Οι άνθρωποι στο πέρασμα τους από την ζωή διαγράφουν πορείες. Σε αυτές συναντώνται μεταξύ τους, ενώ μοιράζονται τον δικό τους εσωτερικό κόσμο, με αυτόν που βλέπουν γύρω τους. Με προσλαμβάνουσες τις αισθήσεις, τον νου αλλά και την συμπεριφορά τους, χαράσσουν διαδρομές. Είναι σαν να διατυπώνουν τον δικό τους τρόπο συμμετοχής στα της ζωής. Περιγράφουν έτσι το πως βιώνουν την κάθε στιγμή. Τις χαρές και τις λύπες, τις αγωνίες αλλά και τις προσδοκίες τους.
Μεσ’ την αυτονομία των διαδρομών τους όμως, κινούνται εν τέλει σαν ένα σώμα, στο εκάστοτε απρόβλεπτο της ζωής πανανθρώπινο μονοπάτι. Ενίοτε νιώθουν μόνοι και αβοήθητοι, εν΄όσω τα βάρη τους λυγίζουν και τους καθιστούν ανήμπορους να συνεχίσουν. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές, όπου η συμβολή των συνανθρώπων καθίσταται επιβεβλημένη. Πλέον, ο απέραντος κόσμος που είμαστε μέρος του, γίνεται τόσο μικρός, που νιώθουμε ότι όλα βρίσκονται σχεδόν δίπλα στην γειτονιά μας και μας αγγίζουν. Με ταχύτατη την εξέλιξη της τεχνολογίας, η πληροφορία στις μέρες μας, κάνει το απόμακρο να φαντάζει τόσο κοντινό, που σχεδόν νοιώθουμε να έχει φτάσει πολύ κοντά μας. Έτσι, αυτό που θεωρούσαμε τόσο μακρινό, και αποξενωμένο, το σχεδόν αδιάφορο, μας προαναγγέλλει τον ερχομό του στον αυλόγυρο μας.
Όσα συμβαίνοντα μας γνωστοποιούνται εν τέλει, στην ουσία τους είναι καλέσματα. Δεν μπορούμε πλέον να προφασιζόμαστε ότι δεν είδαμε ή δεν καταλάβαμε, ώστε να δικαιολογήσουμε την μη συμμετοχή στον πόνο και τον οδυρμό του διπλανού μας. Αν αδιαφορήσουμε, εμείς θα βρεθούμε απροετοίμαστοι, στα όποια ενδεχόμενα χτυπήσουν την δική μας πόρτα.
Σε κάποιο αντίστοιχο ενδεχόμενο συμβάν που θα αδιαφορήσει η ματιά μας, θα βρεθούμε εξ ίσου ανέτοιμοι και αβοήθητοι να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες που θα προκύψουν. Τότε θα νοιώσουμε την εγκατάλειψη και τη συντριβή της μοναξιάς. Έτσι, σπαταλούνται οι ευκαιρίες που μας προσφέρει η ζωή, ώστε να βιώσουμε τα μηνύματα που αυτή κομίζει. Ενώ κάλλιστα θα μπορούσαμε να ασκηθούμε στην δική μας μοναξιά, με αφορμή αυτό που βιώνει ο διπλανός μας.
Όλα πρώτα από την σκέψη εκκινούν και έπεται η πράξη. Πρώτα επι-σκεπτόμαστε νοητικά το “τόπο” που θέλουμε να βρεθούμε, και μετά πηγαίνουμε, αν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Με την σκέψη ήδη μπορείς να έχεις πρόσβαση, εκεί που συν-αισθάνεσαι ότι είσαι συνδεδεμένος για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο.
Ότι συμπάσχει στην ζωή, αοράτως το βάρος μοιράζεται. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν είναι πόνος ή χαρά. Άλλωστε η όποια ανθρώπινη επιλογή, θα στερήσει την εμπειρία αυτού που έχουμε αποκλείσει, ως το έτερο αναπόσπαστο της ζωής συμβαίνον. Έτσι, εμείς γινόμαστε φτωχότεροι εν'όσω αποσπόμαστε από το να νοήσουμε τα διάχρονα μυστικά που η ζωή μας παρέχει. Το μοιραζόμενο και το σχετιζόμενο, είναι από τα σημαντικότερα όλων στηρίγματα. Μέσω αυτών διασφαλίζονται πορείες σχέσεων και όχι τόσο το ίδιο το συμβάν αυτό καθαυτό. Όποιος εμμένει στην δημιουργία αληθινών σχέσεων, βιώνει την μη παροδικότητα και την διαχρονία της ύπαρξης του. Υπάρχουμε ένεκα των σχέσεων, ενώ τα μη σχετιζόμενα άλλα παρέρχονται.
Όλοι κινούμαστε κατά κάποιον τρόπο σε κοινές συντεταγμένες: Όταν ένα μέλος του ενιαίου σώματος πονά, όλο το σώμα υποφέρει. Επίσης, όταν ένας άνθρωπος θρηνεί, στην ουσία είναι σαν να θρηνεί όλος ο κόσμος. Το ίδιο και με την χαρά, όπως επίσης και με τη Σωτηρία. Όλα όμοια-ζουν ως να είναι εν-νω-με-Ένα.
Σε στιγμές θλίψης και πόνου, το επαρκές και απαραίτητο για την ζωή, θα το εκτιμήσουμε και στα ελάχιστα και τα ολίγα.
Πολλές φορές δυσκολευόμαστε να επιλέξουμε το πλεονάζον δικό μας, ώστε να το μοιραστούμε με τον συνάνθρωπο μας. Αδυνατούμε να διακρίνουμε ποιο είναι αυτό το απαραίτητο που θα μας λείψει, ενώ ήδη το έχουμε στην κατοχή μας. Μόνο όταν χάσουμε κάτι, μπορούμε να διαπιστώσουμε πόσο αυτό ήταν αναγκαίο για την ευτυχία και την εσωτερική μας γαλήνη. Τότε θα βεβαιώσουμε οι ίδιοι, αν το τιμήσαμε δεόντως. Αν εκφράσαμε επαρκώς την ευγνωμοσύνη μας προς αυτό που η ζωή ήδη είχε φροντίσει να κατέχουμε.
Όπως συμβαίνει όμως, η ζωή πάντοτε μας προλαβαίνει και μας διδάσκει. Έρχεται να μας δώσει την ευκαιρία και να αναδείξει, τα όποια κενά σχέσεων έχουμε δημιουργήσει, ώστε να τα αναπληρώσουμε. Υπάρχουμε ως αναπόσπαστο κομμάτι και σε άρρηκτη σχέση με αυτήν αλλά και με τους άλλους. Μαζί με την ζωή πορευόμαστε, με όλα όσα οι διδαχές της μας προσφέρουν και αλλά και μας στερούν.
Όταν μας γνωστοποιείται, αυτό το άγνωστο που εμείς δεν έχουμε ζήσει ακόμα, σε μια διπλανή γειτονιά του κόσμου, είναι σαν κάτι να θέλει να μας αποκαλύψει. Μετά από ένα συντελειακά θλιβερό συμβάν, η ματιά μας καλεί να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε εν γένει. Ειδικά όταν διαπιστώνουμε πως το μόνο που έχει απομείνει σε όσους επιζήσαν (εάν), είναι το σαρκίο με την δύσφορη ανάσα τους. Ακόμα όμως και με εξασθενημένη την ανθρώπινη δύναμη, η ζωή συνεχίζει να θαυματουργεί. Τι κι αν μέσα από τα συντρίμμια και τα χαλάσματα, ανασύρονται εξουθενωμένες οι ψυχές. Αυτές είναι που μας διδάσκουν αληθινά.
Το πως τα καταφέραν να επιβιώσουν με τα απολύτως ελάχιστα και την ανάσα της ελπίδας για ζωή, θα συνεχίζει να παραμένει σε εμάς άγνωστο. Που βρήκαν τα αποθέματα δύναμης να αντισταθούν στο αυτονόητο τέλος, θα παραμένει ως μετέωρο ερώτημα ώστε εμείς να απαντήσουμε. Το ίδιο και οι δικές μας αναπνοές όπως και οι δικές τους, θα συνεχίσουν την ροή τους, αναζητώντας παρόμοιες απαντήσεις. Μέσα από τα βιώματα και την εξιστόρηση των εμπειριών των άλλων, εμπλουτίζεται ο νους μας. Οι εμπειρίες αυτές ως νέες επι-σκέψεις, επιχειρούν να κοινωνήσουν την οικουμενική αλήθεια τους.
Γιατί όμως θλιβόμαστε αλήθεια εμείς;
Μήπως για τον αγώνα και τον χρόνο που δαπανήσαμε στο αναληθές, αυτού δηλ. που ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστικά δεδομένο και δικό μας;
Γι’ αυτό μήπως όταν η αλήθεια μας αποκαλύπτεται, έχουμε αυτή την γλυκόπικρη γεύση; Μήπως γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο δεν επιζητάμε να μάθουμε; Προτιμούμε να επιλέγουμε και να ακολουθούμε μόνο, τις λαμπερές και παροδικές σαν πυροτέχνημα όποιες ψευδείς υποσχέσεις.
Τι θα μπορούσε να μας λείψει άλλωστε περισσότερο, σε μια κοινότοπη μέρα αλήθεια;
Μήπως η καλή ημέρα, είναι αυτή που μας δίνεται ως ευκαιρία, να δούμε με νέα ματιά το διαφορετικό, ως ίδιο.
Είναι το αντίθετο από το ανέμελο και επαναλαμβανόμενο που συνήθως επιδιώκουμε να ακολουθούμε. Αυτό που οδηγεί με βεβαιότητα στον νοητικό μαρασμό και τον λήθαργο. Έτσι απομακρυνόμαστε από τους κυματισμούς πλεύσης της ζωής τα μαθήματα. Και τότε μοιραία, παρεκκλίνουμε από την αλήθεια που αυτή κομίζει. Μα αυτή ακούραστη εμμένει στο να συμμετέχουμε μαζί της. Είναι σαν να γνωρίζει την δική μας πολύτιμη συνεισφορά σύμπλευσης μαζί της, ενώ εμείς την αγνοούμε.
Ο μέγας ιστορικός Θουκυδίδης συνέγραψε το Πελοποννησιακό Πόλεμο και τις συνέπειες που επιφέρει μια διαμάχη, ένας χωρισμός και ένας πόλεμος. Περιέγραψε στην ουσία την πορεία της ανθρώπινης μοίρας. Τι συμβαίνει στα αλήθεια, όταν πολεμάμε αυτό που καλούμαστε να γνωρίσουμε; Όταν έρχεται μάλιστα με επαναλαμβανόμενες και επίμονες επαναλήψεις. Ο Θουκυδίδης θα μας θυμίσει πως τότε: «Η αμάθεια γεννά το θράσος ενώ η εξυπνάδα φέρνει την οκνηρία». Eπίσης μας θυμίζει: «μην αποφεύγεις τους κόπους [αλλιώς] να μην κυνηγάς ούτε αξιώματα».
Συνήθως στην ζωή, αγαπάμε αυτό που μας είναι γνώριμο και δεν μας απειλεί. Καθήκον όμως της ίδιας της Ζωής είναι να μας διδάξει να αγαπάμε χωρίς όρους, όλες τις εκφάνσεις της. Αυτό κάνει και αυτή προς εμάς. Αγκαλιάζει όλα όσα είμαστε, και από τα δύσκολα και οδυνηρά μας φανερώνει τα ωφέλημα.
Αγαπάμε αυτό που γνωρίζουμε ότι είμαστε μέρος του και φοβόμαστε αυτό που αγνοούμε.
- Αν μας στερηθεί η ευκαιρία να δούμε το θαύμα της ζωής, πως θα αισθανθούμε την Ανάσταση.
- Μόνο όταν στον οποίο άλλο βλέπω και το θετικό του, τότε αυτός θα έχει συμβάλλει στην δική μου Σωτηρία.
- Τιμώ σημαίνει εξ-ισώνω τον εαυτό μου, καταβιβάζοντας τον από το βάθρο προς το βλεπόμενο άλλο. Όταν όλοι είναι ίσοι είναι και σωσμένοι.
Γι’ αυτό δεν πρέπει να υπο-τιμάται ούτε ένα υπερ-εκτιμάται, αυτό που προκύπτει ως συν-βαίνον. Το συμβαίνον πάντοτε αληθεύει. Όταν υποτιμούμε ή υπερεκτιμούμε κάποιον ή ένα συμβάν, στον Δημιουργό που του χαρίζει ζωή το κάνουμε. Αυτό συμπεριλαμβάνει και δεν εξαιρεί τον εαυτό μας. Η ζωή βιώνεται ως τέτοια, στο βαθμό που συνυπάρχουμε στο ίδιο πλεούμενο με τους άλλους. Όταν ασπαζόμαστε τα διδάγματα της ζωής, παρόλες τις τρικυμίες και τις συμπληγάδες, αυτή γνωρίζει να μας διασφαλίσει τον διάπλου διέλευσης από το εφήμερο προς το αιώνιο.
Συνήθως εμείς οι άνθρωποι, εστιάζουμε πρώτα στο τι είναι κάτι, ώστε να δούμε κατόπιν αν μας αφορά. Αυτό που μας νοιάζει είναι πως νοιώθουμε όταν ασχολείται η σκέψη μας με κάτι συγκεκριμένο. Αν νοιώθουμε ευχάριστα πιστεύουμε είναι και δικό μας και το αποζητάμε. Διαφορετικά αν νοιώθουμε δυσάρεστα, θεωρούμε ότι δεν είναι δικό μας και το αποστρεφόμαστε. Ένας διαχωρισμός πάντοτε οδηγεί σε εσφαλμένες υποκείμενες αξιολογήσεις. Όπως ότι αποστρέφομαι, ή έχω πρότερη εμπειρία ή το αγνοώ. Φοβάμαι, αυτό που θεωρώ ξένο μου είναι απειλητικό. Για την ζωή όμως, τίποτα δεν απειλεί την διαχρονία της. Όλα τα πιθανά ή απίθανα ενδεχόμενα στην ίδια επιστρέφουν και υλο-ποιούνται με αναγεννήσεις.
Υλο-ποιείται ως Αληθινό, μόνο ότι έχει κίνητρα Αγάπης.
Μόνο η Αγάπη μας κινεί και ως μια απέραντη αγκαλιά μας αγκαλιά-ζει. Στην αγκαλιά της όλα ζουν. Έτσι και εμείς διαπιστώνουμε ότι ζούμε εντός της: όταν βιώνουμε την αγκαλιά του άλλου. Υλο-ποιείται ότι αντλεί εκ του πνοή της ουσίας του Ζωή. Αυτόν φαντάζει κατά κάποιον τρόπο, σαν να είναι ο ορισμός του Παράδεισος: ότι δεν επιδέχεται αποκλεισμούς.
Τον παράδεισο όμως δεν το βλέπουμε, ούτε ποτέ θα τον βρούμε, αν δεν βιώσουμε την Αγάπη που υπάρχει εντός του. Είναι ο μόνος “τόπος ” που μας αξιώνει και μας τιμά. Με την αμέριστη Αγάπη του, μας υποδέχεται να ζήσουμε εντός του. Και αν παρ’ ελπίδα βρεθούμε εκεί καταλάθος, θα μας προταθεί να γυρίσουμε πίσω, διότι ξεχάσαμε να πάρουμε μαζί μας, τον γείτονα και τον αδελφό μας.
Όποιος αναγνωρίσει τον θαύμα να συντελείται στον διπλανό του, αυτός ο άλλος θα γίνει ο δάσκαλο τους. Και τότε ο δάσκαλος ως αντάλλαγμα -αισθαντικά- θα του μεταγγίζει την Αλήθεια ως πλημμυρίδα Αγάπης που συν-κινεί. Όταν αισθανθούμε την δύσπνοια του άλλου και ως δική μας δυσφορία, τότε η θεραπεία Αληθείας αμφοτέρων των πλευρών θα είναι προ των πυλών.
Το θαύμα δεν προσεγγίζεται λογικά, αλλά μόνο αισθαντικά κατά-νοείται(=κατέρχεται στον νου). Γι’ αυτό και δεν το πιστεύουμε με ευκολία, γιατί πρώτα πρέπει κάτι να διαπεράσει την σκληρότητα της καρδιά μας.
Οι άνθρωποι φοβούνται αυτό που δεν κατανοούν.
Κάποτε όμως θα κατά-νοήσουμε, γιατί θα τολμήσουμε αυτό που φοβόμαστε να το δούμε κατάματα, με μάτια αισθαντικά και φίλια. Έστω κι αν το αποστρεφόμαστε, αυτό θα έρθει να μας συναντήσει και ως αγγελιοφόρος θα μεταφέρει οικουμενικά μηνύματα δύναμης.
Κάθε μας άρνηση δράσης -εξωτερική ή εσωτερική- μας καλεί να προσέξουμε τα πληγωμένα αβοήθητα συναισθήματα που φέρει μέσα του, μια παιδική κραυγή που αγνοήθηκε.
Για αυτό όταν θεωρούμε ότι μας στερεί κάτι ο διπλανό μας, ας επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε την πλήρωση του μέσα μας, δίνοντας πειστικές υποσχέσεις αγάπης γεμάτες αγκαλιές. Κι’ αυτό ειναι μια χρυσή ευκαιρία. Ίσως τότε να εκπλαγούμε από τις ανακαλύψεις μας. Όταν προλαβαίνουμε να παρέχουμε εμείς πρώτοι την συναισθηματική αγκαλιά, πριν βρεθεί στην ανάγκη να μας ζητήσει ο άλλος, αυτό θα είναι πειστική ένδειξη γενναιοδωρίας για εμάς. Όχι γιατί κάτι δικό μας που δίνουμε, αλλά ως αυτό που ήδη μας είχε δοθεί και μόλις το ανα-καλύψαμε.
Δικό μας είναι αυτό που δίνουμε και όχι αυτό που κρατάμε.
Ίσως περισσότερο ωφέλιμο να είναι: να μην επιλέγουμε να πηγαίνουμε προς τα πράγματα, αλλά να ακολουθούμε αυτά που έρχονται προς εμάς. Ως νοητικές προσλαμβάνουσες αιτούν κάτι από εμάς με κλητεύσεις: την συμμετοχή μας στο ζειν τους. Οι σκέψεις και οι αισθήσεις είναι καλέσματα επι-σκέψεων, που αν ειδωθούν ως τέτοια, τιθασεύουν το εγώ. Καθιστούν το οράν οξύτερο ευκρινέστερο, διαυγέστερο και ευρύτερο ως προς την πηγή του Ερεβοκτόνου Φωτός.
Πολλές φορές όταν τα όμορφα λόγια σιωπούν και μένουν άλαλα, είναι γιατί δεν βρίσκουν την νοηματική ανταπόκριση θεμελίωσης, ώστε αυτά να συνοδευτούν από όμορφα έργα.
Είναι κάποιες στιγμές όπου τα λόγια αλήθειας, δεν μπορούν να χωρέσουν τις λέξεις για να περιγράψουν την οδύνη και τον ανθρώπινο πόνο. Όταν το πένθος και η απελπισία βαραίνουν, μόνο η αγκαλιά συνοδευόμενη από μια γοερής σιωπής μπορεί να ανταποκριθεί. Ενώ κάθε άλλος απολογισμός προσπαθεί να δραπετεύσει από το βίωμα, μετρώντας αριθμούς και ποσοστά διαφυγής.
Πως μπορεί όμως να μην δονηθεί η ψυχή, όταν και μια μόνο παιδική ματιά, αναζητά μια αγκαλιά να συναντήσει και να αγγιχθεί, για να αισθανθεί ζωντανή;
Την αγκαλιά, που αδυνατούμε να προφέρουμε, είναι αυτή που και εμείς κάποτε στερηθήκαμε.
Ότι θεωρούμε συνθηματικά αποκομμένο από εμάς, δεν μας αγγίζει. Τα εξ αποστάσεως θεωρούνται ανέξοδα και γι’ αυτό τα κρίνουμε αυστηρά και με ευκολία. Μα και αν εκ τους σύνεγγυς προκύψει να δοθεί (η αγκαλιά), θα είναι ψυχρή και με διστακτικότητα δεκτή από τον άλλον, διότι είναι αμήχανη. Δεν υποστηρίζεται δηλ. από κάποιον μηχανισμό αλήθειας. Ίσως γιατί αδυνατούμε να βιώσουμε την ενθύμηση οποιασδήποτε απώλειας, ως το δικό μας χάσιμο ζωής. Τι κι αν μας εκλιπαρεί σε καλέσματα με βουβούς θρήνους ο πόνος του αλλού. Εμείς είτε πονέσαμε ήδη και το έχουμε απωθήσει στην λήθη, είτε συνεχίζουμε να κλείνουμε επιδεικτικά τα μάτια και να το αγνοούμε. Με την ελπίδα να μην το συναντήσουμε και μας γνωστοποιήσει την παρουσία του, πορευόμαστε στο σκοτάδι. Έτσι, με ψευδαισθήσεις νομίζουμε ότι το ξορκίζουμε, μην και μας πλησιάσει. Ασφυκτιούμε στην αλλαγή συχνότητας, γιατί δεν αντέχουμε το περίλυπο επερχόμενο δικό μας.
Οι πιο βασανιστικές όμως κραυγές, είναι οι θαμμένες στα δικά μας ερείπια, που μας αναγκάζουν να μην σιγήσουμε κλείνοντας τα αφτιά μας. Η ηχώ τους διαπερνά ως αντίλαλος την ακοή μας και εισέρχεται επίμονα στον νου. Θα πρέπει να επιβραδύνουμε τους ξέφρενους ρυθμούς φυγής από την αλήθεια, αν θέλουμε να ακούσουμε την αρρυθμία που ως ψίθυρος ψυχορραγεί την καρδια μας. Είναι ακριβώς το ίδιο που βιώνει κάθε πονεμένη ψυχή, όταν αιμοστάζει αβοήθητη με το βλέμμα απλανές στο άπειρο. Ψάχνει να βρει μέσα στο πλήθος να αγγίξει και να αγγιχτεί από κάτι οικείο και κοινό, για να ανακουφιστεί λιγάκι, νοιώθοντας πως δεν είναι εγκαταλελειμμένη και μόνη. Τα χειροτέρα όμως, όταν τα απωθούμε ως απόμακρα, σε κάθε επόμενη στίμη γίνονται υποψήφια να τα συναντήσουμε. Παγιδευμένοι στην ταχύτητα των εναλλαγών της ζωής, αγνοούμε το κίνδυνο μιας επερχόμενης δίκης μας κατεδάφισής, μαζί με κάθε υπάρχουσα ελπίδα.
Εκεί που υπάρχει η οδύνη, εκεί και το θαύμα παραμένει κρυπτόμενο, αναμένοντας αποκαλύψεις.
Ο λυρικός ποιητής Πίνδαρος μας υπενθυμίζει εδώ και αιώνες: «Αρκεί μια στιγμή για να αλλάξει η ανθρώπινη μοίρα».
Με μια γλώσσα οικουμενική, δεν εστιάζει στην κατεύθυνση, ίσως για να αναλογιστούμε ο καθένας από εμάς, σε ποια θέση θεωρούμε ότι βρισκόμαστε. Ότι και αν επιλέξουμε, της χαράς ή της οδύνης, ας έχουμε υπ’ όψιν μας ότι η αντίθετη πλευρά από την θέση που θεωρούμε ότι βρισκόμαστε, αναμένει τον εναγκαλισμό και την ενσωμάτωση του στο γίγνεσθαι της ζωής.
Αν θέλουμε να βιώσουμε την ζωή στο έπακρον, σε ότι μας παρέχει, ας έχουμε στραμμένα τα χέρια γεμάτα αγκαλιές, προς εκείνα που μας οδηγεί να συμφιλιωθούμε μαζί τους.
Όποιες και αν είναι οι συνθήκες μιας πορείας, στην ουσία ο άνθρωπος βιώνει την αναιστιότητα του. Γιατί τα οικοδομήματα στα οποία επενδύει, είναι εφήμερα και σαθρά θεμελίων και κάποτε καταρρέουν.
Όσο μας δανείζει ο αιώνιος Χρόνος την ευχέρεια του, ας μην λησμονούμε να ψελλίζουμε με γενναιοδωρία, την ευγνωμοσύνη μας προς την Ζωή εν γένει, για τα διδάγματα της διαχρονίας της. Είναι το μόνο που μας απομένει να ψελλίσουμε, όχι γιατί εμείς επιζούμε ακόμα, αλλά γιατί μας παραχωρείται η ευκαιρία, να βιώσουμε αληθινά ως δικά μας, αυτά που βλέπουμε ως ξένα.
Τότε η όποια τραγωδία, θα βιώνεται ως ύψιστη ευκαιρία. Είναι η πρόσκληση μιας αληθούς σχέσης, στα καλέσματα της ζωής να συμμετέχουμε εν έργω.
Όταν πενθεί ένα άνθρωπος -σε όποια γειτονιά του κόσμου- επιμερίζεται και πενθεί όλη η ανθρωπότητα. Το ίδιο και η οδύνη μοιράζεται όπως και η χαρά. Έτσι και αλλιώς αυτό γίνεται, ανεξάρτητα από το αν το κατανοούμε ή όχι.
Πολύ συχνά, τα δικά μας βάρη, κάποιοι άλλοι τα επωμίζονται. Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι κάποτε και εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να συνεισφέρουμε στα δυσβάσταχτα των άλλων.
Η Δύναμη είναι ωφέλιμη, όταν αναγνωρίζουμε ότι δεν είναι δική μας αποκλειστικά. Μας προσφέρεται εγγενώς ως προσφορά Αγάπης. Είναι η ίδια Αγάπη που εν ώρα ανάγκης ρέει ώστε να κοινωνηθεί από εμάς προς τους άλλους.
Το πανανθρώπινο καθήκον του καθενός, μας καλεί να στεκόμαστε δίπλα σε αυτόν που έχει την ανάγκη μας. Ο ανθρώπινος πόνος δεν έχει σύνορα, ούτε πατρίδα και όρια να χωρίζει τον έναν από τον άλλον. Μέσα από τον πόνο, διδάσκει, δίνοντας μας την ευκαιρία να συναντιόμαστε μεταξύ μας. Στην προσφορά αλλήλων η Αγάπη ευδοκιμεί. Εκεί γίνεται ορατό το άνθισμα, με την ευαισθησία που μας χαρίζει η ομορφιά Της.
Η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη είναι το πρωτεύων μεταξύ των ανθρώπων το διακύβευμα, αν θέλουμε να ευημερούμε ανεξαιρέτως όλοι ως είδος. Όταν τα ανθρώπινα ορια διευρύνονται, η Ανατολή της Αγάπης γίνεται επίσης ορατή, και ως Ήλιος λάμπει προς όλα τα αντικείμενα μη εξαιρώντας ουδέν. Τότε πλέον όλα ως υποκείμενα (της Αγάπης), καθίστανται ενταγμένα σε όποια αποστολή τους έχει ανατεθεί, ώστε να την φέρουν επάξια εις πέρας. Και τότε θα είμαστε όλοι έτοιμοι να συνδράμουμε, ώστε το Ζειν Αληθώς να αναγεννάται στο αιώνιο του Χρόνου.
Ας σκεφτούμε αλήθεια, προς τα που πηγαίνουμε. Μήπως κλειδώνουμε την πόρτα πίσω μας από φόβο, για να προστατεύσουμε τον εγωκεντρισμό μας και έτσι δεν ανοιγόμαστε προς τον κόσμο που μας περιβάλει;
Γι’ αυτό ίσως που δεν ζούμε αρκετά αληθινά, είναι αυτό που δεν αντιλαμβανόμαστε. Είναι το ίδιο με αυτό που με ανάκυκλους η ζωή επιχειρεί να αποκαλύπτει το πλήρες νόημα της. Όταν μάλιστα συναντιόμαστε μεταξύ μας και αποστρεφόμαστε τον ανείπωτο ανθρώπινο πόνο, κλείνουμε τα μάτια στην ίδια την ζωή. Πως αλλιώς θα μπορούσαμε να δείξουμε γνήσια αλληλεγγύη; Μήπως με το να ταυτιστούμε ψυχικά και να ‘ρθούμε πιο κοντά μεταξύ μας, μέσα από τον οδυρμό του άλλου; Ίσως μας δίνεται ακόμα η ευκαιρία, με όσα θλιβερά συμβαίνουν γύρω μας κάθε στιγμή. Να υπογράψουμε ένα νέο συμβόλαιο, να επαναπροσδιορίσουμε τις σχέσεις μεταξύ μας.
Ο Ηράκλειτος μας θυμίζει πως: «Ο δρόμος άνω και κάτω είναι ένα και ο αυτός». Ενδέχεται τότε, το πάνω και το κάτω για την Αληθινή Ζωή, να μην έχει ισχύ. Ούτε και ο πηγαιμός ή η επιστροφή. Το σημαντικό ζητούμενο πιθανώς είναι: οι νέες συναντήσεις και οι αλησμόνητες γνωριμίες που προκύπτουν, στο διάπλου που μας παρέχει η ζωή να γευτούμε. Έτσι ο νόστος κάποιας ενδεχομένης ιδανικής πατρίδας ή προορισμού, να γίνεται η αφορμή για νέες αναζητήσεις, εξερευνώντας αυτό καθαυτό το εσωτερικό ταξίδι του Αληθώς Ζειν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου