Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «σίγουρα θέλουμε το καλό του εαυτού μας, όλα μάλιστα τα καλά· διότι και το να είμαστε μαζί με τον εαυτό μας το θέλουμε (πράγμα που ίσως και να μην γίνεται αλλιώς) και την ευτυχία και τη ζωή, και γενικά το καλό μας το θέλουμε για μας και όχι για κανέναν άλλο» (1210b 11.42).
Για να συμπληρώσει: «Εξάλλου, στα συναισθήματά μας δε μετέχει κανένας άλλος πιο πολύ από τον εαυτό μας· και αν κάνουμε κάποιο παράπτωμα ή αν πέσουμε σε κάποιο λάθος παρόμοιο, η λύπη μας είναι άμεση. Με βάση, λοιπόν, τα προηγούμενα φαίνεται ότι υπάρχει φιλία για τον εαυτό μας» (1210b 11.43).
Η φιλία προς τον εαυτό υπόκειται στους ίδιους νόμους που διέπουν και την τέλεια φιλία: «Όλα τούτα, τη μετοχή στα ίδια μας τα συναισθήματα και την ευτυχία και τα υπόλοιπα, τα αναφέρουμε είτε στη φιλία για τον εαυτό μας είτε στην τέλεια φιλία. Διότι τα προηγούμενα γνωρίσματα χαρακτηρίζουν τόσο τη φιλία για τον εαυτό μας όσο και την τέλεια φιλία· αφού σ’ αυτές τις φιλικές σχέσεις συναντώνται και το να είμαστε μαζί με κάποιον και η ζωή και η ευτυχία και όλα τα άλλα» (1211a 11.44).
Το ζήτημα της φιλίας προς τον εαυτό ο Αριστοτέλης προτίθεται να το επαναλάβει: «Όπως είπαμε, λοιπόν, και λίγο πριν, η ύπαρξη φιλίας χαρακτηρίζεται από επιμέρους γνωρίσματα, και αυτά τα επιμέρους γνωρίσματα της φιλίας θα τα θέλαμε ο καθένας κατεξοχήν για τον εαυτό του (τόσο τα αγαθά όσο τη ζωή και την ευτυχία μας· επίσης, στα συναισθήματά μας δε μετέχει κανείς άλλος πιο πολύ από εμάς· τέλος, δεν επιθυμούμε τόσο να είμαστε μαζί με κάποιον άλλο όσο και κυρίως με τον ίδιο μας τον εαυτό)» (1211a 11.47).
Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: «Με δεδομένα, συνεπώς, πρώτον ότι η φιλία χαρακτηρίζεται από επιμέρους γνωρίσματα, δεύτερον ότι αυτά τα γνωρίσματα θα τα θέλαμε για τον εαυτό μας, γίνεται φανερό ότι υπάρχει φιλία για τον εαυτό μας» (1211a 11.47).
Η φιλία για τον εαυτό κρίνεται ως κάτι δεδομένο κι έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τη φιλία προς τα άλλα άτομα επιθυμώντας την επάρκεια των αγαθών, τη συναισθηματική πληρότητα, τη χαρά, με δυο λόγια την ευτυχία. Θα έλεγε κανείς ότι, όταν πρόκειται για τον ίδιο τον εαυτό μας, όλα αυτά ισχύουν σε ακόμη εντονότερο βαθμό, καθώς είναι αδύνατο να αποχωριστεί κανείς τον εαυτό του.
Υπό αυτή την έννοια, όσο απαραίτητη είναι η ύπαρξη φίλων για την ψυχική ισορροπία της συναισθηματικής μοιρασιάς, η φιλία με τον εαυτό είναι ακόμη ζωτικότερης σημασίας, αφού η ανισορροπία αυτής της σχέσης θα σηματοδοτήσει το αδιέξοδο της ύπαρξης που δεν αντέχει τον εαυτό της.
Κι όπως είναι δυνατή η φιλία προς τον εαυτό, με τον ίδιο τρόπο είναι δυνατό να αδικήσει κανείς τον εαυτό του: «Επειδή, όμως, υπάρχει η διάκριση ανάμεσα σε αυτόν που αδικεί και αυτόν που αδικείται, πλην όμως στην περίπτωση του εαυτού μας αυτοί οι δύο ταυτίζονται στο πρόσωπό μας, για τούτον το λόγο προκλήθηκε η εντύπωση πως δεν υπάρχει αδικία προς τον εαυτό μας· κι όμως υπάρχει· το είπαμε κατά την εξέταση των ψυχικών μερών» (1211a 11.48).
Ο Αριστοτέλης θα δώσει διευκρινίσεις: «Εφόσον αυτά είναι περισσότερα του ενός» (εννοείται τα μέρη της ψυχής) «όταν δεν υπάρχει ομόνοια ανάμεσά τους, τότε εμφανίζεται και η αδικία προς τον εαυτό μας. Με ανάλογο τρόπο φαίνεται πως εμφανίζεται και η φιλία προς τον εαυτό μας. Επειδή –έτσι λέγεται– φίλος είναι αυτός για τον οποίο υπάρχει μεγάλη επιθυμία να τον αποκαλέσουμε φίλο, λέμε: μία ψυχή η δικιά μου και του φίλου μου» (1211a 11.48 και 11.49).
Το ζήτημα της αδικίας ή της φιλίας προς τον εαυτό αφορά ξεκάθαρα την ισορροπία και την αρμονικότητα των μερών της ψυχής. Αν υπάρχει ψυχική ισορροπία, θα προκύψει φιλία για τον εαυτό, αν όχι, αδικία: «Αφού, λοιπόν, και τα μέρη της ψυχής είναι περισσότερα του ενός, τότε θα αποτελέσουν ψυχή ενιαία, όταν υπάρξει ομόνοια ανάμεσα στο λογικό και τα πάθη (έτσι η ψυχή γίνεται μία). Συμπέρασμα: άμα η ψυχή αποκτήσει ενότητα, θα υπάρξει φιλία με τον εαυτό μας» (1211a 11.49).
Ξεκαθαρίζοντας ότι ο όρος «πάθη» αναφέρεται στα συναισθήματα είναι απολύτως σαφές ότι η ενότητα των μερών της ψυχής έχει να κάνει με τη σύμπλευση της λογικής και του συναισθήματος. Όταν κάποιος αντλεί χαρά με πράγματα από τα οποία η λογική τον αποτρέπει είναι αδύνατο να ισορροπήσει ψυχικά. Η σύγκρουση των μερών της ψυχής θα σηματοδοτήσει την πιο αδυσώπητη εσωτερική πάλη.
Υπό αυτές τις συνθήκες η γαλήνη είναι αδύνατη. Η επικράτηση της λογικής θα επιφέρει τον εκμηδενισμό του συναισθήματος (δηλαδή την ύψιστη καταπίεση), ενώ η υποχώρησή της θα γεννήσει ενοχές. Και στις δύο περιπτώσεις το άτομο είναι αδύνατο να ευτυχήσει. Αρχαία ελληνική αρωγή με ήρωες και προσκυνητές από τη Σπάρτη. γύρω στο 540 π.Χ.
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την κοινωνική ορθότητα των επιλογών που μπορεί να βασίζεται σε προκαταλήψεις και να λειτουργεί καταπιεστικά (σε μια τέτοια περίπτωση το άτομο οφείλει να επαναστατήσει απελευθερώνοντας τον εαυτό του –πράγμα καθόλου εύκολο βέβαια), αλλά για την ίδια την αντίληψη του δικαίου που η λογική ορίζει ότι πρέπει να ακολουθηθεί, ενώ το συναίσθημα αντιστέκεται. Είναι κακό να αδικήσει κανείς στα κληρονομικά τους συγγενείς του αρπάζοντας αυτά που δε του ανήκουν, αλλά θα νιώσει χαρά αν τα αποκτήσει.
Αν το μέγεθος της χαράς είναι τέτοιο που να υπερκεράσει τη λογική, τότε ενδέχεται να προβεί κανείς στην άδικη πράξη. Φυσικά δε θα νιώθει όμορφα με αυτό. Θα προσπαθήσει να το εκλογικεύσει. Θα παραστήσει ότι δήθεν είχε δίκιο. Θα πρέπει όμως να πείσει και τον εαυτό του. Αν δεν το πετύχει, θα χάσει τη φιλία του εαυτού. Τα μέρη της ψυχής δε θα ισορροπήσουν. Η ευτυχία θα γίνει μια υπόθεση δύσκολη.
Ο ρόλος της αρετής στην ανθρώπινη ευτυχία είναι πλήρως κατανοητός: «… η φιλία προς τον εαυτό δεν μπορεί να υπάρξει σε κανέναν άλλο παρά μόνο στον ενάρετο· διότι μόνο σε τούτον τα μέρη της ψυχής έχουν μεταξύ τους εκείνη την ορθή σχέση που τα προστατεύει από τη φθορά· αντίθετα, ένας άνθρωπος κακός ποτέ δεν μπορεί να είναι φίλος με τον εαυτό του· συνέχεια μάχεται ενάντια στον εαυτό του» (1211a 11.50 και 1211b 12.50).
Η αρετή είναι το κλειδί της ψυχικής ισορροπίας, καθώς ο ενάρετος ξέρει να αντλεί χαρά από αυτά που υπαγορεύει η λογική. Εξασφαλίζοντας την ενότητα της ψυχής βιώνει την αρμονία, δηλαδή την εσωτερική γαλήνη που θα τον οδηγήσει στην ευτυχία. Ο ενάρετος θα αποφύγει όλες τις υπερβολές, αφού η ισορροπία πηγάζει από μέσα του. Γι’ αυτό δε θα συμπεριφερθεί εγωιστικά. Ούτε θα επιδείξει αλαζονεία. Δεν αισθάνεται την ανάγκη της υπεροχής, για να επιδείξει τον εαυτό του. Η υπεροχή του είναι εξασφαλισμένη, γιατί πηγάζει από μέσα του. Ο ενάρετος ζει σε απόλυτη φιλία με τον εαυτό του.
«Το θέμα “αδικία εις βάρος του εαυτού μας” συζητείται στο Α33, 31-36. Εκεί ο συγγραφέας καταλήγει στο ότι δεν μπορεί να υφίσταται αδικία εις βάρος του εαυτού μας, παρά μόνο με μία έννοια που θυμίζει οικονομικόν αδίκημα (36), δηλ. το ένα μέρος της ψυχής να αδικεί το άλλο· και, βέβαια, η διχασμένη αυτή ψυχή δε θα μπορούσε να ανήκει σε άνθρωπο σπουδαίον, ενάρετο, αλλά μόνο σε φαύλον. Με την ίδια, λοιπόν, εξειδικευμένη έννοια που υφίσταται η “αδικία προς τον εαυτό μας”, υφίσταται και η φιλία προς τον εαυτό μας, ως αρμονική συνύπαρξη των μερών της ψυχής. Ασφαλώς η αρμονική αυτή συνύπαρξη των ψυχικών μερών χαρακτηρίζει μόνο την ψυχή του σπουδαίου, οπότε προκύπτει το συμπέρασμα ότι μόνο ο σπουδαίος μπορεί να είναι φίλος με τον εαυτό του».
Ο Αριστοτέλης προκειμένου να καταδείξει τη δυστυχία της ψυχικής ανισορροπίας, δηλαδή της σύγκρουσης του λογικού με τα πάθη που θα εκμηδενίσει τη φιλία προς τον εαυτό, θα φέρει το παράδειγμα του ακρατή: «Ο ακρατής, για παράδειγμα, όταν πράξει κάτι που του προσφέρει ηδονή, ύστερα από λίγο μετανιώνει και κακίζει ο ίδιος τον εαυτό του. Αυτό το βίωμα έχει ένας άνθρωπος κακός, όποια κι αν είναι η κακία του: βρίσκεται σε διαρκή μάχη και αντίθεση με τον ίδιο του τον εαυτό» (1211b 11.50).
Εν τέλει, όλες οι υπερβολές στη συμπεριφορά πηγάζουν από εδώ. Ο εγωισμός, η ανταγωνιστικότητα, η προσπάθεια να μειωθεί η επιτυχία του άλλου, η ματαιοδοξία, η αλαζονεία, η θρασύτητα, όλα τα ψυχικά συμπλέγματα που δηλητηριάζουν τη ζωή έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Την έλλειψη φιλίας προς τον εαυτό δηλαδή το έλλειμμα της αρετής που διαταράσσει τις ισορροπίες. Υπό αυτή την έννοια ο κακός πριν από όλα καθιστά θύμα τον εαυτό του ή, για να το πούμε αλλιώς, η κακία δεν είναι παρά το ξεδίπλωμα της προσωπικής δυστυχίας που δυσκολεύει και τις ζωές των άλλων.
Υπό αυτή την έννοια, ο κακός, για να μπορέσει να ευτυχήσει, πρέπει πριν από όλα να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Πρέπει να ψάξει βαθιά μέσα του και με απόλυτη ειλικρίνεια να εντοπίσει την πηγή της ψυχικής του δυσαρμονίας. Να ερευνήσει τα αίτια που την προκάλεσαν. Να κατανοήσει σε βάθος τον εαυτό του. Και βέβαια, το εγχείρημα αυτό είναι δύσκολο. Κι επίπονο. Βρισκόμαστε μπροστά στην ουσία του αρχαιοελληνικού «γνώθι σαυτόν». Βρισκόμαστε δηλαδή στις παρυφές της ψυχανάλυσης.
Από κει και πέρα ο Αριστοτέλης θα αναφερθεί σε άλλες μορφές φιλικών σχέσεων τονίζοντας ότι η ισότητα αφορά τη συντροφικότητα μεταξύ ανθρώπων ίσης αξίας: «Υπάρχουν, όμως, και φιλικές σχέσεις που χαρακτηρίζονται από ισότητα μεταξύ των μελών τους· για παράδειγμα, η συντροφική σχέση χαρακτηρίζεται από ισότητα τόσο στην ποσότητα όσο και στην ποιότητα των αγαθών (κανένας από τους δυο συντρόφους δεν αξίζει να έχει περισσότερα αγαθά από τον άλλο ούτε από άποψη ποσότητας ούτε από άποψη ποιότητας ούτε από άποψη μεγέθους, αλλά ίσα· και βέβαια, οι σύντροφοι το θέλουν να είναι ίσοι)» (1211b 11.51).
Οι συντροφικές σχέσεις βασίζονται στην ισότητα, αφού η έλλειψη ισότητας γεννά σχέσεις ιεραρχίας ακυρώνοντας τη συντροφικότητα. Οι άνισες σχέσεις παραπέμπουν και σε άνισους κοινωνούς, δηλαδή σε ανώτερο και κατώτερο: «Αντίθετα, οι φιλικές σχέσεις του πατέρα προς τον γιο του, και του υπηκόου προς τον ηγέτη και του ανώτερου προς τον κατώτερο, και της συζύγου προς τον σύζυγο είναι σχέσεις ανισότητας. Γενικώς, είναι σχέσεις ανισότητας όλες αυτές οι φιλίες στις οποίες συναντάται διάκριση κατώτερου και ανώτερου» (1211b 11.52).
Οι αντιλήψεις του Αριστοτέλη για τις σχέσεις που διαμορφώνονται μέσα στην οικογένεια και τη θέση της γυναίκας έχουν ξεκαθαριστεί στο πρώτο βιβλίο του έργου του «Πολιτικά». Αυτό που αναλύεται εδώ είναι η σημασία της συντροφικότητας που είναι αδύνατο να νοηματοδοτηθεί με όρους ιεραρχίας. Μόνο οι ίσοι μπορούν να είναι σύντροφοι. Και η ισότητα είναι αδύνατο να οριστεί ως κάτι ξεκομμένο από την αξία.
Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Αυτή η μορφή άνισης φιλίας στηρίζεται στην αναλογικότητα. Δεν υπάρχει περίπτωση κατά τη διανομή κάποιων αγαθών να δώσουν και να πάρουν τα ίδια ο καλύτερος και ο χειρότερος· όποιος υπερέχει θα πάρει πάντα περισσότερα. Είναι και τούτο μια μορφή ισότητας· στηρίζεται στην αναλογικότητα· και κατά κάποιο τρόπο είναι το ίδιο, να πάρει ο χειρότερος μικρότερο μερίδιο του αγαθού, και ο καλύτερος μεγαλύτερο» (1211b 11.53).
Η ισότητα που νοείται μονάχα μέσα από το πρίσμα της αξίας αποτελεί πάγια αντίληψη του Αριστοτέλη. Ο καλύτερος και ο χειρότερος θα πάρουν τα ίσα μονάχα όταν ο καθένας πάρει όσα του αναλογούν με βάση την προσφορά του. Έτσι ερμηνεύεται και η έννοια της αναλογικότητας. Η κατά αριθμό ισότιμη μοιρασιά σε ανθρώπους που δεν πρόσφεραν το ίδιο για τον Αριστοτέλη αποτελεί αδικία.
Με τον ίδιο τρόπο αντιλαμβάνεται και την ισότητα ανάμεσα στις σχέσεις των ανθρώπων. Είναι ίσοι με γνώμονα την αξία τους. Από αυτή την άποψη, ο άξιος με τον ανάξιο δεν μπορούν να έχουν φιλία βασισμένη στην ισότητα. Η φιλία τους θα είναι άνιση, αφού ο άξιος θα έχει ξεκάθαρη υπεροχή.
Όμως μια τέτοια φιλία δεν μπορεί να εκληφθεί ως συντροφικότητα. Ο άξιος δεν μπορεί να είναι σύντροφος με τον ανάξιο με τον ίδιο τρόπο που ο ελεύθερος δεν μπορεί να είναι σύντροφος με το δούλο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να έχουν καλές σχέσεις ή ότι είναι αδύνατο να περνούν ευχάριστα μαζί την ώρα τους. Η φιλία τους όμως μπορεί να φτάσει μέχρι εκεί. Στην ουσία θα περιορίζεται στο ρηχό επίπεδο της ευχαρίστησης ή του συμφέροντος. Δύο άνισοι άνθρωποι δεν μπορούν να συνάψουν την ύψιστη φιλία της αρετής. Κι αυτό γιατί δεν είναι ίσης αξίας η αρετή που πρεσβεύουν.
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου