Μόνο στο τέλος του περασμένου αιώνα η μυθολογία παραμερίστηκε και η μελέτη της θρησκείας άρχισε να βασίζεται στις τοπικές λατρείες και στις θρησκευτικές γιορτές, ιδιαίτερα στην ιδιομορφία του τελετουργικού κάθε λατρείας.
Τότε φάνηκε πως οι μύθοι όχι μόνο δεν βοηθούσαν στη γνωριμία με την αρχαία θρησκεία, αλλά και εμπόδιζαν τη μελέτη της, γιατί αποτελούσαν, κατά έκφραση του Wilamowitz (Glaube der Hellenen 41) ένα είδος αδιαφανούς πέπλου που τον είχαν υφάνει οι ποιητές και είχαν σκεπάσει μ' αυτόν τη θρησκεία.
H σαφής διάκριση θρησκείας και μυθολογίας έδειξε αστήριχτη την άποψη πως η αρχαία πίστη ήταν «παιδαριώδες δημιούργημα», χωρίς τις λυτρωτικές επαγγελίες άλλων θρησκειών, ακόμη και χωρίς σεβασμό στις αρχές της ηθικής και της δικαιοσύνης.
Έγινε φανερό πως η θρησκεία στην Ελλάδα ήταν ικανή να προσαρμόζεται στην εκάστοτε στάθμη της ηθικής ζωής και πως υπήρξε εξίσου σοβαρό πνευματικό δημιούργημα όσο και η ποίηση της κλασικής αρχαιότητας ή η πλαστική και οι άλλες εικαστικές τέχνες.
Η θρησκεία είναι απαλλαγμένη κάθε ευθύνης για τους μυθολογούμενους έρωτες των θεών, για τις «θεομαχίες», για τις κλοπές και τις απάτες στον κύκλο των θεών και για όλα «όσα (κατά τον Ξενοφάνη) παρ' ανθρώποισιν ονείδεα και ψόγος εστίν», για τα οποία επομένως άδικα οι πατέρες της εκκλησίας διακωμώδησαν τους αρχαίους θεούς ως «ανθρωποπαθείς» (με ανθρώπινα πάθη) ή και ως «δούλους των παθών τους» (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Προτρεπτικός, 2, 35,1 και 2, 36,1).
Στη λατρεία οι θεοί ήταν αυστηρές υπάρξεις, συχνά φοβερές, χωρίς μυθικό περιεχόμενο. Εξαίρεση αποτελούσαν οι μυστικές λατρείες των ιστορικών χρόνων, όπου είχε διαμορφωθεί είδος μύθων που κοινολογούνταν στους μυούμενους ως «ιεροί λόγοι», χρήσιμοι για την κατανόηση των μυστικών τελετών, αλλά απόρρητοι για τους αμύητους. Οι μύστες επωμίζονταν διπλό καθήκον σιωπής, ένα για τις ίδιες τις μυστικές ιεροπραξίες που έχαναν τη δύναμή τους, αν αποκαλύπτονταν, και ένα για τους ιερούς λόγους που έπρεπε να προστατευθούν από την ελεύθερη επεξεργασία των ποιητών και όλων των καλλιτεχνών (για τον ίδιο λόγο ήταν συχνά απόρρητα και τα ονόματα των θεών).
Στην αρχαιότερη θρησκευτική ζωή δεν υπήρχαν ούτε χρειάζονταν οι θεοί: όταν οι άνθρωποι μπορούσαν με μαγικές ιεροπραξίες να προκαλούν τη βροχή (αν τη χρειάζονταν) ή να τη σταματούν (αν τους έβλαπτε), όταν μπορούσαν με τελετουργικούς χορούς να εξασφαλίζουν το θήραμα ή τη συγκομιδή και όταν μπορούσαν με δυναμούχα φυλαχτά ή με επωδές να αποτρέπουν τον κίνδυνο, φυσικό ήταν να μη χρειάζονται θεούς. Τα μαγικά μέσα υποκαθιστούν τη θεϊκή συμπαράσταση.
Συμπαράσταση απόλυτα «θεϊκή» άργησαν να ζητήσουν οι άνθρωποι, αν και νωρίς είχαν συλλάβει την ιδέα υπεράνθρωπων και μεγαλειωδών υπάρξεων ή θεών. Παρά την πίστη σε υπάρξεις του είδους αυτού, η θρησκευτική ζωή εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ένα είδος «προθεϊστικής» περιόδου, γιατί πάντα υπερείχε η πίστη στην παντοδυναμία της μαγείας. Τα μαγικά μέσα στα χέρια ικανών ανθρώπων μπορούσαν να εξαναγκάσουν και τη θαυμαστότερη θεϊκή ύπαρξη να συμμορφωθεί με την επιθυμία τους, και σε περίπτωση δυστροπίας της μπορούσαν και να την εξοντώσουν. Γι' αυτό η μαγεία που κάνει πρώτη την εμφάνισή της στη θρησκευτική ιστορία της ανθρωπότητας (έστω και αν η πίστη σε θεούς χρονολογικά δεν καθυστέρησε) πρέπει να μελετάται ως «θρησκεία».
Ένα από τα πιο αδιαφιλονίκητα πορίσματα της νεότερης έρευνας είναι πως η ανώτερου επιπέδου θρησκευτική ζωή άρχισε, τουλάχιστον στην Ελλάδα, με χθόνιες λατρείες. Δεν είναι υπερβολικός ο σχετικά αόριστα διατυπωμένος ισχυρισμός του W. Otto (Die Götter Griechenlands 1929), πως όλοι οι ελληνικοί θεοί έχουν χθόνια καταγωγή.
Στη λαϊκή θρησκεία και στο παλιό τελετουργικό (όπως μπόρεσε να επιζήσει στη σκιά της επίσημης ή «ολυμπιακής» θρησκείας) μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τις άφθονες χθόνιες καταβολές κάθε ολυμπιακής θεότητας. Οι χθόνιες ιερουργίες για θεούς και για ήρωες είναι οι μόνες που σταθερά παρέμειναν θερμές, ενώ η «ολυμπιακή» θρησκεία που ήταν η «επίσημη» ως το τέλος της αρχαιότητας πάντα ξεχώριζε για τον πομπικό ή επιδειχτικό χαρακτήρα της. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το πλήθος των μυστικών λατρειών των ελληνιστικών και των ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και ο χριστιανισμός γοήτεψαν τις καρδιές των ανθρώπων όχι τόσο για την ηθική διδασκαλία τους όσο για τις εσχατολογικές επαγγελίες που καθησύχαζαν τους πιστούς για την πέραν του τάφου τύχη τους.
Οι αρχαιότεροι θεοί της Ελλάδας που ήξερε ο Ηρόδοτος ήταν οι θεοί των «Πελασγών». Οι Πελασγοί τούς τιμούσαν με ευχές και θυσίες, αλλά δεν τους ξεχώριζαν με ατομικά ονόματα ούτε με «επικλήσεις», από τις οποίες να φαίνεται ο χώρος όπου αναπτύσσονταν η δραστηριότητα καθενός. Στις πινακίδες της γραμμικής γραφής Β, οι οποίες αποτελούν πηγή φτωχή, αλλά αυθεντική για τη θρησκεία των ύστερων κρητομυκηναϊκών χρόνων, πραγματικά δεν φαίνονται ατομικά ονόματα και επικλήσεις θεών. Από τις πινακίδες π.χ. έγινε γνωστό πως στην Κνωσό και στην Πύλο μια θεά ήταν η προστάτρια του παλατιού και τιμώνταν ως «πότνια» («κυρία» ή «δέσποινα» του ανακτόρου) και χωρίς κύριο όνομα. Ιδιαίτερα στην Κνωοό αποκαλείται «δα.που.ρι.το.jo πο.τι.νι.ja» («λαβυρίνθοιο πότνια» ή «δέσποινα του ανακτόρου») και στην Πύλο απλώς «πo.τι.vι.ja» (L.R. Palmer, The interpretation of myc. gr. texts, 1963, 238 κ.ε., πρβ. και The Cnossos Tablets των Bennett, Chadwick, Ventris,1959, σ. 53). Στην κρητική θέση Ατάνα αποκαλούνταν «Α.τα.να πo.τι.νι.ja», δηλ. πότνια της Αθάνας (Palmer, ο.π., 239).
Στην εποχή του Ομήρου το προσηγορικό «πότνια» χρησιμοποιούνταν για πολλές θεές, των οποίων όμως αναφερόταν και το κύριο όνομα ή εξυπακουόταν («πότνια» ήταν η Δήμητρα, η Άρτεμη, η Αθηνά, η Καλυψώ κτλ.). «Πότνια θηρών» (δέσποινα των αγριμιών) ήταν η Άρτεμη (Ιλιάδα Φ 470). Η τελευταία μπορεί να ταυτιστεί με άγνωστου ατομικού ονόματος μινωική θεά που απεικονιζόταν με δυο άγρια ζώα, το ένα δεξιά και το άλλο αριστερά της. Η Θέτις στην Ιλιάδα (Σ 35) αποκαλείται «πότνια μήτηρ» του Αχιλλέα.
Ως το τέλος της αρχαιότητας υπήρχε ένα ιερό της Δήμητρας και της Κόρης κοντά στα νότια κράσπεδα της Θήβας• οι θεές αποκαλούνταν εκεί απλώς «Πότνιαι» και το προάστειο που δημιουργήθηκε στην άμεση περιοχή του ιερού πήρε το όνομα Ποτνιαί. Στα ελευσίνια μυστήρια η Δήμητρα αποκαλούνταν σταθερά ως το τέλος της αρχαιότητας Πότνια (χωρίς το κύριο όνομα, αν και ήταν σε όλους γνωστό) και ο θεός Πλούτος, που η γέννησή του αναγγελλόταν στη μυστική τελετή, χαρακτηριζόταν απλώς «βριμός θεός», δηλ. φοβερός θεός («ιερόν έτεκε Πότνια κουρον, Βριμώ Βριμόν», σύμφωνα με τα λόγια του ιεροφάντη που τα διέσωσε ο Ιππόλυτος 5,8).
Οι φιλολογικές πηγές και η μυθολογία έχουν διασώσει και μερικά ατομικά ονόματα από κρητικές θεές (Ειλείθυια, Αφαία, Ακακαλίς, Βριτόμαρτις, Ελένη). Αυτό επιτρέπει την εικασία πως για ορισμένες θεές υπήρχαν κύρια ονόματα και στα κρητομυκηναϊκά χρόνια, από ευλάβεια όμως ο κόσμος χρησιμοποιούσε προφορικά. Και στα ιστορικά χρόνια (όπως είχε παρατηρήσει ήδη η Harrison, Prolegomena 300) ο Πλάτων προτιμάει κάποτε να αναφέρει την Αθηνά όχι με το όνομά της, αλλά με την έκφραση «η παρ’ ημιν Κόρη καί Δέσποινα» (Νόμοι 796b).
Προσηγορικά ονόματα ή συμβατικές εκφράσεις χρησιμοποιούνταν στα κρητομυκηναϊκά χρόνια και για τους θεούς που ήταν λιγότεροι παρά οι θεές. Π.χ. ο κυριότερος θεός της Πύλου «Ποτιδάν ή «Ποσειδάν» (στις πινακίδες Πο.σι.δα.ι.jο,) (βλ Lexicon mycenaeae graecitatis της Α. Morpurgo) αποκαλείται απλώς «σύζυγος» (πόσις) της θεάς Γας, η οποία μπορούσε να λέγεται και Δα (Δα-μάτερ). Ακόμα και ο θεός Ενυάλιος (E.vou.Fa.ρι.jo των πινακίδων) πιστεύεται πως δεν αναφέρεται με κύριο όνομα, αλλά με τοπωνυμικό επίθετο (από τοπωνύμιο E.vo.Fa.ρo) (βλ. Palmer, Interpretation, α. 239 κ.ε.).
Η έλλειψη των κύριων ονομάτων είχε κάνει μερικούς να δεχθούν για τα μινωικά χρόνια μόνο μια μεγάλη θεά με «πολλές υποστάσεις» και ένα άρρενα «πάρεδρο» της. Η εντύπωση όμως από τις πινακίδες είναι πως οι αποκαλούμενες «πότνιες» ήταν χωριστές υπάρξεις (βλ B.C. Dietrich, Origins of greek religion, σ. 10). Ανάμεσα σ' αυτές μια πρέπει να είχε τον τύπο της Ειλείθυιας ή προστάτριας του τοκετού, της οποίας το έργο συνεχιζόταν από μια θεά Κουροτρόφο.
Υπήρχε και προστάτρια των αγριμιών, ώστε να είναι εξασφαλισμένο το θήραμα, ουσιώδες συμπλήρωμα τότε της διατροφής των ανθρώπων. Υπήρχε και θεά της κατοικίας, ιδίως του ανακτόρου, τιμώμενη από τον ηγεμόνα, ίσως με τη συμμετοχή της κοινότητας.
Υπήρχε και η δέσποινα του κάτω κόσμου ή θεά του θανάτου που μαζί με τον άρρενα πάρεδρο της είχε την πιο συγκλονιστική λατρεία από την κοινότητα χάριν όλων των μελών της, ζωντανών και νεκρών.
Είναι ματαιοπονία να αναζητεί κανείς για καθεμιά απ' αυτές την αντίστοιχη θεότητα των ιστορικών χρόνων, γιατί καμιά δεν παραμένει επί αιώνες αναλλοίωτη ούτε έχει την ίδια εξέλιξη σε όλους τους τόπους.
Συχνά οι θεότητες, ακόμα και με το ίδιο όνομα, έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετικό τελετουργικό από τόπο σε τόπο. Η Αφροδίτη π.χ. που τιμώνταν σε μια κοινότητα ως η κατεξοχήν θεά του πελάγους (εύπλοια, ποντία, λιμενία), σε άλλη τιμώνταν ως θεά του έρωτα και σε άλλη ως θεά των νεκρών, ως «επιτύμβια» Αφροδίτη, όπως τη λέει ο Πλούταρχος (Αίτια Ρωμαϊκά 23, 269 Β) ή ως «μελαινίς» Αφροδίτη, όπως είναι πλατύτερα γνωστή (Παυσανίας 2, 2, 4 και 8, 6, 5) ή ως Venus Libitina στον ρωμαϊκό κόσμο. Η Αφροδίτη αυτή είχε αληθινά θερμή λατρεία ανάμεσα στους τάφους των νεκρών, με τη μορφή όμως αυτή αποτελεί λατρεία τοπικού χαραχτήρα. Συναντάται π.χ, στο νεκροταφείο της Δημητριάδας της θεσσαλικής Μαγνησίας («θεσσαλικά» 1958,50 κ.ε.), σ' ένα νεκροταφείο της Κορίνθου, όπου με το επίθετο «μελαινίς» είχε ναό (Παυσανίας 2,2,4), καθώς και έξω από τα τείχη της Μαντίνειας, όπου είχε ιερό με το ίδιο επίθετο (8, 6,5). Σε άλλους τόπους τη θέση αυτή στα νεκροταφεία είχε η Περσεφόνη ή άλλες θεότητες που συνδέονταν με τον κάτω κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου