Ο Αριστοτέλης ως απόλυτη μοναρχία ή αλλιώς παμβασιλεία ορίζει τη «βασιλεία σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς εξουσιάζει τους πάντες σύμφωνα με τη δική του αποκλειστική βούληση». Όμως η αποδοχή του απόλυτου μονάρχη ως αποκλειστικού διαχειριστή όλων των ζητημάτων της εξουσίας δεν είναι παρά η αναγνώριση της ανωτερότητάς του έναντι όλων των άλλων που οφείλουν να υπακούν στις αποφάσεις του: «Σχετικά όμως με την απόλυτη μοναρχία – παμβασιλεία – ορισμένοι κρίνουν ότι, όπου η πόλη αποτελείται από όμοιους, δεν είναι φυσικό ένας να είναι ο κυρίαρχος φορέας εξουσίας πάνω σε όλους τους πολίτες. Για τους λόγους αυτούς είναι δίκαιο κανένας να μην εξουσιάζει ή να μην εξουσιάζεται περισσότερο από κάποιον άλλο, αλλά να εναλλάσσονται οι πολίτες ως άρχοντες και αρχόμενοι το ίδιο».
Η αποδοχή της απόλυτης μοναρχίας, ως ομολογία της κατωτερότητας των πολλών, προϋποθέτει ότι το επίπεδο του λαού είναι χαμηλό. Αν δεχτούμε ότι το επίπεδο του λαού ανεβαίνει, ότι δηλαδή ο λαός αποκτά κρίση κι ως εκ τούτου πολιτικό ανάστημα, η επιβολή του απόλυτου μονάρχη κρίνεται επίφοβη, αφού είναι δύσκολο να επιβληθεί κάποιος στο σύνολο των πολιτών όταν θεωρείται όμοιος με τους άλλους. Γι’ αυτό και μοιραία τα πρόσωπα της εξουσίας εναλλάσσονται, αφού μόνο η εναλλαγή εξασφαλίζει την ισότητα, δηλαδή τη δικαιοσύνη ανάμεσα σε όμοιους ανθρώπους: «Αυτό είναι ήδη νόμος, γιατί νόμος είναι η πολιτική ευταξία. Συνεπώς είναι προτιμότερο να εξουσιάζει ο νόμος παρά κάποιος πολίτης».
Κι ερχόμαστε ξανά στο ίδιο ζήτημα, στο κατά πόσο δηλαδή είναι προτιμότερο να καθορίζεται η δικαιοσύνη από το νόμο ή από τον άριστο πολίτη, αφού ο νόμος από τη μια εξασφαλίζει τη νηφαλιότητα, αλλά ταυτόχρονα είναι αδύνατο να προβλέψει όλες τις πιθανές περιπτώσεις που θα γεννηθούν από τις ανθρώπινες αντιδικίες: «Είναι προτιμότερο να κυβερνά ο άριστος νόμος ή ο άριστος άντρας;» Και το ερώτημα αυτό δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στα ίδια αδιέξοδα που οδηγήθηκε και η βασιλεία: «όλοι συμφωνούν ότι άνθρωπος πρέπει να κρίνει και να αποφασίζει για τέτοια ζητήματα, διαφωνούν όμως αν πρέπει να είναι ένας ή πολλοί». Κι όταν τονίζεται ότι «άνθρωπος πρέπει να κρίνει και να αποφασίζει για τέτοια ζητήματα» δεν εννοείται με τρόπο αυθαίρετο σα να πρόκειται για ιδιωτική υπόθεση ή για καθήκον που ορίζεται με καθαρά προσωπικά δεδομένα, αλλά με την καθοδήγηση των νόμων που σε κάθε περίπτωση χαράσσουν την πορεία της αντίληψης του δικαίου. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος που «κρίνει» και «αποφασίζει» για «τέτοια ζητήματα» είναι περισσότερο ερμηνευτής των νόμων που έχει τη νηφαλιότητα να τους αποδώσει ή και να τους συμπληρώσει όπου χρειαστεί, κι όχι ο απόλυτος άρχων που πράττει κατά βούληση: «Πράγματι κάθε άρχοντας κρίνει σωστά με την καθοδήγηση του νόμου, αλλά θα φαινόταν ίσως άτοπη η σκέψη ότι καλύτερα αντιλαμβάνεται τα πράγματα κάποιος με δύο μάτια και με δύο αυτιά και ενεργώντας με δύο χέρια και δύο πόδια παρά οι πολλοί με πολλά τέτοια όργανα, αφού και τώρα οι μονάρχες καθιστούν πολλούς μάτια, αυτιά, χέρια και πόδια δικά τους».
Η κατάδειξη ότι ακόμη και ο απόλυτος μονάρχης έχει ανάγκη τα χέρια, τα πόδια και τα μάτια των άλλων είναι η αθροιστική θεωρία που έρχεται και πάλι στο προσκήνιο αποδεικνύοντας ότι το σύνολο των πολιτών είναι ικανότερο στη διαχείριση των δημοσίων ζητημάτων, αφού ενωμένο με πολλά πόδια και χέρια υπερτερεί έναντι του άριστου: «γίνεται σαφές από τα προηγούμενα ότι ανάμεσα στους όμοιους και στους ίσους ούτε συμφέρον είναι ούτε δίκαιο να εξουσιάζει ένας όλους, είτε κυβερνά χωρίς σύνταγμα, οπότε ο ίδιος υποκαθιστά το νόμο, είτε με σύνταγμα είτε κυβερνά ο ίδιος αγαθός αγαθούς ανθρώπους είτε ανήθικος ανήθικους είτε ακόμα και αν είναι ανώτερος στην αρετή, εκτός αν ισχύουν κάποιοι όροι».
Αναζητώντας τους όρους που μπορούν να νομιμοποιήσουν την απόλυτη εξουσία του ενός, ο Αριστοτέλης τους καθορίζει μέσα από τη συνισταμένη δύο παραγόντων. Πρώτον ο ίδιος ο λαός να μπορεί από τη φύση του ανεχτεί μια τέτοια εξουσία και δεύτερον ο απόλυτος άρχων να ξεχωρίζει πράγματι ως προς την αρετή από όλους τους άλλους: «Βασιλεία, λοιπόν, μπορεί να εμφανιστεί στο λαό που από τη φύση του ανέχεται την κυριαρχία οικογένειας με υψηλή καταγωγή, η οποία ξεχωρίζει σε ηγετικά πολιτικά προσόντα. Αριστοκρατία μπορεί να έχει ο λαός που από φυσική προδιάθεση ανέχεται να εξουσιάζεται σύμφωνα με τις αρχές της πολιτικής ελευθερίας από οικογένειες ξεχωριστές σε πολιτική αρετή και ηγετικά προσόντα. Τέλος πολιτεία μπορεί να υπάρξει σε λαό που από τη φύση του διαθέτει πλήθος πολιτών ικανό να άρχεται και να άρχει βάσει συντάγματος το οποίο απονέμει αξιοκρατικά τα πολιτικά αξιώματα στους εύπορους πολίτες». Όσο για το δεύτερο παράγοντα που θέλει την ανωτερότητα του άρχοντα έναντι όλων των άλλων που εξουσιάζει, ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «δεν πρέπει ούτε να σκοτώνουν ή να εξορίζουν, ούτε να εξοστρακίζουν τέτοιο ξεχωριστό άντρα, αλλά και ούτε να απαιτούν να εξουσιάζεται από πολίτες τυχαίους και της σειράς. Γιατί δεν μπορεί από τη φύση του το μέρος να υπερέχει του όλου, όμως αυτό συμβαίνει στην περίπτωση κάποιου, ο οποίος υπερέχει τόσο πολύ. Κατά συνέπεια απομένει να πειθαρχούν οι άλλοι σε αυτόν και να είναι αυτός κυρίαρχος όχι στο πλαίσιο εναλλαγής των πολιτών στην εξουσία αλλά απόλυτα».
Η αποδοχή του ξεχωριστού άντρα στην απόλυτη ανάληψη της εξουσίας δεν πρέπει να προκαλεί σύγχυση ή να φαίνεται σαν αντίφαση σε σχέση με τα όσα ήδη έχουν τεκμηριωθεί σχετικά με τη λαϊκή κυριαρχία και την υπεροχή των πολλών σύμφωνα με την αθροιστική θεωρία. Εξάλλου, είναι απόλυτα χτυπητή η αντίθεση ανάμεσα στην άποψη που δε θέλει τον εξοστρακισμό του ηγέτη (όπως διατυπώνεται τώρα) και στην άποψη που θεωρούσε σωστό τον εξοστρακισμό για τη διατήρηση της ισορροπίας και της κοινωνικής αρμονίας στα ορθά πολιτεύματα (όπως είχε διατυπωθεί πριν). Οι αντιφάσεις αυτές έχουν να κάνουν με την περίπτωση της παρουσίας του εξαιρετικού άντρα, που ξεπερνά σε πολιτική αρετή όλους τους άλλους, η οποία τίθεται ως απολύτως τραβηγμένη υπόθεση, που πρακτικά είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Γι’ αυτό και η φράση «δεν μπορεί από τη φύση του το μέρος να υπερέχει του όλου, όμως αυτό συμβαίνει στην περίπτωση κάποιου, που υπερέχει τόσο πολύ». Γιατί η περίπτωση της εμφάνισης ενός τέτοιου ανθρώπου αντιβαίνει τα ίδια τα όρια της φύσης βάζοντας το μέρος να ξεπερνά το όλο. Ενθυμούμενοι το παράδειγμα που είχε θέσει με το χέρι και το σώμα, προκειμένου να καταδείξει την ανωτερότητα του όλου, είναι σα να βρισκόμαστε μπροστά στην υπόθεση που θέλει την ύπαρξη ενός τόσο ξεχωριστού χεριού, που να ξεπερνά σε σημασία το σώμα στο σύνολό του. Αν πράγματι υπάρχει τέτοιο χέρι τότε αξίζει το άριστο σώμα να υποταχθεί στη θέλησή του. Με την ίδια λογική, αν πράγματι υπάρχει τέτοιος άντρας που ανατρέπει την αθροιστική θεωρία, τότε το άριστο πολίτευμα οφείλει να του δώσει την πρωτοκαθεδρία.
Αυτό που προκαλεί εντύπωση όμως είναι η τοποθέτηση του όρου «από τη φύση» όταν αναφέρεται στους λαούς που μπορούν να αποδεχτούν το πολίτευμα της βασιλείας ή της αριστοκρατίας ή της πολιτείας. Αποδίδοντας στη φυσική προδιάθεση την επιλογή ή την ευκολία της εγκαθίδρυσης του ενός ή του άλλου πολιτεύματος είναι σα να αποδέχεται ότι τα πολιτεύματα είναι δοσμένα από τη φύση, αφού ο χαρακτήρας του κάθε λαού που μπορεί να τα αποδεχτεί ή όχι είναι γέννημα της φύσης. Σα να μην παίζει ρόλο το μορφωτικό επίπεδο ενός λαού ή οι ιστορικές συγκυρίες ή η πολιτική ωρίμανση της κοινωνίας ή τα συμφέροντα που συγκρούονται και που θέλουν να επιβάλουν τις πολιτικές τους.
Φυσικά δεν έχει και τόση σημασία να καταδείξει κανείς το εσφαλμένο μιας τέτοιας αντίληψης (ότι τα πολιτεύματα σχετίζονται με τη νοοτροπία ενός λαού δε σημαίνει ότι αυτή η νοοτροπία σχετίζεται με τη φύση) όσο την αντίφαση που δημιουργείται μέσα στην ίδια την αριστοτελική θεωρία. Γιατί το δοσμένο από τη φύση δε δείχνει μόνο το αναπόφευκτο, αλλά και το αδύνατο της μεταστροφής του. Από τη στιγμή που ό,τι δίνεται από τη φύση δεν αλλάζει, θα λέγαμε ότι και η νοοτροπία των λαών, ως κάτι που προέρχεται από τη φύση, επίσης δε θα μπορούσε να αλλάξει. Κατ’ επέκταση δε θα μπορούσαν να αλλάξουν και τα πολιτεύματα, αφού οι πολιτειακή αλλαγή δεν είναι παρά η επισφράγιση των κοινωνικών αλλαγών που παίρνουν θεσμική υπόσταση. Η αναγνώριση ότι τα πολιτεύματα αλλάζουν σε έναν τόπο από εποχή σε εποχή ανάλογα με τις ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες είναι η αναγνώριση ότι η νοοτροπία του λαού αλλάζει, αφού η νέα πολιτειακή συνθήκη που θα προκύψει δεν είναι παρά η έκφραση των νέων αντιλήψεων που διαμορφώνουν οι κοινωνικές – οικονομικές διεκδικήσεις.
Αν δεχτούμε ότι η κυρίαρχη λαϊκή αντίληψη είναι δοσμένη από τη φύση τότε πρέπει να δεχτούμε ότι και οι νόμοι δεν αλλάζουν, καθώς οι νόμοι είναι αυτοί που εκφράζουν το αίσθημα του δικαίου σε κάθε εποχή. Αν αυτό ήταν αμετάβλητο τότε και οι νόμοι θα έπρεπε να είναι αμετάβλητοι πράγμα που φυσικά δε συμβαίνει και που ο Αριστοτέλης γνωρίζει πολύ καλά. Και μόνο η αναφορά του στις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα καταδεικνύει την πλήρη επίγνωσή του. Η αναγνώριση ότι «ο νόμος είναι πολιτική ευταξία» είναι η συνείδηση ότι ο νόμος είναι το θεμέλιο του πολιτεύματος. Εξάλλου ο ίδιος στο τέταρτο βιβλίο των Πολιτικών του τονίζει: «οι νόμοι πρέπει να προσαρμόζονται στα πολιτεύματα – και έτσι τους θεσπίζουν όλοι γενικά – αλλά όχι τα πολιτεύματα στους νόμους». Η παραδοχή ότι οι νόμοι αλλάζουν δεν είναι παρά η παραδοχή ότι και τα πολιτεύματα αλλάζουν. Η πεποίθηση ότι ο νόμος έχει και παιδαγωγικό χαρακτήρα είναι η αντίληψη ότι ο νόμος όχι μόνο αλλάζει προκειμένου να εκφράσει τις νέες κοινωνικές ανάγκες, αλλά ταυτόχρονα επιφέρει επιπλέον αλλαγές σ’ αυτό που ονομάζουμε κοινωνικές πεποιθήσεις: «Αλλά ο νόμος, αφού μορφώνει και διαπαιδαγωγεί τους πολίτες, αναθέτει τα υπόλοιπα στους άρχοντες να τα κρίνουν και να τα διοικούν σύμφωνα με την πιο δίκαιη γνώμη. Επιπλέον τους επιτρέπει να επεμβαίνουν και να διορθώνουν τις κείμενες διατάξεις κατά την κρίση και την πείρα τους»
Το ότι οι νομοθετικές εξελίξεις είναι πολιτειακές εξελίξεις και ότι τελικά όλα διαμορφώνονται από τις κοινωνικές συγκρούσεις είναι η αποδοχή των διαρκών αλλαγών, αφού οι συγκρούσεις δεν μπορούν παρά να είναι ατέρμονες. Η συνείδηση των διαρκών αλλαγών ως ιστορική αναγκαιότητα καθιστά σαφές ότι η φύση δεν έχει καμία σχέση με αυτή την υπόθεση. «Οι νόμοι δε λειτουργούν αυτονομημένοι απ’ τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, αφού είναι δημιουργήματα αυτών των συνθηκών. Η πίστη στην αυτόνομη αξία των νόμων είναι καθαρός ιδεαλισμός, κατάλληλος μόνο για αφελείς δικαστές που δύσκολα υποπτεύονται πως είναι και αυτοί υπηρέτες της άρχουσας τάξης».
Το ότι ο Αριστοτέλης δε θέτει το ζήτημα σε τόσο ταξική βάση, αν και έχει τεκμηριώσει τις ιδέες του για την πάλη των τάξεων, δε σημαίνει ότι παραβλέπει τις νομοθετικές αλλαγές που υφίστανται μέσα στην πορεία των πολιτευμάτων. Εξάλλου, θέτει ευθέως και την ίδια την εξέλιξη των πολιτευμάτων καθιστώντας σαφές ότι το ένα προήλθε από το άλλο ως ιστορική αναγκαιότητα. Και ξεκαθαρίζει επίσης ότι η αλλαγή πολιτευμάτων θα ήταν αδύνατη αν δε συνοδευόταν κι από την αλλαγή των αντιλήψεων των ανθρώπων: «παλιότερα οι πόλεις είχαν βασιλικό πολίτευμα, επειδή ήταν σπάνιο να βρεθούν πολλοί άντρες να υπερέχουν στην αρετή και για άλλους λόγους βέβαια, αλλά και γιατί οι πόλεις ήταν ολιγάνθρωπες. Επιπλέον οι πόλεις ανακήρυσσαν τους βασιλείς τους κρίνοντάς τους από τις δημόσιες ευεργεσίες τους, κάτι που μόνο τους αγαθούς άντρες χαρακτηρίζει. Όταν όμως συνέβαινε να εμφανίζονται πολλοί ενάρετοι, όμοιοι με το βασιλιά, δεν ανέχονταν πια το βασιλικό θεσμό, αλλά έψαχναν κάποιο πολίτευμα στο οποίο να ασκούν από κοινού την εξουσία κι έτσι προέκυψε το πολίτευμα της πολιτείας».
Η άποψη ότι σταδιακά άρχισαν «να εμφανίζονται πολλοί ενάρετοι» που «δεν ανέχονταν πια το βασιλικό θεσμό» είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με «τη φύση» που «ανέχεται την κυριαρχία οικογένειας», αφού τελικά η ανοχή αυτή φαίνεται να εξαντλείται όταν αλλάζουν οι κοινωνικές συνθήκες. Η ίδια η εξελικτική πορεία των πολιτευμάτων το αποδεικνύει αυτό, αφού τα πολιτεύματα εξελίσσονται ανάλογα με τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες που σε καμία περίπτωση δε θα λέγαμε ότι αφορούν τη φύση. Προφανώς ο Αριστοτέλης έχει στο νου του τον τρόπο διοίκησης των Περσών και θεωρεί ότι η βασιλεία αρμόζει σ’ αυτούς που είναι βάρβαροι κι εκ φύσεως δούλοι. Οι πολιτειακές μεταβολές που καταγράφει δε συντελούνται στους Πέρσες, που παραμένουν πολιτειακά σταθεροί.
Η εξελικτική πορεία των πολιτευμάτων συνεχίζει με το πέρασμα στην ολιγαρχία: «Αλλά όταν αυτοί, χάνοντας σιγά σιγά την αρετή τους, άρχισαν να καταχρώνται το δημόσιο ταμείο, από εκεί και πέρα εύλογα εμφανίστηκαν οι ολιγαρχίες, αφού ανήγαγαν σε αξία πια τον πλούτο». Μετά την ολιγαρχία ακολουθεί η τυραννία για να φτάσουμε τελικά στη δημοκρατία: «Στην αρχή οι ολιγαρχίες μετέπιπταν σε τυραννίδες και οι τυραννίδες σε δημοκρατία. Γιατί οι ολιγαρχικοί περιορίζοντας την εξουσία συνεχώς σε λιγότερους από αισχροκέρδεια κινούμενοι, έδωσαν την ευκαιρία να γίνει ισχυρότερο το πλήθος, με αποτέλεσμα να τους επιβληθεί και να εμφανιστούν οι δημοκρατίες».
Η δημοκρατία εμφανίζεται ως ο τελευταίος κρίκος της πολιτειακής αλυσίδας. «Η τυραννίδα ως διοικητικό και κυβερνητικό σύστημα, εμφανίζεται στην Ελλάδα κατά το πρώτο μισό του 7ου π. Χ. αιώνα». Η γέννηση της δημοκρατίας θα επιτευχθεί πολύ αργότερα στην Αθήνα: «Η τυραννίδα στην Αθήνα διαρκεί συνολικά (Πεισίστρατος και Πεισιστρατίδες) 51 χρόνια, αρκετά για να συνειδητοποιήσουν οι Αθηναίοι την αξία και τη σημασία των νόμων του Σόλωνα. Ο Κλεισθένης που θα κάνει τη μεταρρύθμιση του δύο χρόνια μετά την πτώση των Πεισιστρατιδών, έχει ήδη μπροστά του τη σοφία ενός Σόλωνα και το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα ενός Πεισίστρατου. Από την απάλειψη των σφαλμάτων και των δύο, θα προκύψει δια του Κλεισθένους η δημοκρατία το 508 π. Χ.».
Η δημοκρατία δεν προέκυψε από θαύμα ούτε από την επιθυμία κάποιου που ήθελε να την επιβάλλει. Προέκυψε από τις ίδιες τις ιστορικές ανάγκες που υποχρέωσε τις πολιτειακές δομές να προσαρμοστούν. Οι αλλαγές των πολιτευμάτων που γεννιούνται το ένα μέσα από το άλλο καταδεικνύουν τις οικονομικές ανάγκες που διαρκώς εξελίσσονται και το αλληλένδετο με τις θεσμικές διαδικασίες που θα τις εξυπηρετήσουν. Η οικονομική επικράτηση των εμπόρων είναι καθοριστική. Η εξέλιξη της κοινωνίας δε θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στον εκδημοκρατισμό της κι οποιαδήποτε δημοκρατική εκτροπή δεν είναι παρά ιστορικό πισωγύρισμα. Ο Αριστοτέλης είναι κατατοπιστικός: «Τώρα όμως που οι πόλεις έγιναν πολυανθρωπότερες, ίσως δεν είναι πια εύκολο να εμφανίζεται άλλο πολίτευμα από τη δημοκρατία».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου