Από κάθε άποψη, από τη δομή, τον τρόπο ζωής, την αναπαραγωγή, την ανατροφή ως την αίσθηση, οι διαβαθμίσεις και πρόοδοι από τους κατώτερους οργανισμούς ως τους ανώτερους είναι πολύ μικρές. Στο κάτω μέρος της κλίμακας με δυσκολία μπορούμε να διακρίνουμε τα ζωντανά από τα «νεκρά».
«Η φύση επιβάλλει τόσο αργούς ρυθμούς στη βαθμιαία μετάβαση από τα άψυχα στα έμψυχα, ώστε λόγω της συνέχειάς τους να είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα όρια που τα διαχωρίζουν»·
και ίσως να υπάρχει σε έναν βαθμό ζωή ακόμα και στην ανόργανη ύλη. Αλλά και πάλι, πολλά είδη δεν μπορούν με βεβαιότητα να χαρακτηριστούν φυτά ή ζώα. Και όπως είναι σχεδόν αδύνατον μερικές φορές να κατατάξεις αυτούς τους κατώτερους οργανισμούς στο σωστό γένος και είδος επειδή μοιάζουν πάρα πολύ μεταξύ τους, έτσι και σε κάθε διάταξη της ζωής η συνέχεια των διαβαθμίσεων και των διαφοροποιήσεων είναι εξίσου αξιοθαύμαστη με την ποικιλομορφία των λειτουργιών και μορφών. Όμως εν μέσω αυτού του τεράστιου πλήθους δομών ορισμένα πράγματα είναι εμφανή:
- ότι η πολυπλοκότητα και η δύναμη της ζωής αυξάνονται σταθερά·
- ότι η νοημοσύνη εξελίσσεται από κοινού με την πολυπλοκότητα της δομής και την κινητικότητα της μορφής·
- ότι αυξάνεται συνεχώς η εξειδίκευση των λειτουργιών και η συγκεντροποίηση του ελέγχου του οργανισμού.
Το παράξενο εδώ είναι ότι, παρ’ όλες τις διαβαθμίσεις και ομοιότητες που παρατηρεί, δεν καταλήγει στη θεωρία της εξέλιξης. Απορρίπτει την αρχή του Εμπεδοκλή ότι τα όργανα και οι οργανισμοί που βλέπουμε είναι εκείνα που έχουν επιβιώσει λόγω καλύτερης προσαρμογής, καθώς και την ιδέα του Αναξαγόρα ότι ο άνθρωπος ανέπτυξε νοημοσύνη όταν άρχισε να χρησιμοποιεί τα χέρια του για τον χειρισμό αντικειμένων και όχι πια για να κινηθεί. Αντίθετα, πιστεύει ότι ο άνθρωπος άρχισε να χρησιμοποιεί τα χέρια του επειδή ακριβώς είχε αναπτύξει νοημοσύνη.
Πραγματικά, ο Αριστοτέλης κάνει ό,τι λάθος θα μπορούσε να κάνει κάποιος που θεμελιώνει την επιστήμη της βιολογίας. Για παράδειγμα, πιστεύει ότι το αρσενικό στοιχείο στην αναπαραγωγή απλώς διεγείρει και ενεργοποιεί· δεν του περνά από τον νου αυτό που γνωρίζουμε σήμερα από πειράματα παρθενογένεσης, ότι η βασική λειτουργία του σπέρματος δεν είναι τόσο η γονιμοποίηση του ωαρίου όσο η μεταφορά στο έμβρυο των κληρονομήσιμων ιδιοτήτων του αρσενικού γονέα, ώστε ο απόγονος να είναι μια δυναμική παραλλαγή, ένα νέο μείγμα των δύο προγονικών γραμμών, της αρσενικής και της θηλυκής.
Επειδή στην εποχή του δεν ήταν γνωστή η πρακτική της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος, είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στη διάπραξη σφαλμάτων στον τομέα της φυσιολογίας: δεν γνωρίζει τίποτα για τους μυς, ούτε καν την ύπαρξή τους· δεν διακρίνει τις αρτηρίες από τις φλέβες· πιστεύει ότι ο εγκέφαλος είναι ένα όργανο για την ψύξη του αίματος· θεωρεί ότι ο άντρας έχει περισσότερες «ραφές» στο κρανίο από τη γυναίκα (ένα συγγνωστό σφάλμα)· πιστεύει ότι ο άνθρωπος έχει μόνο οκτώ πλευρά σε κάθε μεριά (λιγότερο συγγνωστό αυτό)· υποστηρίζει τέλος, κάτι που είναι αδιανόητο και ασυγχώρητο, ότι η γυναίκα έχει λιγότερα δόντια από τον άντρα. Όπως φαίνεται, οι σχέσεις του με τις γυναίκες ήταν εξαιρετικά φιλικές.
Παρ’ όλα αυτά, έχει σημειώσει μεγαλύτερη συνολικά πρόοδο στη βιολογία από οποιονδήποτε άλλο Έλληνα πριν ή μετά από αυτόν. Αντιλαμβάνεται ότι τα πτηνά και τα ερπετά έχουν παρόμοια δομή· ότι ο πίθηκος είναι μια ενδιάμεση μορφή ανάμεσα στα τετράποδα και τον άνθρωπο* και για μια φορά τολμά να δηλώσει ότι ο άνθρωπος ανήκει στην ίδια ομάδα με τα ζωοτόκα τετράποδα (τα σημερινά «θηλαστικά»). Παρατηρεί ότι η ψυχή κατά τη βρεφική ηλικία ελάχιστα διαφέρει από την ψυχή το)ν ζώων. Προβαίνει επίσης στην ιδιαίτερα σημαντική παρατήρηση ότι η διατροφή συχνά καθορίζει τον τρόπο ζωής· «από τα άγρια ζώα άλλα μεν είναι αγελαία και άλλα μοναχικά, ανάλογα με το τι ωφελεί περισσότερο στην εύρεση τροφής».
Προλαμβάνει τη διατύπωση του περίφημου νόμου του Φον Μπάερ, ότι τα χαρακτηριστικά που είναι κοινά για το γένος (όπως τα μάτια και τα αυτιά) εμφανίζονται στον αναπτυσσόμενο οργανισμό πριν από τα χαρακτηριστικά που απαντούν μόνο στο είδος του (όπως τα δόντια), ή στο συγκεκριμένο άτομο (όπως το οριστικό χρώμα των ματιών)·και προηγείται κατά δύο χιλιάδες χρόνια του Σπένσερ που διατύπωσε τη γενίκευση ότι η εξατομίκευση ενός είδους βαίνει αντίστροφα προς την αναπαραγωγική του ικανότητα – δηλαδή, όσο πιο ανεπτυγμένο και εξειδικευμένο είναι ένα είδος ή ένα άτομο, τόσο μικρότερος είναι ο αριθμός των απογόνων του.
Εντοπίζει και εξηγεί την επάνοδο στον γενικό τύπο, την τάση δηλαδή μιας εξέχουσας παραλλαγής (όπως η ιδιοφυΐα) να «εξασθενεί» με το ζευγάρωμα και να χάνεται σε επόμενες γενιές. Κάνει επίσης πολλές ζωολογικές παρατηρήσεις οι οποίες, αν και απορρίφθηκαν από μεταγενέστερους βιολόγους, έχουν επαληθευθεί σήμερα από τη σύγχρονη έρευνα – για παράδειγμα, μιλά για ψάρια που φτιάχνουν φωλιές και καρχαρίες που έχουν πλακούντα.
Και τέλος, θεμελιώνει την επιστήμη της εμβρυολογίας. «Αν κάποιος παρακολουθήσει τα πράγματα από την αρχή της ανάπτυξής τους, θα έχει την καλύτερη θεώρηση» γράφει.
Ο Ιπποκράτης (γενν. 460 π.Χ.), ο μεγαλύτερος των Ελλήνων ιατρών, είχε δώσει ένα εξαιρετικό δείγμα πειραματικής μεθόδου σπάζοντας αυγά όρνιθας σε διάφορα στάδια επώασης, και χρησιμοποιώντας τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης στην πραγματεία του Περί φύσεως παιδίου. Ο Αριστοτέλης ακολούθησε το παράδειγμά του εκτελώντας πειράματα που του επέτρεψαν τελικά να δώσει μια περιγραφή της ανάπτυξης του νεοσσού η οποία ακόμα και σήμερα προκαλεί τον θαυμασμό των εμβρυολόγων.
Πρέπει να οργάνωσε και κάποια πρωτότυπα πειράματα γενετικής, καθώς καταρρίπτει τη θεωρία ότι το φύλο του παιδιού εξαρτάται από το υλικό που παρέχει ο όρχις στο αναπαραγωγικό υγρό, παραθέτοντας μια περίπτωση στην οποία, αν και ο δεξιός όρχις του πατέρα είχε δεθεί, παρ’ όλα αυτά έκανε παιδιά και των δύο φύλων. Θέτει ακόμα μερικά πολύ σύγχρονα ζητήματα κληρονομικότητας.
Μια γυναίκα από την Ήλιδα είχε παντρευτεί μαύρο· τα παιδιά της ήταν όλα λευκά, αλλά στην επόμενη γενιά επανεμφανίστηκαν μαύροι απόγονοι. Πού ήταν κρυμμένη η μελανότητα στην ενδιάμεση γενιά; ρωτάει ο Αριστοτέλης. Κάποιος που κάνει ένα τόσο σημαντικό και διεισδυτικό ερώτημα απέχει μόνο ένα βήμα από τα κοσμοϊστορικά πειράματα του Γκρέγκορ Μέντελ (1822-1882). Prudens quaestio dimidium scientiae – αν ξέρεις τι να ρωτήσεις, γνωρίζεις ήδη τα μισά.
Πραγματικά, παρά τα σφάλματα που χαρακτηρίζουν αυτά τα βιολογικά έργα, ουσιαστικά αποτελούν το μεγαλύτερο επιστημονικό μνημείο που ανήγειρε ποτέ ένας και μόνο άνθρωπος. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι πριν από τον Αριστοτέλη, από όσα γνωρίζουμε, δεν υπήρχε καμία βιολογική γνώση πέρα από κάποιες σκόρπιες παρατηρήσεις, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το επίτευγμά του και μόνο θα ήταν αρκετό για να του χαρίσει την αθανασία. Αλλά ο Αριστοτέλης μόλις είχε αρχίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου