Γνήσια και νόθα σύνθετα
§ 30. Οι αρχαίοι γραμματικοί δεν συμφωνούσαν αν το ομηρικό επίθετο κάρη κομόωντες 'μακρυμάλληδες' έπρεπε να γραφεί σε δύο ή σε μία λέξη [1]. Η δυσκολία βρισκόταν στο ότι από τη μια μεριά η συμπλοκή δεν μπορούσε να ενταχθεί στους συνηθισμένους τύπους σύνθεσης και δεν περιλάμβανε κάποιο χαρακτηριστικό της σύνθεσης, από την άλλη, όμως, φαινόταν να αποτελεί μία αδιάσπαστη ενότητα. Και από την άποψη των βασικών τύπων σύνθεσης της αρχαίας ελληνικής ασφαλώς αναγκαζόμαστε, αν πρέπει εξάπαντος να αποφασίσουμε, να ονομάσουμε το καρηκομόωντες "σύνθετο", να το αισθανθούμε, όμως, σαν "νόθο" σύνθετο, όπως οι αρχαίοι Έλληνες γραμματικοί αντιδιαστέλλουν την παράθεσιν, την "παράταξη", προς την σύνθεσιν, την πραγματική "σύνθεση". Από την άποψη, όμως, της ιστορίας της γλώσσας πρέπει να μιλήσουμε μόνο για ένα "δυνάμει", "λιγότερο ανεπτυγμένο" σύνθετο. Δεν πρόκειται για ουσιαστική αλλά για χρονική διαφορά: από κάθε νόθο σύνθετο μπορεί να προκύψει ένα γνήσιο, και όλα τα γνήσια πρέπει να ανάγονται τελικά σε νόθα. Γνήσια σύνθετα σε μια συγκεκριμένη γλωσσική περίοδο είναι καταρχήν όλα εκείνα που δεν μπορούμε ή δεν μπορούμε πια να φανταστούμε το ένα ή και τα δύο μέλη τους σε αυτή τη μορφή ως ανεξάρτητες λέξεις: νουν-εχής, πατρ- άδελφος, δυσ- μενής, ή εκείνα που το ένα συνθετικό τους δεν μπορεί πια να κλιθεί: Νεαπόλεως από το Νέα πόλις > Νεάπολις. Στα υπόλοιπα σύνθετα οι ασφαλέστερες ενδείξεις γνήσιας σύνθεσης είναι οι ακόλουθες:
§ 31. 1. Μεταφορά του τελικού στοιχείου ενός συνθετικού σε διαφορετικά διαμορφωμένα θέματα: επειδή τα επίθετα διόσ-δοτος (αρχικά 'σταλμένος από τον Δία', με γεν. Διός) και θεό-δοτος 'δοσμένος από θεό' βρίσκονταν πολύ κοντά από άποψη σημασίας, με τη μεταφορά της κατάληξης -ος από το διοσ- προέκυψε ένα νέο επίθετο θεόσ-δοτος. Αυτό μπορούσε να συμβεί μόνον όταν το διοσ- δεν το ένιωθαν πια σαν γενική και το θεοσ- όχι πια σαν ονομαστική, αλλά και τα δύο σαν συνθετικά. Έτσι πρέπει να εξηγηθεί και το Λυκόσ-ουρα κατά το Κυνόσ-ουρα και ίσως το ἀνδρεϊ-φόντης 'φονιάς αντρών' κατά το ἀργεϊ-φόντης 'φονιάς του Άργου'.
§ 32. 2. Χρησιμοποίηση ενός συνθετικού σε μορφή πτώσης για τη δημιουργία ενός νέου συνθέτου, όπου η πτώση δεν διατηρεί την προηγούμενη λειτουργία της: στην Ιλιάδα Ν 564 αναφέρεται ένας σκῶλος πυρίκαυστος 'πάσσαλος καμένος στη φωτιά', στην Οδύσσεια ι 387 ο πυριήκης μοχλός 'πάσσαλος με πυρωμένη αιχμή'. Προφανώς το επίθετο πυριήκης μπόρεσε να σχηματιστεί, επειδή το πυρι- στο πυρίκαυστος το ένιωθαν σαν σκέτο θέμα, σαν συνθετικό, και όχι πια σαν οργανική ή τοπική δοτική. Έτσι μεταγενέστεροι επικοί ποιητές μπόρεσαν να αποδώσουν στο πυρι-λειτουργία γενικής, αποκαλώντας τον Βάκχο 'γιο της φωτιάς' πυρί-παις. Πρβ. επίσης ἀρει-θύσανος 'θύσανος του Άρη, γενναίος πολεμιστής' (Αισχύλος απ. 203 Ν2) κατά το ἀρεί-φατος (Όμ. ἀρηΐ-φατος) 'σκοτωμένος στη μάχη' (Αισχ.).
§ 33. 3. Μετάπλαση: η λέξη ἀερί-οικος, που χρησιμοποιεί ο κωμωδιογράφος Εύβουλος (απ. 139, 1, ΙΙ 212 Kock), περιέχει, βέβαια, δύο ανεξάρτητες λέξεις, κατά τη σημασία όμως δεν είναι το ίδιο με το ἀέρι οἶκος, αλλά σημαίνει (ἐν) ἀέρι οἶκον ἔχων. Αντίστοιχα ὀρείοικος σε ένα σχόλιο στον Ευριπίδη.
§ 34. Λιγότερο φερέγγυες ενδείξεις γνήσιας σύνθεσης είναι κάποια άλλα φαινόμενα:
4. Συνένωση των συντακτικών ομάδων κάτω από έναν τόνο: η φράση ἐν πόλει έχει έναν τόνο και παρ' όλα αυτά δεν αποτελεί σύνθετο, εφόσον υπάρχουν οι παραλλαγές ἐν τῇδε τῇ πόλει, ἐν τῇ ἡμετέρᾳ πόλει κτλ. Στο βαθμό αυτό δεν είναι δύσκολο να δεχτούμε σε μια ζωντανή ομιλούμενη γλώσσα διαφορές στον τονισμό, όπως οι προαναφερθείσες στην § 27 . Για τα αρχαία ελληνικά, όμως, οι γνώσεις μας σχετικά με τον τονισμό βασίζονται αποκλειστικά στην παράδοση των χειρογράφων και των αρχαίων γραμματικών φιλολόγων που δεν αποδίδουν πάντα αλάνθαστα τις συνθήκες της ομιλούμενης γλώσσας, έτσι ώστε έχουμε το δικαίωμα, αν όχι και το καθήκον, σε αμφιλεγόμενες περιπτώσεις να αναζητούμε πιο ασφαλή αποδεικτικά στοιχεία. Ο ενιαίος, όμως, τονισμός αποτελεί την πρώτη γλωσσική έκφραση της σύνθεσης, και ο αριθμός των συνθέτων που σταμάτησαν μόνο σ' αυτό το εξωτερικό γνώρισμα είναι μεγάλος· από τις ύποπτες πάλι περιπτώσεις, όπως εκείνες που μαρτυρεί εν μέρει η ομηρική παράδοση καρη-κομόωντες (§ 30), δακρυ-χέων, βαρυ-στενάχων 'που βαριαναστενάζει', παλιμ-πλαγχθέντα(ς) 'διωγμένους πίσω', έως τις σίγουρα σύνθετες λέξεις, όπως Διόσ-κο(υ)ροι και ἐπ-έκεινα 'από κει και πέρα', είναι αδύνατο να χαράξουμε με βεβαιότητα μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ νόθων και γνήσιων συνθέτων. Οι αρχαίοι συνυπολόγιζαν εν μέρει ακόμη και σύνθετα του τύπου Διόσ-κο(υ)ροι στην παράθεσιν (δες Μέγα Ετυμολογικό 278, 25· πρβ. επίσης παράρτημα ΙΙΙ). Είναι ευνόητο ότι τέτοια τόσο λίγο παγιωμένα σύνθετα δεν προσφέρονταν να αποτελέσουν πρότυπο για έναν τύπο σύνθεσης, αλλά παρέμειναν μεμονωμένα.
§ 35. 5. Ακόμη και η αδυναμία χωρισμού και εναλλαγής των συνθετικών δεν αποτελεί αλάνθαστη ένδειξη πραγματικής σύνθεσης, γιατί στ' αρχαία ελληνικά υπάρχουν σύνθετα που μπορούν να χωριστούν, "συνθετικά σε απόσταση": το οὐδείς από το οὐδ' εἷς αποδεικνύεται ότι είναι σύνθετο από την αλλαγή της ποιότητας του τόνου, αλλά ακόμη και στα κλασικά αρχαία ελληνικά μπορεί να χωρίζεται με την παρεμβολή μικρών λέξεων: οὐδ' ὑφ' ἑνός, οὐδ' ἄν ἕνα. Τίθεται επίσης το ερώτημα αν ήδη στον Όμηρο παρά τη δυνατότητα του χωρισμού ἀπ' Αἰνείαν ἑλόμην (της λεγόμενης τμήσης) και της μετάθεσης φυγών ὕπο (= ὑποφυγών, της λεγόμενης αναστροφής) το αίσθημα ενότητας των ἀπ' και ἑλόμην, φυγών και ὕπο ήταν τόσο ισχυρό όσο στα σύνθετα με σταθερή θέση των μελών. Απ' την άλλη μεριά πρέπει να παραδεχτούμε πως μια γλώσσα μπορεί να αναπτύξει και στα μη σύνθετα συμπλέγματα λέξεων μια αχώριστη και μη εναλλάξιμη ακολουθία λέξεων: γερμ. gesehen worden 'είναι ιδωμένος'. Βέβαια η περίπτωση αυτή δεν αφορά τα αρχαία ελληνικά με τη μεγάλη ευελιξία τους στη σειρά των λέξεων. Σε γενικές γραμμές ούτε τα αρχαία ελληνικά σύνθετα εναλλάσσονται ή χωρίζονται· επιπλέον ασφαλώς κυριαρχεί η προσπάθεια να παραμεριστούν τα κατάλοιπα της ευκινησίας των συνθετικών: στη μετακλασική εποχή δεν έλεγαν πια οὐδ' ὑφ' ἑνός, οὐδ' ἄν ἕνα, αλλά ὑπ' οὐδενός, οὐδένα ἄν· και στην αττική πεζογραφία δεν διατηρείται καθόλου η τμήση [2], ενώ η αναστροφή απαντά μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις με την πρόθεση πέρι· πρβ. στα σημερινά γερμανικά obgleich , obschon 'αν και, μολονότι' σε αντίθεση με τα παλαιότερα ob … gleich , ob … schon, και στα κλασικά λατινικά σαν νόρμα π.χ. obsecro vos 'σας ικετεύω' σε αντίθεση με το αρχαίο λατινικό ob vos sacro .
§ 36. 6. Δεν αποτελεί απόδειξη πραγματικής σύνθεσης η δυνατότητα σχηματισμού παράγωγων λέξεων. Το ουσιαστικό καλοκἀγαθία παράγεται από το καλός κἀγαθός, που είναι βέβαια τυποποιημένο σύμπλεγμα λέξεων αλλά όχι σύνθετη λέξη. Το επίθετο καλοκἀγαθός (ή καλοκάγαθος) είναι ένας μεταγενέστερος αναδρομικός σχηματισμός από τη λέξη καλοκἀγαθία. Πρβ. Νέα Πόλις, Νέας Πόλεως - Νεο-πολίτης και ἀνίστημι - ἀνάστασις. Ως εκ τούτου το Ἑλλησπόντιος δεν μπορεί να άρει την αμφιβολία κατά πόσον η λέξη Ἑλλήσποντος είναι πραγματικό σύνθετο, παρότι οι πιθανότητες να αποτελεί σύνθετη λέξη είναι πολύ περισσότερες.
§ 37. 7. Παρόμοια το ἀντευποιεῖν πολλών αττικών συγγραφέων δεν είναι αρκετό για ν' αποδείξει τον σύνθετο χαρακτήρα του εὖ ποιεῖν, παρότι το αντίθετο κακοποιεῖν θα μπορούσε να διευκολύνει τη θεώρησή του ως σύνθετου· διότι παράλληλα υπάρχει το ἀντευπείσεται (Πλατ. Γοργίας 520 Ε), για το οποίο δεν μπορούμε να φανταστούμε ούτε ένα *εὐπάσχειν ούτε ένα *κακοπάσχειν. Το ἀντευποιεῖν δημιουργήθηκε με ελαφρό εξαναγκασμό από το εὖ ποιεῖν (και με βάση αυτό το ζεύγος το εὖ πάσχειν - ἀντευπάσχειν), επειδή ήταν επιθυμητό ένα παράλληλο των ζευγών λέγειν : ἀντιλέγειν, τύπτειν : ἀντι-τύπτειν,εὐεργετεῖν - ἀντευεργετεῖν.
------------------------------
[1] Πρβ. την αμφιταλάντευση της γερμανικής ορθογραφίας μεταξύ vorzeiten και vor Zeiten['πριν από καιρό'], beieinanderκαι bei einander['ο ένας δίπλα στον άλλον'] κτλ.
[2] Η θέση της αύξησης και του αναδιπλασιασμού μεταξύ προρηματικού και ρήματος εκλαμβανόταν τόσο λίγο ως χωρισμός όσο και στα γερμανικά στις περιπτώσεις ab - zu - geben 'να παραδώσω', ab - ge - geben 'παραδομένος'.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου