Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 1.48.1–1.51.5

(ΘΟΥΚ 1.24.1–1.55.2: Τα "Κερκυραϊκά") 
Η ναυμαχία στα Σύβοτα

[1.48.1] Ἐπειδὴ δὲ παρεσκεύαστο τοῖς Κορινθίοις, λαβόντες τριῶν
ἡμερῶν σιτία ἀνήγοντο ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν ἀπὸ τοῦ Χειμερίου
νυκτός, [1.48.2] καὶ ἅμα ἕῳ πλέοντες καθορῶσι τὰς τῶν Κερκυραίων
ναῦς μετεώρους τε καὶ ἐπὶ σφᾶς πλεούσας. [1.48.3] ὡς δὲ κατεῖδον
ἀλλήλους, ἀντιπαρετάσσοντο, ἐπὶ μὲν τὸ δεξιὸν κέρας Κερ-
κυραίων αἱ Ἀττικαὶ νῆες, τὸ δὲ ἄλλο αὐτοὶ ἐπεῖχον τρία
τέλη ποιήσαντες τῶν νεῶν, ὧν ἦρχε <τῶν> τριῶν στρατηγῶν
ἑκάστου εἷς. [1.48.4] οὕτω μὲν Κερκυραῖοι ἐτάξαντο, Κορινθίοις
δὲ τὸ μὲν δεξιὸν κέρας αἱ Μεγαρίδες νῆες εἶχον καὶ αἱ
Ἀμπρακιώτιδες, κατὰ δὲ τὸ μέσον οἱ ἄλλοι ξύμμαχοι ὡς
ἕκαστοι· εὐώνυμον δὲ κέρας αὐτοὶ οἱ Κορίνθιοι ταῖς ἄριστα
τῶν νεῶν πλεούσαις κατὰ τοὺς Ἀθηναίους καὶ τὸ δεξιὸν
τῶν Κερκυραίων εἶχον. [1.49.1] ξυμμείξαντες δέ, ἐπειδὴ τὰ σημεῖα
ἑκατέροις ἤρθη, ἐναυμάχουν, πολλοὺς μὲν ὁπλίτας ἔχοντες
ἀμφότεροι ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων, πολλοὺς δὲ τοξότας τε
καὶ ἀκοντιστάς, τῷ παλαιῷ τρόπῳ ἀπειρότερον ἔτι παρε-
σκευασμένοι. [1.49.2] ἦν τε ἡ ναυμαχία καρτερά, τῇ μὲν τέχνῃ
οὐχ ὁμοίως, πεζομαχίᾳ δὲ τὸ πλέον προσφερὴς οὖσα. [1.49.3] ἐπειδὴ
γὰρ προσβάλοιεν ἀλλήλοις, οὐ ῥᾳδίως ἀπελύοντο ὑπό τε
τοῦ πλήθους καὶ ὄχλου τῶν νεῶν, καὶ μᾶλλόν τι πιστεύοντες
τοῖς ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ὁπλίταις ἐς τὴν νίκην, οἳ κατα-
στάντες ἐμάχοντο ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν· διέκπλοι δ’ οὐκ
ἦσαν, ἀλλὰ θυμῷ καὶ ῥώμῃ τὸ πλέον ἐναυμάχουν ἢ ἐπιστήμῃ.
[1.49.4] πανταχῇ μὲν οὖν πολὺς θόρυβος καὶ ταραχώδης ἦν ἡ ναυ-
μαχία, ἐν ᾗ αἱ Ἀττικαὶ νῆες παραγιγνόμεναι τοῖς Κερκυραίοις,
εἴ πῃ πιέζοιντο, φόβον μὲν παρεῖχον τοῖς ἐναντίοις, μάχης
δὲ οὐκ ἦρχον δεδιότες οἱ στρατηγοὶ τὴν πρόρρησιν τῶν
Ἀθηναίων. [1.49.5] μάλιστα δὲ τὸ δεξιὸν κέρας τῶν Κορινθίων
ἐπόνει· οἱ γὰρ Κερκυραῖοι εἴκοσι ναυσὶν αὐτοὺς τρεψάμενοι
καὶ καταδιώξαντες σποράδας ἐς τὴν ἤπειρον καὶ μέχρι τοῦ
στρατοπέδου πλεύσαντες αὐτῶν καὶ ἐπεκβάντες ἐνέπρησάν
τε τὰς σκηνὰς ἐρήμους καὶ τὰ χρήματα διήρπασαν. [1.49.6] ταύτῃ
μὲν οὖν οἱ Κορίνθιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι ἡσσῶντό [τε] καὶ οἱ
Κερκυραῖοι ἐπεκράτουν· ᾗ δὲ αὐτοὶ ἦσαν οἱ Κορίνθιοι, ἐπὶ
τῷ εὐωνύμῳ, πολὺ ἐνίκων, τοῖς Κερκυραίοις τῶν εἴκοσι νεῶν
ἀπὸ ἐλάσσονος πλήθους ἐκ τῆς διώξεως οὐ παρουσῶν. [1.49.7] οἱ δὲ
Ἀθηναῖοι ὁρῶντες τοὺς Κερκυραίους πιεζομένους μᾶλλον ἤδη
ἀπροφασίστως ἐπεκούρουν, τὸ μὲν πρῶτον ἀπεχόμενοι ὥστε
μὴ ἐμβάλλειν τινί· ἐπειδὴ δὲ ἡ τροπὴ ἐγίγνετο λαμπρῶς
καὶ ἐνέκειντο οἱ Κορίνθιοι, τότε δὴ ἔργου πᾶς εἴχετο ἤδη
καὶ διεκέκριτο οὐδὲν ἔτι, ἀλλὰ ξυνέπεσεν ἐς τοῦτο ἀνάγκης
ὥστε ἐπιχειρῆσαι ἀλλήλοις τοὺς Κορινθίους καὶ Ἀθηναίους.

[1.50.1] Τῆς δὲ τροπῆς γενομένης οἱ Κορίνθιοι τὰ σκάφη μὲν οὐχ
εἷλκον ἀναδούμενοι τῶν νεῶν ἃς καταδύσειαν, πρὸς δὲ τοὺς
ἀνθρώπους ἐτράποντο φονεύειν διεκπλέοντες μᾶλλον ἢ ζω-
γρεῖν, τούς τε αὑτῶν φίλους, οὐκ ᾐσθημένοι ὅτι ἥσσηντο οἱ
ἐπὶ τῷ δεξιῷ κέρᾳ, ἀγνοοῦντες ἔκτεινον. [1.50.2] πολλῶν γὰρ νεῶν
οὐσῶν ἀμφοτέρων καὶ ἐπὶ πολὺ τῆς θαλάσσης ἐπεχουσῶν,
ἐπειδὴ ξυνέμειξαν ἀλλήλοις, οὐ ῥᾳδίως τὴν διάγνωσιν
ἐποιοῦντο ὁποῖοι ἐκράτουν ἢ ἐκρατοῦντο· ναυμαχία γὰρ
αὕτη Ἕλλησι πρὸς Ἕλληνας νεῶν πλήθει μεγίστη δὴ τῶν
πρὸ αὑτῆς γεγένηται. [1.50.3] ἐπειδὴ δὲ κατεδίωξαν τοὺς Κερκυ-
ραίους οἱ Κορίνθιοι ἐς τὴν γῆν, πρὸς τὰ ναυάγια καὶ τοὺς
νεκροὺς τοὺς σφετέρους ἐτράποντο, καὶ τῶν πλείστων ἐκρά-
τησαν ὥστε προσκομίσαι πρὸς τὰ Σύβοτα, οἷ αὐτοῖς ὁ κατὰ
γῆν στρατὸς τῶν βαρβάρων προσεβεβοηθήκει· ἔστι δὲ τὰ
Σύβοτα τῆς Θεσπρωτίδος λιμὴν ἐρῆμος. τοῦτο δὲ ποιή-
σαντες αὖθις ἁθροισθέντες ἐπέπλεον τοῖς Κερκυραίοις. [1.50.4] οἱ
δὲ ταῖς πλωίμοις καὶ ὅσαι ἦσαν λοιπαὶ μετὰ τῶν Ἀττικῶν
νεῶν καὶ αὐτοὶ ἀντεπέπλεον, δείσαντες μὴ ἐς τὴν γῆν σφῶν
πειρῶσιν ἀποβαίνειν. [1.50.5] ἤδη δὲ ἦν ὀψὲ καὶ ἐπεπαιάνιστο
αὐτοῖς ὡς ἐς ἐπίπλουν, καὶ οἱ Κορίνθιοι ἐξαπίνης πρύμναν
ἐκρούοντο κατιδόντες εἴκοσι ναῦς Ἀθηναίων προσπλεούσας,
ἃς ὕστερον τῶν δέκα βοηθοὺς ἐξέπεμψαν οἱ Ἀθηναῖοι,
δείσαντες, ὅπερ ἐγένετο, μὴ νικηθῶσιν οἱ Κερκυραῖοι καὶ αἱ
σφέτεραι δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν. [1.51.1] ταύτας οὖν προϊ-
δόντες οἱ Κορίνθιοι καὶ ὑποτοπήσαντες ἀπ’ Ἀθηνῶν εἶναι
οὐχ ὅσας ἑώρων ἀλλὰ πλείους ὑπανεχώρουν. [1.51.2] τοῖς δὲ
Κερκυραίοις ἐπέπλεον γὰρ μᾶλλον ἐκ τοῦ ἀφανοῦς οὐχ
ἑωρῶντο, καὶ ἐθαύμαζον τοὺς Κορινθίους πρύμναν κρουομέ-
νους, πρίν τινες ἰδόντες εἶπον ὅτι νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσιν.
τότε δὲ καὶ αὐτοὶ ἀνεχώρουν· ξυνεσκόταζε γὰρ ἤδη, καὶ οἱ
Κορίνθιοι ἀποτραπόμενοι τὴν διάλυσιν ἐποιήσαντο. [1.51.3] οὕτω
μὲν ἡ ἀπαλλαγὴ ἐγένετο ἀλλήλων, καὶ ἡ ναυμαχία ἐτελεύτα
ἐς νύκτα. [1.51.4] τοῖς δὲ Κερκυραίοις στρατοπεδευομένοις ἐπὶ τῇ
Λευκίμμῃ αἱ εἴκοσι νῆες αἱ ἐκ τῶν Ἀθηνῶν αὗται, ὧν
ἦρχε Γλαύκων τε ὁ Λεάγρου καὶ †Ἀνδοκίδης ὁ Λεωγόρου†,
διὰ τῶν νεκρῶν καὶ ναυαγίων προσκομισθεῖσαι κατέπλεον
ἐς τὸ στρατόπεδον οὐ πολλῷ ὕστερον ἢ ὤφθησαν. [1.51.5] οἱ δὲ
Κερκυραῖοι (ἦν γὰρ νύξ) ἐφοβήθησαν μὴ πολέμιαι ὦσιν,
ἔπειτα δὲ ἔγνωσαν· καὶ ὡρμίσαντο.

***
[1.48.1] Αφού τέλειωσαν όλες οι προετοιμασίες τους, ανοίχτηκαν νύχτα οι Κορίνθιοι από το Χειμέριο με σκοπό να ναυμαχήσουν, έχοντας πάρει τρόφιμα για τρεις μέρες, [1.48.2] και μόλις χάραξε, βλέπουν τα καράβια των Κερκυραίων έξω από το λιμάνι ν' αρμενίζουν κατά πάνω τους. [1.48.3] Κι' όταν αντικρύστηκαν, παρατάχτηκαν για μάχη, ο ένας απέναντι στον άλλον, και στα δεξιά των Κερκυραίων ήταν τ' Αττικά καράβια, κι όλη την άλλη παράταξη την κρατούσαν οι Κερκυραίοι οι ίδιοι, χωρίζοντας τα καράβια σε τρία τμήματα, με αρχηγό στο καθένα τον έναν από τους στρατηγούς. [1.48.4] Στην παράταξη των Κορινθίων τη δεξιά πτέρυγα την κρατούσαν τα καράβια των Μεγαρέων και των Αμπρακιωτών, το κέντρο οι άλλοι σύμμαχοι και την αριστερή οι Κορίνθιοι οι ίδιοι με τα πιο καλοτάξιδα καράβια τους απέναντι στους Αθηναίους, και το δεξί των Κερκυραίων.

[1.49.1] Κι αφού σήκωσαν κ' οι δυο τα φλάμπουρα, συγκρούστηκαν κι άρχισε η ναυμαχία, έχοντας κ' οι δυο απάνω στα καταστρώματα πολλούς στρατιώτες με βαρύ οπλισμό, καθώς και πολλούς τοξότες, και ακοντιστές, οπλισμένοι δηλ. με τον παλιό τρόπο, γιατί δεν είχαν μεγάλη πείρα. [1.49.2] Κ' ήταν η ναυμαχία σφοδρή, αλλά όσο για την τέχνη του πολέμου δεν έμοιαζε με ναυμαχία, αλλά συγγένευε περισσότερο με μάχη πεζικού. [1.49.3] Γιατί μια και συμπλέκονταν δεν ήταν εύκολο πια να χωρίσουν, τόσο από τα πολλά και στριμωγμένα καράβια, κι ακόμα περισσότερο γιατί έβαζαν το θάρρος τους για να νικήσουν στους στρατιώτες με το βαρύ οπλισμό πάνω στα καταστρώματα, που μπήκαν στη μάχη και πολεμούσαν, ενώ τα καράβια έμεναν ακίνητα. Και δεν ήταν τρόπος να περάσουν ανάμεσα στ' άλλα καράβια για να χτυπήσουν στα πλευρά με τα έμβολα, αλλά πολεμούσαν μάλλον με ορμή και δύναμη παρά με στρατηγική γνώση. [1.49.4] Κι ολούθε γινόταν ταραχή μεγάλη. Και μέσα στην αναμπουμπούλα τ' Αττικά καράβια έτρεχαν να παρασταθούν στους Κερκυραίους, όπου βρίσκονταν στενεμένοι, και τρόμαζαν πολύ τους εχτρούς, αλλά δεν έδιναν μάχη, καθώς φοβόνταν οι στρατηγοί από τις ορμήνειες που είχαν πάρει πριν ξεκινήσουν. [1.49.5] Και η δεξιά πτέρυγα των Κορινθίων υπόφερε περισσότερο από τους άλλους. Γιατί οι Κερκυραίοι, αφού τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν, τους πήραν το κατόπι με είκοσι καράβια και τους εσκόρπισαν ως το ακρογιάλι κι αρμένισαν αυτοί ως το στρατόπεδό τους, κατέβηκαν στη στεριά, έκαψαν τις σκηνές τους που ήταν αφρούρητες κι άρπαξαν τα υπάρχοντά τους. [1.49.6] Στο σημείο λοιπόν εκείνο νικήθηκαν οι Κορίνθιοι με τους συμμάχους τους, και οι Κερκυραίοι πήραν το απάνω χέρι· εκεί όμως που ήταν οι Κορίνθιοι οι ίδιοι, στο αριστερό, ενίκησαν με μεγάλη υπεροχή, γιατί έλειψαν από τους Κερκυραίους, που και αρχικά είχαν μικρότερο αριθμό, τα είκοσι καράβια που κυνηγούσαν το δεξιό των Κορινθίων. [1.49.7] Βλέποντας τότε οι Αθηναίοι σε τι δυσκολίες βρίσκονταν οι Κερκυραίοι, άρχισαν να τους βοηθούν πια χωρίς να κρατούν τα προσχήματα, ενώ στην αρχή κρατιόνταν μακρυά να μην πέσουν απάνω σε κανένα· όταν όμως γύρισαν πια φανερά τα πράματα, και βρίσκονταν οι Κορίνθιοι πάνωθέ τους, τότε πια ο καθένας ρίχτηκε στη μάχη με τα όλα του, και δε γινόταν καμιά διάκριση, παρά έφτασαν σε τόση ανάγκη ώστε συγκρούστηκαν οι Κορίνθιοι με τους Αθηναίους.

[1.50.1] Κι όταν γύρισαν τα πράματα οι Κορίνθιοι δεν κοίταζαν να σύρουν έξω και να σηκώσουν τα καράβια που είχαν βυθίσει, αλλά ρίχτηκαν στους ανθρώπους κι αρμενίζοντας πάνω–κάτω προτιμούσαν να σκοτώνουν παρά να πιάνουν ζωντανούς. Και σκότωναν και τους δικούς τους χωρίς να τους γνωρίζουν, γιατί δεν είχαν καταλάβει πως είχαν νικηθεί στη δεξιά πτέρυγα. [1.50.2] Κ' επειδή ήταν πολλά τα καράβια κι απ' τις δυο μεριές, κι απλώνονταν σε μεγάλο μέρος της θάλασσας, μια κ' έσμιγαν ο ένας με τον άλλον δεν ήταν εύκολο να ξεκρίνει κανείς καθαρά ποιοι νικούσαν και ποιοι έχαναν· η ναυμαχία λοιπόν αυτή ανάμεσα σ' Έλληνες στάθηκε η πιο μεγάλη σε αριθμό πλοίων από κάθε προηγούμενη. [1.50.3] Κι αφού πια οι Κορίνθιοι κυνήγησαν τους Κερκυραίους ως τη στεριά, άρχισαν ν' αναζητούν τα δικά τους ναυαγισμένα καράβια και τους νεκρούς τους, και περιμάζεψαν τα περισσότερα, ώστε να τα φέρουνε στα Σύβοτα, όπου ο φιλικός στρατός των βαρβάρων είχε έρθει να τους βοηθήσει· αυτά τα Σύβοτα είναι έρημο λιμάνι της Θεσπρωτίας. Κι αφού τα έκαναν αυτά, ξανανοίχτηκαν ενάντια στους Κερκυραίους. [1.50.4] Αυτοί πάλι αρμένισαν κατά πάνω τους, με όσα καράβια τούς έμεναν ολόκληρα και με τα Αττικά κι όσα άλλα μπορούσαν να βγούνε στ' ανοιχτά, από φόβο μήπως επιχειρήσουν απόβαση στον τόπο τους οι εχτροί. [1.50.5] Βράδυαζε κι όλας κ' είχαν ηχήσει οι παιάνες για επίθεση, κι άξαφνα οι Κορίνθιοι γύρισαν πίσω–μπρος καθώς είδαν ν' αρμενίζουν κατά πάνω τους είκοσι Αθηναϊκά καράβια που είχαν στείλει αργότερα οι Αθηναίοι να βοηθήσουν τα δέκα, επειδή φοβήθηκαν, όπως κ' έγινε, μήπως νικηθούν οι Κερκυραίοι και τα δέκα δικά τους είναι πολύ λίγα για να τους δώσουν αποτελεσματική βοήθεια.

[1.51.1] Τα είδαν λοιπόν από μακρυά οι Κορίνθιοι και επειδή υποψιάστηκαν πως έρχονται από την Αθήνα όχι τόσα όσα έβλεπαν, αλλά περισσότερα, υποχώρησαν. [1.51.2] Οι Κερκυραίοι όμως δεν μπορούσαν να ιδούν (γιατί πλησίαζαν μάλλον από κατεύθυνση που δε φαίνονταν), και σάστισαν που γύρισαν οι Κορίνθιοι τα μπρος–πίσω, ώσπου κάποιος τους είπε πως είχαν έρθει εκείνα τα καράβια. Γύρισαν τότε πίσω κι αυτοί (γιατί σκοτείνιαζε πια για καλά), και οι Κορίνθιοι που είχαν απομακρυνθεί διέλυσαν πρώτοι την επιχείρηση. [1.51.3] Έτσι λοιπόν ξέμπλεξαν ο ένας από τον άλλον και η ναυμαχία τέλειωσε με τη νύχτα. [1.51.4] Και τα είκοσι εκείνα καράβια από την Aθήνα, με αρχηγούς το Γλαύκωνα γιο του Λεάγρου και τον Ανδοκίδη γιο του Λεωγόρου, ανοίγοντας δρόμο μεσ' απ' τα ναυάγια και τους νεκρούς έφτασαν κι αγκυροβόλησαν κοντά στο στρατόπεδο των Κερκυραίων πάνω στη Λευκίμμη, λίγη ώρα από τη στιγμή που τα πρωτοείδαν. [1.51.5] Οι Κερκυραίοι όμως φοβήθηκαν στην αρχή μήπως ήταν εχτρικά, γιατί είχε νυχτώσει εντελώς, ύστερα όμως τα γνώρισαν και τα πλοία άραξαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου