Συχνά πολλοί βλέπουν τη σημερινή Αμερική κάτω από το πρίσμα της αρχαίας Αθήνας, τόσο ως ένα κέντρο πολιτισμού όσο και ως μια απρόβλεπτη ηγεμονική δύναμη που μπορεί αυθαίρετα να επιβάλλει τη δημοκρατία τόσο στους φίλους όσο και στους εχθρούς της. Ο Τόμας Πέιν διατύπωσε πριν από πολλά χρόνια αυτή τη φυσική συγγένεια: «Ό,τι ήταν η Αθήνα σε μικρογραφία, θα γίνει η Αμερική σε πολύ πιο μεγάλες διαστάσεις». Όπως για τους αρχαίους Αθηναίους, έτσι και για τους σημερινούς Αμερικανούς λέγεται συχνά ότι «έχουν την απαίτηση να μη βγαίνει τίποτα αντίθετο στις επιθυμίες τους, αλλά όλα τα εγχειρήματά τους, και τα εύκολα και τα πολύ δύσκολα, να τα φέρνουν σε πέρας εξίσου καλά». Παρόλο που οι Αμερικανοί προσφέρουν στον κόσμο μια ριζοσπαστική εξισωτική κουλτούρα και, πιο πρόσφατα, δείχνοντας διάθεση παρόμοια με εκείνη των Αθηναίων, επιδίωξαν να ανατρέψουν ολιγαρχικά καθεστώτα και να επιβάλουν τη δημοκρατία -στη Γρενάδα, στον Παναμά, στη Σερβία, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ-, οι εχθροί τους, οι σύμμαχοί τους και οι ουδέτεροι δεν εντυπωσιάζονται. Εύλογα φοβούνται την ισχύ και τις προθέσεις της Αμερικής, ενώ οι διαδοχικές κυβερνήσεις μας, με τον τρόπο των γεμάτων αυτοπεποίθηση και περήφανων Αθηναίων, τους διαβεβαιώνουν για τις ηθικές μας προθέσεις και την ανιδιοτέλειά μας. Η στρατιωτική ισχύς και η ιδεαλιστική αντίληψη ότι φέρνεις τον πολιτισμό στους άλλους αποτελούν τη συνταγή για διαρκείς συρράξεις σε οποιαδήποτε εποχή - και καμία αρχαία πόλη-κράτος δεν εμπλεκόταν πιο συχνά σε πολέμους από όσο η ηγεμονική Αθήνα του 5ου αιώνα.
Ήταν τόσος ο φθόνος, ο φόβος και οι νόμιμες αιτιάσεις εναντίον της πρώτης δημοκρατίας του αρχαίου κόσμου, ώστε οι νικητές Πελοποννήσιοι επέβλεψαν την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών της Αθήνας -των οχυρωματικών έργων που έφταναν μέχρι τη θάλασσα και συμβόλιζαν τη δύναμη των φτωχών και την επιθυμία τους να εξαπλώσουν τη δημοκρατία σε όλο το Αιγαίο- με μουσική συνοδεία και κάτω από επευφημίες. Οι περισσότεροι Έλληνες κατέληξαν στο συμπέρασμα, όπως γράφει ο Ξενοφώντας, ότι η ήττα της Αθήνας θα είχε ως αποτέλεσμα «ότι από κείνη τη μέρα θα ελευθερωνόταν η Ελλάδα» - χωρίς να υποψιάζονται ότι η νικήτρια Σπάρτη θα κάλυπτε αμέσως το κενό, δημιουργώντας τη δική της υπερπόντια ηγεμονία. Όσοι ιδεαλιστές στην Αμερική φορούν παρωπίδες και πιστεύουν ότι ο κόσμος επιθυμεί να ασπαστεί τη δημοκρατική μας κουλτούρα, θα πρέπει ίσως να αναλογιστούν ότι κατά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου «το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης συμπαθούσε τους Λακεδαιμονίους» και ότι «η έχθρα εναντίον των Αθηναίων ήταν γενική».
Η ευημερία και ο φιλελευθερισμός της Αθήνας ενίσχυαν τις διαφωνίες και την άσκηση υπέρμετρης κριτικής τόσο στο εσωτερικό όσο και στις κτήσεις της. Οι επικριτές της Αθήνας θεωρούσαν ότι οι Αθηναίοι θα έπρεπε να τους συμπεριφέρονται πολύ πιο δίκαια απ’ ό,τι θα τους συμπεριφέρονταν ποτέ οι Σπαρτιάτες. Μόνο τον 4ο αιώνα, όταν η Σπάρτη θα προκαλούσε έναν ανάλογο φθόνο ως η μοναδική υπερδύναμη του ελληνικού κόσμου, οι Έλληνες θα σταματούσαν να αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την ηγεμονική Αθήνα.
Το παράδοξο αυτό ήταν μια εξοργιστική εμπειρία για τους Αθηναίους και, ίσως, προμήνυε το δίλημμα που αντιμετώπισαν οι μεταγενέστερες ισχυρές δυτικές φιλελεύθερες και ηγεμονικές δημοκρατίες, οι οποίες επικρίνονται δριμύτατα επειδή η ιδεαλιστική και εξαιρετικά ουτοπική ρητορική τους δε συμφωνεί με τις πράξεις τους. Όπως οι κάτοικοι των άλλων πόλεων-κρατών επιτιμούσαν την Αθήνα αλλά προτιμούσαν να επισκέπτονται την Ακρόπολη και όχι το απλό ιερό του Μενέλαου στη Σπάρτη, παρόμοια και οι επικριτές της Δύσης στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου καταδίκαζαν συνολικά τη ρεαλιστική εξωτερική πολιτική της, αλλά συνήθως προτιμούσαν να αποδεχθούν μια θέση επισκέπτη καθηγητή στην Οξφόρδη, στη Σορβόνη ή στο Μπέρκλεϊ αντί μιας πανεπιστημιακής έδρας στη Μόσχα, στην Αβάνα ή στο Κάιρο.
Η Σπάρτη βασίστηκε σε αυτές τις αντιφάσεις για τον επικείμενο πόλεμο εναντίον της Αθήνας: ο υπόλοιπος ελληνικός κόσμος ήθελε να επιβάλει στην Αθήνα έναν τρόπο συμπεριφοράς που δε θα μπορούσε ποτέ να ισχύσει στη μη φιλελεύθερη Σπάρτη. Οι προνομιούχοι πολίτες της συναινετικής και ευημερούσας Αθήνας θα έδειχναν πολύ μικρότερη ανοχή στα δεινά και στις θυσίες ενός παρατεταμένου πολέμου σε σχέση με τους Σπαρτιάτες μιλιταριστές, που η κοινωνία τους βρισκόταν διαρκώς επί ποδός πολέμου και θύμιζε στρατώνα. Επιπλέον, η ευμετάβλητη Εκκλησία του Δήμου μπορούσε να ψηφίζει και στη συνέχεια να απορρίπτει την πραγματοποίηση στρατιωτικών επιχειρήσεων με έναν τρόπο που ήταν αδιανόητος στην ολιγαρχική Σπάρτη.
Συνεπώς, δεν είναι παράξενο που πολλοί ερμηνεύουν το έργο του Θουκυδίδη μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο. Οι ηγέτες και οι αυθεντίες μας ανυπομονούν να διδαχτούν από τα λάθη και τις επιτυχές των Αθηναίων. Δεν είναι βέβαιοι αν η μοίρα μας θα είναι ίδια με εκείνη της Αθήνας ή αν οι Αμερικανοί θα καταφέρουν να συναγωνιστούν τον πολιτισμό και την επιρροή των Αθηναίων αποφεύγοντας την ύβρι τους. Ίσως ποτέ ο Πελοποννησιακός Πόλεμος να μη σχετιζόταν τόσο με τη ζωή των Αμερικανών όσο για εμάς που ζούμε στη σημερινή εποχή. Και εμείς, όπως οι Αθηναίοι, είμαστε παρόμοια παντοδύναμοι αλλά ανασφαλείς, δηλώνουμε ειρηνόφιλοι αλλά βρισκόμαστε σχεδόν πάντα αναμειγμένοι σε κάποιου είδους σύρραξη, επιθυμούμε τις περισσότερες φορές να μας συμπαθούν αντί να μας σέβονται και είμαστε περήφανοι για τις τέχνες και τα γράμματά μας, ενώ είμαστε πολύ περισσότερο ικανοί στον πόλεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου