Γερογραφειοκράτη, φίλε μου, που κάθεσαι πλάι μου και που είσαι ο ίδιος ο εαυτός μου.
Τίποτα δε σ’ έκανε να ξεφύγεις απ’ όπου βρίσκεσαι και δεν είσαι διόλου υπεύθυνος γι’ αυτό.
Έφτιαξες την ηρεμία σου καθώς κάνουν οι τερμίτες έχοντας για καλά φρακάρει όλους τους δρόμους που φέρνουνε από τη φυλακή τους στο φως.
Τυλίχθηκες για καλά μέσα στην αστική ασφάλεια, με τις συνήθειές σου, που πνίγουνε την επαρχιώτικη ζωή σου, σήκωσες τούτο το ταπεινό ανάχωμα ενάντια στους ανέμους, τις πλημμύρες και τ’ άστρα.
Δεν έχεις κέφι να νοιαστείς διόλου για τα μεγάλα προβλήματα και είχες αρκετά απ’ αυτά για να ξεχάσεις την ανθρώπινή σου υπόσταση.
Δεν είσαι διόλου ο κάτοικος ενός περιπλανώμενου πλανήτη, δεν βάζεις πια ερωτήματα στον εαυτό σου χωρίς να παίρνεις απάντηση: είσαι ένας μικροαστός της πόλης σου.
Κανένας δε σ’ άρπαξε να σε ταρακουνήσει από τους ώμους, όταν ακόμα ήταν καιρός.
Τώρα, ξεράθηκε πια ο πηλός που σ’ έπλασε και σκλήρυνε, και κανένας μέσα σου δε θα μπορέσει πια να ξυπνήσει τον κοιμισμένο μουσικό, εάν ήσουν, ή τον ποιητή, ή τον αστρονόμο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου