Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Ο διαφορετικός, μα τόσο… ίδιος Νίτσε

Τι ανακαλύπτει κανείς στις τελευταίες επιστολές του υπαρξιστή φιλοσόφου που τάραξε τα νερά της νεότερης φιλοσοφικής ιστορίας.

Έντεκα χρόνια πριν τον τυπικό βιολογικό του θάνατο (1900), αλλά μόλις μερικούς μήνες (ίσως και ημέρες) πριν την οριστική του ψυχολογική κατάρρευση ο Φρίντριχ Νίτσε έστελνε ακατάπαυστα επιστολές προς συγγενείς και φίλους. Το γεγονός αυτό θυμίζει ίσως τις μαρτυρίες κατά την εποχή της Αναγέννησης που έλεγαν ότι ο μεγάλος Μιχαήλ Άγγελος εργαζόταν εντατικά ακόμα και λίγες ημέρες πριν το θάνατό του παράγοντας τόση μαρμαρόσκονη κατά την γλυπτική του εργασία όση 10 τεχνίτες μαζί!
Γνωρίζοντας το έργο του Νίτσε και το ύφος που χρησιμοποιεί σε όλα του τα έργα, μπορεί κανείς να θεωρήσει αυτές τις επιστολές, μολονότι προσωπικές, ως αναπόσπαστο κομμάτι του φιλοσοφικού του έργου. Θα υποστήριζε κανείς μετά βεβαιότητος ότι ο Νίτσε ως άνθρωπος στις καθημερινές του επαφές δεν ξεχώριζε σε τίποτα από το Νίτσε ως φιλόσοφο μέσα στα φιλοσοφικά του έργα.
το 1887 προς τον φίλο του Φ. Όβερμπεκ στη Βασιλεία γράφει μεταξύ άλλων:“[...] Υποθετικά μιλώντας, σύντομα έρχεται το τέλος μου, και δεν μπορώ να κρύψω την ολοένα και βαθύτερη επιθυμία μου για το θάνατο. [...] προβλέπω για μένα μια καταστροφή, το όνομα της οποίας γνωρίζω, αλλά δε μπορώ να εκστομίσω”
Σε πολλά σημεία των επιστολών του Νίτσε παρατηρούμε μια ικανότητα να προβλέπει κάποια πράγματα που θα συμβούν στον ίδιο αλλά και την κοινωνία. Δε χρειάζεται κάποιος λοιπόν να έχει υπερφυσικές ικανότητες για κάτι τέτοιο. Αρκεί να ανοίγει τα μάτια του και να βλέπει κάποια πράγματα που οι πολλοί άνθρωποι αγνοούν εθελοτυφλώντας. Πέντε ημέρες αργότερα άλλωστε, σε ένα νέο γράμμα του προς ένα φίλο του στη Βενετία θα διαπιστώσει ότι φοβάται περισσότερο τους Ελβετούς από τη μοναξιά.
Ίδια χρονιά στη φίλη του Μαλβίντα Μέιζεμπουργκ στην Ελβετία:“[...] δε μπορώ πλέον ούτε να μυρίσω τους ανθρώπους. Ειδκά οι νέοι άνθρωποι που συχνά με επισκέπτονται είναι τόσο αδιάκριτοι και αδέξιοι όπως και τα κουτάβια [...]“
Ο Νίτσε κοιτάζοντας προς τον Υπεράνθρωπο ασφυκτιούσε καταλαβαίνοντας ότι οι άνθρωποι τον περιβάλλουν και τον καθηλώνουν σε έναν ανοίκειο κόσμο. Το μόνο που αγαπούσε στους ανθρώπους ο Νίτσε ήταν η ελπίδα για την υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης του. Ο ίδιος άλλωστε το είχε ομολογήσει ρητά ότι εκείνο που αγαπά στους άλλους είναι οι ελπίδες του.
Το φθινόπωρο του 1887 στέλνει επιστολή στη μητέρα του Φραντσέσκα:
“[...] μέσα σε πενήντα χρόνια από τώρα να δεις με τι δόξες και τιμές θα περιβάλλεται το όνομα του γιου σου. Η κριτική θα έχει αντιστραφεί και για τα ίδια πράγματα που τώρα με λοιδορούν στο μέλλον θα με επευφημούν [...]“
Τι σχόλιο άραγε μπορεί κανείς να κάνει εδώ… Η ικανότητα να προβλέπει το μέλλον του και ειδικότερα την υστεροφημία του βρίσκεται σε όλο της το μεγαλείο. Αξιοσημείωτο είναι ότι τελειώνει το συγκεκριμένο γράμμα του με τη φράση:
 Με τους θερμότερους χαιρετισμούς,
το αρχαίο σου δημιούργημα
 ”.
Το χειμώνα του 1887 στον φίλο του Καρλ Φουξ:
“[...] Οι Γερμανοί ενοχλούνται πολύ από τις “εκκεντρικότητές” μου. Επειδή ακριβώς όμως δεν ξέρουν πού βρίσκεται το κέντρο μου θα δυσκολευτούν αρκετά να ανακαλύψουν την πραγματική αλήθεια για το πού και το πότε ακριβώς υπήρξα εκκεντρικός. [...]
Εδώ θα συμπλήρωνε ο Μπέρτραντ Ράσελ από τον “δεκάλογο της ελευθερίας” του ότι ο πραγματικός φιλόσοφος δεν φοβάται ποτέ την εκκεντρικότητα στις ιδέες του καθώς κάτι που σήμερα είναι αποδεκτό, κάποτε ήταν εκκεντρικό.
Φλεβάρης του 1888 στο φίλο του Κέζελιτς στη Βενετία:“[...] Μολονότι δεν έχω χρήματα, κύρος, αγάπη, προστασία, δε γίνομαι τραγικά γκρινιάρης και αυτό είναι το παράδοξο και το προβληματικό της τωρινής μου κατάστασης[...]“
Λίγες ημέρες αργότερα στο φίλο του Ζάιντλιτς στο Κάιρο:“[...] Τώρα νιώθω τραγικά μόνος στον αδυσώπητο αγώνα κατά παντός [...] έχω εκδώσει σχεδόν δεκαπέντε έργα (και ανάμεσά τους τον κορυφαίο Ζαρατούστρα μου) και κανένα ακόμα δεν έχει τύχει κάποιας προσοχής, δεν έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης. Παντού επικρατεί μια αδυσώπητη εχθρική στάση χαρακτηρίζοντάς με με επίθετα όπως “εκκεντρικός”, “παθολογικός”, “ψυχιατρικός” και δεν βρίσκεται ούτε ένας άνθρωπος να διαμαρτυρηθεί υπέρ εμού. [...]“
Αξιοσημείωτη επίσης είναι η επιστολή που έστειλε στον Μ. Μπράντες στην Κοπεγχάγη το Φθινόπωρο του 1888 όπου αναφέρει τη θετική του γνώμη για το σύγχρονό του Ρώσο λογοτέχνη (και για πολλούς υπαρξιστή φιλόσοφο) Ντοστογιέφσκι:
 Τα έργα του Ντοστογιέφσκι πάντοτε μου προσφέρουν πολύτιμο ψυχολογικό υλικό και μου προκαλούν μεγάλη απέχθεια για το γεγονός ότι μου ξυπνούν τα πιο ταπεινά μου ένστικτα ”
Πλησιάζοντας ολοένα και πιο κοντά στις ημέρες της παράνοιας παρατηρούμε μια ιδιαίτερη συμπεριφορά. Στις αρχές του 1889 γράφει στον καθηγητή Γ. Μπουρκχαρντ:
“[...] Κατά βάθος είμαι κάθε όνομα στην ιστορία… το φθινόπωρο, ντυμένος όσο το δυνατόν ελαφρότερα, παρέστην δυο φορές στην κηδεία μου. Σκεφτείτε να κάναμε κάποια στιγμή κάποια ωραία κουβεντούλα. Καμιά σοβαρή επαγγελματική υποχρέωση δεν μας πιέζει. Θα παραγγείλουμε και ένα ποτηράκι Veltliner. Απαραίτητη προϋπόθεση η νεγκλιζέ εμφάνιση. [...] Πάω παντού με τη φοιτητική μου φορεσιά, χτυπώ πού και πού κάποιον στον ώμο και του λέω: “siamo contenti? Sono dio, ho fatto questa caricatura” (μτφρ: Είμαστε ευχαριστημένοι; Είμαι ο Θεός και έχω φτιάξει αυτή την καρικατούρα.) [...] Θα διατάξω να αλυσοδέσουν τον Καϊάφα. Κι εγώ τον περασμένο χρόνο σταυρωνόμουν διαρκώς από τους Γερμανούς γιατρούς. Ο Βίλχελμ Βίσμαρκ και όλοι οι αντισημίτες θα θανατωθούν.
Αυτή την επιστολή μπορείτε να τη χρησιμοποιήσετε καθ’οιονδήποτε τρόπο που να μη με υποτιμά στα μάτια των κατοίκων της Βασιλείας”

Παρότι φαίνεται ότι ο Νίτσε βρίσκεται σε μια ιδιαίτερη διανοητική κατάσταση αυτό τον καιρό, έχει ακριβή επίγνωση ότι αυτά που γράφει στην επιστολή μπορεί να παρεξηγηθούν και ζητά από τον παραλήπτη να μη χρησιμοποιήσει αυτό το γράμμα με κάποιον τρόπο που θα μπορούσε ο Νίτσε να υποτιμηθεί στους κατοίκους της Βασιλείας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στις τελευταίες του επιστολές υπογράφει συχνά ωςΔιόνυσος αλλά και ως Εσταυρωμένος. Το πρώτο θα λέγαμε αποκύημα της φιλοσοφίας του και το δεύτερο αποκύημα του μεγάλου πόνου της ανθρώπινης υπόστασής του. Ακόμα λοιπόν και στα τελευταία του ο Νίτσε μέσα στην παραφροσύνη του δεν επέλεξε ως αντιπροσωπευτικό το πρόσωπο του θεού του μέτρου και της αρμονίας (Απόλλων) αλλά του θεού της έκστασης, του πάθους και της ανέμελης ζωής, του Διονύσου.
Εγώ τώρα μαθητές μου θα σας αφήσω. Και όταν πια θα με έχετε αρνηθεί, τότε μόνο θα έρθω πάλι κοντά σας είπε ο Ζαρατούστρας. Εις το επανιδείν λοιπόν δάσκαλε…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου