Όταν ο Βούδας επέστρεψε στο χωριό του, όλο το χωριό πήγε να τον καλωσορίσει. Πήγε και ο πατέρας του, καθώς ο γιος του γύρισε μετά από δώδεκα χρόνια. Όλο το χωριό είχε πάει να καλωσορίσει τον Βούδα, αλλά ο πατέρας του είχε πάει για να εκφράσει την οργή του. Ο πατέρας του είχε την αυταπάτη ότι ο Βούδας ήταν γιος του, είχε γεννηθεί μέσα από εκείνον, αλλά το έσκασε χωρίς να τον ενημερώσει.
Όταν έφτασε εκεί, το πρώτο πράγμα που είπε στον Βούδα ήταν: «Οι πόρτες μου είναι ακόμα ανοιχτές. Αν είσαι έτοιμος να ζητήσεις συγγνώμη και να γυρίσεις σπίτι, μπορώ να σε συγχωρέσω αμέσως τώρα. Και η καρδιά μου ματώνει που σε βλέπω να ζητιανεύεις. Στην κοινότητά μας, στην οικογένειά μας, κανείς δεν έχει ζητιανέψει ποτέ για φαγητό. Όταν βλέπω ένα σκεύος επαιτείας στα χέρια σου, όλο μου το είναι σφαδάζει από πόνο. Είσαι πρίγκιπας και δεν χρειάζεται να ζητιανεύεις. Δεν έχει συμβεί ποτέ στην οικογένειά μας».
Ξέρετε τι είπε ο Βούδας; Ο Βούδας είπε: «Κάνεις λάθος. Σίγουρα έχω έρθει μέσα από εσένα, αλλά δεν ανήκω στη οικογένειά σου. Ήσουν σαν ένα σταυροδρόμι από το οποίο πέρασα. Αλλά, εδώ και καιρό, το ταξίδι μου βρίσκεται σε διαφορετική πορεία. Παρόλο που γεννήθηκα μέσα από εσένα, δεν ανήκω σε εσένα. Κανείς δεν έχει ζητιανέψει ποτέ για φαγητό στη δική σου οικογένεια από όσο ξέρω, αλλά στη δική μου οικογένεια ένα άτομο πάντα ζητιάνευε για φαγητό. Από όσο μπορώ να θυμηθώ, εγώ πάντα ζητιάνευα για φαγητό. Ναι, γεννήθηκα από εσένα, αλλά σίγουρα δεν ανήκω σε εσένα».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου