Όποιος παίρνει το μονοπάτι του επικούρειου βίου (τρόπου ζωής) πρέπει να αρχίζει με μια προσεκτική και φιλοσοφικά νηφάλια εξέταση των αναγκών και των ελλείψεών του, όπως αυτές εκδηλώνονται με τις ορμές, τις ορέξεις και τις επιθυμίες του. Πρέπει σιγά-σιγά να μάθει να δίνει προσοχή στις απαιτήσεις τους μέσα από μια ξεκάθαρη κατανόηση των ορίων τους (οροί επιθυμιών).
Η κατάταξη των επιθυμιών αρχίζει σε ένα χαμηλό επίπεδο να μετατρέπεται σε μια πολύπλοκη τεχνική ελέγχων και ισορροπιών, μια συνειδητή διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα φυσικά όρια των πόνων και των ηδονών, του σώματος και του νου. Τα τόσο αγαπητά στον Επίκουρο φυσικά όρια γίνονται, στην ουσία, μια παραλλαγή της θεωρίας της μεσότητας: μια ακόμη -όχι λιγότερο ενδιαφέρουσα— επαναδιατύπωση αυτής της προσφιλούς στους Έλληνες έννοιας. Ο εκλεπτυσμένος χαρακτήρας του αλγόριθμου των επιθυμιών γίνεται φανερός όταν αναλογιστούμε ότι η ορθή εκτίμηση των ορίων τους αφορά το σώμα όσο και το νου, και τις αντίστοιχες εμπειρίες τους, με όρους κινητικών και καταστηματικών ηδονών. Επιπλέον, ο όλος υπολογισμός των επιθυμιών και των ηδονών μπορεί να θεωρηθεί ως υπολογισμός ελλείψεων και πόνων. Η αρχή της ηδονής είναι, όπως έχουμε δει, ένα είδος ανεστραμμένης αρχής του πόνου, διότι πόνος και ηδονή είναι διαλεκτικά αντίθετα.
Τα όρια -τα φυσικά όρια- είναι για τον Επίκουρο κρίσιμα. Ο υπολογισμός των επιθυμιών καταδεικνύει ακριβώς μια φιλοσοφικά ακαταμάχητη, φυσιοκρατική επαναβεβαίωση της μεσότητας ως μέσου για τον φυσικό ανθρώπινο σκοπό, Η αρχή της ηδονής συνεπάγεται μια πρακτική εφαρμογή της μεσότητας, με βάση τον ακριβή και ρεαλιστικό υπολογισμό όλων των μεταβλητών και παραμέτρων που περιέχονται στον σύνθετο τύπο της ηδονής. Μια τέτοια πρακτική απαιτεί πραγματική άσκηση της βούλησης για τη συνειδητή, νοηματοδοτημένη και εσκεμμένη επιλογή και αποφυγή. Οι συνειδητές πράξεις της βούλησης που απαιτούνται από το άτομο ανοίγουν έναν νέο κόσμο δυνατοτήτων. Ασκώντας τη συνειδητή του βούληση μέσα σε μια φυσική κοινότητα νοήματος, το άτομο αδράχνει και διαφεντεύει κάθε διαθέσιμη ελευθερία. Ο φιλοσοφικός βίος που προτείνει ο Επίκουρος απαιτεί αυστηρή πειθαρχία και συντονισμό με την φύση, αλλά και ένα πλαίσιο για την ανθρώπινη δράση, δηλαδή έναν ανθρώπινο κόσμο που υποτίθεται ότι δίνει άφθονες ευκαιρίες για την άσκηση της ελεύθερης βούλησης. Αντιμέτωπος με μια ποικιλία ενδεχόμενων διαδρομών δράσης και αντικειμένων επιλογής, ο Επικούρειος μαθαίνει να καρπώνεται την όποια ελευθερία τού παρέχει η φύση στη διαχείριση των επιθυμιών του και να παρεκκλίνει εσκεμμένα, με σταθερή επιδίωξη την ευδαιμονία. Ο φιλοσοφικός τρόπος ζωής στην πραγματικότητα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις παρεκκλίνουσες κινήσεις που είναι σε θέση να πραγματοποιεί το άτομο.
Πώς μπορεί κανείς να εννοεί την παρέκκλιση στο πλαίσιο της ηθικής θεωρίας; Ποια είναι η σημασία της για την ανθρώπινη πράξη; Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο Επίκουρος είχε σκοπό να αξιοποιήσει τη παρέγκλισιν ως παράμετρο της ανθρώπινης ελευθερίας. Εντούτοις, οι μελετητές του δεν συμφωνούν ως προς το ακριβές νόημα και τη σημασία της.
Πώς ακριβώς διαφέρει η ανθρώπινη «αποκλίνουσα» συμπεριφορά από την απλώς μηχανική παρέκκλιση των ατόμων της ύλης; Έχω ήδη υποστηρίξει ότι η παρέκκλιση συνδέεται στενά με συνειδητές πράξεις της βούλησης μέσα σε μια κοινότητα νοήματος. Αρχικά, οι πράξεις αυτές εκτυλίσσονται μέσα στα όρια του γλωσσικά παραγόμενου νοήματος. Εκτυλίσσονται, με άλλα λόγια, στον χώρο της κοινότητας νοήματος που καθιερώνει η κοινή χρήση της φυσικής γλώσσας. Αργότερα, οι πράξεις αυτές αποκτούν νόημα μέσα στον ακριβέστερα διαγραμμένο χώρο της φιλοσοφικής έρευνας και του φιλοσοφικού λόγου. Τόσο το συνειδητό όσο και το βουλητικό τους περιεχόμενο ενισχύονται με την εφαρμογή της αρχής της ηδονής. Γίνονται έτσι αληθινά εκούσιες και, ως ένα βαθμό, ελεύθερες πράξεις της βούλησης.
Η αρχική συνειδητότητα και η συνακόλουθη ελευθερία που δημιουργείται από το γλωσσικά παραγόμενο νόημα μεγεθύνεται και εμπλουτίζεται από την ανώτερη συνειδητότητα και ελευθερία την οποία εισάγει το φιλοσοφικά παραγόμενο νόημα. Η παρέκκλιση του ατόμου παύει να παραπέμπει στις ελάχιστα συνειδητές και, επομένως, ελάχιστα ελεύθερες πράξεις που συνδέονται με την διαμόρφωση έξεων, και αρχίζει να παραπέμπει στις μέγιστα συνειδητές και, κατά συνέπεια, μέγιστα ελεύθερες πράξεις που συνδέονται με την ώριμη άσκηση της βούλησης.
Η ηθική θεωρία γενικά και η αρχή της ηδονής ειδικά μαρτυρούν μια σειρά διεπόμενων από κανόνες πράξεων και δραστηριοτήτων, που από μόνες τους είναι δυνατό να εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη και άριστη ηδονή του σώματος και του νου, διασφαλίζοντας έτσι την ευδαιμονία του ανθρώπου. Το ακριβές περιεχόμενο της παρέκκλισης ως πραγματικής παραμέτρου της ανθρώπινης ελευθερίας, θα γίνει σαφέστερο όταν εξετάσουμε την πραγματική επιδίωξη του ευ ζην στον Κήπο. Προς το παρόν, ας αρκεστούμε να επαναλάβουμε ότι οι παρεκκλίνουσες κινήσεις, νοούμενες ως συνειδητές πράξεις της βούλησης εντός των ορίων της κοινότητας νοήματος, εισάγουν και ενισχύουν τη διάσταση της ανθρώπινης ελευθερίας, γιατί μαρτυρούν ένα ανώτερο επίπεδο συνειδητότητας από πλευράς του ατόμου, επιτρέποντάς του έτσι τη μεγαλύτερη διαθέσιμη ποσότητα ελεύθερης βούλησης κατά την επιδίωξη του φυσικού τέλους Μάλιστα, η σημασία της ελεύθερης βούλησης, όπως εκδηλώνεται με την παρέκκλιση, θα φανεί αν αντιπαραθέσουμε τον Αριστοτέλη και τον Επίκουρο πάνω στο ζήτημα των εκούσιων και των ακούσιων πράξεων. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Futley στην εξαιρετική μελέτη του έχει ως εξής:
Αυτό που βρίσκουμε στον Αριστοτέλη, είναι κατ’ αρχάς μια επιμονή στο ότι υπάρχει πραγματική διάκριση μεταξύ εκούσιων και ακούσιων πράξεων τέτοια ώστε οι ηθικές κατηγορίες σχετίζονται με τις πρώτες αλλά όχι με τις δεύτερες’ και δεύτερον, μια ψυχολογία της πράξης, που εντοπίζει αυτή τη διάκριση όχι στις ατομικές πράξεις του ενηλίκου αλλά στον τρόπο με τον οποίο σχηματίζονται οι συνήθειες της συμπεριφοράς … Δεν βρίσκουμε στον Αριστοτέλη τις «ελεύθερες βουλήσεις», τις προσφιλείς στους μεταγενέστερους ηθικούς φιλοσόφους.
Ακριβώς πάνω στο ζήτημα των εκούσιων πράξεων ο Επίκουρος αποκλίνει σοβαρά από του Αριστοτέλη. Επιμένει ότι ο φυσικός τόπος του εκούσιου είναι οι ατομικές πράξεις του ενήλικου ανθρώπου που επιτελούνται στη βάση της αρχής της ηδονής, και η υψηλή συνειδητότητα και το νόημα που παρέχει η αρχή αυτή. Η ελευθερία είναι μια λειτουργία αυτού του προτσές, και η παρέκκλιση πρέπει να παραπέμπει σταθερά σ’ αυτήν. Διότι, όπως τονίζει ο Furley,
Για τον Αριστοτέλη, αρκούσε το να δείξει ότι το σωκρατικό παράδοξο, αν εκλαμβανόταν με τρόπο απόλυτο, θα εξαιρούσε από την ηθική αξιολόγηση όχι μόνο την κακή αλλά και την αγαθή συμπεριφορά -πράγμα που θα απέβαινε μοιραίο για τη διδασκαλία του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τον Επίκουρο, ο οποίος έπρεπε να αμυνθεί ενάντια σε επιχειρήματα που απομάκρυναν όλες τις πράξεις από την σφαίρα της ηθικής αξιολόγησης.
Η παρέκκλιση, λοιπόν, αρχικά σε σχέση με τη φυσική γλώσσα, και τώρα σε σχέση με την αρχή της ηδονής, μπορεί να νοηθεί ως η κίνηση του ατόμου που εισάγει ένα αληθινά εκούσιο στοιχείο στις πράξεις του. Η παραγωγή συνείδησης μέσω των πράξεων της βούλησης, καθώς και η ενισχυμένη αυτοσυνειδησία και η συνακόλουθη ελευθερία την οποία αναγνωρίζει η αρχή της ηδονής, οδηγούν σε μια άσκηση ελευθερίας, μια πραγματική apprentissage de liberte:
Αυτό που εξαρτάται από εμάς είναι άδεσποτον [=δεν έχει άλλον αφέντη] και, φυσικά, επιδέχεται τόσο τη μομφή όσο και τον έπαινο».
Εντός των ορίων της φυσικής αναγκαιότητας, η αρχή της ηδονής εισάγει τη διάσταση της αυτοσυνειδησίας και της ελευθερίας στον ανθρώπινο κόσμο μέσω της νοηματοδοτημένης παρέκκλισης του ανθρώπινου ατόμου.
Πριν να εξετάσουμε τις συνέπειες αυτής της θέσης, πρέπει να πούμε κάτι για τις παραδοσιακές αρετές της αρχαιοελληνικής ηθικής σκέψης. Τι γίνονται οι αρετές στο πλαίσιο αυτής της φιλοσοφίας; Απλώς καταπίπτουν πάνω στην εξίσωση ηδονή = αγαθόν. Η αρετή γίνεται μια λειτουργία του κατά φύσιν ζην, που από μόνη της βελτιστοποιεί την επιδίωξη της ηδονής και την συνακόλουθη ευδαιμονία. Η ταύτιση αρετής και ηδονής θα φάνταζε σαν μια παράλογη εκτροπή στα αφτιά των συγκαιρινών του Επίκουρου πουριτανών και ηθικολόγων. Όμως έχουμε δει ότι η δική του αφεσις, στην πραγματικότητα δεν σημαίνει πολύ περισσότερα από μια επαναδιατύπωση της θέσης του Αριστοτέλη – καθαρμένης, φυσικά, από όλες τις ηθικιστικές της προεκτάσεις. Ο Επίκουρος θα συμφωνούσε ότι:
Κάποιες ηδονές είναι ευτελείς και κακές, αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να πούμε ότι κάποιο είδος ηδονής είναι το ύψιστο αγαθό – ακριβώς όπως και κάποιο είδος γνώσης μπορεί να είναι εξαιρετικά καλό, μολονότι ορισμένα είδη γνώσης είναι ασήμαντα και κακά. ‘Ισα ίσα, είναι ίσως υποχρεωτικό να δεχθούμε ότι: Αν υπάρχουν ανεμπόδιστες ενέργειες για κάθε έξη, τότε, είτε η ευδαιμονία είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας του συνόλου των έξεων μας είτε αποτέλεσμα της ενέργειας κάποιας από αυτές (φτάνει να είναι ανεμπόδιστη), η ενέργεια αυτή πρέπει να είναι ό,τι πιο άξιο επιλογής και προτίμησης. Αυτή όμως η ενέργεια είναι η ηδονή. Επομένως, το Υπέρτατο Αγαθό (τό άριστόν) θα είναι κάποιο είδος ηδονής…
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να επιδιώκουμε κάθε ηδονή χωρίς διάκριση. Αντίθετα ο Επίκουρος αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να αποσαφηνίζει κατ’ επανάληψη τις ποικίλες παραμέτρους του αλγόριθμου των επιθυμιών που επηρεάζουν το αποτέλεσμα. Και μάλιστα τονίζει ότι η πρακτική σοφία (φρόνησις), μία από τις τέσσερις θεμελιώδεις παραδοσιακές αρετές, είναι απαραίτητη για την επιδίωξη της ηδονής. Διότι, όπως έχουμε δει, η αρχή της ηδονής είναι αρκετά εκλεπτυσμένη ώστε δεν έχει ανάγκη ιδιαίτερης φιλοσοφικής σαφήνειας ως προς τον καθορισμό των σωστών επιλογών και αποφυγών. Τόσο η θεωρητική κατανόηση όσο και η πρακτική της εφαρμογή καλύπτονται από τον όρο φρόνησις. Για τον Επίκουρο, θεωρία και πράξη συμπίπτουν. Αυτή είναι η ουσία της φρονήσεως, χωρίς την οποία κάθε επιδίωξη της ευδαιμονίας θα αποδειχτεί μάταιη και απατηλή. Από αυτή την άποψη, η φρόνησις είναι πολυτιμότερη από τη φιλοσοφία, διότι η φιλοσοφία νοείται εξαρχής ως πρακτική δραστηριότητα, ως τρόπος ζωής που απομακρύνει τον πόνο και ενισχύει την ηδονή:
‘Οταν λέω ότι η ηδονή είναι ο σκοπός της ζωής, δεν εννοοώ τις ηδονές των ασώτων ούτε τις αισθησιακές ηδονές, όπως νομίζουν μερικοί απληροφόρητοι ή όσοι είναι αντίθετοι με τις απόψεις μου ή τις παρερμηνεύουν. Εννοώ το να μην υποφέρει, κανείς σωματικούς πόνους και ψυχική ταραχή (μήτε άλγειν κατά σώμα μήτε ταράττεσθαι κατά ψυχήν). Διότι την ευχάριστη ζωή δεν μας την προσφέρουν τα φαγοπότια και τα ξεφαντώματα ούτε οι απολαύσεις αγοριών και γυναικών ή ψαριών και άλλων εδεσμάτων που προσφέρει το πλούσιο τραπέζι, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός (νήφων λογισμός), που ερευνά τα αίτια κάθε προτίμησης και αποφυγής και διώχνει τις δοξασίες που με τόση σύγχυση γεμίζουν τις ψυχές μας.
Η αρχή όλων αυτών και μέγιστο αγαθό συνάμα είναι η φρόνησις. Γι αυτό και είναι πολυτιμότερη η φρόνηση κι από τη φιλοσοφία ακόμη, γιατί από αυτήν απορρέουν όλες οι άλλες αρετές – επειδή ακριβώς η φρόνηση μάς διδάσκει ότι δεν είναι δυνατό να ζει κανείς ευχάριστα (ήδεως ζην), χωρίς σύνεση {άνευ του φρονίμως), χωρίς ομορφιά και δικαιοσύνη’ κι ούτε πάλι μπορεί να ’χει η ζωή του φρόνηση, ομορφιά και δικαιοσύνη, χωρίς την ηδονή. Γιατί οι αρετές είναι σύμφυτες με την ηδονική ζωή’ και η ηδονική ζωή είναι αξεχώριστη από τις αρετές.
Μάλιστα, ο Επίκουρος είναι πρόθυμος να προχωρήσει ένα ακόμη βήμα: υποστηρίζει ότι δεν μπορεί κανείς να επιδιώκει την ηδονή χωρίς ταυτόχρονα να ασκεί την δικαιοσύνη. Το ευ ζην στη βάση της αρχής της ηδονής, θα ’λεγε κανείς, προϋποθέτει τη συνετή άσκηση της βούλησης εντός των φυσικών ορίων που θέτει ο αλγόριθμος των επιθυμιών. Αυτό, βεβαίως, παραπέμπει στην φυσιοκρατική μεσότητα και, ακόμη περισσότερο, μαρτυρά ότι δικαιοσύνη είναι ακριβώς η συνετή εφαρμογή μιας τέτοιας μεσότητας. Η δικαιοσύνη, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι η φυσική συνέπεια της άσκησης της φρονήσεως κατά την επιδίωξη της ηδονής. Εντούτοις, λόγω της ελλειπτικής διατύπωσης του Επίκουρου, η ιδέα παραμένει αβέβαιη και ασαφής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου