Πώς όμως σφυρηλατείται η εμπειρία του έρωτα μέσα μας; Πώς ο έρωτας καταφέρνει να μεταμορφώνει τόσους κρυστάλλους παγωμένων στιγμών της ιστορίας και των προσδοκιών μας για το μέλλον σε πολύτιμες σταγόνες παρόντος χρόνου;
Ο μίτος της Αριάδνης
Στις μέρες μας που το διαδίκτυο παρέχει βήμα σε όλους μας, ο έρωτας έφτασε να γίνει μια έννοια-πλαστελίνη.
Μια έννοια για την οποία πλέον ο καθένας, είτε ως σοφός «ειδικός» περί των σχέσεων είτε ως μη ειδικός και απλώς ερωτευμένος, φτιάχνει τη δική του θεωρία - την οποία μάλιστα συχνότατα (δυστυχώς), επιμένει να διατυμπανίζει ως «τη» θεωρία.
Ωστόσο, κοινός παρονομαστής στις περισσότερες από τις θεωρίες μας, φαίνεται να είναι ένα πράγμα: το ότι στην υποκειμενική μας εμπειρία βιώνουμε τον έρωτα με προσανατολισμό σαφώς προς τα «έξω», συνήθως μάλιστα εστιασμένο σε κάποιον απολύτως συγκεκριμένο Άλλον.
Ας επιχειρήσουμε εδώ να ακολουθήσουμε τον μίτο της Αριάδνης βήμα βήμα, αντίστροφα. Να πάμε όχι προς τα έξω, αλλά προς το κέντρο του λαβυρίνθου, στην ενδοχώρα της ύπαρξής μας, εκεί όπου βρίσκονται οι πηγές των ερώτων μας - και των συνεπακόλουθων θανάτων μας.
Ο ακροβάτης που ταλαντεύεται και η μύτη του μολυβιού
Όπως και να βλέπουμε το σύμπαν (κι εμάς μέσα σ’ αυτό), δεν παύει να είναι ένα σύμπαν αέναων μεταμορφώσεων και μη στατικών σχέσεων μεταξύ των πάντων.
Ακριβώς γι’ αυτό, χρειαζόμαστε μια αίσθηση κέντρου μέσα μας: ότι πατούμε γερά εδώ που πατούμε, ότι διατηρούμε σχετικά συμπαγή την προσωπική μας πραγματικότητα.
Αυτό το «κέντρο βάρους» είναι που μας προσδίδει συνοχή, ταυτότητα, ώστε να μη χανόμαστε στη διαρκή κίνηση των ασταμάτητων αλληλεπιδράσεών μας με τα πράγματα.
Εντούτοις, η ζωή έχει την πολύ κακιά συνήθεια να μη μας ρωτά για τα γεγονότα που σπέρνονται στη διαδρομή μας. Κι έτσι έρχονται φορές, πολλές φορές, που ταρακουνιόμαστε εκ θεμελίων.
Επίσης, η «έσω» μας πραγματικότητα, «εκεί κάτω», αναδεύεται διαρκώς. Στα αχανή μη συνειδητά μας υπόγεια και πολύ πέρα από το ανακριτικό φως του νου, της λογικής και της συνείδησης, δεν υπάρχει ησυχία.
Πρώτα πρώτα, ανυπολόγιστες διαδικασίες ασύλληπτης συνθετότητας τρέχουν ασταμάτητα υπογείως, στηρίζουν και ετοιμάζουν ό,τι χρειάζεται για να λέμε εμείς στην καθημερινότητά μας, φυσικά, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, «καλημέρα», «γεια σου», «τι κάνεις;».
Κι έπειτα, όλα αυτά συνδυάζονται διαρκώς με την ιστορία μας, με μνήμες, με μισοτελειωμένα σενάρια ζωής, με το υλικό ενός «αποθηκευτικού» και μη συνειδητού μας χώρου, τη «Σκιά» μας. Εκεί, κρατούμε όψεις του εαυτού μας μας που βιώθηκαν ως επικίνδυνες, ανεπιθύμητες, γιατί περιλαμβάνουν έντονα και απειλητικά συναισθήματα.
Η αρχιτεκτονική αυτού του χώρου, που είναι και η κατοικία του λεγόμενου «εσωτερικού μας παιδιού».
Με δυο λόγια, η προσωπική μας πραγματικότητα ανακατατάσσεται διαρκώς:
(α) όταν το καταλαβαίνουμε άμεσα λόγω γεγονότων που φέρνει η ζωή,
(β) ακόμα και όταν θεωρούμε ότι όλα είναι γαλήνια, ενώ μέσα μας μαίνονται θύελλες που πιθανά, αργά ή γρήγορα, θα εκραγούν στον συνειδητό μας κόσμο και θα μας ανατρέψουν.
Όσο εμείς προσπαθούμε να απορροφήσουμε τις εντάσεις αυτών των ανακατατάξεων όταν είναι βαθιές και σημαντικές, οι δονήσεις μας μεγαλώνουν. Τα χάνουμε.
Μοιάζουμε με μολύβια που παλεύουν με στήριγμα τη μύτη τους, ενώ διαγράφουν άγαρμπους κύκλους σαν μεθυσμένα - και τελικά πέφτουν, γιατί αυξάνεται υπερβολικά το εύρος της ταλάντωσης.
Βγαίνουμε από το οικείο μας οικοπεδάκι και μοιάζουμε με ακροβάτες που παλεύουν πάνω στο σκοινί αναζητώντας ισορροπία μετά από μια κακή στιγμή, μα δεν τη βρίσκουν.
Ανάγκη παρηγοριάς, ενέργεια δράσης, προς τα έξω κίνηση
Σε τέτοιες περιόδους γέρνουμε ολοένα και περισσότερο, προς τα «έξω». Για την ακρίβεια, δεν γέρνουμε απλώς προς τον κόσμο. Η ταλάντωσή μας μεγαλώνει τόσο, που πέφτουμε μέσα στον κόσμο, εγκαταλείπουμε τη βάση μας.
Δεν επαρκούμε για να χωρέσουμε τον εαυτό μας. Ό,τι είμαστε «περισσεύει», σαν σταφύλια που ξεχειλίζουν σε στενή πιατέλα. Σαν ένα παιδί, το οποίο μεγαλώνοντας, ξεχειλίζει από όσα γίνονται μέσα του και δεν καταφέρνει να εμπεριέξει τον εαυτό του - γι’ αυτό και χρειάζεται κάποιον ως μια βοηθητική επέκταση της πιατέλας στην προηγούμενη εικόνα.
Παρομοίως, έχουμε ανάγκη να προσαρτηθούμε σε κάτι ευρύτερο που να μας χωρά, καθώς χαμένοι, αποπροσανατολισμένοι, νιώθουμε ότι χάσαμε το κέντρο μας και το αναζητούμε για να αποκαταστήσουμε την ολότητά μας, για να ξαναγίνουμε πλήρεις.
Ωστόσο, το να τρέχουμε έξω από το οικείο μας οικόπεδο, αναζητώντας αυτό που νιώθουμε ότι μας λείπει, είναι κίνηση, έντονη κίνηση. Οπότε, αυτή η στροφή μας προς τα έξω, διαθέτει υψηλότατες δόσεις ζωικής ενέργειας. Διαθέτει μια ενέργεια δράσης που αποτελεί σπινθήρα διέγερσης, ώστε να συντηρείται η προς τα έξω κίνησή μας.
Η φόρτιση λόγω αυτής της ενέργειας ζωής αναζητά κανάλια για να διοχετευτεί, να κυλήσει. Χρειάζεται να πλάσει μορφές στον έξω κόσμο, καλούπια που να τη χωρέσουν, ώστε να εκτονωθεί, καθώς θέλουμε να πέσουμε «στα μαλακά» για να απορροφηθεί η ενέργεια της πτώσης μας.
Η ορθάνοιχτη (και πεπερασμένου χρόνου) αγκαλιά
Τότε είναι που χρειαζόμαστε όσο ποτέ, κάποιον να μας «πιάσει» στην αγκαλιά του.
Τότε είναι που επιλέγουμε έναν «κατάλληλο» άθρωπο (υπαρκτό ή κάτοικο της φαντασίας μας) και τον βαφτίζουμε ικανό να μας υποδεχτεί στα χέρια του. Είναι όπως κάποιος που πέφτει από έναν πανύψηλο γκρεμό και φαντάζεται μιαν ανοιχτή αγκαλιά να τον περιμένει ή νιώθει ένα μαγικό χαλί να τον σηκώνει απαλά. Ο καταλύτης που επινοούμε για να συμβούν όλα αυτά είναι ο έρωτας.
Ο έρωτας για κάποιον απολύτως συγκεκριμένο Άλλον, ο οποίος, ακριβώς επειδή τον χρειαζόμαστε τόσο απεγνωσμένα, νιώθουμε ότι μας έχει ληστέψει, ότι έχει αποσπάσει και κατέχει το κέντρο μας.
Με αυτή λοιπόν την υπαρξιακή θεώρηση, θα μπορούσαμε να δούμε τον έρωτα ως τη διαδικασία μέσω της οποίας τείνουμε και επιθυμούμε διακαώς να προσαρτηθούμε σε κάτι που φαντάζει ευρύτερο από εμάς.
Στην πραγματικότητα, αυτό που επιζητούμε είναι η αίσθηση (ψευδαίσθηση, στην ουσία), ότι ένα είδος «μήτρας» μας εμπεριέχει, αποκαθιστά την ολότητά μας, μας στηρίζει, μας παρηγορεί, μας επιστρέφει το κέντρο μας.
Οπότε, στην ουσία, αν και ο έρωτας βιώνεται ως κίνηση προς τα «έξω» μας, είναι μια μεγαλόπρεπη βουτιά προς τα «έσω» μας.
«Διά» του άλλου που βαφτίσαμε Άλλον για εμάς, συναντούμε τον ίδιο μας τον εαυτό.
Να τος, λοιπόν, ο έρωτας, άμεσα συνδεδεμένος με τις εντάσεις της ζωής αλλά και της Σκιάς μας, να γεννιέται στα τρίσβαθα της ύπαρξής μας.
Ως μια φυσιολογική και καθαρά οντολογική μας ανάγκη να υπερβαίνουμε τα όρια της ατομικής μας ύπαρξης, την αμείλικτη χρονικότητα και τη θνητότητά μας.
Ασχέτως αν ο έρωτας μας υπνωτίζει, δεν παύει να είναι βαθύτατη και πολυδιάστατη εμπειρία, η οποία περιλαμβάνει γαλαξίες ολόκληρους από ανάγκες, αισθήματα, σκέψεις και αισθήσεις.
Στην ουσία, ο έρωτας, στη συγκεκριμένη προσέγγιση, είναι ένα υπαρξιακό δράμα ζωής και θανάτου.
Κι αυτό, γιατί η αίσθηση - ψευδαίσθηση ότι μας εμπεριέχει ο Άλλος με τον τρόπο που μας εμπεριείχε η μήτρα της μάνας μας, μοιραία τελειώνει. Όπως και να το κάνουμε, δεν παύουμε να είμαστε θνητοί και να αλλάζουμε διαρκώς καθώς κινούμαστε στον άξονα του χρόνου.
Το αν και πώς θα συνεχιστεί η σύνδεσή μας με τον άλλον (και τέως Άλλον) στη γήινη πραγματικότητα, είναι ένα άλλο ζήτημα. Πάντως, ακόμα και αν συνεχιστεί, θα είναι κάτι που διαφέρει από αυτήν τη συγκλονιστική προβολή και εναπόθεση ολόκληρου του προσωπικού μας κόσμου σε ένα άλλο ανθρώπινο ον - δηλαδή από αυτήν την ασύλληπτη διαδικασία που είθισται να ονομάζουμε «έρωτα».
Τι ΔΕΝ είναι ο έρωτας
Με όλα αυτά δεν θέλω διόλου, μα διόλου να πω ότι ο έρωτας είναι απλώς μορφίνη για να αντέχουμε τις έσω και έξω δυσκολίες μας.
Τότε, «θα έπρεπε» να μην ερωτευόμαστε ή να ξεπερνούμε τον έρωτα για να δείξουμε πόσο θαρραλέοι είμαστε. Ή, ο έρωτας θα υποβαθμιζόταν περιφρονητικά ως κάτι «ανώριμο» και θα κατακρημνιζόταν στον Καιάδα ως μια άμυνα ή υπεκφυγή, η οποία αναστέλλει την υπερτιμημένη στις μέρες μας έννοια της «προσωπικής ανάπτυξης».
Αντιθέτως, στη συγκεκριμένη προσέγγιση, ο έρωτας είναι ένα πανόραμα βιωμάτων που ξεχύνονται μανιασμένα, ως μια όχι μόνο αναγκαία αλλά και αναπόφευκτη προϋπόθεση για να προχωρούμε στη ζωή και να σμιλεύουμε το δυναμικό μας, πορευόμενοι αγκαλιά με τη θνητότητά μας.
Επίσης, πάρα πολύ συνοπτικά, θα έλεγα ότι με αυτήν τη θεώρηση του έρωτα, τον αποκλείουμε (ευτυχώς) από το να είναι:
- Κάποιο εφηβικού τύπου ανώριμο συναίσθημα που μας ζαλίζει μέχρι να συνετιστούμε και να ωριμάσουμε.
- Κάποια γενική και αφηρημένη ζωική δύναμη που μας σπρώχνει ενθουσιώδεις προς ένα απρόσωπο γενικό και αόριστο άνοιγμα στη ζωή.
- κάποια υποτιθέμενα ώριμη και βαθιά αγάπη που μυστηριωδώς, παρότι γερνά, καταφέρνει να μένει ολοζώντανη και σπαρταριστή για μπόλικες δεκαετίες - μια ιδεατή περίπτωση σχέσης, η οποία όμως ουδόλως σχετίζεται με το πώς εννοώ εδώ τον έρωτα.
- Απλώς μία προσπάθεια να επιδιορθώσουμε τις ατέλειες της φυσικής μας μάνας μέσω της εξειδανίκευσης του πολύτιμου και μονάκριβου Άλλου μας.
Μάτια τα οποία μας κοιτάζουν στο παρόν, προσκαλώντας μας επίμονα, καθώς γίνονται μοναδικά παράθυρα αλλότριων, μεγάλων, συναρπαστικών κόσμων οι οποίοι σύντομα, όσο θα προχωρεί η εμπειρία του έρωτα, θα γίνουν συγκλονιστικές αφορμές χαράς, πόνου, ζωής και πολλών, πάρα πολλών θανάτων.
Έτσι είναι. Δεν πειράζει που στον έρωτα ο Άλλος είναι υπέροχος, αλλά που ταυτόχρονα παραμένει απλώς ένας υπέροχος καθρέφτης. Δεν πειράζει που σύντομα διαπερνούμε με το χέρι μας την κάθετη επιφάνεια του υδράργυρου. Ούτε ότι μετά, φτάνοντας πίσω από τον καθρέφτη, αγγίζουμε τον εαυτό μας.
Και δεν πειράζει ότι συνήθως μετά θρηνούμε και ότι θρηνώντας τους έρωτές μας, στην ουσία θρηνούμε θραύσματα καθρεφτών. Ούτε ότι, αν παλεύουμε να τα μαζέψουμε, ενίοτε ματώνουμε. Δεν πειράζει, γιατί οι καθρέφτες είναι άφθονοι, το ίδιο και τα θρύψαλά τους. Γιατί τίποτα δεν μπορεί να αναστείλει το ίδιο το γεγονός του έρωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου