Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟΣ

ΙΣΟΚΡ 7.36–49

(ΙΣΟΚΡ 7. Πίστις: §20–76): 

Ο Άρειος Πάγος ήταν ο θεματοφύλακας της ηθικής διαπαιδαγώγησης των πολιτών

[36] Ἴσως ἂν οὖν τις ἐπιτιμήσειεν τοῖς εἰρημένοις,
ὅτι τὰς μὲν πράξεις ἐπαινῶ τὰς ἐν ἐκείνοις τοῖς χρόνοις
γεγενημένας, τὰς δ’ αἰτίας οὐ φράζω, δι’ ἃς οὕτω καλῶς
καὶ τὰ πρὸς σφᾶς αὐτοὺς εἶχον καὶ τὴν πόλιν διῴκουν.
ἐγὼ δ’ οἶμαι μὲν εἰρηκέναι τι καὶ τοιοῦτον, οὐ μὴν ἀλλ’
ἔτι πλείω καὶ σαφέστερον πειράσομαι διαλεχθῆναι περὶ
αὐτῶν.

[37] Ἐκεῖνοι γὰρ οὐκ ἐν μὲν ταῖς παιδείαις πολλοὺς
τοὺς ἐπιστατοῦντας εἶχον, ἐπειδὴ δ’ εἰς ἄνδρας δοκι-
μασθεῖεν, ἐξῆν αὐτοῖς ποιεῖν ὅ τι βουληθεῖεν, ἀλλ’
ἐν ταύταις ταῖς ἀκμαῖς πλείονος ἐπιμελείας ἐτύγχανον
ἢ παῖδες ὄντες. οὕτω γὰρ ἡμῶν οἱ πρόγονοι σφόδρα
περὶ τὴν σωφροσύνην ἐσπούδαζον, ὥστε τὴν ἐξ Ἀρείου
πάγου βουλὴν ἐπέστησαν ἐπιμελεῖσθαι τῆς εὐκοσμίας,
ἧς οὐχ οἷόν τ’ ἦν μετασχεῖν πλὴν τοῖς καλῶς γεγονόσι
καὶ πολλὴν ἀρετὴν ἐν τῷ βίῳ καὶ σωφροσύνην ἐνδεδειγμέ-
νοις, ὥστ’ εἰκότως αὐτὴν διενεγκεῖν τῶν ἐν τοῖς Ἕλλησι
συνεδρίων. [38] σημείοις δ’ ἄν τις χρήσαιτο περὶ τῶν τότε
καθεστώτων καὶ τοῖς ἐν τῷ παρόντι γιγνομένοις· ἔτι γὰρ
καὶ νῦν ἁπάντων τῶν περὶ τὴν αἵρεσιν καὶ τὴν δοκιμασίαν
κατημελημένων ἴδοιμεν ἂν τοὺς ἐν τοῖς ἄλλοις πράγμασιν
οὐκ ἀνεκτοὺς ὄντας, ἐπειδὰν εἰς Ἄρειον πάγον ἀναβῶσιν,
ὀκνοῦντας τῇ φύσει χρῆσθαι καὶ μᾶλλον τοῖς ἐκεῖ νομίμοις
ἢ ταῖς αὑτῶν κακίαις ἐμμένοντας. τοσοῦτον φόβον ἐκεῖνοι
τοῖς πονηροῖς ἐνειργάσαντο, καὶ τοιοῦτο μνημεῖον ἐν τῷ
τόπῳ τῆς αὑτῶν ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης ἐγκατέλιπον.

[39] Τὴν δὴ τοιαύτην, ὥσπερ εἶπον, κυρίαν ἐποίησαν
ἐπιμελεῖσθαι τῆς εὐταξίας, ἣ τοὺς μὲν οἰομένους ἐνταῦθα
βελτίστους ἄνδρας γίγνεσθαι, παρ’ οἷς οἱ νόμοι μετὰ
πλείστης ἀκριβείας κείμενοι τυγχάνουσιν, ἀγνοεῖν ἐνό-
μιζεν· οὐδὲν γὰρ ἂν κωλύειν ὁμοίους ἅπαντας εἶναι τοὺς
Ἕλληνας ἕνεκά γε τοῦ ῥᾴδιον εἶναι τὰ γράμματα λαβεῖν
παρ’ ἀλλήλων. [40] ἀλλὰ γὰρ οὐκ ἐκ τούτων τὴν ἐπίδοσιν
εἶναι τῆς ἀρετῆς, ἀλλ’ ἐκ τῶν καθ’ ἑκάστην τὴν ἡμέραν
ἐπιτηδευμάτων· τοὺς γὰρ πολλοὺς ὁμοίους τοῖς ἤθεσιν
ἀποβαίνειν, ἐν οἷς ἂν ἕκαστοι παιδευθῶσιν. ἔπειτα τά γε
πλήθη καὶ τὰς ἀκριβείας τῶν νόμων σημεῖον εἶναι τοῦ
κακῶς οἰκεῖσθαι τὴν πόλιν ταύτην· ἐμφράγματα γὰρ
αὐτοὺς ποιουμένους τῶν ἁμαρτημάτων πολλοὺς τίθεσθαι
τοὺς νόμους ἀναγκάζεσθαι. [41] δεῖν δὲ τοὺς ὀρθῶς
πολιτευομένους οὐ τὰς στοὰς ἐμπιπλάναι γραμμάτων,
ἀλλ’ ἐν ταῖς ψυχαῖς ἔχειν τὸ δίκαιον· οὐ γὰρ τοῖς
ψηφίσμασιν ἀλλὰ τοῖς ἤθεσιν καλῶς οἰκεῖσθαι τὰς πόλεις,
καὶ τοὺς μὲν κακῶς τεθραμμένους καὶ τοὺς ἀκριβῶς τῶν
νόμων ἀναγεγραμμένους τολμήσειν παραβαίνειν, τοὺς δὲ
καλῶς πεπαιδευμένους καὶ τοῖς ἁπλῶς κειμένοις ἐθελήσειν
ἐμμένειν. [42] ταῦτα διανοηθέντες οὐ τοῦτο πρῶτον
ἐσκόπουν, δι’ ὧν κολάσουσι τοὺς ἀκοσμοῦντας, ἀλλ’ ἐξ
ὧν παρασκευάσουσι μηδὲν αὐτοὺς ἄξιον ζημίας ἐξα-
μαρτάνειν· ἡγοῦντο γὰρ τοῦτο μὲν αὑτῶν ἔργον εἶναι, τὸ
δὲ περὶ τὰς τιμωρίας σπουδάζειν τοῖς ἐχθροῖς προσήκειν.

[43] Ἁπάντων μὲν οὖν ἐφρόντιζον τῶν πολιτῶν, μά-
λιστα δὲ τῶν νεωτέρων. ἑώρων γὰρ τοὺς τηλικούτους
ταραχωδέστατα διακειμένους καὶ πλείστων γέμοντας
ἐπιθυμιῶν, καὶ τὰς ψυχὰς αὐτῶν μάλιστα παιδευθῆναι
δεομένας ἐπιμελείαις καλῶν ἐπιτηδευμάτων καὶ πόνοις
ἡδονὰς ἔχουσιν· ἐν μόνοις γὰρ ἂν τούτοις ἐμμεῖναι τοὺς
ἐλευθέρως τεθραμμένους καὶ μέγα φρονεῖν εἰθισμένους.

[44] Ἅπαντας μὲν οὖν ἐπὶ τὰς αὐτὰς ἄγειν διατριβὰς
οὐχ οἷόν τ’ ἦν, ἀνωμάλως τὰ περὶ τὸν βίον ἔχοντας·
ὡς δὲ πρὸς τὴν οὐσίαν ἥρμοττεν, οὕτως ἑκάστοις προσέ-
ταττον. τοὺς μὲν γὰρ ὑποδεέστερον πράττοντας ἐπὶ τὰς
γεωργίας καὶ τὰς ἐμπορίας ἔτρεπον, εἰδότες τὰς ἀπορίας
μὲν διὰ τὰς ἀργίας γιγνομένας, τὰς δὲ κακουργίας διὰ
τὰς ἀπορίας· [45] ἀναιροῦντες οὖν τὴν ἀρχὴν τῶν κακῶν
ἀπαλλάξειν ᾤοντο καὶ τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων τῶν μετ’
ἐκείνην γιγνομένων. τοὺς δὲ βίον ἱκανὸν κεκτημένους
περί τε τὴν ἱππικὴν καὶ τὰ γυμνάσια καὶ τὰ κυνηγέσια
καὶ τὴν φιλοσοφίαν ἠνάγκασαν διατρίβειν, ὁρῶντες ἐκ
τούτων τοὺς μὲν διαφέροντας γιγνομένους, τοὺς δὲ τῶν
πλείστων κακῶν ἀπεχομένους.

[46] Καὶ ταῦτα νομοθετήσαντες οὐδὲ τὸν λοιπὸν
χρόνον ὠλιγώρουν, ἀλλὰ διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν
κατὰ κώμας τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους ἐθεώρουν
τὸν βίον τὸν ἑκάστου, καὶ τοὺς ἀκοσμοῦντας ἀνῆγον
εἰς τὴν βουλήν. ἡ δὲ τοὺς μὲν ἐνουθέτει, τοῖς δ’
ἠπείλει, τοὺς δ’ ὡς προσῆκεν ἐκόλαζεν. ἠπίσταν-
το γὰρ ὅτι δύο τρόποι τυγχάνουσιν ὄντες οἱ καὶ
προτρέποντες ἐπὶ τὰς ἀδικίας καὶ παύοντες τῶν πονη-
ριῶν· [47] παρ’ οἷς μὲν γὰρ μήτε φυλακὴ μηδεμία τῶν
τοιούτων καθέστηκεν μήθ’ αἱ κρίσεις ἀκριβεῖς εἰσι,
παρὰ τούτοις μὲν διαφθείρεσθαι καὶ τὰς ἐπιεικεῖς τῶν
φύσεων, ὅπου δὲ μήτε λαθεῖν τοῖς ἀδικοῦσιν ῥᾴδιόν ἐστι
μήτε φανεροῖς γενομένοις συγγνώμης τυχεῖν, ἐνταῦθα
δ’ ἐξιτήλους γίγνεσθαι τὰς κακοηθείας. ἅπερ ἐκεῖνοι
γιγνώσκοντες ἀμφοτέροις κατεῖχον τοὺς πολίτας, καὶ ταῖς
τιμωρίαις καὶ ταῖς ἐπιμελείαις· τοσούτου γὰρ ἔδεον
αὐτοὺς λανθάνειν οἱ κακόν τι δεδρακότες, ὥστε καὶ τοὺς
ἐπιδόξους ἁμαρτήσεσθαί τι προῃσθάνοντο. [48] τοιγαροῦν οὐκ
ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, οὐδ’ ἐν ταῖς
αὐλητρίσιν, οὐδ’ ἐν τοῖς τοιούτοις συλλόγοις ἐν οἷς νῦν
διημερεύουσιν, ἀλλ’ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἔμενον ἐν οἷς
ἐτάχθησαν, θαυμάζοντες καὶ ζηλοῦντες τοὺς ἐν τούτοις
πρωτεύοντας. οὕτω δ’ ἔφευγον τὴν ἀγοράν, ὥστ’ εἰ καί
ποτε διελθεῖν ἀναγκασθεῖεν, μετὰ πολλῆς αἰδοῦς καὶ
σωφροσύνης ἐφαίνοντο τοῦτο ποιοῦντες. [49] ἀντειπεῖν
δὲ τοῖς πρεσβυτέροις ἢ λοιδορήσασθαι δεινότερον ἐνόμιζον
ἢ νῦν περὶ τοὺς γονέας ἐξαμαρτεῖν. ἐν καπηλείῳ δὲ
φαγεῖν ἢ πιεῖν οὐδεὶς οὐδ’ ἂν οἰκέτης ἐπιεικὴς ἐτόλμη-
σεν. σεμνύνεσθαι γὰρ ἐμελέτων, ἀλλ’ οὐ βωμολοχεύεσθαι·
καὶ τοὺς εὐτραπέλους δὲ καὶ τοὺς σκώπτειν δυναμένους,
οὓς νῦν εὐφυεῖς προσαγορεύουσιν, ἐκεῖνοι δυστυχεῖς
ἐνόμιζον.

***
Θα μπορούσε ίσως κανείς να επικρίνη όσα ως τώρα εξέθεσα με το επιχείρημα ότι επαινώ κάθε τι που γινόταν κατά την εποχή εκείνη, χωρίς όμως και να δικαιολογώ επαρκώς το πράγμα, ούτε και να βρίσκω τους λόγους για τους οποίους εκείνοι τόσο καλά και στις ιδιωτικές συναλλαγές τους ερρύθμιζαν και το κράτος διοικούσαν.

Νομίζω όμως ότι κάτι έχω αναφέρει για το ζήτημα αυτό, θα φροντίσω δε πάλι να το αναπτύξω ακόμη εκτενέστερα και σαφέστερα.

Εκείνοι λοιπόν δεν είχαν μόνο κατά την περίοδο της παιδικής ηλικίας πολλούς να επιβλέπουν στην εκπαίδευση των νέων, ούτε, αφού ύστερα από τη δοκιμασία κατετάσσοντο στους άνδρας, τους έδιναν το δικαίωμα να ενεργούν «κατά βούλησιν», αλλ' ακριβώς κατά τη ηλικία αυτή την ώριμη συνεκέντρωναν σε μεγαλύτερο βαθμό το ενδιαφέρον και τη φροντίδα της πολιτείας, παρά κατά την παιδική. Γιατί οι πρόγονοί μας έδειχναν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη σωφροσύνης, ώστε εθέσπισαν τη βουλή του Αρείου Πάγου και την επέβαλαν ως επιστάτη και φύλακα της ευκοσμίας και δεν είχαν το δικαίωμα να μετέχουν σ' αυτήν παρά μόνο εκείνοι που διεκρίνοντο για την ευγένεια της καταγωγής και στη ζωή τους ήσαν υποδείγματα ηθικότητος και σωφροσύνης. Δίκαια λοιπόν η βουλή του Αρείου Πάγου επήρε όλως διόλου ξεχωριστή θέση απ' όλα τ' άλλα «συνέδρια» των Ελλήνων.

Αποδείξεις για την κατάσταση της εποχής εκείνης θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήση τα όσα γίνονται στη σημερινή εποχή. Γιατί ακόμη και τώρα που όλες οι διατυπώσεις οι σχετικές με την εκλογή και τη δοκιμασία έχουν παραμεληθή, βλέπουμε ότι ακόμη και εκείνοι που δεν είναι καν ανεκτοί στις άλλες εκδηλώσεις της ζωής των, όταν κατορθώσουν κι' ανεβούν στον Άρειο Πάγο, τρέμουν να δείξουν την πονηρή τους φύση και παραμένουν πιστοί στα νόμιμα που επικρατούν εκεί ξεχνώντας την πονηρία τους. Τέτοιο φόβο στις ψυχές των πονηρών εστάλαξαν εκείνοι και γι' αυτό άφησαν στον τόπο τους τέτοιο θαυμαστό μνημείο της αρετής και της σωφροσύνης των.

Τη βουλή λοιπόν αυτή, καθώς είπα, κατέστησαν κυρία να φροντίζη για την ευκοσμία των πολιτών, γιατί ενεπνέετο από την ιδέα ότι απατώνται εκείνοι που νομίζουν ότι οι άνθρωποι γίνονται ηθικοί εκεί όπου οι νόμοι τυχαίνει να λειτουργούν με υποδειγματικήν ακρίβεια. Γιατί διαφορετικά τίποτε δεν θα εμπόδιζε να είναι όμοιοι όλοι οι Έλληνες, για τον απλούστατο λόγο ότι θα ήταν πάρα πολύ εύκολο να πάρουν τους γραπτούς νόμους ο ένας από τον άλλον. Αλλ' η προκοπή της αρετής δεν εξαρτάται από αυτή την αντίληψη για τα πράγματα, αλλά κυρίως από το ποιόν των καθημερινών ασχολιών, γιατί οι πολλοί προσαρμόζονται στις συνήθειες μέσα στις οποίες ζη ο καθένας στα χρόνια που εκπαιδεύεται. Άλλωστε η πληθώρα και η ακρίβεια των νόμων είναι ένδειξη ότι κακώς διοικείται μια πολιτεία, για το λόγο ότι οι άρχοντες κινούμενοι από τη διάθεση να βάλουν φραγμούς στα παραπτώματα των ανθρώπων, αναγκάζονται να ψηφίζουν πολλούς νόμους. Ενόμιζαν λοιπόν ότι πρέπει, εκείνοι που πολιτεύονται «ορθώς», να μη γεμίζουν τις στοές με γραπτούς νόμους, αλλά να υπάρχη μέσα στην ψυχή τους ριζωμένη η έννοια του δικαίου, γιατί οι πολιτείες διοικούνται καλά όχι με τα πολλά ψηφίσματα, αλλά προ πάντων με τα χρηστά ήθη των πολιτών. Γιατί εκείνοι από τους ανθρώπους που έχουν κακή ανατροφή, δεν θα διστάσουν να παραβούν και τους πλέον ακριβολόγους νόμους, ενώ όσοι έχουν καλήν ανατροφή, θα είναι πάντοτε πρόθυμοι να σέβωνται και τους «απλώς» κειμένους νόμους. Εμφορούμενοι λοιπόν από τέτοιες σκέψεις δεν εφρόντιζαν πρώτα–πρώτα πώς να τιμωρήσουν τους αμαρτάνοντας, αλλά πώς να τους προετοιμάσουν έτσι που να μη περιπίπτουν πλέον σε παραπτώματα άξια να προκαλέσουν την τιμωρία τους. Γιατί επίστευαν ―και πολύ σωστά― ότι αυτό είναι έργο δικό τους, ενώ η σπουδή για την επιβολή τιμωρίας ταιριάζει περισσότερο στους εχθρούς.

Έδειχναν λοιπόν ενδιαφέρον για όλους τους πολίτας και προ πάντων για τους νεωτέρους, γιατί έβλεπαν ότι αυτοί λόγω της ηλικίας των τηρούν στάση προκλητική και είναι γεμάτοι από λογής–λογής επιθυμίες και ότι οι ψυχές των έχουν ανάγκη να παιδαγωγούνται για την ανάπτυξη καλών συνηθειών και ασχολιών που απαιτεί προσπάθειες και κόπους που φέρνουν όμως κάποιαν ευχαρίστηση. Γιατί μόνο μ' αυτά είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν εκείνοι που έλαβαν ελεύθερη ανατροφή και που έχουν τη συνήθεια να είναι μεγαλόφρονες. Το να κατευθύνη άλλωστε κανείς όλους τους πολίτας προς την ίδια επαγγελματική ασχολία δεν ήταν δυνατόν για το λόγο ότι είχαν ανωμαλίες στις συνθήκες της ζωής και ερρύθμιζαν το ζήτημα αυτό όπως επιτρέπει η περιουσιακή κατάσταση κάθε πολίτου. Εκείνους δηλαδή που προήρχοντο από τις φτωχότερες τάξεις, τους έτρεπαν στην καλλιέργεια των αγρών και στο εμπόριο, γιατί ήσαν βέβαιοι ότι η φτώχεια είναι μοιραίο επακολούθημα της αργίας και ότι τα εγκλήματα είναι αποτέλεσμα της φτώχειας. Με το να ξεριζώνουν λοιπόν την αιτία του κακού, επίστευαν ότι θα απαλλάξουν την κοινωνία και από τα υπόλοιπα αμαρτήματα που είναι γεννήματα της αιτίας αυτής. Εκείνους ύστερα που είχαν αρκετή περιουσία, τους υπεχρέωναν να ασχολούνται στην ιππική και τις γυμναστικές ασκήσεις και στο κυνήγι και στη φιλοσοφία, επειδή έβλεπαν ότι από τις ασχολίες αυτές άλλοι γίνονται άνδρες ξεχωριστοί κι' άλλοι ξεφεύγουν από συνήθειες πάρα πολύ κακές.

Και μολονότι εθέσπισαν τα νομοθετήματα αυτά, δεν έδειχναν αδιαφορία κατά τον υπόλοιπο χρόνο, αλλ' αφού εχώρισαν την πόλη σε κώμες και τη χώρα σε δήμους, επώπτευαν στη ζωή του καθενός πολίτου, ωδηγούσαν στη βουλή εκείνους που ατακτούσαν και η βουλή άλλους συμβούλευε, άλλους απειλούσε και άλλους ετιμωρούσε με τον τρόπο που εταίριαζε σε κάθε περίπτωση. Γιατί ήξεραν καλά, ότι δύο είναι οι τρόποι που παρακινούν τους ανθρώπους στην αδικία και που βάζουν τέρμα στην τιμωρία. Όπου δηλαδή δεν υπάρχει καμμία αρχή που να επιτηρή και να περιστέλλη την αδικία και την πονηρία, ούτε και οι κρίσεις περί αυτών είναι ακριβοδίκαιες, στις πολιτείες αυτές διαφθείρονται και οι πιο αγαθές φύσεις· όπου όμως δεν είναι εύκολο να διαφύγουν εκείνοι που αδικούν, ούτε και αν καταγγελθή η αδικία τους, είναι δυνατόν να αθωωθούν, εκεί δεν έχει καμμιά θέση η κακοήθεια των ανθρώπων. Επειδή λοιπόν εκείνοι εγνώριζαν καλά αυτά τα πράγματα, και με τους δύο τρόπους συγκρατούσαν τους πολίτας, και με την τιμωρία που ώριζαν οι νόμοι και με το ενδιαφέρον που έδειχναν για τους πολίτας. Διότι όχι μόνον ήταν δύσκολο να τους διαφύγουν εκείνοι που αδίκησαν άλλους πολίτας, αλλά προαισθάνονταν ακόμη και εκείνους που είχαν τη διάθεση να περιπέσουν σε αδίκημα. Έτσι οι νεώτεροι δεν εσύχναζαν στα κυβευτήρια ούτε στις συγκεντρώσεις των αυλητρίδων ούτε και στα παρόμοια, όπου σήμερα περνούν όλη την ημέρα τους οι σημερινοί νέοι, αλλά αφιερώνονταν με την ψυχή τους στο επάγγελμα που είχε καθένας και εθαύμαζαν και εζήλευαν εκείνους που είχαν εξαιρετικήν επίδοση σ' αυτό κι' έτσι απέφευγαν την αγορά, ώστε και αν καμμιά φορά ήσαν αναγκασμένοι να περάσουν απ' αυτή, εφαίνονταν καθαρά ότι το έκαναν αυτό με μεγάλη ντροπή και συστολή. Το να φέρνουν αντιλογίες ή να περιπαίζουν τους μεγαλυτέρους των το θεωρούσαν πολύ φοβερώτερο απ' ότι νομίζουν σήμερα το να στενοχωρήσουν τους γονείς των με την κακή τους διαγωγή. Ύστερα δεν ετολμούσε κανείς, μα ούτε και ο πιο ελαστικός υπηρέτης, να φάη ή να πιη στο καπηλειό. Γιατί εφρόντιζαν πάντα να καμαρώνουν για την τακτική τους και να μη θεωρούνται από κανένα «βωμολόχοι»· και τέλος τους ευτράπελους τύπους και αυτούς που είχαν τη δύναμη να ειρωνεύωνται τους άλλους, που σήμερα τους νομίζουν πνευματώδεις, εκείνοι τους εθεωρούσαν αδικημένους, από τη φύση.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου