ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.4.7–2.4.11
Το στράτευμα του Κύρου στη Μηδία
Ο Κύρος έφτασε με το στράτευμά του στη Μηδία, έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον θείο του Κυαξάρη. Ακολουθούν δύο επεισόδια από το διάστημα της εκεί παραμονής του: απεσταλμένοι του βασιλιά των Ινδών φτάνουν στα ανάκτορα του Μήδου ηγεμόνα. Επίσης, διαπιστώνοντας ότι τα χρήματα που είχε στη διάθεσή του τελειώνουν, ο Κύρος θα ζητήσει την άδεια του Κυαξάρη να κινηθεί εναντίον του βασιλιά της Αρμενίας και να τον αναγκάσει να σεβαστεί τις φορολογικές και στρατιωτικές υποχρεώσεις του απέναντι στον βασιλιά των Μήδων, ώστε να αποκομίσει και ο ίδιος τους αναγκαίους για το στράτευμά του πόρους.
[2.4.7] οἱ δὲ Ἰνδοὶ εἰσελθόντες ἔλεξαν
ὅτι πέμψειε σφᾶς ὁ Ἰνδῶν βασιλεὺς κελεύων ἐρωτᾶν ἐξ
ὅτου ὁ πόλεμος εἴη Μήδοις τε καὶ τῷ Ἀσσυρίῳ· ἐπεὶ δὲ
σοῦ ἀκούσαιμεν, ἐκέλευσεν ἐλθόντας αὖ πρὸς τὸν Ἀσσύριον
κἀκείνου ταὐτὰ πυθέσθαι· τέλος δ’ ἀμφοτέροις εἰπεῖν ὑμῖν
ὅτι ὁ Ἰνδῶν βασιλεύς, τὸ δίκαιον σκεψάμενος, φαίη μετὰ
τοῦ ἠδικημένου ἔσεσθαι. [2.4.8] πρὸς ταῦτα ὁ Κυαξάρης εἶπεν·
Ἐμοῦ μὲν τοίνυν ἀκούετε ὅτι οὐκ ἀδικοῦμεν τὸν Ἀσσύριον
οὐδέν· ἐκείνου δ’, εἰ δεῖσθε, ἐλθόντες νῦν πύθεσθε ὅ τι λέγει.
παρὼν δὲ ὁ Κῦρος ἤρετο τὸν Κυαξάρην, Ἦ καὶ ἐγώ, ἔφη,
εἴπω ὅ τι γιγνώσκω; καὶ ὁ Κυαξάρης ἐκέλευσεν. Ὑμεῖς
τοίνυν, ἔφη, ἀπαγγείλατε τῷ Ἰνδῶν βασιλεῖ τάδε, εἰ μή τι
ἄλλο Κυαξάρῃ δοκεῖ, ὅτι φαμὲν ἡμεῖς, εἴ τί φησιν ὑφ’
ἡμῶν ἀδικεῖσθαι ὁ Ἀσσύριος, αἱρεῖσθαι αὐτὸν τὸν Ἰνδῶν
βασιλέα δικαστήν. οἱ μὲν δὴ ταῦτα ἀκούσαντες ᾤχοντο.
[2.4.9] Ἐπεὶ δὲ ἐξῆλθον οἱ Ἰνδοί, ὁ Κῦρος πρὸς τὸν Κυαξάρην
ἤρξατο λόγου τοιοῦδε.
Ὦ Κυαξάρη, ἐγὼ μὲν ἦλθον οὐδέν τι πολλὰ ἔχων ἴδια
χρήματα οἴκοθεν· ὁπόσα δ’ ἦν, τούτων πάνυ ὀλίγα λοιπὰ
ἔχω· ἀνήλωκα δέ, ἔφη, εἰς τοὺς στρατιώτας· καὶ τοῦτο
ἴσως, ἔφη, θαυμάζεις σὺ πῶς ἐγὼ ἀνήλωκα σοῦ αὐτοὺς τρέ-
φοντος· εὖ δ’ ἴσθι, ἔφη, ὅτι οὐδὲν ἄλλο ποιῶν ἢ τιμῶν καὶ
χαριζόμενος, ὅταν τινὶ ἀγασθῶ τῶν στρατιωτῶν. [2.4.10] δοκεῖ
γάρ μοι, ἔφη, πάντας μὲν οὓς ἄν τις βούληται ἀγαθοὺς
συνεργοὺς ποιεῖσθαι ὁποίου τινὸς οὖν πράγματος, ἥδιον
εἶναι εὖ τε λέγοντα καὶ εὖ ποιοῦντα παρορμᾶν μᾶλλον ἢ
λυποῦντα καὶ ἀναγκάζοντα· οὓς δὲ δὴ τῶν εἰς τὸν πόλεμον
ἔργων ποιήσασθαί τις βούλοιτο συνεργοὺς προθύμους, τού-
τους παντάπασιν ἔμοιγε δοκεῖ ἀγαθοῖς θηρατέον εἶναι καὶ
λόγοις καὶ ἔργοις. φίλους γάρ, οὐκ ἐχθρούς, δεῖ εἶναι τοὺς
μέλλοντας ἀπροφασίστους συμμάχους ἔσεσθαι καὶ μήτε τοῖς
ἀγαθοῖς τοῦ ἄρχοντος φθονήσοντας μήτ’ ἐν τοῖς κακοῖς προ-
δώσοντας. [2.4.11] ταῦτ’ οὖν ἐγὼ οὕτω προγιγνώσκων χρημάτων
δοκῶ προσδεῖσθαι. πρὸς μὲν οὖν σὲ πάντας ὁρᾶν ὃν αἰσθά-
νομαι πολλὰ δαπανῶντα ἄτοπόν μοι δοκεῖ εἶναι· σκοπεῖν
δ’ ἀξιῶ κοινῇ καὶ σὲ καὶ ἐμὲ ὅπως σὲ μὴ ἐπιλείψει χρήματα.
ἐὰν γὰρ σὺ ἄφθονα ἔχῃς, οἶδα ὅτι καὶ ἐμοὶ ἂν εἴη λαμ-
βάνειν ὁπότε δεοίμην, ἄλλως τε καὶ εἰ [εἰς] τοιοῦτόν τι
λαμβάνοιμι ὃ μέλλοι καὶ σοὶ δαπανηθὲν βέλτιον εἶναι.
***
Αυτοί μόλις μπήκαν είπαν ότι τους έστειλε ρ βασιλιάς των Ινδών διατάζοντας να ερωτήσουν από ποια αιτία προήλθε ο πόλεμος μεταξύ Μήδων και Ασσυρίων. Όταν ακούσωμε σένα, μας διέταξε να πάμε στο βασιλιά των Ασσυρίων να ρωτήσομε και κείνον τα ίδια. Τέλος μας διέταξε ο βασιλιάς των Ινδών να σας πούμε και στους δύο ότι, αφού εξετάση ποιος έχει δίκηο, θα ταχθή με το μέρος του αδικουμένου. Σ' αυτά ο Κυαξάρης απάντησε: Ακούσατε λοιπόν από μένα ότι διόλου δεν αδικούμε το βασιλιά των Ασσυρίων∙ εκείνον, αν χρειάζεσθε, πηγαίνετε και ερωτήσατέ τον τι λέει. Ο Κύρος που παρευρίσκετο στη συνομιλία ρώτησε τον Κυαξάρη: Να ειπώ και εγώ τη γνώμη μου; Ο Κυαξάρης τον παρακάλεσε να την πη. Σεις λοιπόν, είπε, ανακοινώσατε τα εξής στο βασιλιά των Ινδών, εκτός αν διαφωνή ο Κυαξάρης, ότι μεις προτείνομε, εάν ο βασιλιάς των Ασσυρίων ισχυρίζεται ότι κάποιος έχει αδικηθή από μας, να εκλέξωμε δικαστή της διαφοράς μας το βασιλιά των Ινδών. Οι πρέσβεις των Ινδών, όταν άκουσαν αυτά, ανεχώρησαν.
Όταν βγήκαν οι Ινδοί, ο Κύρος άρχισε να λέη τα εξής στον Κυαξάρη: Εγώ, Κυαξάρη, ήλθα με λίγα χρήματα από την πατρίδα μου∙ από όσα είχα πολύ λίγα έμειναν, τα ξώδεψα για τους στρατιώτες μου. Ίσως απορείς, πώς τα ξώδεψα, αφού τους τρέφεις. Μάθε ότι τίποτ' άλλο δεν κάνω παρά τιμώ και προσφέρω δώρα, όταν ευχαριστηθώ από κανένα στρατιώτη. Γιατί μου φαίνεται ότι όλους, όσους θέλει να κάμη κανείς πρόθυμους συνεργάτες του σε κείνο που θέλει, καλύτερο είναι να τους παρορμά επαινώντας και ευεργετώντας μάλλον παρά προξενώντας λύπη σ' αυτούς και εξαναγκάζοντάς τους. Όσους λοιπόν θέλει να κάμη κανείς πρόθυμους συνεργάτες στα πολεμικά έργα, τούτους μου φαίνεται πως πρέπει να τους παίρνη μαζί του προ πάντων με καλά λόγια και έργα. Γιατί φίλοι και όχι εχθροί πρέπει να είναι, όσοι πρόκειται να είναι πρόθυμοι σύμμαχοι, και να μη φθονούν τις επιτυχίες του αρχηγού, και να μη τον παρατούν στις δυστυχίες. Επειδή λοιπόν εγώ έτσι σκέπτομαι, νομίζω πως χρειάζομαι ακόμη χρήματα. Να αποβλέπω λοιπόν σε σένα για κάθε ανάγκη, εφόσον καταλαβαίνω ότι πολλά ξοδεύεις, μου φαίνεται άτοπο. Κρίνω άξιο λοιπόν να σκεφτώ μαζί σου πώς δε θα σου λείψουν χρήματα. Γιατί, αν έχης άφθονα, ξέρω πως θα μπορώ και γω να παίρνω, όταν χρειαστώ, και προ πάντων αν τα παίρνω για τέτοια δουλειά, που αν ξοδευτή το χρήμα σ' αυτήν, θα ωφεληθής.
Αυτοί μόλις μπήκαν είπαν ότι τους έστειλε ρ βασιλιάς των Ινδών διατάζοντας να ερωτήσουν από ποια αιτία προήλθε ο πόλεμος μεταξύ Μήδων και Ασσυρίων. Όταν ακούσωμε σένα, μας διέταξε να πάμε στο βασιλιά των Ασσυρίων να ρωτήσομε και κείνον τα ίδια. Τέλος μας διέταξε ο βασιλιάς των Ινδών να σας πούμε και στους δύο ότι, αφού εξετάση ποιος έχει δίκηο, θα ταχθή με το μέρος του αδικουμένου. Σ' αυτά ο Κυαξάρης απάντησε: Ακούσατε λοιπόν από μένα ότι διόλου δεν αδικούμε το βασιλιά των Ασσυρίων∙ εκείνον, αν χρειάζεσθε, πηγαίνετε και ερωτήσατέ τον τι λέει. Ο Κύρος που παρευρίσκετο στη συνομιλία ρώτησε τον Κυαξάρη: Να ειπώ και εγώ τη γνώμη μου; Ο Κυαξάρης τον παρακάλεσε να την πη. Σεις λοιπόν, είπε, ανακοινώσατε τα εξής στο βασιλιά των Ινδών, εκτός αν διαφωνή ο Κυαξάρης, ότι μεις προτείνομε, εάν ο βασιλιάς των Ασσυρίων ισχυρίζεται ότι κάποιος έχει αδικηθή από μας, να εκλέξωμε δικαστή της διαφοράς μας το βασιλιά των Ινδών. Οι πρέσβεις των Ινδών, όταν άκουσαν αυτά, ανεχώρησαν.
Όταν βγήκαν οι Ινδοί, ο Κύρος άρχισε να λέη τα εξής στον Κυαξάρη: Εγώ, Κυαξάρη, ήλθα με λίγα χρήματα από την πατρίδα μου∙ από όσα είχα πολύ λίγα έμειναν, τα ξώδεψα για τους στρατιώτες μου. Ίσως απορείς, πώς τα ξώδεψα, αφού τους τρέφεις. Μάθε ότι τίποτ' άλλο δεν κάνω παρά τιμώ και προσφέρω δώρα, όταν ευχαριστηθώ από κανένα στρατιώτη. Γιατί μου φαίνεται ότι όλους, όσους θέλει να κάμη κανείς πρόθυμους συνεργάτες του σε κείνο που θέλει, καλύτερο είναι να τους παρορμά επαινώντας και ευεργετώντας μάλλον παρά προξενώντας λύπη σ' αυτούς και εξαναγκάζοντάς τους. Όσους λοιπόν θέλει να κάμη κανείς πρόθυμους συνεργάτες στα πολεμικά έργα, τούτους μου φαίνεται πως πρέπει να τους παίρνη μαζί του προ πάντων με καλά λόγια και έργα. Γιατί φίλοι και όχι εχθροί πρέπει να είναι, όσοι πρόκειται να είναι πρόθυμοι σύμμαχοι, και να μη φθονούν τις επιτυχίες του αρχηγού, και να μη τον παρατούν στις δυστυχίες. Επειδή λοιπόν εγώ έτσι σκέπτομαι, νομίζω πως χρειάζομαι ακόμη χρήματα. Να αποβλέπω λοιπόν σε σένα για κάθε ανάγκη, εφόσον καταλαβαίνω ότι πολλά ξοδεύεις, μου φαίνεται άτοπο. Κρίνω άξιο λοιπόν να σκεφτώ μαζί σου πώς δε θα σου λείψουν χρήματα. Γιατί, αν έχης άφθονα, ξέρω πως θα μπορώ και γω να παίρνω, όταν χρειαστώ, και προ πάντων αν τα παίρνω για τέτοια δουλειά, που αν ξοδευτή το χρήμα σ' αυτήν, θα ωφεληθής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου