Στα ενδιαφέροντα αναγνώσματα πολιτικής θεωρίας, οι θρησκείες συναντιούνται ως άρνηση ισότητας και ελευθερίας. Στον βαθμό που ο Θεός είναι τα πάντα, η απόλυτη αλήθεια, η δύναμη και η ζωή, ο πραγματικός κόσμος και οι άνθρωποι είναι το τίποτα, το ψέμα, η αδυναμία και ο θάνατος. Για αυτό ο Διαφωτισμός αρνήθηκε, απέρριψε τον Θεό και τοποθέτησε στην θέση του τον άνθρωπο.
“Η θρησκεία, κάθε θρησκεία, είναι από την φύση της υποδούλωση, πτώχευση και ανθρώπινος εκμηδενισμός”.
Αντιστρέφοντας την περίφημη ρήση του Βολταίρου, καταλήγουμε πως ακόμα κι αν υπήρχε Θεός, θα έπρεπε να τον καταργήσουμε. Στα καθ’ ημάς, η χριστιανική ορθόδοξη θρησκεία αποτελεί κρατική θρησκεία και, κατ’ επέκταση, κρατική ιδεολογία. Για αυτό επιβάλλεται ο πιστός στον Θεό να υπακούει τυφλά τον κυβερνήτη, τον μονάρχη, τον πρωθυπουργό. Ακόμα και σήμερα, μετά τις αστικές επαναστάσεις, που η Εκκλησία δεν παίζει (και δεν έπαιξε κανέναν) τον ίδιο ρόλο – παρά την τεράστια δύναμη που συνεχίζει να έχει.
Με τον Νίτσε να διευκρινίζει την παρεξήγηση στην λέξη Χριστιανισμός, καθώς κατά βάθος μόνο ένας χριστιανός υπήρξε και πέθανε στον σταυρό. Και είναι λάθος να εντοπίζεται στην πίστη για λύτρωση μέσω του Χριστού, το διακριτικό γνώρισμα του χριστιανού. Μόνο μία ζωή όμοια με του Χριστού λειτουργεί σαν χριστιανική πρακτική. Ο Γερμανός φιλόσοφος συμπληρώνει ότι η χριστιανική έννοια του Θεού των αρρώστων, του Θεού ως πνεύμα κ.λπ., είναι το τελευταίο στάδιο της κατιούσας εξέλιξης των θεϊκών τύπων.
Ο θάνατος δεν θα έχει εξουσία.
Ένας εκφυλισμός είναι ο Θεός στο αντίθετο της ζωής, Όχι, αντί για το αιώνιο Ναι της. Μία διακήρυξη πολέμου κατά της φύσης και της βούλησης για ζωή, μία βούληση για το μηδέν που την κήρυξαν αγία. Μοιραία αυτή η έννοια του Θεού, που στηρίζεται στην βάση της απόλυτης αλήθειας, είναι από τις πιο διεφθαρμένες που επιτεύχθηκαν στην Γη. Μπορούμε να ψηλαφίσουμε την εικόνα ενός Θεού όπως την παρουσιάζει ο Βίλχεμ Ράιχ, που αναδεικνύει σαν Θεό τον άνθρωπο που στέκεται απέναντί μας, κι όχι μέσω της θλιβερής κλειστότητας που πηγάζει από τις θρησκείες;
Εδώ μπορεί να φανεί χρήσιμος ο προβληματισμός στο μυστήριο του συμπαντικού κακού που βάζει ο Ανατόλ Φρανς, στην ‘Ανταρσία των Αγγέλων’. Μία ανατρεπτική σάτιρα που εκλαϊκεύει την εικόνα του Θείου, την κάνει ισομεγέθη του ανθρώπου και οικειοποιεί εκείνη του Εωσφόρου, που δεν έχει καμία σχέση με το αντιπαθητικό δημιούργημα των θρησκειών. Αντίθετα, λειτουργεί ως το ιστορικά ελεύθερο πνεύμα τού αιώνια εξεγερμένου. Στη σάτιρα του Φρανς, που ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος και εχθρός των φανατισμών, αντάρτες άγγελοι κατεβαίνουν στη Γη.
Παίρνουν ανθρώπινη μορφή και συνωμοτούν για να ρίξουν από την θέση του τον Θεό και να βάλουν στο θρόνο του τον Εωσφόρο. Μόνο που μερικοί από αυτούς βλέποντας πως όσα συμβαίνουν στην Γη είναι χειρότερα εκείνων που συμβαίνουν στον ουρανό, ξεχνούν την αποστολή τους και ρίχνονται με ζήλο στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Μία τέτοια ανατρεπτική συνεργασία ανθρώπου με το Θείο, που εκλαϊκεύει και μετασχηματίζει την εικόνα του και γίνεται σύμβολο απελευθερωτικής γνώσης και γονιμοποιού εξέγερσης, θα συσπείρωνε γύρω της αμέτρητους υποστηρικτές.
Κι ο θάνατος δεν θα έχει εξουσία.
Ένας από τους κορυφαίους αγγλόφωνους ποιητές με βαθιά γνώση της λογοτεχνίας, ο Ντίλαν Τόμας, της έδειχνε ασέβεια στα κείμενά του. Γνώριζε ότι αν η γραφή του γινόταν βορά της φόρμας αιτίου και αιτιατού, θα ήταν μια χαμένη γραφή. Έπραττε ως συνδημιουργός του κοινωνικού, υποστηρίζοντας και αναδεικνύοντας την προσωπικότητά του. Χωρίς να φιλοδοξεί, χωρίς να αποζητά αποτέλεσμα. Έκανε τέχνη για την τέχνη, όπως ένας ευτυχισμένος καθημερινός άνθρωπος και όχι ως νευρωτικός διανοούμενος. Με το βαλς λυρισμού που χόρευε με την ποίηση, να συμπυκνώνεται σε μεγάλο βαθμό στον στίχο:
«Κι αν οι ερωτευμένοι χαθούν κι αυτοί, ο έρωτας δεν θα χαθεί. Κι ο θάνατος δεν θα έχει εξουσία».
Τα ποιήματά του, βέβαια, δύσκολα θα βρεθούν σε σχολικό εγχειρίδιο. Το δίπολο κράτους-εξουσίας γνωρίζει πως θα λειτουργήσει σαν φουρνέλο στα θεμέλιά του, αν κάποιος έφηβος κατανοήσει τον πολιτισμό ως παράγωγο ελευθερίας. Με τους απολογητές αυτού του διπόλου, να λοιδορούν οτιδήποτε εκφράζει ελευθερία. Κι εδώ πρέπει να κατανοήσουμε ότι η εξουσία και η κουλτούρα είναι εχθροί που δεν συμβιβάζονται. Εκεί που κυριαρχεί η μία, απουσιάζει η άλλη. Με την κεκτημένη γνώση να προέρχεται από τον Νίτσε:
«Η Κουλτούρα και το Κράτος, ας μη γελιέται κανείς για αυτό, είναι ανταγωνιστές. Το Πολιτιστικό Κράτος είναι απλώς μια σύγχρονη ιδέα. Όλες οι μεγάλες περίοδοι πολιτισμού, είναι περίοδοι πολιτικής παρακμής. Οτιδήποτε σπουδαίο υπάρχει από πολιτιστική άποψη, είναι μη-πολιτικό ακόμα και «αντιπολιτικό».
Η πολιτική κυριαρχία κηδεμονεύει κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, προκειμένου να δημιουργήσει και να διατηρήσει την ομοιομορφία και να υποτάξει τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας. Κι εδώ αρκεί να αναλογιστεί ο καθένας μας τους βάλτους της ομοιομορφίας που βυθιζόμαστε στην καθημερινότητα: από το in fashion ντύσιμο και το hi-tech κινητό τηλέφωνο μέχρι την αλόγιστη χρήση του Facebook, ως προαπαιτούμενα για να βρίσκεται κάποιος εντός κλίματος εποχής.
Πώς μπορεί να παράγει πολιτισμό, άρα ελευθερία, ένας άνθρωπος που είναι αγκιστρωμένος σε αυτή την μεταμφιεσμένη καταστολή ιδεών, οικειοθελώς ντυμένος με τον ζουρλομανδύα κανόνων πνευματικής στειρότητας που επιβάλλουν τα θλιβερά κοινωνικά στερεότυπα;
Ένα αξίωμα: Δεν χρειάζονται χρήματα για να παραχθεί πολιτισμός. Μεράκι χρειάζεται και μύχια ανάγκη επικοινωνίας εκείνου που εκφράζει και εκείνου που εισπράττει. Ένα κομμάτι χαρτί και ένα μολύβι για να αποτυπωθεί μία σκέψη ή οι νότες μίας μελωδίας. Για να δημιουργηθεί ένα σκίτσο και το αφήγημά του. Ας θυμηθούμε την πολιτιστική και κοινωνική παρέμβαση που σκίτσαραν στα αφηγήματά τους από τον Μποστ και τον Αρχέλαο, μέχρι τον ΚΥΡ, τον Γιάννη Καλαϊτζή, τον Ανδρέα Πετρουλάκη και αμέτρητοι άλλοι. Με εκφραστική οικονομία που αναδεικνύει εκείνο το ξενόφερτο «μία εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις» (-H μικροσύσπαση σε ένα πρόσωπο, αναλογεί σε δεκάδες λέξεις κειμένου).
Τα σκίτσα και τα κόμικς είναι μια μορφή λαϊκής ριζοσπαστικής τέχνης, που αποκρυσταλλώνει και γελοιοποιεί την εξουσία και τους υμνητές της. Γι’ αυτό «περιθωριοποιήθηκαν» ως υποδεέστερη μορφή τέχνης, που αναπαράγεται μαζικά μέσω τυπογραφικής ανατύπωσης, οπότε δεν έχει θέση στις ελιτίστικες εκθέσεις υψηλής διανόησης των γκαλερί. Των φυλακών της τέχνης δηλαδή, που η απεύθυνση γίνεται από λίγους σε ακόμα λιγότερους. Όταν η εξουσία αντιληφθεί ότι κάτι την απειλεί, το παραγκωνίζει, το διαβάλλει, το λοιδορεί. Κι ο πολιτισμός, σε όποια μορφή του, την απειλεί.
«Οι βασικοί νόμοι της ανθρώπινης ηλιθιότητας»
Ένα άρθρο, ένα βιβλίο κ.λπ. δεν έχουν την δύναμη από μόνα τους, σαν τυπωμένες σελίδες, να αλλάξουν την κοινωνία. Κι αυτό είναι κάτι που ομολογούν με βεβαιότητα λογοτέχνες, δημοσιογράφοι κ.λπ., που γράφουν και δημοσιεύουν τα κείμενα και τα πονήματά τους επί σειρά ετών. Ο ρόλος τους είναι να αλλάξουν τους ανθρώπους που θα τα διαβάσουν, να τους ενεργοποιήσουν, κι έπειτα να αλλάξουν την κοινωνία γύρω τους. Πρώτα ανατρέπεται η κατεστημένη εικόνα του ατόμου και έπειτα της ολότητας – οι αλλαγές αρχίζουν από το μέρος και απλώνονται στο σύνολο.
Ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα -που έπεσε για δεύτερη φορά, πρόσφατα, στα χέρια μου- είναι «Οι βασικοί νόμοι της ανθρώπινης ηλιθιότητας» του Ιταλού ακαδημαϊκού Κάρλο Τσιπόλα. Ένα πνευματώδες δοκίμιο, σύντομο, με ασφαλή συμπεράσματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά, στα όρια του κυνισμού. Ένα ανάγνωσμα που μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της αλλαγής από το μέρος στο όλον. Ο νόμος που χαρακτηρίζει χρυσό ο Τσιπόλα στο πόνημά του, αναφέρει ότι
“…Ηλίθιος ονομάζεται το άτομο που οι πράξεις του προκαλούν ζημιές σε ένα άλλο άτομο ή σε μία ομάδα ατόμων, χωρίς ο ίδιος να αποκομίζει κέρδη. Ενώ, πιθανά, να υφίσταται ακόμα και ζημιές”.
Οπότε για να παρατηρήσουμε πόσο μεγάλη και πολυπληθής είναι η κατηγορία με τους ηλίθιους, πρέπει να κάνουμε έρευνα -και αναγωγή- από τον μικρόκοσμό μας μέχρι τον μακρόκοσμο γύρω μας. Δηλαδή από το πολύ στενό περιβάλλον μας (γειτονιά, εργασιακός χώρος, ακόμα και οικογένεια ή φίλους), μέχρι ανθρώπους που τυχαία συνδιαλεγόμαστε μαζί τους στον δρόμο, καλλιτέχνες (καλώς ή κακώς εννοούμενους), όσους κυβερνούν διαχρονικά κ.λπ. Μία διαδικασία που χρειάζεται να γίνεται τακτικά για να έχει ισχυρή και επίκαιρη νοηματοδότηση, προκειμένου να βρούμε σταθερό βηματισμό, να είμαστε δημιουργικοί και να μην πληγωνόμαστε.
Ο Τσιπόλα παρατηρεί εύστοχα ότι τα μη ηλίθια άτομα παραβλέπουν ή ακόμα και υποτιμούν ότι ο συγχρωτισμός τους με τους ηλίθιους, αποτελεί μοιραίο λάθος. Από την στιγμή όμως που δεν μπορεί να αποφευχθεί η επαφή με αυτή την κατηγορία ανθρώπων, λόγω της γενικευμένης ηλιθιότητας που μας περιβάλλει, πρέπει να γίνονται αντιληπτοί ποιοι είναι και πού βρίσκονται. Ακόμα κι αν αναφερόμαστε στον διπλανό μας στον χώρο εργασίας, σε εκείνον που ουρλιάζει για την καθαρότητα της φυλής του, στον έμμισθο κρατικό υπάλληλο που κάνει κατάχρηση της εξουσίας που του δίνει το εθνόσημο που φέρει, για να τονώσει το Εγώ του.
Τον ηλίθιο ανθρωπάκο είναι σημαντικό να ξεχωρίζουμε και να φοβόμαστε, γιατί μπορεί να γίνει περισσότερο επικίνδυνος από τον κακοποιό και σε κάθε περίπτωση εξαντλεί την όποια εξουσία έχει στα χέρια του. Ακόμα και εκείνη της διεκπεραιωτικής σφραγίδας, σε μία δημόσια υπηρεσία.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου