'Οπως ασφαλώς θα γνωρίζουν εξ ιδίας πείρας οι περισσότεροι αναγνώστες, ο σαρκικός έρωτας δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνεται: ένα ανώδυνο βιολογικό παιχνίδι που στοχεύει στην αναπαραγωγή ή στην πρόσκαιρη σεξουαλική ικανοποίηση. Όποτε μάλιστα διαπιστώνουμε ότι σε μια «σχέση» απουσιάζουν τα γνώριμα πάθη και η οδύνη του έρωτα, τότε μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι πως, στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για ερωτική... σχέση.
Παρά τη συστηματική προπαγάνδα από τα ΜΜΕ για το αντίθετο, το σεξ δεν είναι απλώς και μόνο μια σωματική λειτουργία ή, έστω, μια βιολογική ανάγκη, αλλά μία από τις πιο ουσιαστικές και περίπλοκες βιοψυχολογικές εκδηλώσεις της ίδιας της ανθρώπινης φύσης.
Σήμερα, όταν γίνεται λόγος για τα επιτεύγματα της επιστήμης ή της τεχνολογίας, έχει επικρατήσει να βλέπουμε παντού «επαναστάσεις», ενώ στην πραγματικότητα έχει σημειωθεί μόνο κάποια μικρή πρόοδος. Εντούτοις, σε ό,τι αφορά την έρευνα των βιοχημικών και των νευρολογικών προϋποθέσεων της ερωτικής μας συμπεριφοράς, έχει όντως συντελεστεί μια μικρή επανάσταση κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Γεγονός που αναπόφευκτα θα οδηγήσει στη ριζική αναθεώρηση πολλών από τις σημερινές -ηθικά και ιδεολογικά βεβαρημένες- προκαταλήψεις μας γύρω από το σεξ.
Η φαινομενολογία της ερωτικής συμφωνίας
Αν ήθελε κάποιος να συνοψίσει τις πολυετείς επιστημονικές μελέτες και περιγραφές της ανθρώπινης ερωτικής συμπεριφοράς, θα μπορούσε, πολύ σχηματικά, να αναγνωρίσει τέσσερα βασικά μέρη ή πράξεις στην πανάρχαιη, αλλά κάθε άλλο παρά πασίγνωστη, ερωτική συμφωνία που εκτελείται όταν δύο άνθρωποι συναντιούνται ερωτικά.
Πρώτη πράξη: η ακαταμάχητη έλξη. Από την πρώτη στιγμή που τη ή τον βλέπουμε, ενεργοποιείται ο μέσος εγκέφαλός μας, το τμήμα κάτω από τον εγκεφαλικό φλοιό, το οποίο, μεταξύ άλλων, συντονίζει και ελέγχει τα οπτικά και ακουστικά μας αντανακλαστικά. Αρχίζει να εκκρίνει ντοπαμίνη, έναν νευροδιαβιβαστή που σχετίζεται άμεσα με τα αισθήματα ηδονής και ευφορίας που μας προκάλεσε η παρουσία του άλλου προσώπου.
Ερεθισμένος από την ντοπαμίνη, ο υποθάλαμος στέλνει εντολή στο σώμα να επιδείξει τις κατάλληλες σωματικές αντιδράσεις: οι κόρες των ματιών διαστέλλονται, η καρδιά χτυπά σαν τρελή στέλνοντας περισσότερο αίμα στο πρόσωπο που κοκκινίζει, ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα καλύπτει το δέρμα μας καθιστώντας το πιο φωτεινό. Αν το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας μας αντιδράσει θετικά σε αυτά τα ερωτικά σήματα που του στέλνουμε, τότε ενισχύονται τα νευρωνικά κυκλώματα που συνδέουν την παρουσία του/της με συναισθήματα ευχαρίστησης και ευφορίας.
Δεύτερη πράξη: η έκρηξη του πάθους. Κάθε νέα συνάντηση μαζί του/της ανεβάζει τα επίπεδα έκκρισης της ντοπαμίνης, ενισχύοντας περαιτέρω την επιθυμία μας για το πρόσωπό του/της, ενώ παράλληλα η ανάμνηση της ευχαρίστησης που μας γεννά η παρουσία της/του μεγαλώνει την επιθυμία μας να βρισκόμαστε μαζί της/του. Γεγονός που με τη σειρά του προκαλεί στον εγκέφαλό μας την έκκριση δύο νέων νευροδιαβιβαστών, της νοραδρεναλίνης και της φαινυλεθυλαμίνης.
Αυτό το εκρηκτικό κοκτέιλ προκαλεί στον εγκέφαλό μας μια κατάσταση έντονης διέγερσης και ελαφρού ιλίγγου, παρόμοιου με αυτόν που θα μας προκαλούσε η κατάποση μιας μικρής ποσότητας αμφεταμίνης. Ταυτόχρονα μειώνεται η παραγωγή ενός άλλου σημαντικού νευροδιαβιβαστή, της σεροτονίνης, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται το συναίσθημα της ερωτικής εμμονής.
Τρίτη πράξη: επιτέλους συνουσία! Οσο μεγαλώνει η οικειότητα τόσο περισσότερο ο υποθάλαμος διεγείρει την παραγωγή ενός άλλου σημαντικού νευροδιαβιβαστή, της ωκυτοκίνης, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στη γέννηση αισθημάτων έντονης τρυφερότητας και ενισχύει τους υποδοχείς των νευρωνικών κυκλωμάτων που εμπλέκονται στην ανάδυση άλλων συναφών ερωτικών συναισθημάτων. Φιλιά, χάδια και άλλες ερωτικές ενέργειες αυξάνουν περαιτέρω τα επίπεδα ωκυτοκίνης και βασοπρεσίνης, δημιουργώντας μια ακατάσχετη ανάγκη για ερωτική ολοκλήρωση.
Τέταρτη πράξη: για πάντα μαζί; Υστερα από 18 ή 30 μήνες από τη δημιουργία της σχέσης, ο εγκέφαλός μας έχει πια «μπουχτίσει» από το κοκτέιλ ορμονών με αποτέλεσμα να μην αντιδρά πια όπως πριν. Σε αυτή την αποφασιστική φάση κάθε ερωτικής σχέσης τα περισσότερα ζευγάρια χωρίζουν. Και τότε ο καθένας από το πρώην ζευγάρι αρχίζει να αναζητά νέο ερωτικό σύντροφο για να βιώσει εκ νέου τις τρεις πρώτες τόσο ερεθιστικές φάσεις στη δημιουργία μιας σχέσης. Ομως αυτό δεν είναι πάντα ο κανόνας. Αρκετά ζευγάρια καταφέρνουν να ξεπεράσουν αυτή τη δύσκολη φάση, μετατρέποντας την ορμονική «πλήξη» σε βαθύτερη ψυχοσωματική οικειότητα. Σε αυτήν την περίπτωση μένουν μαζί για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ίσως για πάντα.
Ποιες εγκεφαλικές δομές εμπλέκονται στην εκτέλεση αυτής της ερωτικής συμφωνίας και τι είναι αυτό που πυροδοτεί και ρυθμίζει την ακατάσχετη και ενίοτε μανιώδη επιθυμία μας για σεξ;
Εγκέφαλος: ο αόρατος συνθέτης
Οπως και τα περισσότερα πρωτεύοντα θηλαστικά, οι άνθρωποι αφιερώνουν πολύ χρόνο στην προετοιμασία και την ικανοποίηση των ερωτικών τους αναγκών, αφού αυτό αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχή αναπαραγωγή τους. Αν μάλιστα αυτή η βιολογική ανάγκη συσχετιστεί με τις ανώτερες νοητικές ικανότητες των ανθρώπων, τότε εξηγείται ικανοποιητικά η υπερβολική σπουδαιότητα που αποδίδουν οι άνθρωποι στο σεξ συγκριτικά με τα υπόλοιπα είδη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το σεξ είναι κάτι παραπάνω από μια βιολογική λειτουργία.
Δεν πρέπει λοιπόν να μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πίσω από τις περίπλοκες και χρονοβόρες ερωτοτροπίες που καταλήγουν στην πολυπόθητη ερωτική συνεύρεση δύο ανθρώπων κρύβονται πάντα «ενδογενείς» βιολογικοί παράγοντες που χρειάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια εξέλιξης για να διαμορφωθούν. Εκπληξη, αντίθετα, προκαλεί σήμερα το τεράστιο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να αναγνωρίσουμε και να αποδεχτούμε την πραγματική φύση των παραγόντων που, σε τελευταία ανάλυση, ρυθμίζουν τα ερωτικά μας ήθη.
Από τις μέχρι σήμερα νευροβιολογικές έρευνες προκύπτει ότι, κατά τη μακρά εξελικτική ιστορία του είδους μας, ο εγκέφαλός μας ανέπτυξε τρία διαφορετικά -τόσο από λειτουργική όσο και από ανατομική άποψη- ερωτικά συστήματα που διασφαλίζουν την ηδονή της σεξουαλικής πράξης και, μέσω αυτής, την επιτυχή αναπαραγωγή μας.
Το πρώτο εγκεφαλικό σύστημα σχετίζεται με τη σεξουαλική έλξη που μας ωθεί στο να ζευγαρώνουμε. Το δεύτερο ενισχύει την ανάδυση του «ρομαντικού έρωτα» και μας παρέχει βιοχημικά κίνητρα για να αφιερώνουμε πολύ χρόνο και ενέργεια στον ερωτικό μας σύντροφο. Το τρίτο εγκεφαλικό σύστημα, όταν ενεργοποιείται, ενισχύει και διασφαλίζει τη μακροβιότητα της σχέσης με τον ή τη σύντροφό μας.
Μάλιστα, έχει πολλαπλώς επιβεβαιωθεί το γεγονός ότι τόσο η ιδιαίτερη επίδραση όσο και η εξειδικευμένη λειτουργία αυτών των διαφορετικών εγκεφαλικών συστημάτων βασίζονται πάντα στη διαφοροποιημένη παραγωγή συγκεκριμένων εγκεφαλικών μορίων, κυρίως ορμονών και ειδικών νευροδιαβιβαστών.
Για παράδειγμα, σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι η έντονη σεξουαλική έλξη που νιώθουμε για ένα άτομο συνδέεται στενά και εξαρτάται από την απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων τεστοστερόνης. Οσο για την ερωτική έκσταση που βιώνουμε όταν ερωτοτροπούμε με το άτομο αυτό, ρυθμίζεται κυρίως από την ποσότητα ντοπαμίνης που εκλύεται στον εγκέφαλό μας, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης. Επίσης, η σταθερότητα και η «μονιμοποίηση» της ερωτικής σχέσης στον χρόνο εξαρτώνται από την αυξημένη παραγωγή μιας άλλης ορμόνης, της ωκυτοκίνης στις γυναίκες και της βασοπρεσίνης στους άνδρες.
Ενδέχεται, λοιπόν, σε λίγα χρόνια στο λήμμα «έρωτας» των ενημερωμένων λεξικών να διαβάζουμε: «Σφοδρή αλλαγή της εγκεφαλικής δραστηριότητας που προκαλείται από την έκλυση μεγάλης ποσότητας ειδικών νευροδιαβιβαστών (ντοπαμίνη, ωκυτοκίνη, βασοπρεσίνη) με άμεσο στόχο τη σεξουαλική ηδονή και απώτερο στόχο την προώθηση της αναπαραγωγικής λειτουργίας».
Βέβαια, σε κάποιους αυτός ο ορισμός μπορεί να φαίνεται κάπως «άχρωμος», υπερβολικά «πεζός» ή και «αντιποιητικός», αλλά σίγουρα όχι επιστημονικά ανακριβής! Επομένως, αν δεν ανήκετε στην κατηγορία των εκκεντρικών ανθρώπων που πιστεύουν (εντελώς αυθαίρετα!) ότι οι πρόσφατες ανακαλύψεις της νευροεπιστήμης σχετικά με το σεξ είναι ολότελα εσφαλμένες ή παραπλανητικές, τότε οφείλετε να παραδεχτείτε ότι αυτός ο «ψυχρός» ορισμός συνοψίζει ικανοποιητικά τις τρέχουσες επιστημονικές αντιλήψεις και δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, τουλάχιστον τη «στενή» αλλά «αντικειμενική» πραγματικότητα των επιστημών του εγκεφάλου.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι καμία ουσιαστική πρόοδος στην κατανόηση της ερωτικής ζωής των ανθρώπων δεν θα επιτευχθεί όσο επιμένουμε να αγνοούμε (ή να παραβλέπουμε σκοπίμως!) τις βιολογικές-εγκεφαλικές παραμέτρους που, μαζί με το κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον, συνδιαμορφώνουν τις ποικίλες εκδηλώσεις της ερωτικής μας συμπεριφοράς.
Πώς η βιοχημεία του σεξ επηρεάζει τον εγκέφαλο;
Οραση, όσφρηση, αφή, ακοή υπακούουν τυφλά στις γονιδιακές και τις εγκεφαλικές επιλογές «μας». Ολες μας οι αισθήσεις συνωμοτούν, κυριολεκτικά πίσω από την πλάτη μας, για να πέσουμε στην παγίδα του... έρωτα.
Ωστόσο, αν ρωτούσαμε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ανθρώπων «Ποιο θεωρείτε ότι είναι το πιο σεξουαλικό όργανο του σώματός μας;», θα παίρναμε ασφαλώς τις πιο διαφορετικές απαντήσεις, ανάλογα με τα γούστα και το φύλο αυτού που απαντά.
Μάλιστα, έχει διαπιστωθεί στατιστικά ότι το ενδιαφέρον των γυναικών επικεντρώνεται αρχικά στο πρόσωπο και κατόπιν στο σώμα, χωρίς βέβαια να παραλείπεται και η οπτική «αξιολόγηση» της περιοχής του ανδρικού καβάλου. Αντίθετα, οι περισσότεροι άνδρες εξερευνούν και επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στο στήθος, τις γάμπες και τα οπίσθια.
Το βέβαιο πάντως είναι πως σχεδόν κανείς, άνδρας ή γυναίκα, δεν θα σκεφτόταν να απαντήσει ότι το πιο σεξουαλικό όργανο του σώματός μας βρίσκεται κρυμμένο μέσα στο κεφάλι μας. Είναι δηλαδή ο εγκέφαλός μας. Ομως εδώ και αρκετό καιρό οι ειδικοί γνωρίζουν ότι όλα τα άλλα «ερωτικά μέλη» του ανθρώπινου σώματος, τα οποία έχουν εξελιχθεί ακριβώς για να προσελκύουν και να ξυπνούν το σεξουαλικό μας ενδιαφέρον, έχουν στόχο και τελικό αποδέκτη τον εγκέφαλο, την πραγματική μηχανή παραγωγής του σεξ και των ερωτικών μας αισθημάτων.
Αραγε, τι ακριβώς συμβαίνει στον εγκέφαλό μας όταν, μεταξύ όλων των ανθρώπων, επιλέγουμε τον συγκεκριμένο ερωτικό σύντροφο και όχι κάποιον άλλο; Ποια φυσικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά καθόρισαν αυτήν την επιλογή μας; Τα ερωτήματα αυτά απασχολούσαν ανέκαθεν τους ανθρώπους, χωρίς δυστυχώς να καταφέρουν να βρουν μία συγκεκριμένη απάντηση, πόσω δε μάλλον την οριστική απάντηση που θα ισχύει για όλους. Και έτσι, μέχρι σήμερα, το «μυστήριο» του έρωτα αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε προσπάθεια αντικειμενικής ή, έστω, υποκειμενικής κατανόησης και εκλογίκευσής του.
Η χημεία της ερωτικής έλξης
Τα τελευταία χρόνια, όπως είδαμε, η επιστημονική έρευνα καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες για τη διερεύνηση της ερωτικής μας συμπεριφοράς: ανθρωπολόγοι, γενετιστές, ψυχολόγοι, νευροεπιστήμονες, εξελικτικοί βιολόγοι -για να μην αναφέρουμε τους ψυχαναλυτές, τους ψυχοθεραπευτές ή τους σεξολόγους- επιχειρούν να διαφωτίσουν ό,τι σκοτεινό έχει απομείνει από τη ρομαντική μας αντίληψη περί έρωτος.
Πάντως, όταν εξετάζονται σε «εργαστηριακές συνθήκες» τα ανθρώπινα όντα συμπεριφέρονται ερωτικά όπως περίπου και όλα τα άλλα ανώτερα θηλαστικά. Και το γεγονός ότι το είδος μας εξακολουθεί να υπάρχει σημαίνει, προφανώς, ότι η εξελικτική διαδικασία μάς έχει προικίσει με τα απαραίτητα «εργαλεία» για να επιλέγουμε τον ερωτικό μας σύντροφο με βάση το αναπαραγωγικό μας συμφέρον: για να κάνουμε δηλαδή μαζί του υγιή παιδιά.
Προφανώς, αυτό το αναπαραγωγικό κριτήριο θα πρέπει να υπερτερεί σαφώς και να βαραίνει περισσότερο από κάθε άλλο (π.χ. οικονομικά συμφέροντα, «τέλεια» εξωτερική εμφάνιση κ.ά.) στην επιλογή του ή της συντρόφου μας.
Αναζητώντας κάποια επιστημονική και πανανθρώπινη «εξήγηση» του πώς επιλέγουμε τον μόνιμο ερωτικό μας σύντροφο, οι ειδικοί υπέθεσαν ότι οι οσμές του σώματος μπορεί να είναι φορείς ειδικών χημικών σημάτων που επηρεάζουν τη σωματική μας κατάσταση και την ψυχολογική μας προδιάθεση. Ετσι, για παράδειγμα, διαπίστωσαν ότι οι φερομόνες επηρεάζουν την ερωτική συμπεριφορά μας καθορίζοντας την έλξη ή την απώθηση που νιώθουμε για τον/τη σύντροφό μας!
Τι είναι όμως οι φερομόνες (ή φερορμόνες); O όρος προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «φέρειν + ορμόνες» και αναφέρεται στους χημικούς αγγελιαφόρους που όταν εκκρίνονται από το δέρμα έχουν τη δυνατότητα να επιφέρουν αλλαγές τόσο στη φυσιολογία όσο και στη συμπεριφορά των ατόμων. Ας σημειωθεί ότι οι φερομόνες ασκούν την επιρροή τους χωρίς ο οργανισμός που τις εκκρίνει ή τις συλλαμβάνει να αντιλαμβάνεται συνειδητά την παρουσία ή τη δράση τους.
Αραγε οι άνδρες και οι γυναίκες μπορούν -ή μήπως οφείλουν;- να εμπιστεύονται την όσφρησή τους για την επιλογή του ερωτικού τους συντρόφου; Τα πτηνά και τα έντομα (π.χ. οι μέλισσες), όπως και πολλά θηλαστικά, είναι βέβαιο πως το κάνουν. Γιατί οι άνθρωποι να αποτελούν εξαίρεση;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου