Για τον Αριστοτέλη το ιδανικό πολίτευμα, πριν απ’ όλα, προϋποθέτει πολίτες που θα είναι κατάλληλοι γι’ αυτό, που θα έχουν δηλαδή την πρέπουσα ιδιοσυγκρασία, η οποία θα τους καταστήσει ικανούς να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του: «ας εκθέσουμε τις απόψεις μας για το ποια ιδιοσυγκρασίας ενδείκνυται να είναι οι πολίτες». (Στο πρωτότυπο κείμενο γίνεται λόγος για φύση: «ποίους δέ τινας τήν φύσιν»). Με δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης αποδέχεται ότι οι ανθρώπινες διαφορές αποδίδονται στη φύση – αυτός είναι και ο λόγος που δικαιολογείται η δουλεία, αφού οι βάρβαροι είναι φύση δούλοι – δε θα μπορούσε να βρεθεί τίποτε πιο πρόσφορο από την αναζήτηση των εθνολογικών χαρακτηριστικών, προκειμένου να αναδειχθεί η «ιδιοσυγκρασία» που πρέπει να έχει ο πολίτης στο ιδανικό πολίτευμα: «Αυτό θα το κατανοούσε κανείς, βλέποντας τις ονομαστές ελληνικές πόλεις και όλη την οικουμένη όπως έχει διαιρεθεί σε έθνη. Δηλαδή τα έθνη τα εγκαταστημένα στις ψυχρές περιοχές και στην Ευρώπη έχουν ψυχικό σθένος, αλλά υστερούν σε διάνοια και πρακτική δεξιοσύνη, και γι’ αυτό μάλλον είναι συνεχώς ελεύθερα, χωρίς όμως πολιτική οργάνωση και ανίκανα να εξουσιάζουν τα γειτονικά έθνη. Αντίθετα τα έθνη της Ασίας διαθέτουν διανοητική και πρακτική ικανότητα, υστερούν όμως σε ψυχικό σθένος, γι’ αυτό και ζουν υποταγμένα και δουλοπρεπώς».
Αυτό που μένει είναι η μεσότητα, ως χρυσή τομή που θα συνδυάσει και το ψυχικό σθένος των βόρειων και τη διανοητική ικανότητα των εθνών της Ασίας: «Το Ελληνικό γένος από την άλλη, όπως ακριβώς γεωγραφικά βρίσκεται στο μέσον, έτσι έχει αρετές και από τις δύο κατηγορίες. Ειδικότερα χαρακτηρίζεται και από ψυχικό σθένος και από διανοητική ικανότητα». Κι αυτός βέβαια είναι και ο λόγος που υπερέχει πολιτειακά: «Και για το λόγο αυτό ζει ελεύθερο, έχει άριστο πολιτικό βίο και είναι σε θέση να κυριαρχεί σε όλους, αν εξασφαλίζει ενιαία πολιτειακή οργάνωση». Το ότι ακόμη και ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις παρατηρούνται διαφοροποιήσεις ως προς τη δυνατότητα της επίτευξης του ιδανικού συνδυασμού, δεν αλλάζει την ουσία, αφού σε κάθε περίπτωση αυτός ο συνδυασμός (ψυχικό και σθένος και πολιτική διάνοια) είναι το πρότυπο που πρέπει να διέπει τον πολίτη του τέλειου πολιτεύματος: «Ωστόσο μεταξύ των ελληνικών εθνών παρατηρείται διαφορά ανάλογη με την προηγούμενη. Άλλα δηλαδή έθνη έχουν ένα από τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα και άλλα έχουν και τα δύο καλά συνταιριασμένα. Είναι λοιπόν φανερό ότι οι μέλλοντες να ασκηθούν σωστά στην αρετή από το νομοθέτη, είναι απαραίτητο να διαθέτουν ισχυρή διάνοια και υψηλό ψυχικό σθένος».
Από τη στιγμή που οι πολίτες είναι εκείνοι που διαμορφώνουν το χαρακτήρα του πολιτεύματος, δεν υπάρχει τίποτε πιο προφανές ότι ο χαρακτήρας των πολιτών είναι ο καθρέφτης του πολιτεύματος – ή και αντίστροφα, το πολίτευμα δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζει την ιδιοσυγκρασία των πολιτών. Με το δεδομένο αυτό καθίσταται σαφές ότι, αν μιλάμε για το ιδανικό πολίτευμα, οι πολίτες πρέπει απαραιτήτως να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, αφού σε διαφορετική περίπτωση δεν μπορούμε παρά να οδηγηθούμε σε στρεβλώσεις και σε πολιτειακές αναφορές κατώτερου είδους, όπως εκείνες των βόρειων εθνών και της Ασίας. Η διασφάλιση της ποιότητας των πολιτών ισοδυναμεί με διασφάλιση του πολιτεύματος, δηλαδή με την ιδανική συμβίωση που θα επιφέρει την ευτυχία και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο: «Διότι η πόλη είναι κοινωνία όμοιων ανθρώπων με σκοπό την κατά το δυνατόν άριστη ζωή. Επειδή μάλιστα η ευδαιμονία είναι το υπέρτατο αγαθό, ορίζεται ως τέλεια ενέργεια και χρήση της αρετής και έχει συμβεί έτσι ώστε άλλοι ενδεχομένως να έχουν αρκετό μερίδιό της και άλλοι αντίθετα μικρό ή καθόλου, γίνεται φανερό ότι αυτό αποτελεί αίτιο της ύπαρξης πολλών και διαφορετικών πόλεων και περισσότερων πολιτευμάτων». Με άλλα λόγια, οι πολιτειακές διαφορές που συναντούνται ανάμεσα στις πόλεις ή στα έθνη δεν είναι τίποτε άλλο από την αντανάκλαση της διαφοροποίησης των πολιτών ως προς την αντίληψη της αρετής – και κατ’ επέκταση ως προς τον τρόπο άσκησής της.
Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το μεγάλο πολιτειακό στοίχημα κάθε κοινωνίας. Να μπορέσει δηλαδή να φέρει στους κόλπους της πολίτες που θα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του ιδανικού πολιτεύματος. Και το ζήτημα αυτό, για τον Αριστοτέλη πάντα, δεν είναι μόνο θέμα παιδείας (χωρίς βέβαια να απαξιώνεται ο τεράστιος ρόλος που έχει η παιδεία μέσα στην κοινωνία, αφού από αυτή πηγάζει η δυνατότητα μύησης των πολιτών στα πρότυπα του ιδανικού πολιτεύματος), αλλά αφορά και την ίδια τη φύση του κάθε ανθρώπου, αφού κάποιοι από τη φύση τους είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως, όπως οι βάρβαροι της Ασίας, που είναι εκ φύσεως δούλοι. Το ιδανικό πολίτευμα λοιπόν, είναι εκείνο που θα προτάξει ως πολίτες εκείνους τους ανθρώπους που είναι άξιοι για κάτι τέτοιο. Γιατί η πόλη είναι το όλο, που αναγκαστικά εμπεριέχει πολλά μέρη: «Επειδή όμως, όπως συμβαίνει και σε όλους τους φυσικούς οργανισμούς, η σύστασή τους δεν αποτελείται μόνο από τα μόρια χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει το όλον, είναι φανερό επίσης ότι δεν πρέπει να θεωρήσουμε μέρη της πόλης όσα είναι απλώς αναγκαία για την ύπαρξη πόλεων και οποιασδήποτε άλλης συμβιωτικής ομάδας η οποία συνιστά ένα συγκεκριμένο ομοιογενές σύνολο (γιατί όλα τα μέλη είναι απαραίτητο να έχουν κάτι κοινό και ίδιο, είτε το μοιράζονται σε σχέση ισότητας είτε ανισότητας)».
Με άλλα λόγια, η πόλη αποτελείται και από μόρια που «είναι απλώς αναγκαία για την ύπαρξή» της, που είναι δηλαδή αναγκαία προκειμένου να επιτευχθεί η πληρότητα στην κάλυψη των αναγκών: «για παράδειγμα είτε τροφή είναι αυτό, είτε έκταση της χώρας είτε κάτι παρόμοιο». Η συνθήκη αυτή όμως, αντιμετωπίζεται από τον Αριστοτέλη με τρόπο καθαρά χρησιμοθηρικό: «Όταν όμως ανάμεσα σε δύο σχετικά πράγματα το ένα είναι μέσο και το άλλο ο σκοπός, τότε δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο παρά μόνο το ένα πρέπει να ενεργήσει και το άλλο να δεχτεί την ενέργεια. Εννοώ για παράδειγμα τη σχέση ανάμεσα σε οποιοδήποτε εργαλείο ή τεχνίτη και το έργο που παράγουν, δηλαδή το σπίτι και ο οικοδόμος δεν έχουν τίποτε που παράγουν από κοινού, αλλά η τέχνη του οικοδόμου υπάρχει για χάρη του σπιτιού». Το γεγονός ότι ο οικοδόμος είναι απαραίτητος στην πόλη, γιατί η πόλη χρειάζεται σπίτια, δε σημαίνει αυτομάτως ότι είναι και μέρος της πόλης, ότι δηλαδή οφείλει να συνδιαμορφώνει από την πλευρά του και το πολίτευμα, αφού επί της ουσίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εργαλείο που δεν έχει καμία σχέση με το έργο που παράγει: «οι πόλεις χρειάζονται περιουσία, η περιουσία όμως δεν αποτελεί καθόλου μέρος της πόλης, αλλά πολλά έμψυχα ανήκουν στην περιουσία». Ο οικοδόμος λοιπόν, σαφώς συγκαταλέγεται στην περιουσία της πόλης, αφού εξυπηρετεί βασικές ανάγκες σ’ αυτό που ονομάζουμε παραγωγή (εν προκειμένω κατοικίες) χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποτελεί και μέρος της, ότι δηλαδή οφείλει να έχει και πολιτική άποψη – πόσω μάλλον συμμετοχή. Η φράση «πολλά έμψυχα ανήκουν στην περιουσία» δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στους δούλους, που σαφώς είναι περιουσία της πόλης ως εργατική δύναμη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι και μέρη της πόλης, ώστε να δικαιούνται πολιτικά δικαιώματα.
Αυτό που μένει είναι να καταμετρηθούν οι ανάγκες της πόλης, ώστε να γίνουν ξεκάθαρες οι κατηγορίες των ανθρώπων που χρειάζονται για την ύπαρξή της. Ακολούθως, θα καταστεί σαφές ποιοι από αυτούς αποτελούν και μέρος της πόλης, πρέπει δηλαδή να έχουν και πολιτειακή συμμετοχή, και ποιοι όχι, συγκαταλέγονται δηλαδή στην περιουσία της πόλης ως εργαλεία, και βέβαια αποκλείονται από τις πολιτικές διαδικασίες: «Οφείλουμε τώρα να εξετάσουμε πόσα είναι αυτά χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρχει πόλη, γιατί ανάμεσά τους σχεδόν αναγκαστικά βρίσκονται και εκείνα που λέμε ότι είναι μέρη της πόλης». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πολίτες θα ανευρεθούν ανάμεσα στους ανθρώπους που κρίνονται απολύτως απαραίτητοι για την ύπαρξη της πόλης, χωρίς όμως αυτό να ισχύει και αντίστροφα, χωρίς δηλαδή τη συνεπαγωγή ότι όποιος είναι απαραίτητος για την πόλη αυτομάτως είναι και πολίτης. Καταμετρώντας τις ανάγκες της πόλης ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι υπάρχει ανάγκη από ανθρώπους που θα εξασφαλίζουν την τροφή, από τεχνίτες, από άτομα που θα προσφέρουν στρατιωτική ασφάλεια, από εύπορους που θα λύνουν τα χρηματικά ζητήματα, από ιερείς, όμως πιο αναγκαίο απ’ όλα είναι η στελέχωση του σώματος που θα μεριμνά για τις δικαστικές υποθέσεις: «Αυτά είναι λοιπόν τα έργα που χρειάζεται κάθε πόλη (γιατί η πόλη είναι ένα πλήθος ανθρώπων όχι τυχαίο αλλά που εξασφαλίζει τη ζωή έχοντας αυτάρκεια… και αν κάποιο από αυτά τυχαίνει να λείπει, τότε είναι αδύνατο να είναι αυτή η κοινωνία απόλυτα αυτάρκης)… Άρα χρειάζεται να υπάρχει πλήθος γεωργών, για να παράγουν την τροφή, να υπάρχουν επίσης και τεχνίτες και ο στρατός και οι εύποροι και οι ιερείς και οι δικαστές για να κρίνουν τα αναγκαία και τα συμφέροντα».
Το σίγουρο είναι ότι το άριστο πολίτευμα είναι εκείνο που αποσκοπεί στην ευδαιμονία της πόλης ως σύνολο, αφού έτσι θα διασφαλιστεί η ευτυχία και σε ατομικό επίπεδο: «προαναφέρθηκε ότι χωρίς αρετή αποκλείεται να υπάρχει ευδαιμονία». Σε τελική ανάλυση, επομένως, αυτό που πρωτίστως απασχολεί είναι η αρετή που ασκείται από τους ανθρώπους οι οποίοι εκπληρώνουν τις αδιαπραγμάτευτες ανάγκες της πόλης. Εκείνοι που ασκούν την αρετή είναι μέρος της πόλης, ενώ οι υπόλοιποι όχι: «δεν επιτρέπεται οι πολίτες να ζουν κατά τον τρόπο ζωής των εργατών ούτε των εμπόρων (γιατί αυτός ο τρόπος ζωής δε χαρακτηρίζεται από ευγένεια και είναι ασυμβίβαστος με την αρετή), ούτε και όσοι πρόκειται να γίνουν πολίτες επιτρέπεται να είναι γεωργοί (διότι για την απόκτηση της αρετής και την πολιτική δραστηριοποίηση απαιτείται ελεύθερος χρόνος)». Ξεκαθαρίζεται λοιπόν ότι ούτε οι εργάτες ούτε οι γεωργοί ούτε οι έμποροι θα μπορούσαν να είναι πολίτες, αφού δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για την άσκηση της αρετής. Πολίτες είναι αυτοί που στελεχώνουν το στρατό και είναι σε θέση να απονείμουν τη δικαιοσύνη.
Όμως, μετά το ξεκαθάρισμα αυτό τίθεται και το θέμα της περιουσίας, καθώς «είναι αναγκαία η οικονομική ευπορία των πολιτών». Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που οι πολίτες πρέπει να είναι εύποροι κι εφόσον πολίτες είναι μόνο όσοι ασχολούνται με το στρατό και τη δικαιοσύνη, γίνεται απολύτως κατανοητό ότι μόνο αυτοί δικαιούνται και περιουσιακή ευχέρεια: «Διότι η τάξη των εργατών δεν αποτελεί μέρος της πόλης, ούτε και καμία άλλη τάξη που δεν ασκεί την αρετή ως κύρια ασχολία. Αυτό απορρέει καθαρά από τη βασική αρχή μας, ότι δηλαδή η ευδαιμονία συνδέεται αναγκαστικά με την αρετή, ευδαίμονα όμως μπορούμε να χαρακτηρίσουμε μια πόλη βασιζόμενοι όχι σε ένα μόνο μέρος της πόλης αλλά σε όλους τους πολίτες». Για τον Αριστοτέλη το γεγονός ότι πρέπει να είναι ευδαίμονες όλοι οι πολίτες μεταφράζεται περισσότερο ως αποκλεισμός των φτωχών από την ιδιότητα του πολίτη, παρά ως αφορμή διερεύνησης τρόπων, ώστε και οι φτωχοί να αποκτήσουν μεγαλύτερη περιουσία. Η άσκηση της αρετής, ως κριτήριο για να ενταχθεί κάποιος στην τάξη των πολιτών, λειτουργεί αποκλειστικά με βάση τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, και σε καμία περίπτωση δεν τίθεται ως προβληματισμός προκειμένου να ασκείται η αρετή από ακόμη περισσότερους. Αν, για παράδειγμα οι γεωργοί, δεν ασκούν την αρετή γιατί δε διαθέτουν ελεύθερο χρόνο, σημαίνει απλώς ότι δεν μπορούν να είναι πολίτες κι όχι ότι πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος, ώστε να δουλεύουν λιγότερο και να διαθέτουν χρόνο για την εξάσκηση της αρετής. Κι αφού αποκλείονται από πολίτες δεν μπορούν να προβάλλουν και σοβαρές περιουσιακές διεκδικήσεις: «Γίνεται σαφές λοιπόν ότι η κυριότητα των κτημάτων πρέπει να ανήκει σε αυτούς» (δηλαδή τους πολίτες που είναι σε θέση να ασκήσουν την αρετή) «εφόσον είναι ανάγκη οι γεωργοί να είναι δούλοι ή βάρβαροι [ή] περίοικοι». Όσο για τους ιερείς, ασφαλώς και συγκαταλέγονται στους πολίτες, αφού θα ήταν αδύνατο να μην ασκεί την αρετή αυτός που τιμά τους θεούς: «δεν είναι σωστό να καταστήσουμε ιερέα ούτε γεωργό ούτε εργάτη (καθώς πρέπον είναι οι πολίτες να τιμούν τους θεούς)».
Ο Αριστοτέλης αδυνατώντας να διεισδύσει στη βαθύτερη πηγή κάθε αξίας, την ανθρώπινη εργασία, τοποθετεί ως ύψιστη αξία την αρετή διαμορφώνοντας ανάλογα και τις κοινωνικές τάξεις του ιδανικού πολιτεύματος. Οι άνθρωποι που παράγουν όλα τα προϊόντα για την πόλη, αυτοί δηλαδή που στηρίζουν την οικονομία της πόλης δημιουργώντας τον πλούτο που θα καταναλωθεί (ή θα αποτελέσει αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών) αποκλείονται από την αρετή, αφού ο καθημερινός μόχθος τους αποτρέπει απ’ οποιαδήποτε πνευματικά ανώτερη ενασχόληση. Είναι η περιουσία της πόλης, που λειτουργεί ως εργαλείο το οποίο όμως, ως τέτοιο, δεν αποτελεί μέρος της. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να έχουν ούτε πολιτικά δικαιώματα ούτε περιουσίες. (Για την κατηγορία των εμπόρων, που δεν αρμόζει να ανήκει στους πολίτες, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να έχει μεγάλη περιουσία – οι έμποροι κατατάσσονται στους εύπορους που επίσης έχει ανάγκη η πόλη – δε δίνονται περαιτέρω διευκρινήσεις).
Κι αν πρέπει να τεθεί το ζήτημα και αντιστρόφως, επειδή κάποιος πρέπει να καλλιεργήσει τη γη και να χτίσει σπίτια, και με δεδομένο ότι αυτές οι ασχολίες είναι ιδιαίτερα κοπιαστικές και απαιτούν όλο το χρόνο της ημέρας, πρέπει να τοποθετηθούν στις θέσεις αυτές οι άνθρωποι που αδυνατούν να ασκήσουν την αρετή, οι οποίοι θεωρούνται περιουσιακά εργαλεία της πόλης, αλλά όχι μέρος της. Κι αυτοί βέβαια είναι οι δούλοι. Σχετικά με τους γεωργούς τουλάχιστον, ο Αριστοτέλης το λέει ευθέως: «Μάλιστα οι γεωργοί θα ήταν ευχής έργο να είναι δούλοι, ούτε όμως ομόφυλοι ούτε με ψυχικό σθένος (γιατί έτσι μπορεί να εξασφαλίζονται η χρησιμότητα της εργασίας τους και η αποχή τους από τα επαναστατικά κινήματα)». Κι αυτό βέβαια προξενεί εντύπωση, γιατί στο έκτο βιβλίο των «Πολιτικών» είχε αναφέρει: «ο γεωργικός είναι ο καλύτερος δήμος, με αποτέλεσμα να είναι δυνατόν να καθιδρυθεί δημοκρατία εκεί όπου το πλήθος ζει από τη γεωργία και την κτηνοτροφία». (1318b 9 – 11).
Όμως, εκεί μιλούσε για τη δημοκρατία, ενώ εδώ για το ιδανικό πολίτευμα. Εξάλλου, κι εκεί δε θεωρούσε τους γεωργούς άξιους για να διεκδικούν αξιώματα, αλλά μόνο για να εκλέγουν άλλους. Τα προβλήματα της έλλειψης χρόνου, της φτώχειας και της υπερεργασίας τα είχε εντοπίσει και τότε: «ένας τέτοιος δήμος εργάζεται διαρκώς, γιατί δεν έχει μεγάλη περιουσία κι επομένως δεν προσέρχεται συχνά στην εκκλησία. Εξάλλου, επειδή τα μέλη του [δεν] εξασφαλίζουν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους, αναλώνουν το χρόνο τους στις εργασίες τους και δεν επιθυμούν τα ξένα αγαθά, αλλά αντίθετα βρίσκουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση στην εργασία από την πολιτική και την άσκηση εξουσίας, όπου βέβαια δεν υπάρχουν μεγάλες απολαβές από τα αξιώματα». (1318b 11 – 16). Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν μιλάμε για το ιδανικό πολίτευμα των ενεργών πολιτών που γνωρίζουν και ασκούν την αρετή, οι γεωργοί μόνο ως δούλοι μπορούν να υφίστανται.
Αναπόφευκτα, το ζήτημα επανέρχεται στις απόψεις του Αριστοτέλη για τη δουλεία. Από τη στιγμή που αποδέχεται ότι υπάρχουν άνθρωποι που από τη φύση τους είναι δούλοι είναι μοιραίο να τεθούν και τα κριτήρια. Στο ιδανικό πολίτευμα η άσκηση της αρετής είναι το κριτήριο που διαχωρίζει τους πολίτες απ’ τους δούλους. Το να πούμε ότι ο Αριστοτέλης παρασύρεται από τις αντιλήψεις της εποχής, πέρα από αυτονόητο ενδεχομένως να μην είναι και απολύτως ακριβές, με την έννοια ότι και τότε υπήρξαν φωνές, όπως εκείνες των σοφιστών, που κατήγγελλαν την αδικία της δουλείας κι ο Αριστοτέλης το γνώριζε πολύ καλά. Βεβαίως, η ηθική νομιμοποίηση της δουλείας ήταν η επικρατούσα αντίληψη. Όμως, ο Αριστοτέλης δεν ανήκει στους φιλοσόφους που παρασύρονται από επικρατούσες αντιλήψεις, πολύ περισσότερο που διστάζουν να εκφράσουν άποψη προκειμένου να μη συγκρουστούν.
Τελικά, υποκύπτει στα αδιέξοδα των παραγωγικών δυνατοτήτων της εποχής. Ελλείψει μηχανών η παραγωγική διαδικασία δε θα μπορούσε παρά να πέσει ολοσχερώς (με την έννοια της ολοκληρωτικής χειρωνακτικής συμμετοχής) στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Εξάλλου, κι ό ίδιος ομολογεί ότι αν οι εργασίες μπορούσαν να γίνουν από μόνες τους δε θα χρειάζονταν οι δούλοι. Οι ηθικές αξίες δεν μπορούν παρά να είναι παράγωγα των ιστορικών συνθηκών. Οι ανάγκες της παραγωγής είναι αδύνατο να μη νομιμοποιηθούν ηθικά. Αν απαιτείται η χρήση των δούλων, δεν μπορούμε να μιλάμε για την απελευθέρωσή τους, όπως αν απαιτείται η χρήση των ζώων, είναι αδύνατο να γίνει λόγος για το ηθικό βάρος της κακοποίησής τους. Αναφορικά με την εσφαλμένη αριστοτελική αντίληψη για τους δούλους, η τοποθέτηση του Mortimer J. Adler στο βιβλίο «Ο Αριστοτέλης για Όλους» είναι απολύτως εύστοχη: «Παρά το λάθος του να νομίζει ότι μερικά μόνο ανθρώπινα όντα είχαν το δικαίωμα να κυβερνιούνται ως πολίτες, ο Αριστοτέλης πίστευε ότι τα ανθρώπινα αυτά όντα είχαν το δικαίωμα να περιμένουν περισσότερα από το κράτος στο οποίο ζούσαν. Το καλύτερο κράτος ήταν, κατά τη γνώμη του, εκείνο που έκανε οτιδήποτε ήταν δυνατό για να προωθήσει την επιδίωξη της ευτυχίας από τη μεριά των πολιτών του. Αυτό δεν παύει να αληθεύει είτε πρέπει να είναι πολίτες μόνο μερικά ανθρώπινα όντα είτε όλα».
Αυτός είναι και ο λόγος, που τελικά οι εργάτες και οι γεωργοί προτάσσονται ως εργαλεία. Γι’ αυτό και πρέπει να μην έχουν περιουσία, αλλά αντίθετα να θεωρούνται αυτοί περιουσία της πόλης. Η ιδιοκτησία είναι θέμα που αφορά τους πολίτες κι όχι τους δούλους. Όμως, παρόλο που ο Αριστοτέλης τάσσεται υπέρ της ιδιοκτησίας, δεν υποστηρίζει πουθενά την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Αντιθέτως, θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχει και ισχυρή δημόσια περιουσία, που θα αξιοποιείται για τις ανάγκες της πόλης, όπως τα συσσίτια και οι θρησκευτικές τελετές: «όλοι συμφωνούν ότι είναι χρήσιμη η καθιέρωση συσσιτίων στις εύτακτες πόλεις… Στα συσσίτια επιβάλλεται να παίρνουν μέρος όλοι οι πολίτες, αλλά δεν είναι εύκολο να συνεισφέρουν οι άποροι την ορισμένη συμμετοχή τους από τους ιδιωτικούς τους πόρους και συγχρόνως να συντηρούν την οικογένειά τους. Επιπλέον οι δαπάνες για τις θρησκευτικές λατρευτικές τελετές επιβαρύνουν όλη την πόλη συνολικά. Συνεπώς κρίνεται αναγκαίο να είναι διαιρεμένη χώρα σε δύο μέρη, το ένα μέρος των εκτάσεών της να είναι δημόσιο και το άλλο να ανήκει στους ιδιώτες».
Η κατάργηση της δημόσιας περιουσίας στο όνομα της άκρατης ιδιωτικοποίησης δεν είναι τίποτε άλλο από την κατάργηση κάθε συλλογικότητας, που μοιραία θα υπονομεύσει την ενότητα της πόλης. Κι όπως οι εκτάσεις χωρίζονται σε δημόσιες και ιδιωτικές, θα ήταν αδύνατο η αντίληψη αυτή να μην επεκτείνεται και στην ιδιοκτησία των δούλων: «Από αυτούς» (τους γεωργούς – δούλους εννοείται) «όσοι εργάζονται στα ιδιωτικά κτήματα να ανήκουν στους ιδιώτες, όσοι όμως εργάζονται στη δημόσια γη να ανήκουν στο δημόσιο». Το ιδανικό πολίτευμα χρειάζεται πρωτίστως ιδανικούς πολίτες που θα διέπονται από την αρετή υπηρετώντας την ανδρεία και τη δικαιοσύνη. Όμως, δε θα μπορούσε να υπάρξει, αν ταυτόχρονα δεν κατοχύρωνε και την αυτάρκεια των αγαθών, που θα εξασφάλιζε η κατοχή των μέσων παραγωγής. Η ιδιοκτησία των πολιτών που παράγει πλούτο σε συνδυασμό με τη δημόσια περιουσία, που πρέπει να αξιοποιείται με γνώμονα το κοινό συμφέρον ανακουφίζοντας κυρίως τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, συνθέτουν τα βασικά χαρακτηριστικά της άριστης πόλης. Αν επιτευχθούν αυτά, η ευδαιμονία θα επέλθει σαν νομοτελειακή συνέπεια.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου