Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Ο «καλιγοψύλλης» και άλλα περί ψύλλων

Ψύλλος
ο: κοινή ονομασία εντόμων, παρασίτων του ανθρώπου και των ζώων. Είπαμε ψέματα πολλά, ας πούμε και μι’ αλήθεια. Ποιος είδε ψύλλο στο βουνό, γουρούνι με σαμάρι, / και ποντικόν με κέρατο και ψύλλο με μουστάκι. Τον ψύλλο τον εφόρτωναν εννιά κιλά ροβύθια, / κι απά στο μεσοσάμαρο σαράντα κολοκύθια, / ήτανε λάσπες και βροχές κι ο αγάς του στα καπούλια. / Τον ψύλλο τον καλίγωναν[1] στη μέση απ’ το παζάρι, / εννιά αλμπάντες[2] τον κρατούν και τρεις τον καλλιγώνουν. / Σαν έδωσε και κλώτσησε, ταράχτη το παζάρι.[3]

Παρ. Ούτε ψύλλος στον κόρφο του.

[= για κάτι που είναι πολύ δυσάρεστο, ενοχλητικό. Κ. Παντρεύεται αυτή την ξεπλυμένη, να σιχαίνεται να φτύσεις απάνω της· χώρια που θα ‘χει πεθερά και την κυρά Μαρίνα, να του ψήνει το ψάρι στ’ αχείλι — ούτε ψύλλος στον κόρφο του!]

Στου κουζουλού την κεφαλή κάνουν οι ψύλλοι τη φωλιά. [= ο τρελός αδιαφορεί για την προσωπική καθαριότητα· είναι απεριποίητος (;)]

Έχει κι ο ψύλλος βήχα. Ο ψύλλος και τον βασιλιά σηκώνει.Αλμπάντης ή αλμπάνης είναι ο πεταλωτής· μτφ. ο άπειρος και αδέξιος.

Γδάρε τον ψύλλο και πάρε τ’ ασκίν του.[4]

[= ουδέν θα λάβεις από κάποιον που δεν έχει· λέγεται για φτωχούς και αναξιόχρεους οφειλέτες, οι οποίοι δεν έχουν χρήματα να δώσουν ή για επιχειρήσεις που δεν είναι προσοδοφόρες, έχουν μηδαμινά κέρδη· επί ματαιοπονούντων.]

Έκαμε τον ψύλλο καμήλα.[5] Εκεί που έμεινες εσύ, εγώ ψύλλους αφήκα. [= προς άπειρους, νέους που καμώνονται τους πολύπειρους· αυτά τα γνωρίζω πολύ καλά, «όταν πήγαινες εσύ, εγώ γύριζα.»][6] Έπεσε το φτυάρι κι έσπασε του ψύλλου το ποδάρι. [= αυτό που έγινε είναι ασήμαντο, ανάξιο λόγου.] Πρβλ. το παιδικό τραγουδάκι: Σπίρτο έπεσε / στου ψύλλου το ποδάρι. / Βάζει ο ψύλλος μια φωνή, ωχ, το πόδι μου πονεί! / Τρέξετε, καλοί γειτόνοι, πάει ο ψύλλος δε γλυτώνει! Τρέχει ο ποντικός / και το γιατρό φωνάζει. / Έμπα μέσα, κυρ γιατρέ, να σου ψήσω έναν καφέ, / να μου δώσεις αλοιφή για του ψύλλου την πληγή. Είναι κι ο κούνουπας αητός κι ο ψύλλος καβαλάρης.[7] Για ψύλλου τσίμπημα ζητάει τη βοήθεια του θεού.[8] Δεν το ‘χω πως θα περάσει ο ψύλλος απ’ το μουστάκι μου, μόνο που θα κάμει μονοπάτι.[9] [= κάτι που γίνεται μια φορά μπορεί να γίνει συνήθεια.] Θα βάλω ψύλλους να σε φάνε.[10] Μικρός ο ψύλλος, μεγάλα πηδήματα κάνει.

«Καλιγώνει τον ψύλλο.»

[= & Καλιγοψύλλης· μτφ. είναι ικανότατος, παμπόνηρος, πανέξυπνος, επιτήδειος, καπάτσος, που μπορεί να κατορθώσει και το ακατόρθωτο. Πρβλ. Παραδοσιακό αποκριάτικο σκωπτικό τραγούδι: Τον ψύλλο καλιγώνανε στη μέση στο παζάρι / σ’ αγαπώ δεν σε γελώ. (δις) / Κι ο ψύλλος βάνει τις κλωτσιές, ταράχθη το παζάρι / σ’ αγαπώ δεν σε γελώ. (δις) / Ποιος είδε τον λαγό γαμπρό και τη χελώνα νύφη / σ’ αγαπώ δεν σε γελώ. (δις). Κ. Εδώ δουλειά δε γίνεται, αφεντικό. Οι καλόγεροι πεταλώνουν και τον ψύλλο· θα φύγω! Ο Νίκος Τσιφόρος γράφει: Ο Μπάμπης δεν είναι τέτοιο τενεκεδόκουτο. Όχι, είναι εντάξει και του κόβει με το παραπάνω. Κεφαλλονίτης, παιδί μου. Τους ξέρεις καλά. Καλιγώνουνε ψύλλο.]

Φρ. «Μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά.»

[= αρχίζω να υποψιάζομαι κάτι κακό, ανησυχώ. Σκ. Ώστε αυτό ήταν το Βυζάντιο; Κι αυτή η Πόλη του μαρμαρωμένου Βασιλιά – παλμοί και όνειρο του έθνους; Η Φιλική Εταιρεία, οι κοτζαμπάσηδες, οι μεγάλοι διερμηνείς, οι Οσποδάροι; Εκείνο το προς τον Παπαφλέσσα «Εξωλέστατε!» τι νόημα είχε; πόθ’ ερχόταν; Κ’ οι ψύλλοι, μούμπαιναν στ’ αφτιά…] Για ψύλλου πήδημα. [= λόγω ασήμαντης αφορμής, για το τίποτε, για το παραμικρό. χωρίς λόγο σοβαρό. Πα. Τα παιδιά τα έδερναν για ψύλλου πήδημα, τα χτυπούσαν αλύπητα, είναι περίεργο, αλλά κάθε παλαιά σκηνή έχει ως διάκοσμο κάποια παιδικά κλάματα, με κείνα τα αναφιλητά που καμιά φορά έφταναν σε κρίση μανίας. & Ονειρευόμουν τον παράδεισο και βρέθηκα στην κόλαση. Σε μια Βαβυλωνία κακοποιών, όπου τον πρώτο λόγο είχε το δίκοπο[11] για ψύλλου πήδημα…]

«Ψύλλους στ’ άχυρα γυρεύει.»

[= για πράγματα που είναι αδύνατο να βρεθούν· για υπερβολικές λεπτομέρειες. Τούτος ο έρμος ο τόπος, την ώρα που συντελούνται κοσμογονικές εξελίξεις, ψάχνει να βρει ψύλλους στα άχυρα. Εφτ. Κι έτσι βγαίνει το ρωμιόπουλο στης ζωής την παλαίστρα αρματωμένο κορακίστικες λέξες και φράσες. Τις αραδιάζει και γίνεται η δουλειά του. Οι σολοικισμοί κι οι βαρβαρισμοί είναι ψύλλοι στ’ άχυρα. Τώρα πρέπει να βγει το ψωμί όπως όπως. Θα πεις, και τι να σου κάμει λαός που φορτώνεται πεθαμένη γραμματική που χρειάζεται ζωή αλάκερη να τη μάθεις!] Για τον ψύλλο καίει το πάπλωμα. Έκαψα την καλύβα μου να μη με τρων’ οι ψύλλοι. Γι’ αυτό έκαψα τα ρούχα μου (ή τη γούνα μου), να μη με τρων οι ψύλλοι. [= για ν’ αποφύγουμε ένα κακό, κάναμε άλλο και μεγαλύτερο· Περί των απομακρυνθέντων της τύρβης των πραγμάτων και αμερίμνως ζώντων.][12] Για χάρη ενός ψύλλου, καίει όλο το πάπλωμα.[13]

«Για ψύλλου πήδημα καίει το πάπλωμα.»

[= για μικρή, ασήμαντη αφορμή, από πείσμα παθαίνει μεγάλη ζημιά· για να γλιτώσει από ένα μικρό κακό, παθαίνει άλλο, μεγαλύτερο. Κο. Λοιπόν, θα πας στην Εισαγγελία και στη φυλακή ή θα ‘ρθεις σπίτι; Έλα στο νου σου, κορίτσι μου, μην είσαι κουτή. Για τον ψύλλο, μην κάψεις το πάπλωμα.]

«Είμαι ψύλλος.»

[= ασήμαντος. Μακρ. Ὅ,τι γράφω ἐδῶ τοῦ τὸ εἶπα καὶ στοματικῶς πολλάκις, ὅτι ῾σ αὐτείνη τὴν πατρίδα, ὁποῦ βασιλεύει αὐτός, ὅσο νὰ γένῃ ἕτοιμον τὸ βασίλειον ἔλυωσαν λιοντάρια – ἐγὼ ῾μπρος σ’ ἐκείνους εἲμ᾿ ἕνας ψύλλος.] Στον Ερωτόκριτο, διαβάζουμε: Γιατί σε θέλουσι κρατεί μεγάλον αφορμάρη, / να θέλει ο ψύλλος να βαστά ‘νούς[14] λιονταριού γομάρι. / Kαι θέλουσι σ’ ανεγελά’, όσοι κι αν σε κατέχουν, / με δίκιο να σε ψέγουσι, και πελελό να σ’ έχουν.[15] Πρβλ. Απ’ όλα τα πετούμενα, ο ψύλλος έχει χάρι, / στων κορασίδων τα βυζιά πάγει και σουλατσάρει.[16]
----------------------------
Πηγές και παραπομπές

[1] Καλιγώνω σημαίνει πεταλώνω. [μσν. καλ(λ)ιγώνω < καλλίγ(α) `παπούτσι΄ < λατ. callig(a)] Τριαντ.

[2] Αλμπάντης ή αλμπάνης είναι ο πεταλωτής· μτφ. ο άπειρος και αδέξιος. [τουρκ. nalbant (από τα περσ.) -ης· αλμπάν(ης) –ισσα.] Τριαντ.

[3] Παραδοσιακό σκωπτικό τραγουδάκι. Κοζάνη.

[4] Δημ.

[5] Πολ.

[6] Αθωνική συλλογή Ρωσικού. Πολίτου. Τομ. Α’. Σελ. 10.

[7] ΚΕΕ.

[8] Αρχ. Εν ψύλλης δήξει θεόν επικαλείται. Μιχαήλου Αποστολίου Παροιμίαι. 1619.

[9] Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1963). ΚΕΕ.

[10] Βλαχ. Ουσμπάγκ πουρίτσ τα στι μέκε. http://vlahoi.net/dictionary/paroimies

[11] = ενν. δίκοπο μαχαίρι.

[12] Δημ.

[13] ΚΕΕ. Petroff, Louis (1959).

[14] = ενός.

[15] Βιτζέντζος Κορνάρος. Ερωτόκριτος.

[16] Αφροδίτη η φιλομειδής. Ήτοι Συλλογή ασμάτων διστίχων, ηρωϊκών κλέφτικων και άλλων. Επιμελώς συλλεχθέντων υπό Ανέστη Κωνσταντινίδου. Εν Αθήναις, 1887

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου