Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Η αποτελεσματικότητα της Γνωσιακής-Συμπεριφορικής Θεραπείας στην αντιμετώπιση της Κατάθλιψης

Η Γνωσιακή Αντίληψη της Κατάθλιψης: Ο γνωσιακός τρόπος αντίληψης στο Γνωσιακό Συμπεριφορικό μοντέλο υποστηρίζει πως δεν είναι καθ’ αυτά τα γεγονότα που προκαλούν την αλλαγή διάθεσης του ατόμου, αλλά ο τρόπος που το άτομο τα αντιλαμβάνεται και δίνει νόημα σε αυτά.

Συνήθως όταν συμβαίνει ένα γεγονός περνάνε απ’ το μυαλό του ατόμου κάποιες σκέψεις ή εικόνες που ονομάζονται αυτόματες σκέψεις.

Αυτές οι σκέψεις είναι σύντομες, φευγαλέες και επιφανειακές, και προκύπτουν χωρίς να έχει προηγηθεί λογικός συλλογισμός.

Τα άτομα με κατάθλιψη τείνουν να εμμένουν άκαμπτα στις αυτόματες αρνητικές σκέψεις που κάνουν και να εγκλωβίζονται στο φαύλο κύκλο της κατάθλιψης, όταν οι σκέψεις τους γίνονται όλο και πιο καταστροφικές. Η έντονη αρνητική σκέψη συνοδεύει πάντα ένα καταθλιπτικό επεισόδιο.

Οι κανόνες, οι στάσεις και οι παραδοχές σύμφωνα με τις οποίες το άτομο πορεύεται στη ζωή του ονομάζονται ενδιάμεσες πεποιθήσεις. Κάτω από αυτές υπάρχουν οι πυρηνικές πεποιθήσεις, δηλαδή οι μόνιμες και βαθιά ριζωμένες αναπαραστάσεις που έχει διαμορφώσει το άτομο για τον εαυτό, τους άλλους και το μέλλον, μέσα από εμπειρίες της πρώιμης ηλικίας.

Η γνωστική τριάδα της κατάθλιψης σύμφωνα με το Beck και συν. (1979) αποτελείται από αρνητικές σκέψεις που αφορούν τον εαυτό (π.χ. “είμαι άχρηστος”, “δεν τα καταφέρνω σε τίποτα”) , τους άλλους (π.χ.“δεν ενδιαφέρεται για μένα”, “απογοήτευσα το φίλο μου”) και το μέλλον (π.χ. “η ζωή μου δεν έχει νόημα”, “ το μέλλον είναι μαύρο”).

Τα άτομα με κατάθλιψη στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν διάφορες καταστάσεις, τείνουν να κάνουν γνωσιακά λάθη και να πέφτουν σε παγίδες της σκέψης, διαστρευλώνοντας την πραγματικότητα. Έτσι, μπορεί να υπεργενικεύουν, να βγάζουν αυθαίρετα συμπεράσματα, να προβλέπουν το μέλλον, να ετικετοποιούν, κλπ. Για παράδειγμα μπορεί να σκέφτονται: “τίποτα δεν πηγαίνει καλά με μένα”, “έτσι είναι όλοι οι άνθρωποι, σκληροί και αναίσθητοι!”, “όλοι θα φύγουν από κοντά μου”, “είμαι ένα λάθος”.

Κατά το Lewinsohn (1974) η κατάθλιψη είναι απόρροια της μείωσης των καθημερινών πηγών ευχαρίστησης που το άτομο βιώνει στο κοινωνικό του περιβάλλον.

Όταν δεν λαμβάνει θετική ενίσχυση, τότε η λειτουργικότητά του μειώνεται και η δυσφορία του αυξάνεται, γεγονός που επηρεάζει την αυτοεκτίμησή του, και συγχρόνως μεγεθύνει το αίσθημα αβοηθητότητας.

Στην κατάθλιψη οι διεργασίες της σκέψης χαρακτηρίζονται από μεροληψίες με την έννοια ότι το άτομο δίνει προσοχή σε πληροφορίες που συμφωνούν με την καταθλιπτική του διάθεση και διαγράφει πληροφορίες που είναι ασύμφωνες. Τα αρνητικά γεγονότα αποδίδονται σε σταθερούς και εσωτερικούς παράγοντες, ενώ τα θετικά γεγονότα αποδίδονται σε ασταθείς και εξωτερικούς παράγοντες.

Για παράδειγμα, ένα άτομο με κατάθλιψη μπορεί να κάνει μια αυτόματη αρνητική σκέψη, η οποία να επηρεάσει το συναίσθημά του προκαλώντας πτώση στη διάθεση, έπειτα η κινητοποίηση και η ενέργειά του να μειωθούν, πράγμα που με τη σειρά του θα οδηγήσει σε κοινωνική απόσυρση. Έτσι, θα ενεργοποιηθεί μια δευτερογενής αυτόματη αρνητική σκέψη (π.χ. "είμαι άχρηστος", "δεν αξίζω"), με σημαντική επίπτωση στην αυτοπεποίθηση του ατόμου. Αυτή η χαρακτηριστική κυκλική αλληλουχία σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών ενδέχεται να βουλιάξουν το άτομο ακόμα περισσότερο στην κατάθλιψη.

Τι λένε οι έρευνες για την αποτελεσματικότητα της Γνωσιακής-Συμπεριφορικής Θεραπείας στην Κατάθλιψη;

Διάφορες μελέτες έχουν αποδείξει στο παρελθόν πως η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία είναι πιο αποτελεσματική από τη φαρμακοθεραπεία, καθώς οι θεραπευόμενοι παρουσιάζουν γρηγορότερη βελτίωση. Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα των Driessen και συν.(2010) η Γ.Σ.Θ. είναι πιο αποτελεσματική σε άτομα με σοβαρά καταθλιπτικά συμπτώματα, παρά σε άτομα με λιγότερο σοβαρά συμπτώματα.

Η θέση αυτή αντιτίθεται στα ευρήματα της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης (2000) για τη χαμηλή αποτελεσματικότητα της Γ.Σ.Θ. σε άτομα με σοβαρά συμπτώματα κατάθλιψης, ενώ μετα-αναλύσεις της έρευνας αυτής ανέφεραν το συνδυασμό ψυχοθεραπείας (χρονικά προσδιορισμένης) με φαρμακοθεραπεία ως τον πιο πλεονεκτικό - μεταξύ άλλων - για άτομα με βαριά κατάθλιψη και χρόνια καταθλιπτική διαταραχή (American Psychiatric Association, 2000)

Ωστόσο, η πιο πρόσφατη βιβλιογραφία εξακολουθεί να επιβεβαιώνει το γεγονός πως η Γ.Σ.Θ. είναι πιο αποτελεσματική σε σύγκριση με τη φαρμακευτική αγωγή (Cuijpers et al. 2016, Lopez & Basco, 2015). Βρέθηκε μάλιστα πως τα άτομα τείνουν να ανταποκρίνονται καλύτερα στη Γ.Σ.Θ. όταν εμφανίζουν πριν από τη θεραπεία σοβαρότερα συμπτώματα κατάθλιψης και όταν έχει προηγηθεί νοσηλεία για τα συμπτώματα αυτά (Lopez & Basco, 2015).

Κατά τους Schindler και συν. (2013) η αποτελεσματικότητα της Γ.Σ.Θ. δεν κρίνεται με βάση π.χ. προηγούμενες θεραπείες, παρουσία φαρμακευτικής αγωγής, τύπος κατάθλιψης, θεραπευτική συμμαχία, αλλά με βάση τις προσδοκίες θετικών αποτελεσμάτων από το θεραπευτή.

Κάτι τέτοιο συνεπάγεται και τις ανάλογες στρατηγικές που ο θεραπευτής πρέπει να εφαρμόζει προκειμένου να κινητοποιεί και να ενθαρρύνει το θεραπευόμενο μέσα στην όλη διαδικασία, ενώ επίσης είναι σημαντική και η συνεχής ανατροφοδότηση και από τις δύο πλευρές.

Παρατηρούμε λοιπόν πως οι έρευνες διακρίνουν τη Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία από άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, αλλά και από τη φαρμακευτική αγωγή για τη θεραπεία της κατάθλιψης.

Το μοντέλο της Γ.Σ.Θ. υποστηρίζει, όπως αναφέραμε και παραπάνω, πως τα συναισθήματα, οι συμπεριφορές και οι σωματικές αντιδράσεις του ατόμου επηρεάζονται από την αντίληψη και τη νοηματοδότηση που δίνει το ίδιο το άτομο στα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή του.

Τα συναισθήματά μας προκύπτουν, αναλόγως με το νόημα που δίνουμε στις διάφορες καταστάσεις. Συνεπώς, αν αλλάξουμε τις γνωσίες μας, δηλαδή τον τρόπο που σκεφτόμαστε, αλλάζει και το συναίσθημά μας, αλλά και οι σωματικές μας αντιδράσεις και κατ΄ επέκταση η συμπεριφορά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου