Πρέπει να εξετάσουμε έναν τελευταίο μύθο που βρίσκουμε μέσα
στο Συμπόσιο, ένα μύθο που περικλείνει βαθιές σημασίες σε κρυπτική μορφή.
Πρόκειται για μια ειδική εκδοχή περί της γεννήσεως του θεού Έρωτα. Όταν
γεννήθηκε η Αφροδίτη, οι θεοί έκαναν ένα συμπόσιο στον κήπο του Δία. Ο Πόρος, ο
οποίος συμμετείχε στο συμπόσιο, μέθυσε και αποκοιμήθηκε. Τότε η Πενία, που είχε
έρθει για να ζητιανέψει και δεν την είχαν αφήσει να ‘μπει στον κήπο, επωφελήθηκε
από την κατάστασή του και έκανε τον Πόρο να συνουσιαστεί μαζί της, σχεδιάζοντας
να κάνει ένα παιδί μαζί του. Αυτό το παιδί ήταν ό Ερως. Διάφορες ερμηνείες αυτού
του μύθου έχουν επιχειρηθεί.
Η επικρατέστερη άποψη, η οποία ενισχύεται από τα συμφραζόμενα
του όλου χωρίου, είναι ότι ο Πόρος εκφράζει την πληρότητα και, ως εκ τούτου, από
μία μεταφυσική σκοπιά, το Είναι, ενώ η Πενία εκπροσωπεί την Ενδεια, την Ελλειψη
(του Είναι), τη στέρηση, η οποία παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στην ελληνική
φιλοσοφία και σχετίζεται ουσιαστικά με την έννοια της ύλης. Σε μιαν ατμόσφαιρα
όμοια με
εκείνη της γεννήσεως της Αφροδίτης – δηλαδή υπό το έμβλημα αυτής της θεάς
– το Είναι ενώνεται με το Μη Είναι σε μια στιγμή τυφλής μέθης. Και αυτή η
ανορθολογική ένωση (ο Πόρος, μεθυσμένος, είχε πέσει κάτω από την αληθινή του
φύση ως γιού της Μήτιδος, η οποία εκπροσωπεί τη σοφία) χαρακτηρίζει τον ίδιο τον
καρπό της, τον έρωτα και την επιθυμία προσωποποιημένα στον Έρωτα.
Από αυτή τη σκοπιά ιδωμένος, ο έρωτας έχει και από άλλες απόψεις αυτή την ενδιάμεση, διφορούμενη φύση για την οποία μιλήσαμε. Είναι την ίδια στιγμή πλούσιος και φτωχός εξαιτίας της διπλής (μητρικής και πατρικής) του κληρονομιάς. Εκτός από «επίφοβος γητευτής» και «οχληρός κυνηγός» κουβαλάει μέσα του την Ενδεια, το Μη Είναι που προέρχεται από την Πενία, και ποτέ δεν αποκτάει περιουσία (ό,τι κερδίζει «από την μια στιγμή στην άλλη, του φεύγει και πάλι χωρίς να το καταλάβει»).
Παρ’ όλο που απ’ τη μαια μεριά είναι θνητός, είναι αθάνατος
λόγω της πατρικής του κληρονομιάς. Γι΄ αυτό, πεθαίνει και χάνεται μόνο για να
γεννηθεί και πάλι, ατελείωτα. Με άλλα λόγια, είναι μια δίψα για την οποία κάθε
εκπλήρωση είναι στιγμιαία και απατηλή. Τέτοια είναι η φύση του Έρωτα, του
«πιστού υπηρέτη της Αφροδίτης».
Ερμηνευμένος κατ΄ αυτόν τον τρόπο, και αν παραβλέψουμε
ορισμένες καθαρά διανοητικές αναφορές στην εξιστόρηση του Πλάτωνα, ένας τέτοιος
μύθος για την προέλευση του έρωτα είναι βαθύς. Φωτίζει το μεταφυσικό νόημα της
εξωστρεφούς σεξουαλικής επιθυμίας ως υπόβαθρο του «κύκλου της αναπαραγωγής» και
δείχνει τη θεμελιακή, αθεράπευτη αντίφασή της.
Ο μύθος αυτός μπορεί να συσχετιστεί με πολλούς άλλους που
αναφέρονται στην Πτώση. Η μέθυσμένη ένωση του είναι (Πόρος) με τη στέρηση
(Πενία) είναι βασικά όμοια με το θνητό έρωτα του Νάρκισσου για την αντανάκλαση
της εικόνας του στο νερό. Ανατολικές ιδιαίτερα παραδόσεις, βασισμένες στην ιδέα
της πεπερασμένης ύπαρξης που κυβερνιέται από την ψευδαίσθηση (μάγια),
περικλείνουν το παράδοξο γεγονός της υπερβατικής έλλειψης ή του σκοταδιού
(ισοδύναμου με τη μέθη ή τη λιποθυμία του Πόρου) και της επιθυμίας που ωθεί το
είναι να ταυτιστεί με το «άλλο» του (την κατάσταση του μη είναι). Ως εκ τούτου,
το είναι υπόκειται στο νόμο της δυαδικότητας και του γίγνεσθαι. Ή μάλλον,
γεννάει αυτό το νόμο, και η επιθυμία ή δίψα γίνεται η ρίζα της ύπαρξής του μέσα
στο χρόνο.
Εδώ μπορούμε να επιστρέψουμε ακόμα μια φορά στην ερμηνεία του
Πλωτίνου σχετικά με τη διπλή γέννηση του Έρωτα. Η πρώτη από αυτές τις γεννήσεις
σχετίζεται με την Ουρανία Αφροδίτη, η οποία παρουσιάζεται από τον Πλωτίνο να
ενσαρκώνει το θηλυκό αντίστοιχο της καθαρά αρσενικής διανοητικής αρχής, του
νοός. Γονιμοποιημένη από το νου και αιωνίως ενωμένη μαζί του, γεννάει τον έρωτα.
Είναι ο πρωταρχικός έρωτας που γεννιέται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα από την ίδια
τους την ομορφιά.
Είναι η αμοιβαία επιθυμία του άνδρα και της γυναίκας που ποθούν ο ένας
τον άλλον, βλέποντας ο καθένας τον εαυτό του να αντανακλάται στο πρόσωπο του
άλλου, για την γέννηση των πνευματικών όντων. Όσο για τη δεύτερη γέννηση του
Έρωτα, ο Πλωτίνος στην πραγματικότητα αναφέρεται στον μύθο του Πόρου και της
Πενίας. Ο έρως ο οποίος γεννιέται απ’ αυτό το ζευγάρι είναι η επιθυμία που
γεννιέται στην κατώτερη περιοχή, που την χαρακτηρίζει η έλλειψη λογικότητας και
η αιώνια έλλειψη, επειδή έχει γεννηθεί εδώ κάτω σ’ αυτόν τον κόσμο από την ένωση
του εαυτού του με μια απλή αντανάκλαση ή φάντασμα του αληθινού «αγαθού»
(όπως στο μύθο του Νάρκισσου). Γράφει ο
Πλωτίνος:
Οι Έλληνες φιλόσοφοι έβλεπαν, ως ουσία και έσχατη σημασία της γενέσεως της ύπαρξης που κλείνεται μέσα στον ατέρμονο κύκλο της αναπαραγωγής, την κατάσταση εκείνου «που είναι και δεν είναι», τη «ζωή αναμεμειγμένη με την ζωή». Και μη ζωή είναι η φύση του έρωτα και της επιθυμίας όπως μας αποκαλύπτεται μέσ’ από τον μύθο του Πόρου και της Πενίας. Οι εραστές, κληρονόμοι της μέθης που κατέλαβε τον Πόρο όταν γεννήθηκε η Αφροδίτη, στην πραγματικότητα παραδίνουν τον εαυτό τους στον θάνατο εκεί που πιστεύουν ότι συνεχίζουν τη ζωή επιθυμώντας και αναπαραγόμενοι. Νομίζουν ότι ξεπερνούν τη δυαδικότητα τη στιγμή που στην πραγματικότητα την επιβεβαιώνουν.Λόγος ουν γενόμενος εν ου λόγω αορίστω δε εφέσει και υποστάσει αμυδρά εποίησε το γενόμενον ου τέλεον ουδέ ικανόν, ελλιπές δε, άτε εξ εφέσεως αορίστου και λόγου ικανού γεγννημένον… Εξήρτηται δε [έρως] ψυχής ως εξ εκείνης μεν γενόμενος ως αρχής, μίγμα δε ων εκ λόγου ου μείναντος εν αυτώ, αλλά μιχθέντος αοριστία, ουκ αυτού ανακραθέντος εκείνη [ύλη]… Και έστιν ο έρως οίον οίστρος άπορος τη εαυτού φύσει… ου γαρ έχει πληρούσθαι δια το μη έχειν το μείγμα. Μόνον γαρ πληρούται αληθώς, οτι περ και πεπλήρωται τη εαυτού φύσει. ο δε δια την συνούσαν ένδειαν εφίεται, καν παραχρήμα πληρωθή ου στέγει. επεί και το ευμήχανον αυτώ δια την ένδειαν, το δε ποριστικόν δια την του λόγου φύσιν.
Και αυτό ακριβώς επειδή η επιθυμία, όταν εξωστρέφεται ως πόθος που εξαρτάται από κάποιον «άλλον», όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, συνεπάγεται την έλλειψη, μια έμφυτη και στοιχειώδη έλλειψη. Και ακριβώς όταν η επιθυμία νομίζει ότι ικανοποιείται, επιβεβαιώνει αυτή την έλλειψη και ενισχύει το νόμο της εξάρτησης, της ανεπάρκειας, της αδυναμίας απέναντί στο «είναι» με μιαν απόλυτη έννοια. Αποδιώχνει την απόλυτη ζωή όταν τη ζητάει από τα έξω, χύνοντάς την και χάνοντάς την μέσα στη γυναίκα. Αυτό είναι το παράδοξο της δίψας όταν αντικρίζεται από μια μεταφυσική σκοπιά. Η ικανοποίηση δεν σβήνει τη δίψα αλλά την επιβεβαιώνει αφήνοντας να εννοηθεί ότι ένα «ναι» έχει ειπωθεί σ΄ αυτήν.
Με το παιδί θα υπάρξει πράγματι μια διάρκεια, μία συνέχιση, αλλά μια συνέχιση του είδους, αποτελούμενη από πολλές ξεχωριστές υπάρξεις που η καθεμία επιδιώκει το «είναι» μάταια – όχι η διάρκεια μιας υπερβατικά ολοκληρωμένης συνείδησης, η οποία σταματά τη ροή. Έτσι θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο γιος σκοτώνει τον πατέρα και ο θεός της γης εξαπατάει εκείνους που πιστεύουν ότι στη γυναίκα έχουν βρει την εκπλήρωση και το τέλος της αγωνίας. Η ζωική γέννηση περικόπτει και θρυμματίζει την αιώνια γέννηση ή αναγέννηση. Η ετερογένεση (η αναπαραγωγή του άλλου, δηλαδή του παιδιού) παίρνει τηθέση της αυτοαναπαραγωγής – της ανδρογυνικής πλήρωσης.Είναι η αιώνια στέρηση του έρωτα, που ότι κατακτάει πάντα το χάνει. Μέσ’ από τις πολλές του αναγεννήσεις ο Έρως παραμένει στην ίδια στέρηση και την ίδια ανάγκη. Είναι λοιπόν ένας εξωστρεφής και καθολικός έρωτας που ωθεί τους ανθρώπους σε ενώσεις μέσα στις οποίες δεν υπερβαίνεται η δυάδα. Η δυαδικότητα άνδρας και γυναίκα την οποία προϋποθέτει ο ίδιος ο πόθος σφραγίζει μοιραία το αποτέλεσμα: η πράξη τους φέρνει έναν «άλλον», το παιδί, στη ζωή. Το «άλλο» που τη στιγμή της μέθης, της σπασμωδικής έκστασης και της ένωσης εικονίζεται στο πρόσωπο της γυναίκας , εκπροσωπείται εδώ από το «άλλο» που είναι το παιδί, στο οποίο μαζί με τη ζωή μεταδίδεται και το μοιραίο πεπρωμένο του θανάτου (η θνητή αθανασία του Έρωτα).
Όλο αυτό μπορεί να μας χρησιμεύσει μια ακόμα συμβολή στη
μεταφυσική εκείνου που ονομάσαμε πορεία του έρωτα προς την Πτώση. Σε αυτό
ακριβώς αναφέρεται το γεγονός ότι συχνά στον παραδοσιακό κόσμο, τόσο στην
Ανατολή όσο και στην αρχαία Δύση, οι θεότητες του έρωτα και της γονιμότητας ήταν
την ίδια στιγμή και θεότητες του θανάτου. Είναι γνωστή, για παράδειγμα, αυτή η
ταφική επιγραφή για τον Πρίαπο: «Custos sepulcri pene districto deus Priapus ego
sum». [Είμαι ο θεός Πρίαπος, φύλακας του τάφου με το πέος ανορθωμένο].
Μπορούμε να υποδείξουμε εδώ μια από τις πιθανές ερμηνείες
ενός άλλου πασίγνωστου ελληνικού μύθου, του μύθου της Πανδώρας. Η αλυσόδεση του
Προμηθέα (από τον οποίον ο Δίας πήρε πίσω τη φωτιά-ψυχή) βρίσκει το αντίστοιχό
της στο δώρο της Πανδώρας, της γυναίκας του πόθου, το «αντικείμενο της ελπίδας
που θα ματαιωθεί», το οποίο έδωσαν οι θεοί στον Επιμηθέα, τον αδελφό του
Προμηθέα. Ο Επιμηθέας (που σημαίνει, «εκείνος που ανακαλύπτει πολύ αργά») μπορεί
στην πραγματικότητα να μην είναι ένα ξεχωριστό ον αλλά μια άλλη όψη του Τιτάνα,
φτιαγμένη από την ίδια τιτανική ουσία αλλά πιο βραδυκίνητη.
Εδώ φαίνεται σαν ο θεός να βρήκε έναν τρόπο να ακυρώσει την
προμηθεϊκή απόπειρα στη μορφή του έρωτα. Παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις του
Προμηθέα, ο Επιμηθέας δέχεται το δώρο της Πανδώρας, αφήνεται να μαγευτεί και το
απολαμβάνει χωρίς να συνειδητοποιεί την εξαπάτηση από την επιθυμία του, με την
οποία οι Ολύμπιοι γελούν. Στο κουτί της Πανδώρας (της δόθηκε αυτό το όνομα
επειδή φάνηκε να συγκεντρώνει τα χαρίσματα όλων των θεών) δεν απομένει παρά μόνο
η παραπλανητική ελπίδα. Ο μύθος μας λέει ότι με την Πανδώρα τελειώνει μια εποχή.
Μές από τη γυναίκα και την επιθυμία έρχεται στον κόσμο ο θάνατος.
Σε αυτό το επίπεδο, μπορούμε επίσης να καταλάβουμε την
καταδίκη της γυναίκας και της σεξουαλικότητας από εκείνους που επιζητούν την
αιώνια ζωή και την υπέρβαση της ανθρώπινης κατάστασης μές από τη στενή οδό του
ασκητισμού. Μόνο υπό
τέτοιες προϋποθέσεις, και όχι τις Πλατωνικές μπορεί ο ένας έρωτας να
αντιτεθεί στον άλλον. Σε αντιπαράθεση με τον έρωτα σαν μια θετική μέθη, σε ένα
μαγνητικό κύκλο στον οποίον το «άλλο» ον χρησιμεύει μόνο σαν τροφή και η δυάδα
έχει εξαρχής λυθεί, στέκει ο σαρκικός έρωτας, η επιθυμία και δίψα, μια τυφλή
παρόρμηση για επιβεβαίωση μέσω μιας ψευδαισθησιακής κατοχής, η οποία εκπίπτει
στη ζωώδη αναπαραγωγή.
Από αυτή την άποψη το αποφασιστικό στοιχείο έχει ίσως
εκφραστεί
καλύτερα σε ορισμένα εδάφια των αποκρύφων Ευαγγελίων που έχουν μια
αποκρυφιστική και γνωστικιστική έμπνευση. Στο Ευαγγέλιο τωνΑιγυπτίων διαβάζουμε:
«Επειδή λέγουν ότι ο Σωτήρας διακήρυξε, «Έρχομαι να δώσω τέλος στο έργο της
γυναίκας, δηλαδή τον πόθο [cupidas, επιθυμία], το έργο της γέννησης και του
θανάτου». Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη δυνατότητα. Και «Όταν ο Κύριος μίλησε
καταλήγοντας όπως έπρεπε, η Σαλώμη ρώτησε, «Μέχρι πότε οι άνθρωποι θα
πεθαίνουν;» και ο Κύριος αποκρίθηκε και είπε, «Φάτε απ’ όλους τους καρπούς, αλλά
μη φάτε από εκείνον που έχει την πίκρα του θανάτου». Και όταν η Σαλώμη ρώτησε
πότε αυτά που ήθελε να μάθει θα της γίνονταν καθαρά, ο Κύριος είπε,
«Όταν θα ποδοπατηθεί ο μανδύας της ντροπής και τα δύο γίνουν ένα και ο άνδρας και η γυναίκα δεν θα είναι πια άνδρας και γυναίκα».
Γι΄ αυτό και ο Πλωτίνος μιλούσε για έναν έρωτα που είναι
ασθένεια της ψυχής, «σαν η επιθυμία για το αγαθό να φέρει ένα κακό μέσα της». Με
αυτό τον τρόπο έδειχνε ακριβώς την αμφισημία του φαινομένου για το οποίο
μιλούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου