Ο Καντ υποστηρίζει ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον ύπουλο εχθρό και στον δηλωμένο εχθρό: ο πρώτος, κρυφός και κόλακας, είναι αποτρόπαιος αν συγκριθεί με τον δεύτερο, ακόμη και όταν η κακία του τελευταίου μπορεί να γίνει πολύ βίαιη. Γιατί μπορούμε να αμυνθούμε, εξηγεί ο φιλόσοφος, εναντίον της δηλωμένης εχθρότητας, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα εναντίον της ύπουλης συμπεριφοράς, η οποία, αν είχε γίνει καθολικός κανόνας, θα είχε εξαφανίσει κάθε ίχνος εμπιστοσύνης στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Στην προκειμένη περίπτωση ο συνήθως ήρεμος και ειρηνικός Καντ προτιμά απερίφραστα την «άγρια βία» της συμπεριφοράς του δηλωμένου εχθρού, από την ήρεμη και γλυκερή όψη του ύπουλου ανθρώπου. Στον τελευταίο, σημειώνει ο φιλόσοφος, έχει «στεγνώσει η πηγή του καλού».
Πώς όμως εξηγούνται ο ύπουλος άνθρωπος και η συμπεριφορά του; Ο Καντ υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι έχουμε δύο τρόπους για να αξιολογήσουμε τον εαυτό μας: είτε να συγκριθούμε με την Ιδέα της τελειότητας είτε να συγκριθούμε με τον διπλανό μας. Το πρώτο κριτήριο, κάπως δύσκολο προφανώς στην εφαρμογή του, είναι το καλό· το δεύτερο είναι επικίνδυνο, γιατί αν διαλέξουμε έναν χειρότερο από μας είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα της σύγκρισης. Αλλά οι άνθρωποι είμαστε έτσι φτιαγμένοι, ώστε συνήθως «να φροντίζουμε να συγκρινόμαστε με τους χειρότερους παρά με τους καλύτερους, γιατί έτσι μπορούμε να αποκτήσουμε εύκολα μια λαμπρή εικόνα του εαυτού μας».
Στην περίπτωση όμως που η ζωή μάς αναγκάζει να συγκριθούμε με ανθρώπους που οι αρετές τους ξεπερνούν εμφανώς τις δικές μας, έχουμε δύο τρόπους να αντιμετωπίσουμε τη δυσάρεστη σύγκριση: είτε να επιχειρήσουμε να κατακτήσουμε με τις δικές μας δυνάμεις τις αρετές που ζηλεύουμε στους άλλους είτε να επιχειρήσουμε να μειώσουμε τις αρετές αυτές. «Επειδή η δεύτερη μέθοδος είναι πιο βολική, οι άνθρωποι προτιμούν να μειώνουν την αξία των άλλων παρά να αυξάνουν τη δική τους». Βιρτουόζος στην άσκηση αυτής της μεθόδου είναι ακριβώς ο ύπουλος άνθρωπος, όχι όμως τόσο γιατί κρίνει τη μέθοδο βολική, αλλά γιατί ο ίδιος δεν μπορεί να επιλέξει καμία άλλη. Πράγματι η ζήλια που νιώθουμε για τις αρετές των άλλων, νόμιμη σύμφωνα με τον Καντ γιατί είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση, στον ύπουλο άνθρωπο, που γνωρίζει ότι δεν έχει το σθένος να αντέξει την ευθεία αναμέτρηση, γίνεται ανομολόγητος φθόνος που «τρώει τα σωθικά». Αυτός ο φθόνος ονομάζεται από τον φιλόσοφο διαβολικός, «στο μέτρο που είναι τόσο έντονα ανεπτυγμένος σε έναν άνθρωπο, ώστε να ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης φύσης».
Μόνο που η υπέρβαση, στην προκειμένη περίπτωση, γίνεται προς τα κάτω: ο διαβολικός φθόνος έχει κάτι το κτηνώδες, «κάτι που θυμίζει το αρπακτικό που κοιμάται μέσα μας και που δεν καταφέρνουμε να υποτάξουμε». Η πηγή αυτών των γνωρισμάτων μας είναι άγνωστη, ομολογεί ο Καντ, και δέχεται ότι υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης που δεν θεμελιώνονται πουθενά. Η μόνη διέξοδος είναι η αναλογία: «Ορισμένα ζώα έχουν την τάση να αρπάζουν ό,τι βρεθεί μπροστά τους, ακόμη και όταν αυτό που άρπαξαν τους είναι εντελώς άχρηστο. Και όλα συμβαίνουν σαν να έχει διατηρηθεί στον άνθρωπο κάτι από αυτή την κτηνώδη φύση».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου