«Χάμω σερνόταν η ανθρώπινη ζωή, να την κλαις βλέποντας τη μπρος στα μάτια, πλακωμένη κάτω από το βάρος μιας θρησκείας, που προβάλλοντας το κεφάλι από τις χώρες τ’ ουρανού απειλούσε τους θνητούς με την τρομερή της όψη. Οπότε πρώτος ένας Έλληνας, ένας άνθρωπος, τόλμησε να σηκώσει τα θνητά του μάτια κατεπάνω της και πρώτος να ορθωθεί εμπρός της.
Αυτόν δεν τον κράτησαν θεών παραμύθια ούτε κεραυνοί ούτε ουρανός με τ’ απειλητικό μουρμουρητό του. Περίσσια του κέντρισαν της ψυχής το αψύ θάρρος και του άναψαν πιο πολύ τον πόθο να ξετινάζει πρώτος τις σφιχτές κλειδωνιές τής φύσης.
Η ζωντανή ορμή του νου θριάμβευσε. Διάβηκε πέρα τούς φλογισμένους φράχτες του κόσμου και τ’ αμέτρητ’ όλο το περπάτησε με το νου και τη σκέψη. Κείθε μας γύρισε νικητής, για να μας διδάξει τι μπορεί να γεννιέται και τι δεν μπορεί, τούς νόμους πού ορίζουν την κάθε ενέργεια σύμφωνα μ’ ατράνταχτους φραγμούς. Έτσι δαμασμένη ή θρησκεία πατιέται με τη σειρά της κάτω από τα πόδια κι εμάς η νίκη μας υψώνει στον ουρανό» (De rerum natura I, 62 – 79).
“Αξεδίψαστος από αγάπη και θαυμασμό ξαναπιάνει το εγκώμιο στο 5ο βιβλίο:
«Ποιος μπορούσε από πλούσιο στήθος να στήσει τραγούδι άξιο για του έργου του το μεγαλείο και όσων εκείνος έφερε στο φως; Κάποιος είναι τόσο δυνατός σε λόγο για να παινέσει τις αξιοσύνες εκείνου πού σκαλίζοντας με το νου ξεσκέπασε και μας χάρισε τόσα αγαθά·
Κανένας, στοχάζομαι, γεννημένος από θνητό κορμί. Γιατί, αν πρέπει να το πει κανείς, όπως απαιτεί το μεγαλείο του έργου του, πού γνωρίσαμε τώρα, ήταν θεός εκείνος, μάλιστα θεός, πού πρώτος βρήκε το νόημα τής ζωής, διότι σήμερα λέμε σοφία, εκείνος, πού αρπάζοντας με την επιστήμη του τη ζωή από τόσο τρομερές ανεμοζάλες κι από τόσο βαθιά σκοτάδια την απίθωσε σε τέτοια γαλήνη και τόσο λαμπρό φως» (De rerum natura V, 1 -11).
Πάρε τα παλιά ευρήματα, τονίζει συνεχίζοντας, πού μας χάρισαν, όπως λεν, οι θεοί. Η Δήμητρα, λένε, μας δίδαξε το σιτάρι, ο Βάκχος το κρασί. Χωρίς αυτά μπορούσε να υπάρχει ζωή κι είναι, καθώς ακούμε, λαοί πού ζούνε χωρίς να τα ξέρουν. Μα ζωή ευτυχισμένη είναι αδύνατη χωρίς ξεκάθαρη καρδιά.
Γι' αυτό πιο δικαιολογημένα μας φαίνεται θεός εκείνος πού ή διδασκαλία του, ζωντανή κι απλωμένη στα μεγάλα έθνη, γαληνεύει τις καρδιές με τις γλυκές παρηγοριές τής ζωής. Ο Ηρακλής με τούς άθλους του. αξίζει περισσότερη τιμή; Θα 'φευγες ακόμα μακρύτερα από την αλήθεια. Τι κακό θα μας έκανε σήμερα τ’ ορθάνοιχτο του Νεμεϊκού λιονταριού φαράγγι κι οι ορθωμένες τρίχες του ‘Αρκαδικού Αγριόχοιρου; Κι ύστερα από αλατισμένη περιγραφή των άθλων του ήρωα προσθέτει: ’Ακόμα και σήμερα είναι μέρη, βουνά κι ερημιές, γεμάτα απ’ τα πιο άγρια θηρία. Μα ή καρδιά, αν δεν καθαριστεί, τι μάχες, τι κίνδυνους αντικρίζουμε κάθε ώρα, πώς θα τρώνε τον άνθρωπο τα πάθη;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου