.
Ο
έρωτας είναι μια απ’ τις φυσικές μορφές με τις οποίες ο άνθρωπος προσπαθεί να
μειώσει και ν’ ανακουφίσει αυτό το αίσθημα της ελλείψεως. Είναι λογικό ορισμένοι
άνθρωποι να επιδιώκουν την αυτο-επιβεβαίωση και μια αίσθηση αυταξιώσης μεσ’ από
την ερωτική και σεξουαλική κατοχή. Τους παρέχει την αυταπάτη του “είναι” – και
από δώ πηγάζει όλη η φαινομενολογία της ζήλειας και της σεξουαλικής
καταδυνάστευσης. Αλλά, ας το επαναλάβουμε, τίποτε από αυτά δεν έχει πρωτογενή
χαρακτήρα.
Δεν
αφορά παρά μόνον σε μετατοπίσεις οι οποίες ανήκουν στη σφαίρα της πλέον
περιφερειακής συνείδησης. Ένας άνθρωπος ο οποίος περιορίζει τον εαυτό του σε
αυτό το επίπεδο δεν κατανοεί την απώτατη σημασία και τη βαθιά διάσταση των
παρορμήσεων στις οποίες υπακούει. Αυτό το αρκετά γελοίο πράγμα που ονομάζεται
“ανδρική τιμή”¨ανήκει εξ’ ολοκλήρου σε τούτη τη σφαίρα. Ακόμα πιό εξωτερικό
είναι εκείνο που, στην περίπτωση της ζήλειας, ενδέχεται να κατευθύνεται από τον
απλό ναρκισσισμό ή από μια κοινωνική ιδέα περί έρωτα.
Μιλάμε για παραπλανητικές μεταθέσεις επειδή, όταν το εγώ
ζητάει μέσα στο αίσθημα της κατοχής και στον σεξουαλικό εγωϊσμό μιαν αναπλήρωση
ή ένα αναισθητικό για το ίδιο του το ακαθόριστο αίσθημα κατωτερότητας, και όταν
το αίσθημα της κατοχής του παρέχει ένα υποκατάστατο για το “είναι”, το
πραγματικό αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντα μια ενδυνάμωση του εγωϊσμού του
εμπειρικού ατόμου μέσα στα περιορισμένα και εγκλωβιστικά του όρια, και αυτό δρά
αντίθετα πρός τη ροπή για αυτοϋπέρβαση, που είναι η υψηλότερη δυνατότητα του
έρωτα.
Σε
αυτά τα πλαίσια, πρέπει να διερευνήσουμε βαθύτερα ένα γενικό θεμελιώδες στοιχείο
της ερωτικής εμπειρίας που είναι η βάση τόσο της κατοχής όσο και κάθε ισχυρής
επιθυμίας. Εκείνο που διαχωρίζει τον σεξουαλικό έρωτα από την αγάπη εν γένει
όπως στη φιλανθρωπία ή στην καθαρά ανθρώπινη αγάπη είναι η επιθυμία για κατοχή
του αγαπημένου προσώπου. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι ολοφάνερη. Η καθαρή
αγάπη έλκεται από την αληθινή ύπαρξη του αντικειμένου της κατά έναν
ανυστερόβουλο τρόπο: καταφάσκει, λέει ναι οντολογικά στο άλλο πρόσωπο, σαν μια
ξεχωριστή ύπαρξη.
Μοντέλο της είναι η αγάπη του προσωποποιημένου
χριστιανικού Θεού ο οποίος δωρίζει την ύπαρξη σ’ ένα ελεύθερο πλάσμα και
επιθυμεί να ζήσει αυτό τη δική του ζωή χωρίς την παραμικρή τάση να το
κυριαρχήσει ή να το απορροφήσει. Στην ακριβώς αντίθετη θέση, ο σεξουαλικός
έρωτας συνεπάγεται την επιθυμία ως ανάγκη να απορροφηθεί ή να αναλωθεί η
αγαπημένη ύπαρξη.
Πρέπει λοιπόν να μιλήσουμε για μιαν αμφισημία μέσα σε κάθε ισχυρή ερωτική παρόρμηση, γιατί το όν που επιθυμούμε θέλουμε την ίδια στιγμή να το καταστρέψουμε, να το σκοτώσουμε, να το αφομοιώσουμε, να το διαλύσουμε μέσα μας. Γιατί αισθανόμαστε ότι αυτό το όν είναι το συμπλήρωμά μας, και θέλουμε να πάψει να είναι κομμάτι ξεχωριστό.
Ως
εκ τούτου, υπάρχει πάντα ένα στοιχείο ωμότητας μεσα στην επιθυμία, και αυτό το
στοιχείο εκδηλώνεται συχνά και στην ίδια τη συνουσία. Μπορούμε συνεπώς να
μιλήσουμε για “εχθρική παραφορά του έρωτα” (Maeterlinck) ή για “το θανάσιμο μίσος των φύλων” (D’ Annunzio).
Τίποτα δεν εξάπτει περισσότερο έναν άνδρα
από το να νιώσει τη γυναίκα απόλυτα εξαντλημένη κάτω απ’τον επιθετικό του παροξυσμό, ενώ η
γυναίκα πραγματώνεται ως “εξάρτηση από κάποιον άλλον” στην ηρωϊκή και
μεταμορφωτική διάθεση όπου η επιθυμία της για έναν άνδρα δεν εξαρτάται απο το
ότι αυτός εμφανίζεται ως “κύριος και σύζυγός της” αλλά από το ότι μπορεί αυτή
στο πρόσωπό του να λατρεύει έναν θεό.
Οι
Ουπανισάδες αναφέρονται στην εκστατική
raptus, την ικανότητα “να περιστέλλεται η συνείδηση τόσο του
εξωτερικού όσο και του εσωτερικού κόσμου” όταν “ο άνδρας αγκαλιάζεται από τη
γυναίκα”. Κατά έναν ορισμένο τρόπο αυτή η εμπειρία είναι ανάλογη με εκείνη που
χαρακτηρίζει την εκδήλωση του άτμαν ή του
υπερβατικού εγώ (“έτσι η ψυχή, όταν αγκαλιάζεται από το άτμαν, που είναι η ίδια
η γνώση, δεν βλεπει πλέον εσωτερικά ή
εξωτερικά πράγματα).
“Δεν είναι ο έρωτας για τη γυναίκα που κάνει μια γυναίκα επιθυμητή στον άνδρα, αλλά ο έρωτας για το άτμαν (την αρχή που είναι εξ’ ολοκλήρου φώς και αθανασία)”. Από αυτή τη βαθύτερη άποψη ο έρωτας περιέχει την παρόρμηση να κατανικήσει τις συνέπειες της Πτώσεως, να αφήσει πίσω του τον περιοριστικό κόσμο της δυαδικότητας, να επανακτήσει την πρωταρχική κατάσταση, να υπερβεί τη μορφή της ύπαρξης που είναι διχασμένη να καθορίζεται από το “άλλο”. Αυτό είναι το απόλυτο νόημα του έρωτα, αυτό είναι το μυστήριο το κρυμμένο πίσω από την ορμή του άνδρα πρός τη γυναίκα στη στοιχειακή της μορφή. Είναι η βαθύτερη απ’ όλες τις προϋποθέσεις από τις οποίες δείχνει να εξαρτάται ο ανθρώπινος έρωτας στις ατελείωτες παραλλαγές του.Εδώ βρίσκεται το κλειδί κάθε μεταφυσικής του φύλου: Από τη Δυάδα στο “Ένα”, το Δύο που ποθεί να αναχθεί στο Ένα. Ο σεξουαλικός έρωτας είναι η πιό καθολική μορφή της σκοτεινής παρόρμησης του ανθρώπου να εξαλείψει έστω και για λίγο τη δυαδικότητα, να υπερβεί υπαρξιακά το όριο ανάμεσα στο εγώ και το μη-εγώ, ανάμεσα στον εαυτό και τον μη-εαυτό. Η σάρκα και το φύλο είναι τα εργαλεία για την εκστατική επίτευξη της ενότητας.
Είναι απαραίτητο να διακρίνουμε την περίπτωση της
αληθινής ένωσης ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα η οποία βασίζεται στον
μαγνητισμό που γεννιέται από το πολικά διαφοροποιημένο τους είναι, από την
περίπτωση του απλού αμοιβαίου αυνανισμού, ο εγωϊστικός στόχος του οποίου είναι ο
οργανικός σπασμός και όχι η αληθινή επικοινωνία ή η αμοιβαία
διείσδυση.
Η
αρχέγονη εικόνα που κουβαλάμε μέσα μας, στα βαθύτερα στρώματα του είναι μας,
ενεργοποιείται από ορισμένα πρόσωπα κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις και μας
οδηγεί σε μια πανίσχυρη, εκστατική μέθη. Η εικόνα αυτή που κουβαλάμε είναι
επίσης η εικόνα του αιώνιου θηλυκού την οποία προσλαμβάνουμε αντικειμενικά μέσα
στο αγαπημένο πλάσμα: και αυτό τότε υφίσταται μια διαδικασία μετουσίωσης και
μεταμορφώσεως, σαν ιεροφάνεια ή σαν δραστική παρουσία.
Αυτή
η επικίνδυνη επαφή με το υπεραισθητό μπορεί να συμβεί σε μια και μοναδική
εξαιρετική στιγμή, αλλά μπορεί και να διαρκέσει για μια ολόκληρη περίοδο
περισσότερο ή λιγότερο υψηλής έντασης, ωστόσο, στους συνήθεις εραστές ως επί το
πλείστον αναπτύσσεται όχι τόσο στη μορφή μιας αληθινής ενόρασης αλλά κυρίως ως
μια αφύπνιση ισχυρών συγκινησιακών καταστάσεων. Στον έρωτα και ειδικά στον
λεγόμενο “κεραυνοβόλο” η διαδικασία εμφανίζεται βραχυκυκλωμένη.
Είναι κάτι το οποίο μπορεί επίσης να συμβεί αναπάντεχα
σε μια συνάντηση της μιας νύχτας με κάποια άγνωστη. Ένα τέτοιο θαύμα μπορεί να
μην επαναληφθεί ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου, παρ’ όλες τις σχέσεις
στοργής και ανθρώπινης εγγύτητας που μπορεί να βιώσει με άλλες γυναίκες
…
“Η
Μεταφυσική του Φύλου” - Julius Evola
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου