520 ΒΛ. αὕτη, πόθεν ἥκεις, Πραξαγόρα; ΠΡ. τί δ᾽, ὦ μέλε,
σοὶ τοῦθ᾽; ΒΛ. ὅ τί μοι τοῦτ᾽ ἔστιν; ὡς εὐηθικῶς.
ΠΡ. οὔ τοι παρὰ τοῦ μοιχοῦ γε φήσεις. ΒΛ. οὐκ ἴσως
ἑνός γε. ΠΡ. καὶ μὴν βασανίσαι τουτί γέ σοι
ἔξεστι. ΒΛ. πῶς; ΠΡ. εἰ τῆς κεφαλῆς ὄζω μύρου.
525 ΒΛ. τί δ᾽; οὐχὶ βινεῖται γυνὴ κἄνευ μύρου;
ΠΡ. οὐ δὴ, τάλαιν᾽, ἔγωγε. ΒΛ. πῶς οὖν ὄρθριον
ᾤχου σιωπῇ θοἰμάτιον λαβοῦσά μου;
ΠΡ. γυνή μέ τις νύκτωρ ἑταίρα καὶ φίλη
μετεπέμψατ᾽ ὠδίνουσα. ΒΛ. κᾆτ᾽ οὐκ ἦν ἐμοὶ
530 φράσασαν ἰέναι; ΠΡ. τῆς λεχοῦς δ᾽ οὐ φροντίσαι
οὕτως ἐχούσης, ὦνερ; ΒΛ. εἰποῦσάν γέ μοι.
ἀλλ᾽ ἔστιν ἐνταῦθά τι κακόν. ΠΡ. μὰ τὼ θεώ,
ἀλλ᾽ ὥσπερ εἶχον ᾠχόμην· ἐδεῖτο δὲ
ἥπερ μεθῆκέ μ᾽ ἐξιέναι πάσῃ τέχνῃ.
535 ΒΛ. εἶτ᾽ οὐ τὸ σαυτῆς ἱμάτιον ἐχρῆν σ᾽ ἔχειν;
ἀλλ᾽ ἔμ᾽ ἀποδύσασ᾽ ἐπιβαλοῦσα τοὔγκυκλον
ᾤχου καταλιποῦσ᾽ ὡσπερεὶ προκείμενον,
μόνον οὐ στεφανώσασ᾽ οὐδ᾽ ἐπιθεῖσα λήκυθον.
ΠΡ. ψῦχος γὰρ ἦν, ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής·
540 ἔπειθ᾽ ἵν᾽ ἀλεαίνοιμι, τοῦτ᾽ ἠμπεσχόμην.
σὲ δ᾽ ἐν ἀλέᾳ κατακείμενον καὶ στρώμασιν
κατέλιπον, ὦνερ. ΒΛ. αἱ δὲ δὴ Λακωνικαὶ
ᾤχοντο μετὰ σοῦ κατὰ τί χἠ βακτηρία;
ΠΡ. ἵνα θοἰμάτιον σώσαιμι, μεθυπεδησάμην
545 μιμουμένη σε καὶ κτυποῦσα τοῖν ποδοῖν
καὶ τοὺς λίθους παίουσα τῇ βακτηρίᾳ.
ΒΛ. οἶσθ᾽ οὖν ἀπολωλεκυῖα πυρῶν ἑκτέα,
ὃν χρῆν ἔμ᾽ ἐξ ἐκκλησίας εἰληφέναι;
ΠΡ. μὴ φροντίσῃς· ἄρρεν γὰρ ἔτεκε παιδίον.
550 ΒΛ. ἡκκλησία; ΠΡ. μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ἣν ἐγᾠχόμην.
ἀτὰρ γεγένηται; ΒΛ. ναὶ μὰ Δί᾽. οὐκ ᾔδησθά με
φράσαντά σοι χθές; ΠΡ. ἄρτι γ᾽ ἀναμιμνῄσκομαι.
ΒΛ. οὐδ᾽ ἄρα τὰ δόξαντ᾽ οἶσθα; ΠΡ. μὰ Δί᾽ ἐγὼ μὲν οὔ.
ΒΛ. κάθησο τοίνυν σηπίας μασωμένη.
555 ὑμῖν δέ φασι παραδεδόσθαι τὴν πόλιν.
ΠΡ. τί δρᾶν; ὑφαίνειν; ΒΛ. οὐ μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἄρχειν. ΠΡ. τίνων;
ΒΛ. ἁπαξαπάντων τῶν κατὰ πόλιν πραγμάτων.
ΠΡ. νὴ τὴν Ἀφροδίτην μακαρία γ᾽ ἄρ᾽ ἡ πόλις
ἔσται τὸ λοιπόν. ΒΛ. κατὰ τί; ΠΡ. πολλῶν οὕνεκα.
560 οὐ γὰρ ἔτι τοῖς τολμῶσιν αὐτὴν αἰσχρὰ δρᾶν
ἔσται τὸ λοιπὸν οὐδάμ᾽, οὐδὲ μαρτυρεῖν,
οὐ συκοφαντεῖν,— ΒΛ. μηδαμῶς, πρὸς τῶν θεῶν,
τουτὶ ποιήσῃς· μἀφέλῃ μου τὸν βίον.
ΧΡ. ὦ δαιμόνι᾽ ἀνδρῶν, τὴν γυναῖκ᾽ ἔα λέγειν.
565 ΠΡ. μὴ λωποδυτῆσαι, μὴ φθονεῖν τοῖς πλησίον,
μὴ γυμνὸν εἶναι, μὴ πένητα μηδένα,
μὴ λοιδορεῖσθαι, μὴ ᾽νεχυραζόμενον φέρειν.
ΧΡ. νὴ τὸν Ποσειδῶ, μεγάλα γ᾽, εἰ μὴ ψεύσεται.
ΠΡ. ἀλλ᾽ ἀποφανῶ τοῦθ᾽, ὥστε σέ τέ μοι μαρτυρεῖν
570 καὶ τοῦτον αὐτὸν μηδὲν ἀντειπεῖν ἐμοί.
***
(Τη στιγμή που πάει να μπει στο σπίτι της η Πραξαγόρα, βγαίνει ο Βλέπυρος ντυμένος γυναικεία.)
520 ΒΛΕ. Ρε καλώς την! Και πούθες; ΠΡΑ. Τί σε νοιάζει;
ΒΛΕ. Τί με νοιάζει; Δεν είσαι στα καλά σου!
ΠΡΑ. Δε θα πεις πως γυρίζω από κανέναν
εραστή μου! ΒΛΕ. Μακάρι να ᾽ταν ένας!
ΠΡΑ. Μπορείς αμέσως να το βρεις... ΒΛΕ. Και πώς;
ΠΡΑ. Γιά σκύψε στα μαλλιά μου εδώ. Μυρίζουν;
ΒΛΕ. Δίχως μύρα δε γίνεται η δουλειά;
ΠΡΑ. Εγώ ποτές! ΒΛΕ. Γιατί λοιπόν μου το ᾽σκασες
νύχτα, ντυμένη τα δικά μου ρούχα;
ΠΡΑ. Έστειλε και με κάλεσε μια φίλη μου
γειτόνισσα. Την είχαν πιάσ᾽ οι πόνοι.
ΒΛΕ. Και γιατί δε μου το ᾽λεγες πριν φύγεις;
530 ΠΡΑ. Καιρό δεν είχα, ήτανε βία να τρέξω,
κιντύνευε η γυναίκα. ΒΛΕ. Με μια λέξη
που θα ᾽λεγες, δε χανόνταν ο κόσμος!
Καμιά βρομοδουλειά... ΠΡΑ. Μά το ζευγάρι
των θηλυκών θεών: Δήμητρα ‒ Κόρη,
πετάχτηκα, όπως ήμουνα. Η γυναίκα
με ξόρκιζε να τρέξω κι όπως όπως.
ΒΛΕ. Και δεν μπορούσες να ντυθείς τα ρούχα σου,
μόνο άρπαξες απ᾽ τα σκεπάσματά μου
το δικό μου μαντύα και ρίχνοντάς μου
την ομπόλια σου γίνηκες καπνός;
Μ᾽ αφήκες μαργωμένον ίδιο λείψανο —
θυμιατήρι μού λείπαν και στεφάνι.
ΠΡΑ. Έκανε κρύο κι εγώ λεπτή και αδύναμη
540 σου πήρα το μαντύα σου για προφύλαξη
και σ᾽ άφησα ζεστόν μες στα παπλώματα.
ΒΛΕ. Και μαζί σου κάναν φτερά και φύγαν
αρβύλες και ραβδί μου. ΠΡΑ. Για να σώσω
τα ρούχα σου απ᾽ τους κλέφτες, καμωνόμουνα
τον άντρα και βροντούσα τα ποδάρια μου
και χτυπούσα με το ραβδί τις πέτρες.
ΒΛΕ. Με μπόδισες να πάω στη λαοσύναξη
και χάσαμε τρεις οβολούς σιτάρι.
ΠΡΑ. Μη χολοσκάς και γέννησε αγοράκι...
550 ΒΛΕ. Η σύναξη; ΠΡΑ. Ποιά σύναξη; Η λεχώνα.
(Σε λίγο κάνοντας τον ανήξερο)
Λες να ᾽γινεν η σύναξη; ΒΛΕ. Και βέβαια!
Σου το ᾽πα χτες! Το ξέχασες; ΠΡΑ. Α! ναι!
Το θυμήθηκα τώρα. ΒΛΕ. Και δεν ξέρεις
τί ψήφισε ο λαός; ΠΡΑ. Πού να το ξέρω;
ΒΛΕ. Κάθου και τρώγε ξέγνοιαστα σουπιές!
Σας έδωκε ο λαός την εξουσία!
ΠΡΑ. Ποιάν εξουσία; Να υφαίνουμε; ΒΛΕ. Καθόλου!
Να κυβερνάτε. ΠΡΑ. Τί να κυβερνάμε;
ΒΛΕ. Όλα τα πάντα. Η πολιτεία δικιά σας.
ΠΡΑ. Δικιά μας; Τότες, μά την Αφροδίτη,
ευτυχισμέν᾽ η πολιτεία. ΒΛΕ. Σε τί;
560 ΠΡΑ. Σ᾽ όλα. Κανένας δε θα τολμά στο εξής
να την ντροπιάζει. Πάνε οι σπιουνιές
κι οι ψευτομαρτυρίες. ΒΛΕ. Για το θεό,
μην το κάνεις αυτό, τι θα μου κόψεις
το ψωμάκι μου...
(Έρχεται ο Χρέμης)
ΧΡΕ. Σώπα, κακομοίρη.
Άσ᾽ τηνε την κυρά να μας τα πει.
ΠΡΑ. Λωποδυσίες κι αλληλοφάγωμα όχι!
Ξυπόλητος κανείς και πεινασμένος,
κανείς παλικαράς και τοκογλύφος.
ΧΡΕ. Όλα σπουδαία πολύ. Να γίνουν όμως!
ΠΡΑ. Θα τα ιδείς με τα μάτια σου και τότες
570 μολόγα το — κι αυτός θα βουβαθεί.
(Δείχνει τον άντρα της)
σοὶ τοῦθ᾽; ΒΛ. ὅ τί μοι τοῦτ᾽ ἔστιν; ὡς εὐηθικῶς.
ΠΡ. οὔ τοι παρὰ τοῦ μοιχοῦ γε φήσεις. ΒΛ. οὐκ ἴσως
ἑνός γε. ΠΡ. καὶ μὴν βασανίσαι τουτί γέ σοι
ἔξεστι. ΒΛ. πῶς; ΠΡ. εἰ τῆς κεφαλῆς ὄζω μύρου.
525 ΒΛ. τί δ᾽; οὐχὶ βινεῖται γυνὴ κἄνευ μύρου;
ΠΡ. οὐ δὴ, τάλαιν᾽, ἔγωγε. ΒΛ. πῶς οὖν ὄρθριον
ᾤχου σιωπῇ θοἰμάτιον λαβοῦσά μου;
ΠΡ. γυνή μέ τις νύκτωρ ἑταίρα καὶ φίλη
μετεπέμψατ᾽ ὠδίνουσα. ΒΛ. κᾆτ᾽ οὐκ ἦν ἐμοὶ
530 φράσασαν ἰέναι; ΠΡ. τῆς λεχοῦς δ᾽ οὐ φροντίσαι
οὕτως ἐχούσης, ὦνερ; ΒΛ. εἰποῦσάν γέ μοι.
ἀλλ᾽ ἔστιν ἐνταῦθά τι κακόν. ΠΡ. μὰ τὼ θεώ,
ἀλλ᾽ ὥσπερ εἶχον ᾠχόμην· ἐδεῖτο δὲ
ἥπερ μεθῆκέ μ᾽ ἐξιέναι πάσῃ τέχνῃ.
535 ΒΛ. εἶτ᾽ οὐ τὸ σαυτῆς ἱμάτιον ἐχρῆν σ᾽ ἔχειν;
ἀλλ᾽ ἔμ᾽ ἀποδύσασ᾽ ἐπιβαλοῦσα τοὔγκυκλον
ᾤχου καταλιποῦσ᾽ ὡσπερεὶ προκείμενον,
μόνον οὐ στεφανώσασ᾽ οὐδ᾽ ἐπιθεῖσα λήκυθον.
ΠΡ. ψῦχος γὰρ ἦν, ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής·
540 ἔπειθ᾽ ἵν᾽ ἀλεαίνοιμι, τοῦτ᾽ ἠμπεσχόμην.
σὲ δ᾽ ἐν ἀλέᾳ κατακείμενον καὶ στρώμασιν
κατέλιπον, ὦνερ. ΒΛ. αἱ δὲ δὴ Λακωνικαὶ
ᾤχοντο μετὰ σοῦ κατὰ τί χἠ βακτηρία;
ΠΡ. ἵνα θοἰμάτιον σώσαιμι, μεθυπεδησάμην
545 μιμουμένη σε καὶ κτυποῦσα τοῖν ποδοῖν
καὶ τοὺς λίθους παίουσα τῇ βακτηρίᾳ.
ΒΛ. οἶσθ᾽ οὖν ἀπολωλεκυῖα πυρῶν ἑκτέα,
ὃν χρῆν ἔμ᾽ ἐξ ἐκκλησίας εἰληφέναι;
ΠΡ. μὴ φροντίσῃς· ἄρρεν γὰρ ἔτεκε παιδίον.
550 ΒΛ. ἡκκλησία; ΠΡ. μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ἣν ἐγᾠχόμην.
ἀτὰρ γεγένηται; ΒΛ. ναὶ μὰ Δί᾽. οὐκ ᾔδησθά με
φράσαντά σοι χθές; ΠΡ. ἄρτι γ᾽ ἀναμιμνῄσκομαι.
ΒΛ. οὐδ᾽ ἄρα τὰ δόξαντ᾽ οἶσθα; ΠΡ. μὰ Δί᾽ ἐγὼ μὲν οὔ.
ΒΛ. κάθησο τοίνυν σηπίας μασωμένη.
555 ὑμῖν δέ φασι παραδεδόσθαι τὴν πόλιν.
ΠΡ. τί δρᾶν; ὑφαίνειν; ΒΛ. οὐ μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἄρχειν. ΠΡ. τίνων;
ΒΛ. ἁπαξαπάντων τῶν κατὰ πόλιν πραγμάτων.
ΠΡ. νὴ τὴν Ἀφροδίτην μακαρία γ᾽ ἄρ᾽ ἡ πόλις
ἔσται τὸ λοιπόν. ΒΛ. κατὰ τί; ΠΡ. πολλῶν οὕνεκα.
560 οὐ γὰρ ἔτι τοῖς τολμῶσιν αὐτὴν αἰσχρὰ δρᾶν
ἔσται τὸ λοιπὸν οὐδάμ᾽, οὐδὲ μαρτυρεῖν,
οὐ συκοφαντεῖν,— ΒΛ. μηδαμῶς, πρὸς τῶν θεῶν,
τουτὶ ποιήσῃς· μἀφέλῃ μου τὸν βίον.
ΧΡ. ὦ δαιμόνι᾽ ἀνδρῶν, τὴν γυναῖκ᾽ ἔα λέγειν.
565 ΠΡ. μὴ λωποδυτῆσαι, μὴ φθονεῖν τοῖς πλησίον,
μὴ γυμνὸν εἶναι, μὴ πένητα μηδένα,
μὴ λοιδορεῖσθαι, μὴ ᾽νεχυραζόμενον φέρειν.
ΧΡ. νὴ τὸν Ποσειδῶ, μεγάλα γ᾽, εἰ μὴ ψεύσεται.
ΠΡ. ἀλλ᾽ ἀποφανῶ τοῦθ᾽, ὥστε σέ τέ μοι μαρτυρεῖν
570 καὶ τοῦτον αὐτὸν μηδὲν ἀντειπεῖν ἐμοί.
***
(Τη στιγμή που πάει να μπει στο σπίτι της η Πραξαγόρα, βγαίνει ο Βλέπυρος ντυμένος γυναικεία.)
520 ΒΛΕ. Ρε καλώς την! Και πούθες; ΠΡΑ. Τί σε νοιάζει;
ΒΛΕ. Τί με νοιάζει; Δεν είσαι στα καλά σου!
ΠΡΑ. Δε θα πεις πως γυρίζω από κανέναν
εραστή μου! ΒΛΕ. Μακάρι να ᾽ταν ένας!
ΠΡΑ. Μπορείς αμέσως να το βρεις... ΒΛΕ. Και πώς;
ΠΡΑ. Γιά σκύψε στα μαλλιά μου εδώ. Μυρίζουν;
ΒΛΕ. Δίχως μύρα δε γίνεται η δουλειά;
ΠΡΑ. Εγώ ποτές! ΒΛΕ. Γιατί λοιπόν μου το ᾽σκασες
νύχτα, ντυμένη τα δικά μου ρούχα;
ΠΡΑ. Έστειλε και με κάλεσε μια φίλη μου
γειτόνισσα. Την είχαν πιάσ᾽ οι πόνοι.
ΒΛΕ. Και γιατί δε μου το ᾽λεγες πριν φύγεις;
530 ΠΡΑ. Καιρό δεν είχα, ήτανε βία να τρέξω,
κιντύνευε η γυναίκα. ΒΛΕ. Με μια λέξη
που θα ᾽λεγες, δε χανόνταν ο κόσμος!
Καμιά βρομοδουλειά... ΠΡΑ. Μά το ζευγάρι
των θηλυκών θεών: Δήμητρα ‒ Κόρη,
πετάχτηκα, όπως ήμουνα. Η γυναίκα
με ξόρκιζε να τρέξω κι όπως όπως.
ΒΛΕ. Και δεν μπορούσες να ντυθείς τα ρούχα σου,
μόνο άρπαξες απ᾽ τα σκεπάσματά μου
το δικό μου μαντύα και ρίχνοντάς μου
την ομπόλια σου γίνηκες καπνός;
Μ᾽ αφήκες μαργωμένον ίδιο λείψανο —
θυμιατήρι μού λείπαν και στεφάνι.
ΠΡΑ. Έκανε κρύο κι εγώ λεπτή και αδύναμη
540 σου πήρα το μαντύα σου για προφύλαξη
και σ᾽ άφησα ζεστόν μες στα παπλώματα.
ΒΛΕ. Και μαζί σου κάναν φτερά και φύγαν
αρβύλες και ραβδί μου. ΠΡΑ. Για να σώσω
τα ρούχα σου απ᾽ τους κλέφτες, καμωνόμουνα
τον άντρα και βροντούσα τα ποδάρια μου
και χτυπούσα με το ραβδί τις πέτρες.
ΒΛΕ. Με μπόδισες να πάω στη λαοσύναξη
και χάσαμε τρεις οβολούς σιτάρι.
ΠΡΑ. Μη χολοσκάς και γέννησε αγοράκι...
550 ΒΛΕ. Η σύναξη; ΠΡΑ. Ποιά σύναξη; Η λεχώνα.
(Σε λίγο κάνοντας τον ανήξερο)
Λες να ᾽γινεν η σύναξη; ΒΛΕ. Και βέβαια!
Σου το ᾽πα χτες! Το ξέχασες; ΠΡΑ. Α! ναι!
Το θυμήθηκα τώρα. ΒΛΕ. Και δεν ξέρεις
τί ψήφισε ο λαός; ΠΡΑ. Πού να το ξέρω;
ΒΛΕ. Κάθου και τρώγε ξέγνοιαστα σουπιές!
Σας έδωκε ο λαός την εξουσία!
ΠΡΑ. Ποιάν εξουσία; Να υφαίνουμε; ΒΛΕ. Καθόλου!
Να κυβερνάτε. ΠΡΑ. Τί να κυβερνάμε;
ΒΛΕ. Όλα τα πάντα. Η πολιτεία δικιά σας.
ΠΡΑ. Δικιά μας; Τότες, μά την Αφροδίτη,
ευτυχισμέν᾽ η πολιτεία. ΒΛΕ. Σε τί;
560 ΠΡΑ. Σ᾽ όλα. Κανένας δε θα τολμά στο εξής
να την ντροπιάζει. Πάνε οι σπιουνιές
κι οι ψευτομαρτυρίες. ΒΛΕ. Για το θεό,
μην το κάνεις αυτό, τι θα μου κόψεις
το ψωμάκι μου...
(Έρχεται ο Χρέμης)
ΧΡΕ. Σώπα, κακομοίρη.
Άσ᾽ τηνε την κυρά να μας τα πει.
ΠΡΑ. Λωποδυσίες κι αλληλοφάγωμα όχι!
Ξυπόλητος κανείς και πεινασμένος,
κανείς παλικαράς και τοκογλύφος.
ΧΡΕ. Όλα σπουδαία πολύ. Να γίνουν όμως!
ΠΡΑ. Θα τα ιδείς με τα μάτια σου και τότες
570 μολόγα το — κι αυτός θα βουβαθεί.
(Δείχνει τον άντρα της)
I m so glad to visit this blog.This blog is really so amazing.Thanks for sharing with us.
ΑπάντησηΔιαγραφή