Η θεωρία πως, σε τελική ανάλυση, η φύση αποτελείται από αδιαίρετα άτομα είχε τις απαρχές της στον Λεύκιππο και αναπτύχθηκε στην Ελλάδα του πέμπτου π.Χ. αιώνα από τον Δημόκριτο. Έναν μόνον αιώνα αργότερα την υιοθέτησε ο Αθηναίος φιλόσοφος Επίκουρος, από τον οποίο προέρχεται και ο όρος «επικούρειος», για όσους πιστεύουν στις λεπτές γαστριμαργικές και σινικές απολαύσεις. Αυτή η εικόνα ενός εκλεπτυσμένου ηδονισμού δεν αντανακλά σωστά τη φιλοσοφία του Επίκουρου.
Ο Επίκουρος δίδασκε μια μηχανιστική κοσμοθεωρία και πίστευε στην αναζήτηση της ευτυχίας, με μέτρο, όμως, πάντα. Η ευτυχία μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από την απομάκρυνση από τα δημόσια με μια ήσυχη ζωή, την οποία θα μπορούσε να βρει κανείς περιορίζοντας τις επιθυμίες του (ακριβώς εκείνες για τις οποίες ο σύγχρονος επικούρειος θεωρεί πως θα έπρεπε να επαίρεται).
H επικούρεια φιλοσοφία ήταν δημοφιλής για επτά αιώνες και έφθασε στο απόγειο της δόξας της κατά τη λαμπρή παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κατά την οποία, κατά γενική ομολογία, υιοθέτησε πολλές από τις ηδονιστικές πτυχές που τη χαρακτηρίζουν. Με την επικράτηση του χριστιανισμού στη Ρώμη, η αυστηρότητα και η μετάνοια ήρθαν στην ημερήσια διάταξη, οδηγώντας τους πρώτους χριστιανούς στο να ταυτίσουν τον Επίκουρο με τον Αντίχριστο, ενσάρκωση του Κακού που, με τη μορφή του θηρίου, θα γίνει αιτία να σημάνει τη σάλπιγγα για τη συντέλεια του κόσμου.
Η ηθική φιλοσοφία του Επίκουρου ίσως να είναι ανοιχτή προς ένα ευρύ φάσμα αποκλινουσών ερμηνειών, η φυσική του, όμως, φιλοσοφία ήταν σαφής και επιστημονική. Πέρα από το γεγονός ότι αποδεχόταν έναν αμιγώς μηχανιστικό κόσμο, ο Επίκουρος υιοθέτησε και την ατομική θεωρία του Δημόκριτου. Ο κόσμος απογυμνώθηκε από κάθε υπερφυσική δύναμη καταλήγοντας να είναι, σε τελική ανάλυση, ένα σύνολο μικροσκοπικών σωματιδίων που ήταν αδύνατον να δημιουργηθούν ή να καταστραφούν.
Ο Επίκουρος δεν θα εκπλησσόταν μαθαίνοντας ότι η φιλοσοφία του επιβίωσε τόσο πολύ μετά το θάνατό του (αν και δεν θα ένιωθε και πολύ ευχάριστα με τη μορφή που αυτή προσέλαβε). Στη διάρκεια της ζωής του προώθησε ακούραστα τις ιδέες του και λέγεται πως είχε γράψει πάνω από τριακόσιες πραγματείες. Ποια ήταν η μοίρα τους; Επιβίωσαν μονάχα σπαράγματά τους. «Η ιδέα του αγαθού καθίσταται αδιανόητη στο βαθμό που δεν συμπεριλαμβάνει τις ηδονές της γεύσης, του έρωτα, της γνώσης και της όρασης… Η αρετή, όμως, αυτή είναι κενή περιεχομένου, εκτός και αν συνεπάγεται τη σωφροσύνη στην αναζήτηση της ηδονής».
Πριν το έργο του Επίκουρου καταλήξει να απαρτίζεται από σκόρπια κομμάτια, τράβηξε την προσοχή ενός ρωμαίου ποιητή του πρώτου π.Χ. αιώνα, του Λουκρήτιου. Οι Ρωμαίοι πρόσθεσαν ελάχιστα πράγματα στην αρχαιοελληνική σκέψη, αν και αρκετοί συγγραφείς τους διέδωσαν τις ελληνικές ιδέες. Ο κορυφαίος όλων αυτών ήταν ο Λουκρήτιος, ο οποίος συνδύαζε ποίηση, επιστημονική σκέψη και αντιμεταφυσική φιλοσοφία, ένα συνδυασμό που αργότερα θεωρήθηκε «σπάνιος και δυσεύρετος σαν τη φιλοσοφική λίθο». Οι εξαιρετικές αυτές ιδιότητές του τού εξασφάλισαν τις ποταπές διαβολές των πρώιμων χριστιανών σχολιαστών, για τους οποίους η επιστημονική και ορθολογική εικόνα που παρουσίαζε αποτελούσε αιτία αναθέματος. Με αποτέλεσμα να είμαστε υποχρεωμένοι να βασιζόμαστε στον Άγιο Ιερώνυμο για τις πενιχρές βιογραφικές λεπτομέρειες που συνοδεύουν το όνομα του Λουκρήτιου.
Σύμφωνα με τον Άγιο Ιερώνυμο, ο Λουκρήτιος υπέφερε από περιόδους παραφροσύνης, οφειλόμενες σε ένα ερωτικό φίλτρο με το οποίο τον είχε ποτίσει η γυναίκα του. Μονάχα στα μεσοδιαστήματα πνευματικής διαύγειας ήταν σε θέση να γράφει ποίηση, που την «εξέδιδε» ο φίλος του, ο μεγάλος Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων. Σε ηλικία σαράντα τεσσάρων ετών και σε μια κρίση τρέλας, ο Λουκρήτιος προέβη στο απονενοημένο διάβημα. Παραφροσύνη, σεξουαλική ακολασία, υπαινιγμοί πως το έργο του ήταν προϊόν κάποιου άλλου, αυτοκτονία: όλα αυτά ηχούν κάπως σαν προσπάθεια εξόντωσης. Υποτίθεται, όμως, πως οι άγιοι δεν καταφεύγουν σε ψεματάκια και πως οι ποιητές, ακόμη και οι φιλοσοφούντες, σπάνια διάγουν άμεμπτο βίο, οπότε, ίσως ακόμη και οι φοβερές και τρομερές συκοφαντίες του Αγίου Ιερώνυμου να βασίζονται σε κάποιο πυρήνα αλήθειας.
Ο Λουκρήτιος πίστευε πως το σύμπαν ήταν προϊόν εξέλιξης, φυσικής και βιολογικής, και πως, κατά παρόμοιο τρόπο, ο πολιτισμός ήταν προϊόν κοινωνικής εξέλιξης. Ήταν ο πρώτος που διαίρεσε την ιστορία σε ξεχωριστές περιόδους ανάπτυξης του ανθρώπινου γένους. Έτρεφε επίσης και μια παράξενη δυσπιστία προς την αθανασία. «Ο θάνατος, το χειρότερο από όλα τα κακά, δε σημαίνει για μας τίποτα… στο βαθμό που όταν επέλθει εμείς πια δεν υπάρχουμε». Όταν πεθαίνουμε, η ψυχή απλώς αχνοσβήνει «σαν καπνός». «Οι γενεές των έμβιων όντων μεταβάλλονται γοργά και μεταφέρουν μαζί τους σα σκυτάλη τον πυρσό της ζωής». Το ποιητικό μέρος είναι σαφώς έργο του Λουκρήτιου, όμως το πόσες από τις ιδέες είναι του Λουκρήτιου και πόσες επικούρειες, για αυτό, εν πολλοίς, είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς. ‘Ισως να πρέπει απλά και μόνο να σταθούμε και να σταθμίσουμε την πιο φημισμένη ρήση του Λουκρήτιου: «Εκ του μηδενός ουδέν (Ex nihilo nihil)».
Όλες αυτές οι ιδέες, καθώς και πληθώρα άλλων, εμφανίζονται στο αριστούργημά του De Rerum Natura (Περί Φύσεως), του οποίου ο τίτλος απηχεί συνειδητά τον ομώνυμο τίτλο απωλεσθέντος έργου του Επίκουρου. Η ατομική θεωρία κατέχει εξέχουσα θέση στα πρώτα δύο βιβλία του εκτενούς αυτού επικού ποιήματος. Σε ό,τι αφορά την προφητική του ακρίβεια το έργο μιλάει από μόνο του. Αναφέρει πως υπάρχει άπειρος αριθμός ατόμων στο σύμπαν. Είναι διαφόρων τύπων αλλά υπάρχει συγκεκριμένος αριθμός διαφορετικών τύπων. Διαφέρουν στο βάρος, στο σχήμα και στο μέγεθος. Είναι όλα τους μικροσκοπικά, στερεά και αδιαίρετα. Αποτελούνται, εντούτοις, από αδιαχώριστα μέρη, τα δε μεγαλύτερα άτομα χαρακτηρίζονται από περισσότερα από αυτά τα μέρη.
Το τελευταίο αυτό σημείο, εκ πρώτης όψεως αντιφατικό, θεωρήθηκε από πολλούς ως μια ρωγμή στην ατομική του θεωρία. Αν τα άτομα αποτελούνται από μέρη, σε τελική ανάλυση δεν μπορεί να είναι άτμητα. Η εμφάνιση της υποατομικής φυσικής στις αρχές του εικοστού αιώνα, όχι μόνον οδήγησε σε μια υπέρβαση της αντινομίας, αλλά κατέδειξε και το πόσο αξιοθαύμαστη ικανότητα πρόγνωσης διέθετε αυτό το προ-επιστημονικό έργο. Τι ήταν, λοιπόν, αυτή η πρώιμη ατομική θεωρία; Δεν είχε καμιά δυνατότητα να δικαιωθεί πειραματικά. Η ατομική θεωρία ήταν καρπός της καθαρής θεωρίας (της θεωρίας εκ του θεώμαι, με την έννοια της ενατένισης και της εικασίας). Αυτή η εκπληκτική διορατικότητα μονάχα συμπτωματική θα μπορούσε να ήταν. Όπως θα δούμε, όμως, όποτε η ατομική θεωρία επανερχόταν στην επιστημονική σκέψη, σχεδόν πάντοτε προανήγγελλε μια υπέρβαση μείζονος σημασίας. Θαρρείς και η ιδέα αυτή είχε την ιδιότητα να φέρνει γούρι στην επιστήμη.
Το έργο Περί Φύσεως τον Λουκρήτιου έτυχε μεγάλης αναγνώρισης στη ρωμαϊκή εποχή, εμπνεόντας μορφές όπως ο Βιργίλιος, ο οποίος, αναφερόμενος στον Λουκρήτιο, αποφαίνεται: «Ευτυχής όποιος μπορεί να διαβάζει τα αίτια των πραγμάτων». Κατά τη διάρκεια, όμως, της κατάρρευσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το εκτενές ποίημα του Λουκρήτιου απωλέσθηκε. Πιστεύεται πως το τελευταίο αντίγραφο κατέληξε στις φλόγες κατά τη λεηλασία της Αιώνιας Πόλης από τους Βησιγότθους, τότε που περιφέρονταν αλαλάζοντας στις καλλιμάρμαρες αίθουσες.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η ύπαρξη του ποιήματος έγινε γνωστή μόνον μέσω αναφορών σε αυτό που βρίσκονταν σε έργα άλλων. Έπειτα, το 1417, ήρθε στο φως το μόνο διασωζόμενο χειρόγραφο. Μισόν αιώνα αργότερα, το Περί Φύσεως ήταν ένα από τα πρώτα μη θρησκευτικά βιβλία που τυπώθηκε στο πιεστήριο του Γουτεμβέργιου, έγινε δε γρήγορα μπεστ σέλερ. Μια εποχή το ποίημα του Λουκρήτιου είχε φθάσει να είναι πιο δημοφιλές και από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Διαβαζόταν από ευρύτατες ομάδες ως λογοτεχνικό έργο, αν και η φιλοσοφία του είχε εξασφαλισμένη την απήχηση του έργου και στην ουμανιστική σκέψη. Αντίθετα, η φυσική του φιλοσοφία, η ατομική θεωρία, για παράδειγμα, θεωρείτο αναχρονιστική, μέχρι που το βιβλίο το διάβασε κι ο Τζορντάνο Μπρούνο.
***
Μετά από τον Νικόλαο Κουζάνο, θα ήταν ο Λουκρήτιος εκείνος που περισσότερο θα επηρέαζε την επιστημονική σκέψη του Μπρούνο, παρά το γεγονός ότι ο Νικόλαος Κουζάνος και ο Λουκρήτιος ήταν σε όλα αντίθετοι, πλην της επιστήμης. Ο Λουκρήτιος απέρριπτε κάθε μεταφυσική σκέψη’ η σκέψη του Νικόλαου Κουζάνου, σε όλα τα θέματα, ήταν διαποτισμένη από τα νάματα της θεολογίας. Ο Μπρούνο, όμως, κατάφερε να ακολουθήσει τα χνάρια και των δυο! Επί αιώνες θεωρείτο ως ένας κατ’ ουσίαν ουμανιστής επιστήμονας, κατά το πρότυπο του Λουκρήτιου, με κάποιες ελαφρές πινελιές ρομαντικού αποκρυφισμού. Αργότερα μόνον ήρθε στην επιφάνεια το γεγονός ότι οι επιστημονικές του ιδέες είχαν οικοδομηθεί στα ίχνη του σκοτεινού αποκρυφισμού και της μεταφυσικής. Δεν θα πρέπει όμως να λησμονούμε πως αυτό που έγινε ευρύτερα γνωστό ήταν το λουκρητιανό στοιχείο. Ήταν το στοιχείο εκείνο που χαρακτήριζε δημόσια τόσο τον άνθρωπο όσο και όλο το επιστημονικό του έργο, από το κοπερνίκειο σύστημα μέχρι την ατομική θεωρία. Και στάθηκε και η αιτία της καταστροφής του Μπρούνο.
Εγκαταλείποντας την Αγγλία, προτού αποκαλυφθεί τι πραγματικά ήταν (κατάσκοπος, πράκτορας της αντικατασκοπίας, κοινός αιρετικός ή ό,τι άλλο βάζει ο νους σας), ο Μπρούνο επανέκαμψε εις Παρισίους. Σύντομα, όμως, «Λόγω των ταραχών έφυγα από το Παρίσι και πήγα στη Γερμανία». Οι περιπλανήσεις του τον οδήγησαν μακριά, μέχρι το Μάρμπουργκ, την Πράγα και τη Ζυρίχη, δημιουργώντας φιλίες καθ’ οδόν με πολλούς από τους λαμπρότερους διανοητές της εποχής του, με τους οποίους στη συνέχεια τσακωνόταν. Οι σοφοί αυτοί έβλεπαν με μεγάλη κατανόηση τις ιδέες του Μπρούνο, έστω και αν, τελικά, ήταν αναγκασμένοι να απομακρύνουν από κοντά τους τον άνθρωπο που τις είχε εμπνευσθεί. Από την άλλη, όμως, η Εκκλησία άρχιζε να τις βλέπει από εντελώς αντίθετο πρίσμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου