Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ

ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.7–3.2.19

Ο Ξενοφώντας απευθύνεται στο στράτευμα μετά την εκλογή των νέων στρατηγών

Οι εναπομείναντες αξιωματικοί των Μυρίων εξέλεξαν νέους στρατηγούς και λοχαγούς στη θέση εκείνων που δολοφονήθηκαν από τον Τισσαφέρνη. Αρχιστράτηγος ορίστηκε ο Χειρίσοφος, ενώ ο Ξενοφώντας πήρε τη θέση του Πρόξενου. Στη συνέλευση του στρατού μίλησαν αρχικά ο Χειρίσοφος και στη συνέχεια ο Κλεάνορας, προτείνοντας αγώνα για την τελική επικράτηση απέναντι στους επίορκους βαρβάρους. Στη συνέχεια το λόγο παίρνει ο Ξενοφώντας.


[3.2.7] Ἐκ τούτου Ξενοφῶν ἀνίσταται ἐσταλμένος ἐπὶ πόλεμον
ὡς ἐδύνατο κάλλιστα, νομίζων, εἴτε νίκην διδοῖεν οἱ θεοί,
τὸν κάλλιστον κόσμον τῷ νικᾶν πρέπειν, εἴτε τελευτᾶν δέοι,
ὀρθῶς ἔχειν τῶν καλλίστων ἑαυτὸν ἀξιώσαντα ἐν τούτοις
τῆς τελευτῆς τυγχάνειν· [3.2.8] τοῦ λόγου δὲ ἤρχετο ὧδε. Τὴν
μὲν τῶν βαρβάρων ἐπιορκίαν τε καὶ ἀπιστίαν λέγει μὲν
Κλεάνωρ, ἐπίστασθε δὲ καὶ ὑμεῖς οἶμαι. εἰ μὲν οὖν βουλό-
μεθα πάλιν αὐτοῖς διὰ φιλίας ἰέναι, ἀνάγκη ἡμᾶς πολλὴν
ἀθυμίαν ἔχειν, ὁρῶντας καὶ τοὺς στρατηγούς, οἳ διὰ πίστεως
αὐτοῖς ἑαυτοὺς ἐνεχείρισαν, οἷα πεπόνθασιν· εἰ μέντοι δια-
νοούμεθα σὺν τοῖς ὅπλοις ὧν τε πεποιήκασι δίκην ἐπιθεῖναι
αὐτοῖς καὶ τὸ λοιπὸν διὰ παντὸς πολέμου αὐτοῖς ἰέναι, σὺν
τοῖς θεοῖς πολλαὶ ἡμῖν καὶ καλαὶ ἐλπίδες εἰσὶ σωτηρίας.
[3.2.9] τοῦτο δὲ λέγοντος αὐτοῦ πτάρνυταί τις· ἀκούσαντες δ’ οἱ
στρατιῶται πάντες μιᾷ ὁρμῇ προσεκύνησαν τὸν θεόν, καὶ ὁ
Ξενοφῶν εἶπε· Δοκεῖ μοι, ὦ ἄνδρες, ἐπεὶ περὶ σωτηρίας
ἡμῶν λεγόντων οἰωνὸς τοῦ Διὸς τοῦ σωτῆρος ἐφάνη, εὔ-
ξασθαι τῷ θεῷ τούτῳ θύσειν σωτήρια ὅπου ἂν πρῶτον εἰς
φιλίαν χώραν ἀφικώμεθα, συνεπεύξασθαι δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις
θεοῖς θύσειν κατὰ δύναμιν. καὶ ὅτῳ δοκεῖ ταῦτ’, ἔφη, ἀνα-
τεινάτω τὴν χεῖρα. καὶ ἀνέτειναν ἅπαντες. ἐκ τούτου
ηὔξαντο καὶ ἐπαιάνισαν. ἐπεὶ δὲ τὰ τῶν θεῶν καλῶς εἶχεν,
ἤρχετο πάλιν ὧδε. [3.2.10] Ἐτύγχανον λέγων ὅτι πολλαὶ καὶ καλαὶ
ἐλπίδες ἡμῖν εἶεν σωτηρίας. πρῶτον μὲν γὰρ ἡμεῖς μὲν
ἐμπεδοῦμεν τοὺς τῶν θεῶν ὅρκους, οἱ δὲ πολέμιοι ἐπιωρκή-
κασί τε καὶ τὰς σπονδὰς παρὰ τοὺς ὅρκους λελύκασιν. οὕτω
δ’ ἐχόντων εἰκὸς τοῖς μὲν πολεμίοις ἐναντίους εἶναι τοὺς
θεούς, ἡμῖν δὲ συμμάχους, οἵπερ ἱκανοί εἰσι καὶ τοὺς μεγά-
λους ταχὺ μικροὺς ποιεῖν καὶ τοὺς μικροὺς κἂν ἐν δεινοῖς
ὦσι σῴζειν εὐπετῶς, ὅταν βούλωνται. [3.2.11] ἔπειτα δὲ ἀναμνήσω
γὰρ ὑμᾶς καὶ τοὺς τῶν προγόνων τῶν ἡμετέρων κινδύνους,
ἵνα εἰδῆτε ὡς ἀγαθοῖς τε ὑμῖν προσήκει εἶναι σῴζονταί τε
σὺν τοῖς θεοῖς καὶ ἐκ πάνυ δεινῶν οἱ ἀγαθοί. ἐλθόντων μὲν
γὰρ Περσῶν καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς παμπληθεῖ στόλῳ ὡς
ἀφανιούντων τὰς Ἀθήνας, ὑποστῆναι αὐτοὶ Ἀθηναῖοι τολμή-
σαντες ἐνίκησαν αὐτούς. [3.2.12] καὶ εὐξάμενοι τῇ Ἀρτέμιδι ὁπό-
σους κατακάνοιεν τῶν πολεμίων τοσαύτας χιμαίρας καταθύσειν
τῇ θεῷ, ἐπεὶ οὐκ εἶχον ἱκανὰς εὑρεῖν, ἔδοξεν αὐτοῖς κατ’
ἐνιαυτὸν πεντακοσίας θύειν, καὶ ἔτι νῦν ἀποθύουσιν. [3.2.13] ἔπειτα
ὅτε Ξέρξης ὕστερον ἀγείρας τὴν ἀναρίθμητον στρατιὰν ἦλθεν
ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, καὶ τότε ἐνίκων οἱ ἡμέτεροι πρόγονοι τοὺς
τούτων προγόνους καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν. ὧν
ἔστι μὲν τεκμήρια ὁρᾶν τὰ τρόπαια, μέγιστον δὲ μαρτύριον
ἡ ἐλευθερία τῶν πόλεων ἐν αἷς ὑμεῖς ἐγένεσθε καὶ ἐτράφητε·
οὐδένα γὰρ ἄνθρωπον δεσπότην ἀλλὰ τοὺς θεοὺς προσκυ-
νεῖτε. [3.2.14] τοιούτων μέν ἐστε προγόνων. οὐ μὲν δὴ τοῦτό γε
ἐρῶ ὡς ὑμεῖς καταισχύνετε αὐτούς· ἀλλ’ οὐ πολλαὶ ἡμέραι
ἀφ’ οὗ ἀντιταξάμενοι τούτοις τοῖς ἐκείνων ἐκγόνοις πολλα-
πλασίους ὑμῶν αὐτῶν ἐνικᾶτε σὺν τοῖς θεοῖς. [3.2.15] καὶ τότε μὲν
δὴ περὶ τῆς Κύρου βασιλείας ἄνδρες ἦτε ἀγαθοί· νῦν δ’
ὁπότε περὶ τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ὁ ἀγών ἐστι, πολὺ δήπου
ὑμᾶς προσήκει καὶ ἀμείνονας καὶ προθυμοτέρους εἶναι. [3.2.16] ἀλλὰ
μὴν καὶ θαρραλεωτέρους νῦν πρέπει εἶναι πρὸς τοὺς πολε-
μίους. τότε μὲν γὰρ ἄπειροι ὄντες αὐτῶν τὸ δὲ πλῆθος
ἄμετρον ὁρῶντες, ὅμως ἐτολμήσατε σὺν τῷ πατρῴῳ φρονή-
ματι ἰέναι εἰς αὐτούς· νῦν δὲ ὁπότε καὶ πεῖραν ἤδη ἔχετε
αὐτῶν ὅτι οὐ θέλουσι καὶ πολλαπλάσιοι ὄντες [μὴ] δέχεσθαι
ὑμᾶς, τί ἔτι ὑμῖν προσήκει τούτους φοβεῖσθαι; [3.2.17] μηδὲ μέντοι
τοῦτο μεῖον δόξητε ἔχειν ὅτι οἱ †Κύρειοι† πρόσθεν σὺν ἡμῖν
ταττόμενοι νῦν ἀφεστήκασιν. ἔτι γὰρ οὗτοι κακίονές εἰσι
τῶν ὑφ’ ἡμῶν ἡττημένων· ἔφυγον γοῦν πρὸς ἐκείνους κατα-
λιπόντες ἡμᾶς. τοὺς δ’ ἐθέλοντας φυγῆς ἄρχειν πολὺ
κρεῖττον σὺν τοῖς πολεμίοις ταττομένους ἢ ἐν τῇ ἡμετέρᾳ
τάξει ὁρᾶν. [3.2.18] εἰ δέ τις ὑμῶν ἀθυμεῖ ὅτι ἡμῖν μὲν οὐκ εἰσὶν
ἱππεῖς, τοῖς δὲ πολεμίοις πολλοὶ πάρεισιν, ἐνθυμήθητε ὅτι
οἱ μύριοι ἱππεῖς οὐδὲν ἄλλο ἢ μύριοί εἰσιν ἄνθρωποι· ὑπὸ
μὲν γὰρ ἵππου ἐν μάχῃ οὐδεὶς πώποτε οὔτε δηχθεὶς οὔτε
λακτισθεὶς ἀπέθανεν, οἱ δὲ ἄνδρες εἰσὶν οἱ ποιοῦντες ὅ τι ἂν
ἐν ταῖς μάχαις γίγνηται. [3.2.19] οὐκοῦν τῶν ἱππέων πολὺ ἡμεῖς
ἐπ’ ἀσφαλεστέρου ὀχήματός ἐσμεν· οἱ μὲν γὰρ ἐφ’ ἵππων
κρέμανται φοβούμενοι οὐχ ἡμᾶς μόνον ἀλλὰ καὶ τὸ κατα-
πεσεῖν· ἡμεῖς δ’ ἐπὶ γῆς βεβηκότες πολὺ μὲν ἰσχυρότερον
παίσομεν, ἤν τις προσίῃ, πολὺ δὲ μᾶλλον ὅτου ἂν βουλώ-
μεθα τευξόμεθα. ἑνὶ δὲ μόνῳ προέχουσιν οἱ ἱππεῖς [ἡμᾶς]·
φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερόν ἐστιν ἢ ἡμῖν.

***
Ύστερα σηκώνεται ο Ξενοφών, οπλισμένος για μάχη, όσο μπορούσε πιο όμορφα. Και τούτο γιατί νόμιζε πως, αν οι θεοί δώσουν τη νίκη, ο ωραιότερος στολισμός ταιριάζει στο νικητή. Αν πάλι χρειαζόταν να πεθάνει, ήταν ορθό να θεωρήσει τον εαυτό του πως άξιζε να στολιστεί ωραιότατα και να βρει το θάνατο μέσα σ' αυτόν το στολισμό. Άρχισε λοιπόν να μιλάει έτσι: «Τους ψεύτικους όρκους των βαρβάρων και την απιστία τους σας τα έχει αναπτύξει ο Κλεάνωρ, νομίζω όμως πως τα ξέρετε κι εσείς. Αν λοιπόν επιμένουμε να ξανασυνεννοηθούμε φιλικά μαζί τους, σημαίνει ότι έχομε χάσει εντελώς το θάρρος μας, τη στιγμή που βλέπομε τα όσα έπαθαν οι στρατηγοί μας, όταν τους εμπιστεύτηκαν τον εαυτό τους βασισμένοι στα λόγια τους. Αν όμως έχουμε στο νου μας με τα όπλα στα χέρια να τους τιμωρήσουμε για όσα μας έχουν κάμει, και αποδώ και πέρα να τους πολεμούμε με κάθε τρόπο, τότε θα έχουμε πολλές και βάσιμες ελπίδες να σωθούμε, με τη βοήθεια των θεών». Την ώρα που τα έλεγε αυτά, φταρνίζεται κάποιος. Οι στρατιώτες, μόλις άκουσαν το φτάρνισμα, όλοι με την ίδια διάθεση προσευχήθηκαν στο θεό, και ο Ξενοφών είπε: «Αφού τη στιγμή που μιλούσαμε για τη σωτηρία μας, παρουσιάστηκε αυτό το καλό σημάδι, σταλμένο από το Δία το σωτήρα, νομίζω, στρατιώτες, πως πρέπει να τάξουμε σ' αυτόν το θεό πως θα του προσφέρουμε θυσίες ευχαριστήριες για τη διάσωσή μας, σε οποιαδήποτε φιλική χώρα πρωτοπάμε. Να τάξουμε ακόμα πως θα θυσιάσουμε και στους άλλους θεούς, ανάλογα με τις δυνάμεις μας. Όποιος συμφωνεί μ' αυτά, είπε, να σηκώσει το χέρι». Όλοι σήκωσαν τα χέρια τους. Ύστερ' απ' αυτό προσευχήθηκαν κι έψαλαν τον παιάνα. Και όταν εκπληρώσανε το χρέος τους προς τους θεούς, ο Ξενοφών ξανάρχισε το λόγο του και μίλησε έτσι: «Έλεγα πρωτύτερα πως έχομε πολλές και βάσιμες ελπίδες να σωθούμε. Γιατί πρώτα πρώτα, εμείς φυλάμε τους όρκους των θεών, ενώ οι εχθροί και τους όρκους έχουν πατήσει και, αντίθετα προς αυτούς, έχουν παραβιάσει τις συμφωνίες. Αφού έτσι είναι τα πράγματα, οι θεοί φυσικά θα είναι εχθροί στους αντίπαλούς μας και σύμμαχοι δικοί μας. Αυτοί έχουν τη δύναμη και τους μεγάλους να τους κάνουν γρήγορα μικρούς και τους μικρούς, όταν βρίσκονται σε κρίσιμες στιγμές, να τους σώζουν εύκολα, φτάνει να το θέλουν. Ύστερα θα σας θυμίσω και τους κινδύνους που πέρασαν οι πρόγονοί μας, για να ξέρετε πως σας ταιριάζει να είστε γενναίοι και πως οι γενναίοι σώζονται με τη βοήθεια των θεών και από τρομερούς κινδύνους. Όταν ήρθαν δηλαδή οι Πέρσες κι εκείνοι που τους ακολουθούσαν με πάρα πολύ μεγάλο στρατό για να καταστρέψουν την Αθήνα, μόνο οι Αθηναίοι τόλμησαν να τους αντισταθούν και τους νίκησαν. Είχαν τάξει τότε στη θεά Αρτέμιδα πως όσους εχθρούς σκοτώσουν, τόσα χρονιάρικα γίδια θα της θυσιάσουν. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να βρουν αρκετά, αποφάσισαν να θυσιάζουν κάθε χρόνο πεντακόσια. Και συνεχίζουν να κάνουν αυτήν τη θυσία ακόμα και σήμερα. Αργότερα, όταν ο Ξέρξης συγκέντρωσε εκείνο τον αμέτρητο στρατό και βάδισε ενάντια στην Ελλάδα, και τότε οι πρόγονοί μας νίκησαν τους δικούς τους και στη στεριά και στη θάλασσα. Απόδειξη γι' αυτές τις νίκες είναι τα τρόπαια που βλέπομε, μα πιο μεγάλη απόδειξη είναι η ελευθερία των πόλεων, όπου εσείς γεννηθήκατε και ανατραφήκατε. Γιατί κανέναν άνθρωπο δεν έχετε κυρίαρχο και δε λατρεύετε άλλον, παρά μονάχα τους θεούς. Από τέτοιους προγόνους κατάγεστε. Δε θέλω να πω μ' αυτά πως εσείς τους ντροπιάζετε, αφού πριν λίγες μέρες αντιμετωπίσατε τους απογόνους εκείνων των Περσών και τους νικήσατε με τη βοήθεια των θεών, παρ' όλο που ήταν πολύ περισσότεροί σας. Και αφού φαινόσασταν γενναίοι τότε που πολεμούσατε να κάμετε τον Κύρο βασιλιά, τώρα, που αγωνίζεστε για τη δική σας σωτηρία, ταιριάζει να είστε πολύ γενναιότεροι και προθυμότεροι. Μα τούτη τη φορά πρέπει να έχετε και μεγαλύτερη τόλμη απέναντι στους εχθρούς. Γιατί τότε, παρ' όλο που δεν τους είχατε δοκιμάσει και βλέπατε πως ήταν αμέτρητοι, όμως πήρατε το θάρρος να βαδίσετε καταπάνω τους με την πατροπαράδοτη παλικαριά. Και τώρα που τους έχετε δοκιμάσει και ξέρετε πως δε θέλουν να σας αντιστέκονται, παρ' όλο που είναι πολύ περισσότεροί σας, ποιος λόγος υπάρχει πια να τους φοβάστε; Ούτε όμως γι' αυτό να νομίζετε πως υστερείτε, επειδή δηλαδή οι στρατιώτες του Αριαίου, που ήταν πρωτύτερα μαζί μας, τώρα έφυγαν από μας και πήγαν με τους εχθρούς. Γιατί αυτοί είναι ακόμα πιο δειλοί από τους νικημένους αντιπάλους μας, κι έτσι πήγαν με κείνους κι άφησαν εμάς. Μα όσους έχουν τη διάθεση να το βάζουν πρώτοι στα πόδια, είναι πολύ προτιμότερο να τους βλέπουμε στην παράταξη των εχθρών παρά στη δική μας. Αν πάλι κάποιος από σας στενοχωριέται που εμείς δεν έχομε ιππικό, ενώ οι εχθροί έχουν πολύ, να σκεφτείτε πως οι δέκα χιλιάδες ιππείς δεν είναι τίποτε άλλο παρά δέκα χιλιάδες άνθρωποι. Γιατί ποτέ ως τώρα στη μάχη δε σκοτώθηκε κανένας από δάγκωμα ή από κλωτσιά αλόγου, παρά οι στρατιώτες είναι εκείνοι που κατορθώνουν ό,τι γίνεται στις μάχες. Με αυτά τα δεδομένα, εμείς βρισκόμαστε σε πολύ σταθερότερο όχημα από τους ιππείς. Γιατί εκείνοι είναι κρεμασμένοι πάνω σε άλογα και φοβούνται όχι μονάχα εμάς, αλλά και μήπως πέσουν κάτω. Ενώ εμείς, που βαδίζομε πάνω στη γη, πολύ δυνατότερα θα χτυπήσουμε όποιον μας ζυγώσει και πολύ ευκολότερα θα πετύχουμε όποιον θέλομε. Μονάχα σ' ένα πράγμα είναι ανώτεροί μας οι ιππείς, στο ότι αυτοί μπορούν να φεύγουν με μεγαλύτερη ασφάλεια από μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου