Η θέσμιση τής κοινωνίας είναι κάθε φορά θέσμιση ενός μάγματος κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, πού μπορούμε και πρέπει να καλέσουμε κόσμο φαντασιακών σημασιών.
Είμαι υποχρεωμένος, δυστυχώς, εδώ, να περιοριστώ σέ κάποιες κεντρικές ιδέες, βιαστικά διατυπωμένες:
α. Η ερμηνεία πού είχε παλιότερα επικρατήσει και διαδοθεί για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και άνθρωπο, σαν κόσμο και άνθρωπο αρμονίας και μέτρου, είναι παιδαριωδώς αφελής, ειδυλλιακή προβολή δυτικών σχημάτων και νοσταλγιών τού 18ου και 19ου αιώνα. Η αρμονία και το μέτρο για τούς αρχαίους Έλληνες δεν είναι δεδομένα, άλλα προβλήματα και σκοπός-πού ή πραγματοποίησή τους είναι πάντα αβέβαιη και επισφαλής σέ ό,τι άφορά την ανθρώπινη ζωή.
β. Κεντρική για την αρχαία ελληνική σύλληψη είναι ή ιδέα τού Χάους. Για τον Ησίοδο, το σύνολο των όντων (θεοί και άνθρωποι, «πράγματα», «φαινόμενα» και «δυνάμεις») γεννιέται από το χάος, δηλαδή από το τίποτα, το κενό, το μηδέν (χαίνω): η τοί μεν πρώτιστα Χάος γένετ’. Αυτό το Χάος δεν έχει σχέση με την πολύ μεταγενέστερη έννοια τού χάους ως συμφυρμού, κυκεώνα, γενικευμένης αταξίας. Εντούτοις όμως, στην ίδια την Θεογονία υπάρχει ένα έσχατο μέρος ή βάθος, μια ανάποδη τού κόσμου, πού είναι Χάος με την μεταγενέστερη έννοια: ό ποιητής τού δίνει, συμβατικά και συμβολικά, το όνομα Τάρταρος. Οι «ρίζες» τού κόσμου -«της γης και της στείρας θάλασσας»- βγαίνουν απ’ αυτό το τεράστιο κιούπι, πού το στόμα του το ζώνει «τριπλή νύχτα». Οι «ρίζες» τού κόσμου - κόσμος=τάξη-, η «άλλη του όψη» είναι αυτός ό τερατώδης χώρος. Σε τούτη μόνο την όψη (όπου ζούμε και εμείς) βασιλεύει - προς το παρόν- ό Ζευς, και την κάνει να είναι κατά κάποιο τρόπο κόσμος.
γ. Ο κόσμος δεν είναι καμωμένος για τους ανθρώπους ούτε ενδιαφέρεται γι’ αυτούς. Γενικότερα, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη για την ζωή, δεν υπάρχει καμιά υπερβατική έξωκοσμική δύναμη πού να ενδιαφέρεται για τούς ανθρώπους, ακόμα λιγότερο, να τούς «αγαπάει». Οι θεοί επεμβαίνουν μόνο αν κάποιος τούς ζημιώσει ή ασεβήσει εις βάρος τους κλπ. Εξάλλου, και οι ίδιοι οι θεοί δεν είναι παντοδύναμοι, υπόκεινται σέ μια απρόσωπη Μοίρα, ή οποία έφερε πρώτα τον Ουρανό, έπειτα τον Κρόνο κι έπειτα τον Δία. Ό Προμηθέας, στην ομώνυμη τραγωδία τού Αισχύλου, μηνύει στον Δία μέσω τού αγγελιαφόρου του Ερμή ότι:
Νέον νέοι κρατείτε και δοκείτε δη
ναίειν απενθή πέργαμ’· ονκ εκ των δ’ εγώ
δισσούς τυράννους έκπεσόντας ησθόμην;
Τρίτον δέ τον νυν κοιρανούντα επόψομαι
αίσχιστα και τάχιστα.
[Νέοι, νέαν εξουσία κατέχετε και νομίζετε πώς κατοικείτε απροσπέλαστα απ’ τον πόνο παλάτια- μήπως δεν είδα
μέχρι τώρα την καθαίρεση δύο τυράννων;
’Έτσι και τον τρίτο, τον σημερινό αφέντη θα δω να πέφτει πολύ άσχημα και πολύ σύντομα],
Προμηθεύς Δεσμώτης
δ. Τουλάχιστον μέχρι το τέλος τού 5ου αιώνα -κι αυτή είναι ή εποχή πού με ενδιαφέρει: 8ος-5ος αιώνας- για την αρχαία ελληνική αντίληψη, ή μετά θάνατον ζωή ή δεν υπάρχει ή, αν υπάρχει, είναι πολύ χειρότερη απ’ την επίγεια ζωή. Αυτό λέγεται σαφώς στην Οδύσσεια, στη Νέκυια, όταν ό Οδυσσέας συναντά τη σκιά του νεκρού Αχιλλέα στον "Άδη, ή όποια και τού λέει:
Μη δη μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ’ Οδυσευ. Βουλοίμην κ’ έπάρουρος εών θητευέμεν άλλω, ανδρί παρ’ ακλήρω, ω μή βίοτος πολύς είη, ή πάσιν νεκύεσσι καταφθίμενοισιν ανάσσειν.
[Το θάνατο μη μου παινεύεις λαμπρέ Οδυσσέα. Καλύτερα την γη να δουλεύω υποτακτικός κάποιου φτωχού χωριάτη με λίγο βιός, παρά να βασιλεύω σ’ όλους αυτούς τούς σβησμένους νεκρούς]. ’Οδύσσεια
Αυτός είναι, λοιπόν, ο νόμος της υπάρξεως του είναι: νόμος γενέσεως και φθοράς, επιστροφής στο χάος, αν μπορώ να πω, και αναδημιουργίας τού κόσμου από το χάος. Η ιδέα ενός ιστορικού νόμου, εγγυητή μιας ιδανικής κοινωνίας, είναι ιδέα άγνωστη στους Έλληνες, όπως άγνωστος είναι ο μεσσιανισμός ή η δυνατότητα έξωκοσμικής φυγής. Η θεώρηση αυτή εμπνέει μια στάση, σύμφωνα με την όποια ό,τι είναι να γίνει θα γίνει εδώ. Ότι δεν γίνεται εδώ, δεν γίνεται για μάς, δεν μάς αφορά, γίνεται αλλού, μεταξύ θεών, ή γίνεται στις ρίζες τού χάους. Το σημαντικό για μάς γίνεται εδώ, εξαρτάται από μάς κι εμείς θα το κάνουμε. Δεν θα το κάνει ούτε ό Θεός, ούτε ή ιστορική αναγκαιότητα, ούτε καμιά πολιτική διεύθυνση, κάτοχος τής επιστημονικής σοφίας επί των πολιτικών πραγμάτων. Θα το κάνουμε εμείς οι άνθρωποι -αν γίνεται, κι αν μας αφήσει η Μοίρα- ή δεν μπορεί να γίνει. Και αυτό εν γνώσει μας ότι υποκείμεθα στον ίδιο νόμο πού διέπει και τον υπόλοιπο κόσμο, νόμο γενέσεως και φθοράς.
Το χάος το έχουμε και μέσα μας με την μορφή της ύβρεως, δηλ. τής άγνοιας ή αδυναμίας αναγνωρίσεως των ορίων των πράξεων μας· διότι, βεβαίως, αν τα όρια ήσαν σαφή και αναγνωρίσιμα εκ των προτέρων, δεν θα υπήρχε ύβρις, θα υπήρχε απλώς παράβαση ή αμάρτημα, έννοιες χωρίς κανένα βάθος.
Αυτό είναι εξάλλου κι ένα απ’ τα μαθήματα τής τραγωδίας, η όποια συνδέεται άμεσα με την φιλοσοφία και την γονιμοποιεί. Σαν πολιτικός θεσμός ή τραγωδία είναι θεσμός αυτοπεριορισμού. Υπενθυμίζει διαρκώς στους Αθηναίους πολίτες ότι υπάρχουν όρια άγνωστα εκ των προτέρων στο δρών υποκείμενο, το οποίο ενεργεί υπεύθυνα αναλαμβάνοντας τούς κινδύνους των πράξεων του. Κανείς δεν μπορεί να τού τα υποδείξει εκ των προτέρων. Μόνο του πρέπει να τα καταλάβει ή να τα διαισθανθεί.
Αυτές τίς ιδέες τίς ονομάζω κεντρικές φαντασιακές σημασίες. Αποτελούν τρόπο σημασιοδότησης τής πραγματικότητας, τής ανθρώπινης ζωής και τού κόσμου. Τίς συναντάμε από την καταβολή, από την αρχική σύσταση τού ελληνικού κόσμου, από τον “Όμηρο ήδη και από την μυθολογία. Η σημασία τής διαδοχής Ουρανού, Κρόνου, Διός, όπως περιγράφεται από τον μύθο, εκφράζει την ίδια αυτή φιλοσοφική αντίληψη πού προσπάθησα να διατυπώσω περιληπτικά. Γι’ αυτό και θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχουν πολλές και ωραίες μυθολογίες, μια όμως είναι αληθινή·, η αρχαία ελληνική. Αληθινή με την έννοια ότι όλοι οι μύθοι της έχουν ένα σημασιακό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο κατοπτρίζεται ή ίδια μας η ζωή και κάθε ανθρώπινη ζωή.
Ο ελληνικός κόσμος κτίζεται πάνω στην επίγνωση ότι δεν υπάρχει φυγή από τον κόσμο κι από τον θάνατο, ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Στο σημείο αυτό θα τολμήσω να διορθώσω ένα μεγάλο Έλληνα ποιητή, τον Ανδρέα ’Εμπειρικό. Στο ποίημά του «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», ο Εμπειρικός τελειώνει με την ευχή:
να γίνη [...] πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, πού πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμο εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου.
Εγώ θα έλεγα: έκαμαν οίστρο τής ζωής την γνώση του θανάτου.
Ο φόβος του θανάτου διακατείχε παντού και πάντοτε όλους τούς θνητούς. Ίσως αυτός μάς εμποδίζει κι εμάς σήμερα, όπως εμπόδισε πολλές φορές στο παρελθόν τούς ανθρώπους, να έχουμε τον απαιτούμενο οίστρο για την ζωή μας, να έχουμε δηλαδή την επίγνωση ότι είμαστε πραγματικά θνητοί, και ότι έχουμε να κάνουμε, αν γίνεται, θα γίνει εδώ, από μάς, και εδώ θα το κάνουμε, εμείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου