Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Ηρώδης ο Αττικός

Ο Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης (Μαραθώνας 101/102 – Μαραθώνας 177/8 μ.Χ).

Διαβήκαμε ως την ώρα περίοδο διακόσων πενήντα χρόνων και κάτι παραπάνω. Του κάκου ζητήσαμε, ας είταν και μια φορά, τον ηρωισμό, την αρετή, το κατιτίς εκείνο που τον έκαμνε τρομερό τον Ελληνισμό και στα περασμένα, μα και πολύ κατόπι, όταν κακό μεγάλο τη φοβέριζε την Ελλάδα. Κι ο λόγος πια τώρα δε φαίνεται δυσκολοξήγητος. Οι Ρωμαίοι, κι όσοι τους ακόμα είταν τυραννικοί προς τους Έλληνες, σπάνια τους φέρθηκαν καθώς θα φερνόντανε σε βάρβαρο έθνος που δεν έννοιωσε και λαμπρότερες μέρες. Την είδαμε την πολιτική τους. Είτανε για τους καιρούς εκείνους φωτισμένη πολιτική. Θα πήτε, ό,τι έκρυβε μέσα του το σιγανό κι αλάθευτο φαρμάκι που θανατώνει τα έθνη, μας τόδιναν. Τη φαρμάκωναν την Ελλάδα χωρίς οι πιώτεροι να το θέλουν, φαρμακώνουνταν κ’ η Ελλάδα χωρίς να το νοιώθη. Αν, αντίς τη χαδευτική αυτή την πολιτική έφερναν οι Ρωμαίοι την πολιτική του σπαθιού και της ρήμαξης, ίσως ξυπνούσαν οι Έλληνες, ίσως άρπαζαν τάρματα, κ’ έδειχναν κάποιον ηρωισμό. Μα τα χάδια τω Ρωμαίων τους μαλάκωναν την καρδιά. Τους τιμούσαν και τους δόξαζαν οι Καίσαρες για τα περασμένα τους φώτα, για την ξακουσμένη τους τέχνη. Μερικοί τους το λαχταρούσανε μάλιστα να μεταγυρίσουν τα παλιά μας τα μεγαλεία. Σα να μην τους περνούσε όμως υποψία πως δίχως πολιτική λευτεριά δεν ριζώνουν τέτοιες μεγάλες σοφίες και τέχνες.

Τους είδαμε τους καρπούς της προστασίας εκείνης. Γλάστρες μαρμάρινες με τα μισοζώντανα μέσα βλαστάρια, στημένες εκεί που άλλοτες φουντώνανε δέντρα θεόρατα κι ουρανόγγιχτα.

Τέτοια είταν η ατμόσφαιρα του Ελληνισμού, τέτοια η κράση του, τότες που φάνηκε στη χώρα ένας, που αν όχι Ρωμαίος, είχε όμως γενναιοφροσύνη Ρωμαίου. Έλληνας είτανε, μα δεν μπορούσε πια νάχη κ’ ενός Περικλή μεγαλοδύναμο νου, καθώς είχε την καλλιτεχνική του δοξομανία. Ένας που μας δείχνει σαν καθρέφτης το τι της έλειπε τότες της Ελλάδας, και τι της απόμνησκε ακόμα από τη λαμπρή της την αρχαιότητα. Ο άντρας αυτός είναι ο Ηρώδης ο Αττικός.

Με τι τρόπο βρήκε τους αμέτρητους θησαυρούς του ο πατέρας του ο Ιούλιος είναι κοινό παραμύθι. Τους ξέχωσε, λέγουν, από πηγάδι ενός σπιτιού του, και πρέπει να είταν οι αρπαγμένοι οι θησαυροί του Αριστίωνα, κ’ έμνησκαν όλα εκείνα τα χρόνια θαμμένοι.

Άμα βρέθηκε μυριόπλουτος ο Ιούλιος, πρώτη του έννοια είτανε να καλαναθρέψη τον Ηρώδη. Δάσκαλοι, και για τέτοιο μαθητή μάλιστα, άλλο τίποτε τότες. Οι μεγαλήτεροι «σοφοί» της εποχής πήραν την προκοπή του Ηρώδη στα χέρια τους. Κ’ έτσι, όταν ο Ηρώδης κλερονόμησε, είταν όχι μονάχα πάμπλουτος, μα και ρήτορας και φιλόσοφος. Είπαν πως δεν τους καλοφέρθηκε τους συγκλερονόμους του τους Αθηναίους, που ο καθένας τους κλερονομούσε κι από μια μνα το χρόνο από τον πατέρα του. Μα αυτά είναι αδιάφορα, είναι κι αβέβαια. Το βέβαιο είναι πως ο Ηρώδης πήγε να ξεπεράση και τους Ρωμαίους, και κάθε άλλον προτερινό ή κατοπινό πλούσιο στην ανοιχτοχεριά. Με το νάγινε Ύπατος, ή να καταίβασε νερά κι άλλα τέτοια δεν έκαμε και τίποτις ασυνήθιστο. Κ’ οι κοινότεροι Ρωμαίοι μεγιστάνες τάκαμναν αυτά. Ό,τι όμως ξεχώρισε τον Ηρώδη από τους άλλους είταν πρώτα, τα περίφημα ξοχικά του Παλάτια, που ρητόρευε μέσα εκεί και φιλοσοφούσε με τους σοφώτερους του καιρού του — σοφούς που ζητωκραυγούσανε σε κάθε του λέξη — και δεύτερο, τα θεόλαμπρα χτίρια που σκόρπισε στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Αθήνα. Το μαρμαρένιο Στάδιο το ξέρουμε, τα θέατρα του και τα Ωδεία τα ξέρουμε. Εκείνα όμως που πιο σπανιώτερα αναφέρουνται είναι ταρίφνητα χαρίσματα που σκόρπισε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, στην Κόρινθο, στις Θερμοπύλες, στην Ηπειροθεσσαλία, Εύβοια, Βοιωτία, Πελοπόννησο, Ιταλία. Όλα τέχνης μνημεία· έργα όμως που δεν τα περέχυνε και ταθάνατο φως που έλουζε ταρχαία καλλιτεχνήματα, όπως κ’ η ρητορική του δεν είτανε του Δημοστένη ρητορική.

Μα και κάτι άλλο έτυχε τους καιρούς εκείνους που ακόμα πιώτερο χεροτέρευε τη στειροσύνη της τέχνης. Οι Ρωμαίοι, καθώς είδαμε, δεν είχαν τον ίδιο φιλελληνισμό πάντα. Άλλοι μας έχτιζαν καινούρια μνημεία κοντά στα παλιά, άλλοι πάλε νοιώθανε των παλιών την αξία, και τα κουβαλούσανε στη Ρώμη αυτοί. Με της καραβιές πήγαιναν. Απίστευτο πράμα η ιεροσυλία εκείνη. Άρχισε το κακό από τους καιρούς του Σύλλα, που και κολώνες από τον Ολύμπιο Δία είχε μεταφερμένες στο Καπιτώλι. Ήρθαν κατόπι τα ξεχωσίματα των Κορινθιακών τάφων, τότες που γέμισε η Ρώμη νεκραναστημένα στολίδια. Ήρθε η έξοχη εκείνη ιδέα του Νέρωνα, που πήρε τα λαμπρότερα μας αγάλματα και πρόσταξε να ταποκεφαλίσουν και να τους κολλήσουν κεφάλι σαν το δικό του! Ήρθαν οι άρπαγες του Άκρατου και του Κρατίνα, που από τους Δελφούς μονάχα κουβάλησαν πεντακόσα αριστουργήματα. Πήγε να ρημωθή η Ελλάδα, και πλημμύρισε η Ρώμη αθάνατα έργα — και το χερώτερο, πολλά τους κολοβωμένα με βαρβαρικές αλλαγές.

Κι ως τόσο έμνησκαν καθώς φαίνεται ακόμα στον τόπο τόσα καλλιτεχνήματα της κλασσικής εποχής, που θωρώντας τα ο Παυσανίας, απορούσε τι να είτανε στα παλιά χρόνια η Ελλάδα! Θεόλαμπρος έφεγγε ακόμα ο Ελληνικός κόσμος όπου σώζουνταν πολιτείες, φωτισμένος ακόμα από την ιδέα της ομορφιάς, που αυτή κ’ η γλώσσα κρατούσανε δίψυχο τον ξεθυμασμένον τον Ελληνισμό. Τονέ σιγοφαρμάκωναν ή τον κουτσούρευαν οι Ρωμαίοι, τονέ στρέβλωναν οι ψευτόσοφοι, τονέ βύζαναν οι παραλυμένοι, κι ως τόσο ζούσε ακόμα, όσο κι αν είταν τυραννισμένος, και μήτε σημάδι δεν έδειχνε τελειωτικού θανάτου πολλούς αιώνες. Απόδειξη του τι λογής ζωτικότητα την είχε αυτό το Έθνος, κι ας είτανε μυσερό, κι ας τούλειπε το πολιτικό συστατικό, η ψυχή της ψυχής του κάθε λαού.

Καθώς την τέχνη, έτσι και την Ελληνική τη γλώσσα μήτε το φαντάστηκε η Ρώμη να την πνίξη, καθώς έκαμε στην Ισπανία, στη Γαλατία. Ζήτησε μάλιστα και να τη βαστάξη. Οι μεγαλήτεροι τους καμάρι το είχανε να τη μιλούνε και να τη γράφουνε. Γεμάτα Έλληνες ρητόρους και δασκάλους τα μέγαρά τους. Ως κ’ οι γυναίκες τους, όταν άδειαζαν από τα δικά τους, ακούγανε μαθήματα της Ελληνικής.

Και σα ζωντανώτερο πράμα που είναι η γλώσσα από το μάρμαρο, βάσταξε καλλίτερα μέσα στις μύριες φουρτούνες που τον απάντεχαν τον Ελληνισμό. Όλη εκείνη την καλλιτεχνία την κάμανε θρούβαλα οι φουρτούνες, εξόν από μερικά χαλάσματα, που ακόμα τα λατρεύει ο κόσμος. Το χάρισμα της πολιτικής νοικοκυροσύνης, καθώς είπαμε, δεν το είχαμε. Αν το είχαμε, ίσως θάπαιρνε άλλο δρόμο η Ιστορία. Ο πατριωτισμός είτανε ναρκωμένος κι αυτός, και μόλις μισοξυπνούσε σαν πέφτανε μεγάλα δυστυχήματα, καθώς θα δούμε κατόπι. Η γλώσσα όμως, το μεγάλο και το θεοζώντανο αυτό εθνόμετρο του κάθε λαού, όσοι κατακλυσμοί κι αν κατέβηκαν, έμεινε από τα τότες, και μνήσκει ακόμα σα γιγαντένιο και βαθιόρριζο δέντρο που καμιά καταστροφή δεν το σαλεύει· που όσο κι αν κόπηκαν τα κλωνιά του, πάλε ξαναβλασταίνουν, πάλε ξαπλώνουνται, ίσως εδώ και εκεί μπολιασμένα, μα πάντα θρεμμένα από την ίδια την αθάνατη ρίζα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου