Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

ΞΕΝ Απομν 1.5.1–1.5.6

Ο Σωκράτης επαινεί την εγκράτεια

Ο Ξενοφώντας απέδειξε ότι ήταν άδικες οι κατηγορίες περί ασέβειας του Σωκράτη, καθώς με τη διδασκαλία του παρακινούσε τους μαθητές του να σέβονται και να τιμούν τους θεούς. Και συνεχίζει:


[1.5.1] Εἰ δὲ δὴ καὶ ἐγκράτεια καλόν τε κἀγαθὸν ἀνδρὶ κτῆμά
ἐστιν, ἐπισκεψώμεθα εἴ τι προὐβίβαζε λέγων εἰς ταύτην
τοιάδε· Ὦ ἄνδρες, εἰ πολέμου ἡμῖν γενομένου βουλοίμεθα
ἑλέσθαι ἄνδρα, ὑφ’ οὗ μάλιστ’ ἂν αὐτοὶ μὲν σῳζοίμεθα,
τοὺς δὲ πολεμίους χειροίμεθα, ἆρ’ ὅντινα [ἂν] αἰσθανοίμεθα
ἥττω γαστρὸς ἢ οἴνου ἢ ἀφροδισίων ἢ πόνου ἢ ὕπνου, τοῦ-
τον ἂν αἱροίμεθα; καὶ πῶς ἂν οἰηθείημεν τὸν τοιοῦτον ἢ
ἡμᾶς σῶσαι ἢ τοὺς πολεμίους κρατῆσαι; [1.5.2] εἰ δ’ ἐπὶ τελευτῇ
τοῦ βίου γενόμενοι βουλοίμεθά τῳ ἐπιτρέψαι ἢ παῖδας ἄρρε-
νας παιδεῦσαι ἢ θυγατέρας παρθένους διαφυλάξαι ἢ χρήματα
διασῶσαι, ἆρ’ ἀξιόπιστον εἰς ταῦθ’ ἡγησόμεθα τὸν ἀκρατῆ;
δούλῳ δ’ ἀκρατεῖ ἐπιτρέψαιμεν ἂν ἢ βοσκήματα ἢ ταμιεῖα ἢ
ἔργων ἐπιστασίαν; διάκονον δὲ καὶ ἀγοραστὴν τοιοῦτον
ἐθελήσαιμεν ἂν προῖκα λαβεῖν; [1.5.3] ἀλλὰ μὴν εἴ γε μηδὲ δοῦλον
ἀκρατῆ δεξαίμεθ’ ἄν, πῶς οὐκ ἄξιον αὐτόν γε φυλάξασθαι
τοιοῦτον γενέσθαι; καὶ γὰρ οὐχ ὥσπερ οἱ πλεονέκται τῶν
ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα ἑαυτοὺς δοκοῦσι πλουτίζειν,
οὕτως ὁ ἀκρατὴς τοῖς μὲν ἄλλοις βλαβερός, ἑαυτῷ δ’ ὠφέ-
λιμος, ἀλλὰ κακοῦργος μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ
κακουργότερος, εἴ γε κακουργότατόν ἐστι μὴ μόνον τὸν οἶκον
τὸν ἑαυτοῦ φθείρειν, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν· [1.5.4] ἐν
συνουσίᾳ δὲ τίς ἂν ἡσθείη τῷ τοιούτῳ, ὃν εἰδείη τῷ ὄψῳ τε
καὶ τῷ οἴνῳ χαίροντα μᾶλλον ἢ τοῖς φίλοις καὶ τὰς πόρνας
ἀγαπῶντα μᾶλλον ἢ τοὺς ἑταίρους; ἆρά γε οὐ χρὴ πάντα
ἄνδρα, ἡγησάμενον τὴν ἐγκράτειαν ἀρετῆς εἶναι κρηπῖδα,
ταύτην πρῶτον ἐν τῇ ψυχῇ κατασκευάσασθαι; [1.5.5] τίς γὰρ ἄνευ
ταύτης ἢ μάθοι τι ἂν ἀγαθὸν ἢ μελετήσειεν ἀξιολόγως; ἢ
τίς οὐκ ἂν ταῖς ἡδοναῖς δουλεύων αἰσχρῶς διατεθείη καὶ τὸ
σῶμα καὶ τὴν ψυχήν; ἐμοὶ μὲν δοκεῖ νὴ τὴν Ἥραν ἐλευ-
θέρῳ μὲν ἀνδρὶ εὐκτὸν εἶναι μὴ τυχεῖν δούλου τοιούτου,
δουλεύοντα δὲ ταῖς τοιαύταις ἡδοναῖς ἱκετευτέον τοὺς θεοὺς
δεσποτῶν ἀγαθῶν τυχεῖν· οὕτω γὰρ ἂν μόνως ὁ τοιοῦτος
σωθείη. [1.5.6] τοιαῦτα δὲ λέγων ἔτι ἐγκρατέστερον τοῖς ἔργοις
ἢ τοῖς λόγοις ἑαυτὸν ἐπεδείκνυεν· οὐ γὰρ μόνον τῶν διὰ
τοῦ σώματος ἡδονῶν ἐκράτει, ἀλλὰ καὶ τῆς διὰ τῶν χρημά-
των, νομίζων τὸν παρὰ τοῦ τυχόντος χρήματα λαμβάνοντα
δεσπότην ἑαυτοῦ καθιστάναι καὶ δουλεύειν δουλείαν οὐδεμιᾶς
ἧττον αἰσχράν.

***
Αν δε και η εγκράτεια είναι εις τον άνδρα καλόν και αγαθόν κτήμα, ας εξετάσωμεν αν κατά τι καθωδήγει εις αυτήν λέγων τοιαύτα: Εάν, ω άνδρες, συνέβαινεν εις ημάς πόλεμος και ηθέλαμεν να εκλέξωμεν άνδρα, υπό του οποίου μάλιστα ημείς μεν οι ίδιοι θα εσωζόμεθα, τους δε πολεμίους θα κατεβάλλομεν, άραγε εκείνον, όστις ηθέλαμεν μάθει ότι είναι δούλος της κοιλίας ή του οίνου ή των αφροδισίων ή του κόπου ή του ύπνου, τούτον θα εξελέγομεν; Και πώς θα ήτο δυνατόν να φανταζώμεθα ότι ο τοιούτος θα έσωζεν ημάς ή θα ενίκα τους εχθρούς;

Εάν δε, φθάνοντες εις το τέλος της ζωής μας, ηθέλαμεν να αναθέσωμεν εις τινά ως εις επίτροπον ή να εκπαιδεύση άρρενας υιούς ή να διαφυλάξη θυγατέρας παρθένους ή να διασώση χρήματα, άραγε θα ενομίζαμεν αξιόπιστον εις τα τοιαύτα άνθρωπον ακρατή; Θα ενεπιστευόμεθα δε εις ακρατή δούλον ή βοσκήματα ή ταμεία ή γεωργικών έργων επιστασίαν; Υπηρέτην δε και αγοραστήν οψωνίων τοιούτον θα ηθέλαμεν και άνευ μισθού να προσλάβωμεν; Αν λοιπόν μήτε ως δούλον άνθρωπον ακρατή δεν θα προσελαμβάνομεν, πώς δεν είναι άξιον να προφυλαχθή πας άνθρωπος να μη καταντήση τοιούτος; Διότι τη αληθεία εις τους ακρατείς δεν παρατηρείται το συμβαίνον εις τους πλεονέκτας, οίτινες αφαιρούντες χρήματα των άλλων νομίζουν ότι πλουτίζουν εαυτούς, ούτως ο ακρατής δεν είναι εις μεν τους άλλους βλαβερός, εις τον εαυτόν του δε ωφέλιμος, αλλά προξενεί κακόν μεν εις τους άλλους, πολύ δε μεγαλύτερον εις εαυτόν, αφού βέβαια μέγιστον κακόν είναι το να φθείρη τις όχι μόνον τον ιδικόν του οίκον, αλλά και το σώμα και την ψυχήν του. Εν συναναστροφή δε ποίος θα ησθάνετο ευχαρίστησιν από τον τοιούτον, όστις θα εγνώριζεν ότι ευχαριστείται μάλλον από τα φαγητά και τα ποτά παρά από τους φίλους, και αγαπά τα πόρνας μάλλον παρά τους φίλους; Άραγε δεν πρέπει πας άνθρωπος, θεωρήσας την εγκράτειαν ως θεμέλιον της αρετής, ταύτην πρώτην εν τη ψυχή του να θεμελιώση; Διότι ποίος άνευ ταύτης ήθελε μάθει τι αγαθόν, ή ήθελεν ασκηθή εις αυτό αξιολόγως; Ή ποίος δούλος των ηδονών ων δεν ήθελε περιέλθει εις αισχράν κατάστασιν και σωματικώς και ψυχικώς; Εγώ μεν, μα την Ήραν, φρονώ ότι ο ελεύθερος ανήρ πρέπει να εύχεται να μη τύχη τοιούτου δούλου, εάν δε είναι δούλος εις τας τοιαύτας ηδονάς, ότι πρέπει να παρακαλή τους θεούς, ίνα τύχη αγαθών κυρίων· διότι μόνον ούτω δύναται να σωθή ο τοιούτος. Λέγων δε τοιαύτα επεδείκνυεν εαυτόν έτι εγκρατέστερον διά των έργων ή διά των λόγων· διότι δεν ήτο εγκρατής μόνον των σωματικών ηδονών, αλλά και της φιλοχρηματίας, διότι ενόμιζεν ότι ο λαμβάνων χρήματα παρά του τυχόντος καθιστά αυτόν δεσπότην του και δουλεύει δουλείαν αισχροτέραν πάσης άλλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου