4. -δόν- και -δανό-
§ 386. Το θηλυκό επίθημα -δόν- για αφηρημένα και για συγκεκριμένα, παράγωγα των πρώτων, το μοιράζεται η ελληνική μόνο με τη λατινική· πρβ. cup ī- do - d ī n - is 'επιθυμία' από το cup ī- v ĭ, torp ē- do 'μούδιασμα, νάρκωση' από το torp ē- re. Οι ελληνικοί σχηματισμοί δεν είναι ενιαίοι, ένδειξη του ότι είχαν διατηρηθεί περισσότερο σε μεμονωμένες λέξεις παρά σε τύπους: από ρήμα π.χ. σπαδών 'σπασμός' (Ιπποκρ.) από το σπᾰ- 'τραβώ', από όνομα π.χ. κοτυληδών 'βαθούλωμα > κοίλο φυμάτιο της σουπιάς, κοίλωμα του οστού της πυέλου, κ.ά.' (Όμ.) από το κοτύλη 'κοιλότητα'. Η εικόνα αποκτά μεγαλύτερη ποικιλία χάρη στις όποιες παραλλαγές του επιθήματος, όπως ἁρπε-δόνη 'σκοινί' (Ξεν.) από το ἁρπ-άζειν, μελε-δωνός 'φροντιστής' (Ηρόδοτος), μελε-δώνη 'φροντίδα' (Όμ.) από το μέλειν μέλεσθαι 'είμαι αντικείμενο του ενδιαφέροντος, νοιάζομαι', φαγέδαινα 'σαρκοφάγο έλκος' (κλασ.) από το φαγεῖν 'τρώω'. Παραγωγικά στους ιστορικούς χρόνους φαίνεται να υπήρξαν ακόμη μόνο τα -εδών και -ηδών, αλλά κι αυτά μόνο σε περιορισμένη κλίμακα: σηπεδών 'σήψη' (Πλάτωνας) από το σηπ- 'σαπίζω',
τυφεδών 'άναμμα, ανάφλεξη' (Καλλίμ.) από το τύφειν 'βγάζω καπνό',
ἀλγηδών 'αίσθημα πόνου' (κλασ.) από το ἀλγεῖν ἀλγῆ-σαι 'αισθάνομαι πόνο',
Κηληδόνες 'Γόησσες, μαγικά πλάσματα' (Πίνδ.) από το κηλεῖν κηλῆ-σαι 'μαγεύω'.
§ 387. Το -δανός συνδέεται στενά με το -δών:
ῥῑγεδανός 'φρικώδης' (Όμ.) από το ῥιγεῖν 'φρικιάζω',
τυφεδανός 'επαρμένος' (Αριστοφ.) από το τυφεδών (δες παραπάνω),
ληθεδανός 'που φέρνει λήθη' (Λουκιανός) από το ληθ- 'λησμονώ'.
Σχετικά με το οὐτιδανός δες § 377
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου