Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (13.217-13.286)

Ὣς εἰπὼν τρίποδας περικαλλέας ἠδὲ λέβητας
ἠρίθμει καὶ χρυσὸν ὑφαντά τε εἵματα καλά.
τῶν μὲν ἄρ᾽ οὔ τι πόθει· ὁ δ᾽ ὀδύρετο πατρίδα γαῖαν
220 ἑρπύζων παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης,
πόλλ᾽ ὀλοφυρόμενος. σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη,
ἀνδρὶ δέμας ἐϊκυῖα νέῳ, ἐπιβώτορι μήλων,
παναπάλῳ, οἷοί τε ἀνάκτων παῖδες ἔασι,
δίπτυχον ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἔχουσ᾽ εὐεργέα λώπην·
225 ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσι πέδιλ᾽ ἔχε, χερσὶ δ᾽ ἄκοντα
τὴν δ᾽ Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ ἐναντίος ἦλθε,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὦ φίλ᾽, ἐπεί σε πρῶτα κιχάνω τῷδ᾽ ἐνὶ χώρῳ,
χαῖρέ τε καὶ μή μοί τι κακῷ νόῳ ἀντιβολήσαις,
230 ἀλλὰ σάω μὲν ταῦτα, σάω δ᾽ ἐμέ· σοὶ γὰρ ἐγώ γε
εὔχομαι ὥς τε θεῷ καί σευ φίλα γούναθ᾽ ἱκάνω.
καί μοι τοῦτ᾽ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῶ·
τίς γῆ, τίς δῆμος, τίνες ἀνέρες ἐγγεγάασιν;
ἦ πού τις νήσων εὐδείελος ἦέ τις ἀκτὴ
235 κεῖθ᾽ ἁλὶ κεκλιμένη ἐριβώλακος ἠπείροιο;»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«νήπιός εἰς, ὦ ξεῖν᾽, ἢ τηλόθεν εἰλήλουθας,
εἰ δὴ τήνδε τε γαῖαν ἀνείρεαι. οὐδέ τι λίην
οὕτω νώνυμός ἐστιν· ἴσασι δέ μιν μάλα πολλοί,
240 ἠμὲν ὅσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ᾽ ἠέλιόν τε,
ἠδ᾽ ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα.
ἦ τοι μὲν τρηχεῖα καὶ οὐχ ἱππήλατός ἐστιν,
οὐδὲ λίην λυπρή, ἀτὰρ οὐδ᾽ εὐρεῖα τέτυκται.
ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος, ἐν δέ τε οἶνος
245 γίγνεται· αἰεὶ δ᾽ ὄμβρος ἔχει τεθαλυῖά τ᾽ ἐέρση·
αἰγίβοτος δ᾽ ἀγαθὴ καὶ βούβοτος· ἔστι μὲν ὕλη
παντοίη, ἐν δ᾽ ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ παρέασι.
τῷ τοι, ξεῖν᾽, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ᾽ ἵκει,
τήν περ τηλοῦ φασὶν Ἀχαιΐδος ἔμμεναι αἴης.»
250 Ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
χαίρων ᾗ γαίῃ πατρωΐῃ, ὥς οἱ ἔειπε
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
οὐδ᾽ ὅ γ᾽ ἀληθέα εἶπε, πάλιν δ᾽ ὅ γε λάζετο μῦθον,
255 αἰεὶ ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκερδέα νωμῶν·
«πυνθανόμην Ἰθάκης γε καὶ ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ,
τηλοῦ ὑπὲρ πόντου· νῦν δ᾽ εἰλήλουθα καὶ αὐτὸς
χρήμασι σὺν τοίσδεσσι· λιπὼν δ᾽ ἔτι παισὶ τοσαῦτα
φεύγω, ἐπεὶ φίλον υἷα κατέκτανον Ἰδομενῆος,
260 Ὀρσίλοχον πόδας ὠκύν, ὃς ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ
ἀνέρας ἀλφηστὰς νίκα ταχέεσσι πόδεσσιν,
οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος ἤθελε πάσης
Τρωϊάδος, τῆς εἵνεκ᾽ ἐγὼ πάθον ἄλγεα θυμῷ,
ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων,
265 οὕνεκ᾽ ἄρ᾽ οὐχ ᾧ πατρὶ χαριζόμενος θεράπευον
δήμῳ ἔνι Τρώων, ἀλλ᾽ ἄλλων ἄρχον ἑταίρων.
τὸν μὲν ἐγὼ κατιόντα βάλον χαλκήρεϊ δουρὶ
ἀγρόθεν, ἐγγὺς ὁδοῖο λοχησάμενος σὺν ἑταίρῳ·
νὺξ δὲ μάλα δνοφερὴ κάτεχ᾽ οὐρανόν, οὐδέ τις ἡμέας
270 ἀνθρώπων ἐνόησε, λάθον δέ ἑ θυμὸν ἀπούρας.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε κατέκτανον ὀξέϊ χαλκῷ,
αὐτίκ᾽ ἐγὼν ἐπὶ νῆα κιὼν Φοίνικας ἀγαυοὺς
ἐλλισάμην, καί σφιν μενοεικέα ληΐδα δῶκα·
τούς μ᾽ ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι καὶ ἐφέσσαι
275 ἢ εἰς Ἤλιδα δῖαν, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί.
ἀλλ᾽ ἦ τοί σφεας κεῖθεν ἀπώσατο ἲς ἀνέμοιο
πόλλ᾽ ἀεκαζομένους, οὐδ᾽ ἤθελον ἐξαπατῆσαι.
κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε νυκτός.
σπουδῇ δ᾽ ἐς λιμένα προερέσσαμεν, οὐδέ τις ἡμῖν
280 δόρπου μνῆστις ἔην, μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι,
ἀλλ᾽ αὔτως ἀποβάντες ἐκείμεθα νηὸς ἅπαντες.
ἔνθ᾽ ἐμὲ μὲν γλυκὺς ὕπνος ἐπήλυθε κεκμηῶτα,
οἱ δὲ χρήματ᾽ ἐμὰ γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες
κάτθεσαν, ἔνθα περ αὐτὸς ἐπὶ ψαμάθοισιν ἐκείμην.
285 οἱ δ᾽ ἐς Σιδονίην εὖ ναιομένην ἀναβάντες
οἴχοντ᾽· αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ.»

***
Έτσι μιλώντας, άρχισε να μετρά λεβέτια, τρίποδες πανέμορφους,
χρυσαφικά κι ωραία φαντά φορέματα.
Δεν βρήκε κάτι να του λείπει· ποθώντας όμως
κι οδυρόμενος για χώμα πατρικό, σύρθηκε
220 εκεί στο περιγιάλι της ασίγαστης θαλάσσης,
στον θρήνο του δοσμένος. Κι ήλθε κοντά του η Αθηνά,
στάθηκε πλάι του, ίδια στην όψη με παλληκάρι νιούτσικο,
βοσκόπουλο με σάρκα ακόμη τρυφερή, πες
βασιλόπουλο· είχε στους ώμους περασμένη κάπα διπλωτή,
στ᾽ άσπρα του πόδια πέδιλα, στα χέρια του κοντάρι.
Μόλις την είδε ο Οδυσσέας χάρηκε, στάθηκε αντίκρυ της,
κι όπως μιλώντας την προσφώνησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, ω φίλε, αφού εσένα πρώτα απάντησα
σ᾽ αυτόν τον τόπο. Αλλά μη βάλει τώρα ο νους σου τίποτε κακό
230 σε βάρος μου· σώσε κι αυτά, σώσε κι εμένα, ικέτης σου είμαι,
πέφτω στα γόνατά σου, σάμπως και να ᾽σουνα θεός.
Μόνο μολόγησέ μου τώρα την αλήθεια, να σιγουρευτώ·
ποια η χώρα, ποιος ο τόπος, ποια η φύτρα των ανθρώπων;
Είναι νησί αυτό περίβλεπτο; μήπως ακτή μιας εύφορης στεριάς
που γέρνει στο ακρογιάλι;»
Τότε αποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Μου φαίνεσαι, ξένε, κουτούτσικος. Εκτός κι αν έφτασες
από πολύ μακριά, για να ρωτάς τη σύσταση της χώρας.
Δεν είναι δα κι ανώνυμη! Πολλοί, πάρα πολλοί την ξέρουν·
240 όσοι τα μέρη κατοικούν που ανατέλλει ο ήλιος την αυγή,
αλλά κι οι άλλοι πάλι προς τη δύση, στο θολό σκοτάδι.
Κάπως τραχιά η γη αυτή, για τα άλογα ακατάλληλη,
όχι και τόσο ευρύχωρη, όμως δεν είναι και φτενό το χώμα της·
βγάζει σιτάρι αμέτρητο, έχει κι αμπέλια για κρασί,
βρέχει συχνά και στην πολλή δροσιά νοτίζουν τα χωράφια.
Καλά τα βοσκοτόπια της για γίδες και για βόδια,
μεγάλα δάση, δέντρα λογής λογής, τρέχουν πηγές
για να ποτίζονται τα ζώα.
Γι᾽ αυτά λοιπόν ακούστηκε το όνομα της Ιθάκης ακόμη
και στην Τροία, τόσο απόμακρη από των Αχαιών τη χώρα.»
250 Ακούγοντας τον λόγο της, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
αλάφρωσε η ψυχή του, χάρηκε την πατρική του γη, όπως την είπε
η Αθηνά Παλλάδα, θυγατέρα του αιγίοχου Δία.
Πήρε λοιπόν να της μιλήσει, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά,
μόνο που την αλήθεια δεν φανέρωσε, συγκράτησε και πάλι
τα λεγόμενά του — ο νους του πάντα γύρευε το κέρδος:
«Την έχω την Ιθάκη ακουστά στην Κρήτη την απλόχωρη,
πέρα μακριά στην άλλη θάλασσα. Και να που τώρα φτάνω ο ίδιος
με τ᾽ αγαθά μου αυτά. Άφησα κι άλλα τόσα στα παιδιά μου
φεύγοντας, όταν θανάτωσα τον γιο του Ιδομενέα —
260 μιλώ για τον Ορσίλοχο, στα πόδια γρήγορο, που πάντα του νικούσε,
στο απέραντο νησί της Κρήτης, όσους μαζί του έτρωγαν ψωμί,
στο τρέξιμο άφταστος.
Κι ο λόγος· γύρεψε τα λάφυρα να μου στερήσει,
όλα που μάζεψα στην Τροία, κι ας είχα υποφέρει τόσα πάθη εγώ
για χάρη τους, με τον εχθρό μου πολεμώντας, περνώντας
τα σαράντα κύματα.
Δεν είχα, λέει, σταθεί, δεν είχα χαριστεί στον κύρη του
εκεί στης Τροίας τα μέρη· έγινα μόνος μου αρχηγός
σ᾽ άλλους συντρόφους.
Τον χτύπησα λοιπόν θανάσιμα με δόρυ χάλκινο, την ώρα
που κατέβαινε στην πόλη απ᾽ τους αγρούς· πλάι στον δρόμο
του έστησα καρτέρι μ᾽ ένα μου φίλο.
Έσκεπε η νύχτα κατασκότεινη τον ουρανό, έτσι που δεν μας πήρε είδηση κανείς —
270 του πήρα τη ζωή κρυφά.
Κι αφού τον σκότωσα με μυτερό κοντάρι χάλκινο,
έτρεξα σε φοινικικό καράβι, τίμιοι άνθρωποι,
και τους παρακαλούσα μαζί τους να με πάρουν, χαρίζοντας
γενναίο μερίδιο από τα λάφυρά μου.
Τους είπα στην Πύλο να με βγάλουν ή και στη θεία Ήλιδα
να μ᾽ ακουμπήσουν, όπου κρατούν οι Επειοί.
Αλλά τους έσυρε μακριά του ανέμου η δίνη —
σίγουρα δεν το θέλησαν, γιατί δεν σκόπευαν να μ᾽ απατήσουν.
Έτσι λοιπόν περιπλανώμενοι φτάσαμε νύχτα εδώ,
κωπηλατώντας με σπουδή μπήκαμε στο λιμάνι, κανείς μας
280 δεν θυμήθηκε την ώρα αυτή το φαγητό, μόλο που το ᾽χαμε τόση ανάγκη·
μόλις που βγήκαμε απ᾽ το καράβι, πέσαμε
όλοι μας ξεροί.
Βυθίστηκα τότε κι εγώ σ᾽ ύπνο γλυκό από την τόση κούρασή μου,
κι εκείνοι βγάζουν απ᾽ το κοίλο πλοίο τ᾽ αγαθά μου,
τα απόθεσαν εκεί πάνω στην άμμο που βαθιά κοιμόμουν.
Μετά ανεβαίνουν στο καράβι τους και τράβηξαν
για την καλοχτισμένη Σιδονία. Όσο για μένα μόνος ξέμεινα,
με την καρδιά βαριά κι ασήκωτη.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου