Είναι αλήθεια ότι ακούγεται κάπως παράξενα να διατυπώνεται το φανταστικό ενδεχόµενο να ήταν ο Αριστοτέλης ∆ιευθύνων Σύµβουλος (∆Σ). Αυτό διότι, στην εποχή του, όχι µόνον δεν υπήρχαν ∆ιευθύνοντες Σύµβουλοι, αφού δεν υπήρχαν επιχειρήσεις, µε τη µορφή που τις γνωρίζουµε τους τελευταίους τρεις αιώνες, αλλά και γιατί ο Αριστοτέλης θα αποστρεφόταν βαθιά την ιδέα ότι µπορεί να διοικεί µια καπιταλιστική επιχείρηση [1]. Τούτο γιατί όχι µόνον εκτιµούσε ιδιαίτερα τον «θεωρητικό βίο», αλλά και γιατί υποτιµούσε την κερδοσκοπική οικονοµική δραστηριότητα. Αν και από µια άποψη ήταν ο πρώτος οικονοµολόγος, ο Αριστοτέλης καταδίκαζε το κίνητρο του κέρδους και αποκαλούσε αυτούς που ασχολούνταν µε το εµπόριο και το δανεισµό «παράσιτα». Για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο το κέρδος ήταν µια µορφή κλοπής και το εµπόριο ένα είδος εκµετάλλευσης. Η απαξιωτική για το εµπόριο άποψή του επηρέασε έντονα του χριστιανούς θεολόγους του µεσαίωνα, ιδιαίτερα τον επιφανέστερο εξ αυτών, το Θωµά Ακινάτη, και τροφοδότησε την ιστορική καχυποψία της Καθολικής Εκκλησίας έναντι του κέρδους και των επιχειρήσεων. Ακόµα και γι αυτόν τον προάγγελο της νεωτερικότητας, το Λούθηρο, η κερδοσκοπική επιχείρηση ήταν τουλάχιστον ύποπτη. Με ποια έννοια, λοιπόν, θα µπορούσαµε να σκεφτούµε το ενδεχόµενο ο Αριστοτέλης να ήταν ∆Σ; Τι θα µας πρόσφερε ένα τέτοιο πείραµα σκέψης;
Ας αποφύγουµε τον πειρασµό να δώσουµε µια αφηρηµένη απάντηση στο ερώτηµα αυτό. Ας δοκιµάσουµε κάτι χειροπιαστό. Ένα εύκολο θέµα θα ήταν να συζητήσουµε τα εταιρικά σκάνδαλα που ταλάνισαν τις ΗΠΑ και την Ευρώπη τα τελευταία τρία χρόνια. Γνωρίζουµε τώρα πόση ζηµιά µπορούν να κάνουν σε µια εταιρία, και τι σοβαρές επιπτώσεις µπορούν να έχουν στη ζωή χιλιάδων ανθρώπων, οι αποφάσεις διεφθαρµένων ανώτερων στελεχών επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα προέδρων και διευθυνόντων συµβούλων. Σίγουρα δεν περιποιεί τιµή στην Αµερικανική βιοµηχανία να οδηγούνται µε χειροπέδες στον εισαγγελέα µερικοί από τους µέχρι χθες διακεκριµένους «βαρόνους» της, όπως ο Μπέρναρντ Εµπερς (πρώην πρόεδρος της WorldCom), ο Τζεφ Σκίλινγκ (πρώην πρόεδρος της Enron), ο Ντένις Κοζλόφσκι (πρώην ∆ιευθύνων Σύµβουλος της Tyco International), ή ο Τζων Ρήγας (πρώην ∆ιευθύνων Σύµβουλος της Adelphia Communications). Ακόµα και για µια χώρα που µαστίζεται από συστηµατική διαφθορά, όπως η Ιταλία, είναι σίγουρα ένα ισχυρό σοκ να βλέπει κανείς τον Καλίστο Τάνζι, πρώην πρόεδρο της Parmalat, προβεβληµένο βιοµήχανο κι εκλεκτό του Βατικανού, να οδηγείται στη φυλακή.
Θα ήταν επίσης εύκολο να στηλιτεύσουµε τις γνωστές περιπτώσεις “θεσµοποιηµένης” διαπλοκής στις ΗΠΑ, όπως λ.χ. το ρόλο της διαβόητης Halliburton (διευθύνων σύµβουλος της οποίας διετέλεσε ο νυν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσένι) στις αναθέσεις έργων στο Ιράκ από το Αµερικανικό Πεντάγωνο, των εταιριών που χρηµατοδοτούν τα δύο µεγάλα κόµµατα, και την ισχυρή επιρροή των επιχειρήσεων στο πολιτικό σύστηµα [2]. ∆εν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να συνειδητοποιήσει τις δυσµενείς οικονοµικές, πολιτικές και ηθικές συνέπειες της ελληνικής διαπλοκής, όπου επιχειρήσεις στήθηκαν και διέπρεψαν όχι τόσο χάρις στην επιχειρηµατική ευφυΐα, όσο στις ευνοιοκρατικές σχέσεις των ιδιοκτητών τους µε το κράτος. Τα ανωτέρω είναι «εύκολοι» στόχοι και δεν χρειάζεται να προσφύγει κανείς στην Αριστοτελική σκέψη γα να τα κατανοήσει. Απαιτείται απλώς κοινή λογική και ένα στοιχειώδες αίσθηµα ευπρέπειας.
Ας πάρουµε όµως µια πιο «δύσκολη» περίπτωση, όπου δεν είναι προφανές τι είναι ορθό. Το Νοέµβριο του 2002 δηµοσιοποιήθηκε η επιθυµία του Ζαν-Πιερ Γκαρνιέ, διευθύνοντος συµβούλου της GlaxoSmithKline (GSK), της δεύτερης σε µέγεθος φαρµακευτικής εταιρίας στον κόσµο, να διπλασιάσει το συνολικό πακέτο των αποδοχών του σε περίπου $20 εκατοµµύρια δολάρια (βλ. Financial Times, 30/11/2002· Guardian 18/11/2002). Η επιτροπή αµοιβών της GSK υιοθέτησε το αίτηµα αυτό, το οποίο, ωστόσο, προκάλεσε τη δηµόσια οργή των θεσµικών επενδυτών και των µετόχων της εταιρίας και, τελικά, καταψηφίστηκε στη γενική συνέλευση της GSK την άνοιξη του 2003.
∆εν µπορούµε να πούµε ότι ο κ. Γκαρνιέ κακοπερνούσε µε την τρέχουσα συνολική αµοιβή των $10 περίπου εκατοµµυρίων, ούτε ότι δεν αµειβόταν καλά σε σχέση µε άλλους οµολόγους του στη βιοµηχανία – ήταν ο τρίτος κατά σειράν καλύτερα αµειβόµενος ∆ιευθύνων Σύµβουλος των εταιριών στη λίστα FTSE-100 (Guardian, 18/11/2002). Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι οι Αµερικανοί οµόλογοί του στη φαρµακευτική βιοµηχανία αµείβονταν αρκετά καλύτερα. Αυτό ήταν, άλλωστε, και το επιχείρηµα µε το οποίο η GSK αιτιολόγησε την απόφασή της να εισηγηθεί το διπλασιασµό των αποδοχών του κ. Γκαρνιέ: «η εταιρία δεσµεύεται να ευθυγραµµίσει το σύστηµα κινήτρων της µε αυτό της υπόλοιπης φαρµακευτικής βιοµηχανίας» (Guardian, 27/11/2002).
∆ύο πράγµατα αξίζει να προσέξουµε στην υπόθεση Γκαρνιέ. Πρώτον η χρονική στιγµή στην οποία επιχειρήθηκε η δραστική αναπροσαρµογή των αποδοχών του κ. Γκαρνιέ δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Από το 2000, οπότε ο κ. Γκαρνιέ ανέλαβε τα ηνία της νέας GSK, προϊόν συγχώνευσης της Glaxo Welcome µε τη SmithKline Beecham, η τιµή της µετοχής της εταιρίας µειώθηκε κατά 30% και η κερδοφορία της κατά 25%. Ήταν κοινώς γνωστό ότι η συγχώνευση αντιµετώπιζε προβλήµατα και το ηθικό των εργαζοµένων ήταν χαµηλό: ο επικεφαλής επιστήµονας της GSK εξέφρασε επιφυλάξεις για το κατά πόσον η γιγάντωση της εταιρίας που επέφερε η συγχώνευση θα ενίσχυε την ερευνητική της ικανότητα να επινοήσει νέα φάρµακα· τέσσερα από τα 12 ανώτερα στελέχη στα Τµήµατα Ερευνας και Ανάπτυξης εγκατέλειψαν την εταιρία από τότε που ανακοινώθηκε η συγχώνευση, ενώ αρκετοί επιστήµονες της GSK πίστευαν ότι ο κ. Γκαρνιέ «έχει πάρει διαζύγιο από την πραγµατικότητα» (Financial Times, 30/11/2002).
Το δεύτερο αξιοπρόσεκτο σηµείο είναι ο τρόπος µε τον οποίο ο κ. Γκαρνιέ είδε το ρόλο του ως ηγέτη της GSK. Ο επιχειρηθείς διπλασιασµός των αµοιβών του αιτιολογήθηκε µε βάση τη συναλλακτική γλώσσα της αγοράς: δουλεύω σκληρά για την εταιρία και απαιτώ η αµοιβή µου να εναρµονίζεται µε αυτή της φαρµακευτικής βιοµηχανίας. ∆εδοµένου ότι η GSK είναι µια µεγάλη και επιτυχηµένη εταιρία, και δεδοµένου ότι η αγορά υψηλόβαθµων στελεχών είναι πράγµατι ανταγωνιστική και παγκοσµιοποιηµένη, είναι ευλογοφανές το επιχείρηµα του εκπροσώπου της GSK, ότι «η GSK στοχεύει να έχει εκείνες τις πολιτικές αµοιβών που θα τις επιτρέψουν να προσλάβει, να κρατήσει και να υποκινήσει τα εξαιρετικά υψηλόβαθµα ταλέντα που χρειάζεται» (Guardian, 18/11/2002).
Πολύ απλά: αν θες τους καλύτερους στον κόσµο τότε θα πρέπει τους πληρώσεις τιµές αγοράς. Λογικό δεν ακούγεται; Είναι όµως τόσο απλό; Η συναλλακτική γλώσσα – η γλώσσα της αγοράς – είναι η πλέον κατάλληλη για να κατανοήσει ένας επιχειρηµατικός ηγέτης το ρόλο του; Τι µήνυµα στέλνει ένας ηγέτης που µε τόσο απροκάλυπτο τρόπο, και σε µια όχι ιδιαίτερα καλή στιγµή για την εταιρία, προβάλλει και υπερασπίζεται το στενό οικονοµικό του συµφέρον; Προς Θεού δεν υπαινίσσοµαι ότι η γλώσσα της αγοράς είναι περιττή – στο κάτω-κάτω µια εταιρία η οποία δεν λαµβάνει την αγορά υπόψη της δεν θα µακροηµερεύσει. Η γλώσσα της αγοράς, όµως, δηµιουργεί προβλήµατα όταν θεωρείται η κυρίαρχη γλώσσα µε την οποία καλούµαστε να κατανοήσουµε το πώς λειτουργεί µια επιχείρηση.
Οι επιχειρήσεις υποχρεωτικά κινούνται σε δύο πεδία συγχρόνως: του ανταγωνισµού και της συνεργασίας. Για να ανταγωνιστούν επιτυχώς µε άλλες επιχειρήσεις πρέπει να αναπτύξουν τις σχέσεις συνεργασίας στο εσωτερικό τους: ως οργάνωση, η επιχείρηση είναι πρωτίστως ένα σύστηµα θεσµοποιηµένης συνεργασίας το οποίο παράγει αξία χάρις στη συνεργατική συµπεριφορά των µελών του. Η συνεργασία, βέβαια, δεν είναι κάτι το αυτονόητο, ούτε δεδοµένο: πρέπει διαρκώς να αναπτύσσεται, να καλλιεργείται, και να εκλεπτύνεται. Αν και σε ένα ιεραρχικά οργανωµένο σύστηµα, όπως η επιχείρηση, η τυπική συνεργασία σε ένα βαθµό επιβάλλεται, εν τούτοις η αυθόρµητη (αυτο-υποκινούµενη) συνεργασία – η οποία, τελικά, αυτή είναι που µετράει – πρέπει να αναδυθεί, να προκύψει από τα κάτω· δεν µπορεί να επιβληθεί από τα πάνω. Με άλλα λόγια, η επίτευξη της αυθόρµητης συνεργασίας είναι το πρώτιστο µέληµα του ηγέτη και αυτό µε τα σειρά του µας παραπέµπει στο ερώτηµα: πως πρέπει να συµπεριφέρεται ένας ηγέτης για να επιτύχει την αυθόρµητη συνεργασία των εργαζοµένων και την προσήλωσή τους στην επιχείρηση; Περαιτέρω: πως µπορεί ένας ηγέτης να λαµβάνει καλές αποφάσεις; Τι είναι καλές αποφάσεις; Γιατί εργάζονται οι άνθρωποι; Σε τι αποσκοπεί η επιχειρηµατική δραστηριότητα; Σε µια δηµοκρατική κοινωνία, πως θα εξασφαλίσει η επιχείρηση την ενεργό αποδοχή της κοινής γνώµης για το έργο της; Σε αυτά τα ερωτήµατα ο Αριστοτέλης ίσως µπορεί να µας βοηθήσει.
Η ηθική του Αριστοτέλη
Οι αρετές
Ένα κύριο µέληµα του Αριστοτέλη είναι να διερευνήσει ένα αρχέγονο ερώτηµα: ποιος είναι ο άριστος βίος για τον άνθρωπο; Γιατί ζούµε; Το συµπέρασµα στο οποίο καταλήγει είναι ότι το ύψιστο αγαθό είναι η «ευδαιµονία» [3]. Όπως όλα τα άλλα είδη, ο άνθρωπος έχει µια συγκεκριµένη φύση, η οποία, σε αντίθεση όµως µε τα άλλα είδη, τον ωθεί προς έναν σκοπό (τέλος) – τον ενάρετο βίο. Η ευδαιµονία συνίσταται στην ικανοποίηση εκείνων των επιθυµιών που είναι απαραίτητες προκειµένου ο άνθρωπος να διάγει έναν ενάρετο βίο. Η ευδαιµονία «είναι ένα είδος ενέργειας της ψυχής που γίνεται σύµφωνα µε την αρετή» [4]. Οι αρετές είναι καταστάσεις της ψυχής, η απόκτηση των οποίων θα καταστήσει έναν άνθρωπο ικανό να βιώσει την ευδαιµονία· αντιθέτως, η απουσία των αρετών θα αποµακρύνει τον άνθρωπο από την εγγενή κίνησή του προς το «τέλος» της ευδαιµονίας. Η αρετή για τον Αριστοτέλη και τους αρχαίους Έλληνες είναι η αναζήτηση της τελειότητας σε µια δραστηριότητα: «η αρετή του ανθρώπου θα πρέπει να είναι η συνήθεια [έξις] µε βάση την οποία γίνεται καλός ο άνθρωπος κι αποκτά τη δυνατότητα να εκτελέσει αποδοτικά το έργο του» (1106α22-24).
Υπάρχουν δύο ειδών αρετές – διανοητικές και ηθικές. Οι πρώτες µας βοηθούν να γνωρίσουµε την αλήθεια, ενώ οι δεύτερες µας βοηθούν να δρούµε σωστά σε πρακτικές περιστάσεις. Η σηµαντικότερη από τις διανοητικές αρετές είναι η «φρόνησις» διότι, σε αντίθεση µε τις άλλες διανοητικές αρετές (π.χ. επιστήµη, σοφία), η φρόνηση ασχολείται µε τα «ενδεχόµενα» (µε πράγµατα δηλαδή που υπόκεινται σε µεταβολή), και αφορά στο πως πρέπει να συµπεριφερόµαστε σε συγκεκριµένες περιστάσεις. Η φρόνηση είναι η διανοητική αρετή δίχως την οποία καµία ηθική αρετή δεν µπορεί να ασκηθεί.
Η αρετή συνίσταται στη µεσότητα µεταξύ δύο άκρων – της υπερβολής και της έλλειψης. Για κάθε αρετή, δηλαδή, υπάρχουν δύο αντίστοιχα ελαττώµατα. Παραδείγµατος χάριν, µετριοφροσύνη είναι η µεσότητα µεταξύ µικροπρέπειας και αλαζονείας, το θάρρος η µεσότητα µεταξύ δειλίας και θράσους [5].
Τι, όµως, θεωρείται κάθε φορά ως ελάττωµα δεν µπορεί να προσδιορισθεί εκ των προτέρων, ανεξάρτητα από τις περιστάσεις. Λόγου χάριν, η ίδια πράξη, όπως π.χ. η απόσυρση οπλικών συστηµάτων από µια χώρα (π.χ. η περίπτωση της Κύπρου µετους S-300), ή η αποφυγή της σύρραξης µε αντίπαλη χώρα (π.χ. η περίπτωση της ΕλληνοΤουρκικής διαµάχης στα Ίµια), µπορεί σε µια περίπτωση να είναι έκφραση δειλίας, σε µια άλλη όµως να είναι πράξη θάρρους. Η κρίση, κατά συνέπεια, είναι ένα αναπόσπαστο γνώρισµα του ενάρετου ανθρώπου, ενώ δεν συµβαίνει αυτό µε τον άνθρωπο που απλώς υπακούει το νόµο ή ακολουθεί κανόνες [6].
Μπορούµε να ορίσουµε κανόνες συµπεριφοράς σύµφωνα µε τις ηθικές αρετές; Όχι δεν µπορούµε, λέει ο Αριστοτέλης. Η ηθική συµπεριφορά δεν είναι ένα είδος ηθικού ηλεκτρονικού υπολογιστή τον οποίο µπορούµε να τροφοδοτήσουµε µε πληροφορίες από τη µια µεριά προσδοκώντας οδηγίες συµπεριφοράς από την άλλη [7]. Αν χρειαστούµε βοήθεια σχετικά µε το τι πρέπει να κάνουµε, πρέπει να αναζητήσουµε την κρίση ενός καλού ανθρώπου, µε πείρα, διότι αυτός, πιθανότατα, θα έχει διαµορφώσει καλή κρίση. Επειδή ακριβώς η ηθική συµπεριφορά δεν απαρτίζεται από ένα σύνολο κανόνων, δεν ωφελεί να κάνει κανείς διαλέξεις περί ηθικής. Οι νέοι δεν ωφελούνται µε διαλέξεις αλλά µε παραδειγµατικές πράξεις. Η γνώση περί ηθικής είναι επωφελής µόνο γι αυτούς που είναι ήδη ενάρετοι [8]. Για τον κακό άνθρωπο µια ενάρετη πράξη φαίνεται ακατανόητη, επώδυνη ή ανόητη. Για τον ανώριµο άνθρωπο, η ψυχή του οποίου δεν έχει ακόµη σχηµατισθεί έτσι ώστε να επιδιώκει τον ενάρετο βίο, µια ενάρετη πράξη δεν εκτιµάται. «Σε εκείνους όµως που κατευθύνουν τις ορέξεις και τις πράξεις τους σύµφωνα µε τον λόγο, η γνώση αυτών των πραγµάτων θα τους ήταν ιδιαίτερα ωφέλιµη», λέει ο Αριστοτέλης (1095α 9-12).
Οι αρετές δεν είναι απλώς ένα µέσον για την επίτευξη της ευδαιµονίας. Για την ακρίβεια, η ανθρώπινη ευτυχία – η ευδαιµονία – δεν µπορεί να κατανοηθεί εξωγενώς. ∆εν µπορούµε, δηλαδή, να πάρουµε ένα εγχειρίδιο ευτυχίας, να ακολουθήσουµε τις οδηγίες του και αυτό θα µας οδηγήσει στην ευτυχία – µόνον οι αφελείς θα έκαναν κάτι τέτοιο. Η ευτυχία βιώνεται µέσα από τη συµµετοχή µας σε δραστηριότητες, δεν παράγεται ως τελικό αποτέλεσµα όπως ένα καφές ή ένα αυτοκίνητο. Μετέχουµε σε εκείνες τις δραστηριότητες που συνιστούν την ευτυχία και αυτή η µετοχή µας κάνει ευτυχισµένους.
Υπάρχουν βέβαια σκοποί που είναι ξεχωριστοί από τις δραστηριότητες (τα µέσα) που οδηγούν στην επίτευξή τους. Παραδείγµατος χάριν, η κατασκευή ενός αυτοκινήτου – η διαδικασία – είναι διαφορετική από το αυτοκίνητο αυτό καθεαυτό. Αντιθέτως, όµως, η υγιεινή διατροφή που αποσκοπεί στην καλή υγεία αποτελεί µέρος της καλής υγείας. Η υγεία δεν είναι µια τελική κατάσταση η οποία παράγεται µετά την καλή διατροφή, τη γυµναστική, τον καλό ύπνο κλπ. Το να είσαι υγιής συνίσταται ακριβώς στο να πράττεις ο,τιδήποτε είναι απαραίτητο για την καλή υγεία – η τελευταία είναι η κατάσταση εκείνη στην οποία λαµβάνουν χώρα οι συναφείς δραστηριότητες. Η διαδικασία και το αποτέλεσµα, τα µέσα και ο σκοπός, είναι αλληλένδετα και αµοιβαίως οριζόµενα. Αντιστοίχως, για τον Αριστοτέλη, η ενάρετη δράση δεν είναι ένα µέσον για την επίτευξη της ευδαιµονίας αλλά συνιστά την ίδια την ευδαιµονία.
Φρόνησις και πράξις
Η φρόνηση είναι η πρακτική γνώση του ενάρετου ανθρώπου. Η φρόνηση είναι διαφορετική από την «επιστήµην» διότι η τελευταία αποσκοπεί µόνο στην καθολική γνώση – τη γνώση γενικών αρχών για πράγµατα που δεν µπορεί να είναι διαφορετικά· είναι επίσης διαφορετική από την «τέχνην» διότι η τελευταία ενδιαφέρεται µόνο για την πρακτική γνώση – πως θα παραχθεί κάτι. Η φρόνηση συνίσταται στην ανεπτυγµένη ικανότητα αφενός µεν να γνωρίζει κανείς τους καλούς τελικούς σκοπούς για τους ανθρώπους («προς τέλος τι σπουδαίον ευ λογίσωνται», 1140α 30), αφετέρου δε να υλοποιεί τους τελικούς σκοπούς σε συγκεκριµένες και µεταβαλλόµενες κάθε φορά περιστάσεις. Με τα λόγια του Αριστοτέλη: «ούτε και η φρόνηση είναι άλλωστε γνώση µόνο των γενικών αρχών, αλλά πρέπει να γνωρίζει και τα επί µέρους, δεδοµένου ότι αποβλέπει στην πράξη και η πράξη έχει να κάνει µε τα επί µέρους πράγµατα» (1141β 14-16).
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει την «παραγωγή» από την «πράξη» κι αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα στελέχη επιχειρήσεων. «Ο τελικός σκοπός της παραγωγικής εργασίας», λέει, «διαφέρει απ’ αυτή την ίδια, της πρακτικής όµως δεν µπορεί να διαφέρει, διότι αυτή η ίδια η καλή πράξη είναι και ο τελικός σκοπός» (1140β 6-7). Αν παράγει λ.χ. κανείς αυτοκίνητα, το τελικό προϊόν είναι διαφορετικό από τη διαδικασία της παραγωγής του – ο σκοπός διαφέρει από τη διαδικασία. Όταν όµως κάποιος δρα πρακτικά, τότε η καλή πράξη – η «ευπραξία» – είναι αυτοσκοπός. Αυτό που διακρίνει τον καλό άνθρωπο της πράξης – τον φρόνιµο – είναι ακριβώς η ικανότητά του να διακρίνει τι είναι καλό για τον ίδιο και τους άλλους. «Γι αυτό θεωρούµε τον Περικλή και τους όµοιούς του φρόνιµους», λέει ο Αριστοτέλης, «επειδή µπορούν να διακρίνουν τα πράγµατα που είναι καλά για τους ίδιους και για όλους τους ανθρώπους. Τέτοιους θεωρούµε τους ειδικούς σε θέµατα οικονοµίας και τους πολιτικούς» (1140β 7-11).
Ενώ η «τέχνη», η γνώση δηλαδή της παραγωγής, αναζητά τρόπους µε τους οποίους θα παραχθεί το προϊόν, η φρόνηση µελετά πως η «τέχνη» µπορεί να χρησιµοποιηθεί χάριν της ευδαιµονίας. Η φρόνηση, µε άλλα λόγια, µετατρέπει την «τέχνη» σε «ευπραξία». Στις «παραγωγικές» δραστηριότητές µας σκεπτόµαστε και αποφασίζουµε για πράγµατα των οποίων η έκβαση είναι ακαθόριστη· δεν σκεπτόµαστε όµως για τους σκοπούς στους οποίους αποβλέπουµε (αυτούς τους θεωρούµε δεδοµένους), αλλά για τα µέσα µε τους οποίους θα τους επιτύχουµε. «Ο γιατρός», λέει ο Αριστοτέλης, «δεν σκέπτεται αν θα θεραπεύει τον ασθενή, ούτε ο ρήτορας αν θα πείσει τους ακροατές, ούτε ο πολιτικός αν θα εξασφαλίσει την καλή λειτουργία των νόµων. Ούτε και κανείς από τους άλλους σκέπτεται για το σκοπό στον οποίο αποβλέπει µε την εργασία του. Όλοι πάντως, αφού θέσουν και προσδιορίσουν κάποιο σκοπό, εξετάζουν µε ποιο τρόπο και µε ποια µέσα µπορεί αυτός να επιτευχθεί» (1112β 12-16).
Η ιατρική είναι µια «τέχνη» η οποία µελετά ορισµένα «ενδεχόµενα» προκειµένου να ικανοποιήσει ένα σκοπό, την υγεία. Ο γιατρός δεν σκέπτεται για τον αν θα θεραπεύσει τον ασθενή διότι ως γιατρός, µε την ιδιότητα δηλαδή του ασκούντος το επάγγελµα της ιατρικής, κατ’ ανάγκην προσπαθεί να θεραπεύσει. Αν εγερθεί το ερώτηµα για το αν πράγµατι πρέπει να θεραπεύσει έναν ασθενή, προκειµένου λ.χ. να αποφύγει τη µόλυνση ο ίδιος, τότε το ερώτηµα αυτό δεν είναι πλέον ιατρικό – ανήκει σε εκείνα τα «ενδεχόµενα» µε τα οποία ασχολείται η «φρόνησις», όχι η «τέχνη» της ιατρικής [9]. Αυτό που ισχύει για το γιατρό ισχύει και για το δικαστή, το δάσκαλο, τον µάνατζερ, κοκ. Ως παραγωγικοί άνθρωποι αναπόφευκτα εδράζουµε την πράξη µας σε σκοπούς που θεωρούµε αυτονόητους, αφού αυτοί οι σκοποί αποτελούν την προϋπόθεση (την κινητήριο δύναµη) για τη δραστηριότητά µας και διαµορφώνουν την ταυτότητά µας. Ως «φρόνιµοι» πρακτικοί άνθρωποι, όµως, σκεπτόµαστε τόσο τους σκοπούς µας όσο και τα µέσα µε τους οποίους θα τους επιτύχουµε. Η «φρόνησις» υπερτερεί της «τέχνης».
Για τον Αριστοτέλη, αλλά και την κλασική παράδοση γενικότερα, οι διανοητικές και ηθικές αρετές δεν µπορούν να διαχωριστούν. Η ιδέα ότι µπορεί κάποιος να είναι πρακτικά ευφυής και ανήθικος είναι αδιανόητη για το φιλόσοφο – «δεν µπορούµε να είµαστε φρόνιµοι αν δεν είµαστε αγαθοί» (1144α37).
Ο φρόνιµος άνθρωπος ενεργεί για το καλό και βρίσκει τρόπους να το πραγµατοποιεί – «η αρετή κάνει σωστό τον σκοπό ενός έργου και η φρόνηση καθορίζει τα µέσα που οδηγούν στην επίτευξη του σκοπού» (1143β 9-10). Αν είµαστε ενάρετοι άνθρωποι τότε έχουµε τους σωστούς σκοπούς – να νοιαζόµαστε λ.χ. για τους άλλους. Απαιτείται, ωστόσο, η διανοητική ικανότητα να γνωρίζουµε τα µέσα που πρέπει να χρησιµοποιήσουµε προκειµένου να τους υλοποιήσουµε – πώς λ.χ. να νοιαζόµαστε για τους άλλους. Είναι δυνατόν να έχουµε τις σωστές αξίες, χωρίς όµως να γνωρίζουµε πώς να τις θέσουµε σε εφαρµογή – να υποφέρουµε δηλαδή από ηθική αδεξιότητα. Παροµοίως, είναι δυνατόν να υλοποιούµε επιµέρους στόχους χωρίς να τους θέτουµε στην υπηρεσία των σωστών αξιών – να είµαστε δηλαδή έξυπνοι, αλλά όχι σοφοί. Είναι προτιµότερο να έχουµε γνωστική παρά αφελή αρετή· και είναι καλύτερα να έχουµε ενάρετη κρίση παρά αµοραλιστική εξυπνάδα [10].
Η ιδέα, κατά συνέπεια, ότι µπορεί µια επιχείρηση να αναπτύξει «δυναµικέςικανότητες» [11], οι οποίες της αποφέρουν ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα, χωρίς αυτές οι ικανότητες να εµπεριέχουν την αρετή, είναι αδιανόητη από µια Αριστοτελική σκοπιά. Το να είσαι καλός σε κάτι εµπεριέχει απαραιτήτως τον σκοπό στον οποίο αποβλέπεις – να ζεις τη ζωή σου σύµφωνα µε τις ηθικές αρετές. ∆εν ενεργείς «κατά τον ορθόν λόγον» (1138Β25) αν απλώς βελτιστοποιείς τα µέσα µε τα οποία θα παραχθεί ένα δεδοµένο προϊόν ή αν µεγιστοποιείς τα οφέλη σου από τις συναλλαγές στις οποίες εµπλέκεσαι . Αντιθέτως, ενεργείς «κατά τον ορθόν λόγον» αν, παράλληλα µε τα µέσα, εξετάζεις και το σκοπό που τα µέσα υπηρετούν, ο οποίος σκοπός, δεδοµένης της φύσης του ανθρώπου, δεν µπορεί παρά να είναι ο ενάρετος βίος.
Από Αριστοτελικής απόψεως, µια φαρµακευτική εταιρία π.χ. δεν αναπτύσσει απλώς ικανότητες επινόησης, παραγωγής και εµπορίας φαρµάκων αλλά, ευρύτερα, καλλιεργεί την «έξιν» της ενάρετης δραστηριότητας – αποσκοπεί όχι µόνον σε τεχνικοοικονοµική αποτελεσµατικότητα αλλά και σε ηθική τελειότητα. Η ενάρετη δραστηριότητα δηµιουργεί τις προϋποθέσεις για τη δηµιουργία µιας σφριγηλής κοινότητας στο εσωτερικό της επιχείρησης. Η κοινότητα αυτή βασίζεται στην εµπιστοσύνη και τον αµοιβαίο σεβασµό και, συγχρόνως, συµβάλλει στην ευδαιµονία της ευρύτερης κοινωνίας, άρα και στην αύξηση του συµβολικού κεφαλαίου της επιχείρησης, το οποίο µε τη σειρά του ενισχύει τη φήµη της και την καθιστά πόλο έλξης πελατών και υποψηφίων εργαζοµένων. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει ότι, όπως οι φρόνιµοι πολιτικοί, οι επικεφαλής της επιχείρησης θέτουν τις βάσεις για την ενάρετη δραστηριότητα µε το να δίνουν το καλό παράδειγµα – να αυτοεριορίζονται και να µεριµνούν λιγότερο για το ατοµικό τους συµφέρον και περισσότερο για το κοινό καλό της επιχείρησης.
Ο Αριστοτέλης θα χαιρόταν ιδιαίτερα σήµερα µε τη βαρύτητα που έχει αποκτήσει η έννοια της «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης» και οι εξ αυτής απορρέουσες επιχειρηµατικές πρακτικές, αν και θα τις δικαιολογούσε διαφορετικά από ότι οι περισσότεροι σύγχρονοι υποστηρικτές τους. Θα διαφωνούσε ριζικά µε εκείνους τους οικονοµολόγους οι οποίοι αναγορεύουν την αναζήτηση του κέρδους ως τη µοναδική αποστολή των επιχειρήσεων (κατά τη γνωστή ρήση του Μίλτον Φρήντµαν, «the business of business is just business”). Αν το τελικό κριτήριο επιτυχίας είναι η ευδαιµονία, τότε οι δραστηριότητες µιας επιχείρησης κατατείνουν στην τελειότητα όταν προωθούν τον ενάρετο βίο, τόσο για τα µέλη της επιχείρησης όσο και για την περιβάλλουσα κοινωνία. Για να το πω διαφορετικά, η εσωτερική ζωή της επιχείρησης και η εξωτερική της συµπεριφορά διέπονται από την προσπάθεια για την εφαρµογή των ηθικών αρετών (κυρίως της δικαιοσύνης, του θάρρους, της εντιµότητας [12]). Από αυτή την άποψη, η ενάρετη επιχείρηση κατατείνει, όσο είναι δυνατόν, στην εσωτερίκευση των «εξωτερικοτήτων» που οι δραστηριότητές της προκαλούν, και στην αυτοδέσµευσή της να ακολουθεί πρακτικές οι οποίες προάγουν την ευδαιµονία της κοινωνίας εντός της οποίας λειτουργεί. Με λίγα λόγια, η ενάρετη επιχείρηση συµπεριφέρεται όπως ο ενάρετος πολίτης – συνεισφέρει στο κοινό καλό
Εθισµός
Στην Αριστοτελική σκέψη δεν υπάρχει αντίθεση µεταξύ πραγµατολογικών και αξιολογικών προτάσεων. Όταν ρωτάµε λ.χ. «τι κάνει έναν καλό ηγέτη;» δεν απαριθµούµε τα κοινά γνωρίσµατα των καλών ηγετών (όπως συνήθως κάνουν οι σύγχρονοι ψυχολόγοι) αλλά επισηµαίνουµε τις συγκεκριµένες πράξεις εκείνων που αναγνωρίζονται ως καλοί ηγέτες. Από αυτή την άποψη οι έννοιες δεν ορίζονται µε αφηρηµένο και ανιστορικό τρόπο, και δεν διαχωρίζονται από τα κοινωνικά συµφραζόµενά τους [13]. Όταν χαρακτηρίζουµε µια πράξη καλή, αποτελεσµατική ή δίκαιη, αυτό που κάνουµε είναι να υπογραµµίζουµε αυτό που θα έκανε ένας καλός ηγέτης σε αυτή την περίπτωση. Οι αξιολογικές κρίσεις ταυτίζονται µε τις πραγµατολογικές αποφάνσεις [14]. Το αληθεύειν συµπίπτει µε το κοινωνείν [15].
Η κατάργηση της διάκρισης µεταξύ αξιολογικών και πραγµατολογικών προτάσεων συνεπάγεται ότι µια κοινότητα εκπαιδεύει τους νέους της να γίνουν καλοί µάνατζερ, καλοί πολιτικοί, καλοί δάσκαλοι ή καλοί δικαστές όχι αφηρηµένα (in abstracto), αλλά συγκεκριµένα (in concreto) – µε τη συµµετοχή των νέων στις πρακτικές που έχουν ιστορικά αναπτυχθεί στην αντίστοιχη κοινότητα. Όταν λοιπόν διδάσκει κανείς πρακτικές δεξιότητες, δεν διδάσκει αφηρηµένους κανόνες, ούτε απλώς τεχνικά εργαλεία για την επίτευξη εξωγενών σκοπών, αλλά µυεί τους διδασκόµενους στην παράδοση της κοινότητας – τους διδάσκει το συλλογικό καλό και τα µέσα για την επίτευξή του [16].
Οι νεότεροι σε µια επιχείρηση µαθαίνουν πώς να εργάζονται από τους παλαιότερους. Αν δούµε την επιχείρηση ως µια κοινότητα, τα κριτήρια τελειότητας που ιστορικά υπάρχουν σε µια κοινότητα είναι αυτά στα οποία πρέπει να µυηθούν οι νέοι εργαζόµενοι. Τούτο είναι ιδιαίτερα σηµαντικό στην περίπτωση των ηθικών αρετών διότι, σε αντίθεση µε τις διανοητικές, οι ηθικές αρετές, σύµφωνα µε τον Αριστοτέλη, δεν διδάσκονται αλλά «προέρχονται από την εθισµό» («η δ’ ηθική εξ έθους περιγίγνεται») (1103α17).
Οι ηθικές αρετές είναι καταστάσεις του χαρακτήρα και τις αποκτούµε µε το να πράττουµε ως να τις είχαµε. Η αρετή προκύπτει από τον «εθισµό», όχι από τη διδασκαλία. Όπως λέει ο Αριστοτέλης, «τις αρετές τις αποκτούµε αφού πρώτα τις ασκήσουµε, όπως συµβαίνει και στις άλλες τέχνες. ∆ιότι τα πράγµατα που πρέπει να µάθουµε να κάνουµε, τα µαθαίνουµε κάνοντάς τα, όπως, για παράδειγµα, γίνεται κανείς οικοδόµος µε το να οικοδοµεί και κιθαριστής µε το να παίζει κιθάρα. Με τον ίδιο τρόπο γινόµαστε δίκαιοι µε το να κάνουµε δίκαιες πράξεις, σώφρονες µε το να επιτελούµε σώφρονα έργα και ανδρείοι µε το να κάνουµε ανδραγαθήµατα» (1103α 31-34, 1103β 1-3). Για τον Αριστοτέλη πρότυπο λειτουργίας του «εθισµού» για την απόκτηση των αρετών είναι η «πόλις». Εκείνα µάλιστα τα πολιτεύµατα στα οποία οι νοµοθέτες δεν καταφέρνουν να κάνουν «αγαθούς» τους πολίτες είναι «φαύλα». Λέει ο φιλόσοφος: «Οι νοµοθέτες κάνουν καλούς τους πολίτες µε τον εθισµό. Κι αυτή είναι η επιθυµία κάθε νοµοθέτη, το να κάνει καλούς τους πολίτες, κι όσοι δεν το καταφέρνουν αποτυγχάνουν, και ως προς αυτό διαφέρει το καλό πολίτευµα από το κακό» (1103β 3-6).
Πως είναι δυνατόν, όµως, να γίνουµε ενάρετοι αν δεν γνωρίζουµε πρώτα τι είναι αρετή; Γινόµαστε ενάρετοι όταν, µε τη βοήθεια των δασκάλων µας, και γενικότερα των ανθρώπων που από θέσεως αυθεντίας µας µυούν στην πρακτική δραστηριότητα που ασκούµε, µαθαίνουµε να εκτελούµε ενάρετες πράξεις. Στην αρχή γνωρίζουµε µόνον «ότι» πρέπει να κάνουµε αυτό ή εκείνο και γι αυτό εµπιστευόµαστε, κατ’ ανάγκην, τους δασκάλους µας· αργότερα όµως, µε την κατάλληλη διδασκαλία, µαθαίνουµε το «διότι» – γιατί πρέπει να το κάνουµε. Αυτό που στην αρχή εµπιστευτήκαµε, αργότερα θα συνειδητοποιήσουµε ότι είναι αληθές και, κατόπιν, θα κατανοήσουµε γιατί είναι αληθές [17]. Ο Αριστοτέλης επισηµαίνει εδώ µια χαρακτηριστική περίπτωση «ενάρετου κύκλου»: αποκτούµε τις αρετές όταν κοινωνικοποιούµεθα σε αυτές· και, έχοντας εσωτερικεύσει τις αρετές, πράττουµε ενάρετες πράξεις. «Επειδή απέχουµε από τις ηδονές γινόµαστε σώφρονες, κι αφού γίνουµε σώφρονες µπορούµε σε µεγαλύτερο βαθµό να απέχουµε από αυτές» (1104α 33-35).
Ένας ακόµα λόγος για τον οποίο η αρετή αποκτάται µέσω εθισµού είναι ότι δεν υπάρχουν κανόνες για το πώς ένας ενάρετος άνθρωπος πρέπει να συµπεριφέρεται. Όπως προαναφέρθηκε, το τι συνιστά «θάρρος» δεν µπορεί να ορισθεί εκ των προτέρων, ανεξάρτητα από τις συγκεκριµένες συνθήκες στις οποίες καλείται να δράσει ένας άνθρωπος. Όταν εθιζόµαστε στις ηθικές αξίες αποκτάµε όχι µόνο µια διάθεση να ενεργούµε µε συγκεκριµένο τρόπο, αλλά και µια ευαισθησία στο να διαγιγνώσκουµε τις ιδιαίτερες κάθε φορά συνθήκες που αντιµετωπίζουµε, έτσι ώστε να µπορούµε να κρίνουµε αν, στη συγκεκριµένη συγκυρία, πρέπει να δείξουµε λόγου χάριν «ανδρεία» ή να υποχωρήσουµε.
Αν και επιµένει να τονίζει πόσο σηµαντικό είναι για τον φρόνιµο άνθρωπο να σκέπτεται και να αποφασίζει «κατά τον ορθόν λόγον», ο Αριστοτέλης αρνείται να διατυπώσει διαδικασίες και κανόνες ορθολογικής σκέψης. Γνωρίζει ότι τα «πρακτά» (οι πρακτικές υποθέσεις) είναι ευµετάβολα («ουδέν εστηκός έχει», 1104α 5), «αόριστα» και µοναδικά, και γι αυτό, προαναγγέλλοντας ήδη απόψεις µετα-ρασιοναλιστών φιλοσόφων του 20ου αιώνα (κυρίως του Βιτγκενστάιν, του Μπεργκσόν, και του Τζέηµς), παραµερίζει τον (θεωρητικό) «νου» και προκρίνει την αντίληψη («αίσθησιν» (1142α 27). Η αντίληψη δεν είναι απαγωγική ούτε αναγωγιστική, αλλά διαισθητική: είναι η ικανότητα να σκέφτεται κανείς πρακτικά µε το να συλλαµβάνει ταυτοχρόνως µια σύνθετη κατάσταση στην ολότητά της και να ξεχωρίζει τις κύριες όψεις της [18]. Η ικανότητα αυτή αποκτάται µετά από µακρά εµπειρία, τη συναντούµε δε συνήθως στο µουσικό ή θεατρικό αυτοσχεδιασµό, όπου αυτό που εκτιµάται είναι η ευελιξία, η ταχεία απόκριση, και η ανεπτυγµένη ικανότητα πρόσληψης ερεθισµάτων, παρά στην απαγωγική σκέψη που καλλιεργεί η επιστήµη. Ο φρόνιµος άνθρωπος, λοιπόν, είναι ανοιχτός στην εµπειρία, την οποία χρησιµοποιεί ως οδηγό για τα «καθ’ έκαστα» που κάθε φορά αντιµετωπίζει, και τα οποία πασχίζει να αντιλαµβάνεται σωστά ως έχουν.
Η πόλις και το κοινό καλό
Για τον Αριστοτέλη οι άνθρωποι γίνονται φρόνιµοι όχι µε το να ασκούν απλώς την ατοµική τους διάνοια (αυτή είναι η νεωτερική αντίληψη περί νόησης [19]), αλλά µε το να µαθαίνουν να ζουν τον ενάρετο βίο στην κοινότητά τους. Για τον Αριστοτέλη αυτή η κοινότητα ήταν η «πόλις» – είναι αδύνατον να είναι κανείς ενάρετος παρά µόνον µέσα στο πλαίσιο της «πόλεως». Αυτό άλλωστε προκύπτει από τον ορισµό της αρετής ως την αναζήτηση της τελειότητας (να ζει δηλαδή κανείς σύµφωνα µε τις διανοητικές και ηθικές αρετές στις δραστηριότητες που ασκεί). Για να είναι ο βίος «αγαθός» (ενάρετος, ευδαίµων) πρέπει να κατευθύνεται από την φρόνηση· η καλύτερη εφαρµογή της φρόνησης είναι στην προαγωγή του κοινού καλού της κοινότητας στην οποία µετέχει ο φρόνιµος [20]. Ο καλός άνθρωπος, λοιπόν, είναι ο «φρόνιµος» και ο ιδεώδης φρόνιµος είναι ο «πολιτικός», αφού αυτός είναι κατ΄ εξοχήν επιφορτισµένος µε την προαγωγή του κοινού καλού (1278β1-5).
Η µέριµνα του κοινού καλού σε µια επιχείρηση είναι πρωτίστως υπόθεση του επικεφαλής της – του ανθρώπου που, ex officio, οφείλει κατ’ εξοχήν να ενσαρκώνει τη φρόνηση. Από Αριστοτελικής απόψεως η επιχείρηση δεν είναι ένα άθροισµα ατόµων αλλά µια ιστορική κοινότητα, µια ζώσα παράδοση. Τα µέλη µιας επιχείρησης αναπτύσσουν τη φρόνηση όταν µε τη δράση τους συµβάλλουν στο κοινό καλό της επιχείρησης, πέρα και πάνω από το ατοµικό τους συµφέρον. Όπως ανέφερα στην αρχή, το θεµελιώδες εσωτερικό πρόβληµα για µια επιχείρηση είναι η διασφάλιση της αυθόρµητης συνεργασίας µεταξύ των µελών της. Αυτό είναι το λεγόµενο «πρόβληµα των κοινών» [21]. Φανταστείτε ένα χωριό µε ένα µεγάλο δηµόσιο λιβάδι στο οποίο βόσκουν τα πρόβατα των χωρικών. Ο καθένας από αυτούς έχει και το δικό του λιβάδι. Αν έχεις πρόβατα τότε είναι προς το συµφέρον σου να τα βόσκεις στο κοινό λιβάδι του χωριού παρά στο δικό σου. Αν όµως όλοι σκεφτούν όπως εσύ, τότε το κοινό λιβάδι θα υπερβοσκηθεί και τελικά θα καταστραφεί. Το πρόβληµα είναι ότι είναι καλύτερο για όλους αν οι περισσότεροι χωρικοί επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, αλλά είναι καλύτερο για τον καθένα από αυτούς να είναι ατοµιστές.
Παρόµοιο είναι το πρόβληµα σε µια επιχείρηση και, γενικότερα, σε οποιαδήποτε συλλογική προσπάθεια [22]. Αν, εγωιστικά σκεπτόµενος, το κύριο µέληµά µου είναι η δική µου προαγωγή κι ο δικός µου µισθός, τότε έχω κάθε συµφέρον να συνεισφέρω όσο το δυνατόν λιγότερο σε πράγµατα που δεν µε ευνοούν ατοµικά – π.χ. να βοηθώ νεώτερους συναδέλφους ή να µοιράζοµαι πληροφορίες και να ανταλλάσσω σκέψεις µε άλλους. Μπορεί να αντιλεχθεί ότι όλα είναι θέµα κινήτρων: αν τα οικονοµικά κίνητρα είναι τέτοια που διευκολύνουν συνεργατικές συµπεριφορές, τότε δεν υφίσταται πρόβληµα. Η άποψη αυτή, όµως, προϋποθέτει ότι ο κοινός βίος που µοιραζόµαστε σε µια επιχείρηση µπορεί πρώτον να ορισθεί επακριβώς, και δεύτερον να µετατραπεί σε µαθηµατικές φόρµουλες οικονοµικών κινήτρων.
Τούτο είναι αδύνατον να συµβεί πλήρως. Πρώτον διότι δεν µπορούµε να ορίσουµε επακριβώς τι συνιστά τον κοινό βίο. Η επιµονή µερικών µηχανικών της Thiokol (προµηθεύτρια της ΝΑΣΑ) να µην εκτοξευθεί το «Challenger» στις 28 Ιανουαρίου 1986, γιατί υπήρχε κίνδυνος αστοχίας µερικών υλικών λόγω υπερβολικά χαµηλής θερµοκρασίας το πρωινό της εκτόξευσης, ήταν συνεισφορά ή εµπόδιο στον κοινό βίο της εταιρίας [23];
Πότε η διαφωνία είναι δηµιουργική και προάγει το κοινό καλό και πότε το υπονοµεύει; ∆εύτερον, αυτά για τα οποία ενδιαφερόµαστε, αυτά που στ’ αλήθεια µας συγκινούν, µπορούν να µετατραπούν πάντοτε σε οικονοµικά κίνητρα; Όχι βέβαια. Αν αισθάνοµαι όµορφα µε τους συναδέλφους µου στη δουλειά, αν µε ικανοποιεί η αίσθηση ευθύνης και αυτονοµίας που έχω, αυτά τα συναισθήµατά µου δεν είναι οι λόγοι για τους οποίους µε ανταµείβει ο εργοδότης µου. Τουναντίον, όπως δείχνει η σχετική έρευνα, σε µερικές περιπτώσεις, αν κάποιος απολαµβάνει αυτό που κάνει και πληρώνεται γι αυτό, το απολαµβάνει λιγότερο – η αµοιβή µειώνει την αίσθηση ότι αυτή είναι η δουλειά µου την οποία εγώ ελέγχω [24].
Σε κάθε συλλογική προσπάθεια υπάρχει κάτι πέρα και πάνω από τα άτοµα – µας συνέχουν αόρατοι δεσµοί – και αυτό είναι το συλλογικό καλό. Η µέριµνα για το κοινό καλό προϋποθέτει ότι τα άτοµα αυτο-κατανοούνται ως µέλη µιας κοινότητας και ότι, φρονίµως σκεπτόµενα, θεωρούν αυτονόητη υποχρέωσή τους να συνεισφέρουν στο κοινό καλό. Η ατοµική τους ευδαιµονία είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την ευδαιµονία της κοινότητάς τους. Γίνονται φρόνιµοι γιατί µετέχουν στην ενάρετη ζωή της κοινότητάς τους και, αντιστρόφως, η κοινότητα γίνεται ενάρετη γιατί απαρτίζεται από ενάρετους ανθρώπους [25]. Παροµοίως, όπως ο κοινός βίος µιας επιχείρησης διατηρεί την απερίσταλτη φύση του και υπάρχει στο µέτρο που όλοι συνεισφέρουµε σε αυτόν, ο κοινός βίος της «πόλεως» υπάρχει στο µέτρο που όλοι οι µετέχοντες συνεισφέρουν σε αυτόν, των επιχειρήσεων φυσικά συµπεριλαµβανοµένων. Η ευδαιµονία του ατόµου, της επιχείρησης και της «πόλεως» είναι άρρηκτα συνδεδεµένες.
Αν πάρει κανείς στα σοβαρά την κοινοτιστική αντίληψη του Αριστοτέλη, θα οδηγηθεί στο συµπέρασµα ότι ένα κύριο µέληµα του ∆Σ είναι να συµπεριφέρεται η επιχείρηση που διευθύνει ως ένας καλός πολίτης στο περιβάλλον που δραστηριοποιείται και, συγχρόνως, να διατηρεί ενεργή την αίσθηση του κοινού καλού στα µέλη της. Αυτό µε τη σειρά του συνεπάγεται,εκ µέρους του, τον αυτο-περιορισµό, τη γενναιοδωρία, τη δικαιοσύνη, την ύπαρξη συλλογικών διαδικασιών και µηχανισµών διαβούλευσης, και τη θέσπιση κανόνων στους οποίους υ- πάγεται η συµπεριφορά όλων, και αυτού φυσικά του ιδίου. Όπως η «πόλις» δεν είναι απλώς µια κοινότητα η οποία υπάρχει για να προστατεύει τα µέλη της αλλά παρέχει το πλαίσιο για την άσκηση του ενάρετου βίου [26], έτσι και η επιχείρηση δεν υπάρχει απλώς για να εξυπηρετεί εργαλειακές ανάγκες αλλά συνιστά, κατά την εύστοχη έκφραση του Φίλιπ Σέλζνικ, µια «ηθική κοινοπολιτεία» [27] – παύει να είναι απλώς µια µηχανή για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών και καθίσταται «θεσµός»· εµποτίζεται µε αξίες οι οποίες τροφοδοτούν τον ενάρετο βίο των µελών της [28].
Συναισθήµατα
Όπως είπαµε παραπάνω, ουσιώδες γνώρισµα του φρόνιµου ανθρώπου είναι να κατανοεί «τα καθ’ έκαστα» – τις συγκεκριµένες ιδιαιτερότητες της περίπτωσης που αντιµετωπίζει. Αυτή η κατανόηση δεν είναι µόνο νοητική αλλά και συναισθηµατική. Οι αρετές δεν εκφράζουν µόνο διαθέσεις να σκέπτεται κανείς µε συγκεκριµένους τρόπους, αλλά και να αισθάνεται µε συγκεκριµένους τρόπους. Η ενάρετη δράση δεν είναι δράση χωρίς ή ενάντια στα συναισθήµατα, αλλά δράση µε βάση τα επεξεργασµένα συναισθήµατα. Έχουµε εκ φύσεως συναισθηµατική δεκτικότητα αλλά, προκειµένου τα συναισθήµατά µας να είναι χρήσιµα, πρέπει να τελειοποιούνται µέσα από τον εθισµό και το στοχασµό («τελοιουµένοις δε δια του έθους», 1103α 25). Ο φρόνιµος άνθρωπος έχει ανεπτυγµένη προσληπτική ικανότητα γιατί το σύνολο της προσωπικότητάς του (όχι µόνο η διάνοιά του) µετέχει στη διάγνωση της συγκεκριµένης κατάστασης που αντιµετωπίζει. Από αυτή την άποψη, ο ∆Σ που χαρακτηρίζει τις απολύσεις µερικών εκατοντάδων ή χιλιάδων εργαζοµένων από την επιχείρησή του ως «αναπόφευκτες λόγω του σκληρού ανταγωνισµού», δίχως να αισθάνεται πόνο, στερείται µέρους της Αριστοτελικής αρετής. Ο πρωθυπουργός που παραπέµπει υπηρεσιακά όποιον καταγγέλλει τη διαφθορά στον εισαγγελέα, δίχως να αισθάνεται βαθιά µέσα του το αίσθηµα της αηδίας και της απογοήτευσης, στερείται µέρους της Αριστοτελικής αρετής.
Γιατί είναι η συναισθηµατική ακηδία ένα δείγµα ότι κάποιος στερείται µέρος της αρετής; ∆ύο είναι οι κύριοι λόγοι.
Πρώτον διότι δείχνει ιεράρχηση αξιών διαφορετική από αυτή της κοινότητάς του. Όταν η ανεργία είναι στο 14% κι ο Υπουργός Οικονοµικών ανακοινώνει ότι «η ανεργία είναι ένα τίµηµα που οπωσδήποτε πρέπει να καταβάλλουµε» [29], τότε δεν συντονίζεται µε το κοινό αίσθηµα. ∆εν συµπάσχει µε τους ανέργους, δεν κατανοεί τις αγωνίες της κοινωνίας την οποία υποτίθεται ότι υπηρετεί. Τα συναισθήµατα που νοιώθουµε δείχνουν τι πραγµατικά µετράει για µας και καθοδηγούν τη δράση µας. Όταν βιώνουµε συγκεκριµένα συναισθήµατα µας βοηθά να εντοπίζουµε τι είναι σηµαντικό στα «καθ’ έκαστα» που αντιµετωπίζουµε.
∆εύτερον, τα συναισθήµατα έχουν πληροφοριακή αξία – για µας και για τους άλλους [30]. Όταν βιώνουµε συγκεκριµένα συναισθήµατα γνωρίζουµε οι ίδιοι καλύτερα τον εαυτό µας. Με τα συναισθήµατα που βιώνουµε σηµατοδοτούµε στους άλλους τι πραγµατικά µας ενδιαφέρει. Μπορεί λ.χ. να νοµίζουµε ότι είµαστε ανοικτοί σε νέεςιδέες και προτάσεις και να ανακαλύπτουµε πως όταν γίνονται προτάσεις, οι οποίες δεν µας αρέσουν ιδιαίτερα, να θυµώνουµε. Η µπορεί να πιστεύουµε ότι η επιχείρησή µας ενθαρρύνει την ανάληψη πρωτοβουλιών και ευθυνών από τα στελέχη και τους εργαζόµενους, όταν όµως αυτό συµβαίνει να νοιώθουµε ότι η εξουσία µας απειλείται και να ενεργούµε αµυντικά.
Τα συναισθήµατα που βιώνουµε µας αποκαλύπτουν αυτά για τα οποία νοιαζόµαστε και µας οδηγούν προς αυτά για τα οποία νοιαζόµαστε. Αν για παράδειγµα είµαι ικανός να νοιώθω συµπόνια τότε θα δώσω µεγαλύτερη προσοχή στην ταλαιπωρία που υφίστανται οι ηλικιωµένοι στις ουρές του ΙΚΑ. Αν είµαι ικανός να νοιώθω θυµό θα εξαγριωθώ µε τα «φακελάκια» των διεφθαρµένων γιατρών στα νοσοκοµεία. Αν είµαι ικανός να νοιώθω πόνο θα κατανοήσω καλύτερα τον ηθικό και υλικό εξευτελισµό του µετανάστη. Τα συναισθήµατά µας έχουν γνωστική αξία: δεν γνωρίζουµε κάτι καλά αν δεν νοιώσουµε µέσα µας και τα αντίστοιχα συναισθήµατα. [31] Τα συναισθήµατα είναι µορφές γνώσης: αποκτούµε εναργέστερη εικόνα της κατάστασης που αντιµετωπίζουµε, κατανοούµε τα «καθ’ έκαστα» σε βάθος όταν είµαστε συναισθηµατικά ευφυείς [32].
Αν και τα συναισθήµατα είναι ένα εγγενές µέρος της ενάρετης δράσης, χρειάζεται να εκλογικευτούν για να είναι χρήσιµα [33]. Μπορεί ως ∆Σ να είµαι υπερβολικά συµπονετικός και να µη θέλω να δω την ανεπάρκεια µερικών συνεργατών µου. Ιδανικά θα πρέπει να µεταποιήσω τη συµπόνια µου σε δράση: να φροντίσω οι ανεπαρκείς επαγγελµατικά να εκπαιδευτούν καλύτερα, ή να βοηθηθούν στη δουλειά τους µε το να έχουν έναν µέντορα, ή µε κάποιο άλλο τρόπο. Αν όµως αρκεσθώ στο ακατέργαστο αίσθηµα της συµπόνιας τότε δεν κάνω καλό ούτε στην επιχείρησή µου, ούτε σε αυτούς τουςίδιους τους συνεργάτες µου, αφού αφήνω να διαιωνίζεται η επαγγελµατική τους ανεπάρκεια.
Πως µπορώ να εκπαιδεύσω τα συναισθήµατά µου; Πως µπορώ να τα καλλιεργήσω έτσι ώστε αυτά να γίνουν αξιόπιστα διαγνωστικά εργαλεία; Εν µέρει το κάνω αυτό, ούτως ή άλλως, µε τη συµµετοχή µου στην κοινότητα: στο µέτρο που µετέχω σε αυτή, «εθίζοµαι» σε συγκεκριµένους τρόπους σκέψης και συναίσθησης. Μαθαίνω τις αξιολογήσεις που ενυπάρχουν στα συναισθήµατα (τι είναι ανεπιθύµητο και µου προκαλεί θυµό· τι είναι οδυνηρό και µου προκαλεί πόνο· τι είναι απειλητικό και µου προκαλεί φόβο) µέσα από τη διαδικασία της κοινωνικοποίησής µου στην κοινότητά µου [34].
Εν µέρει, όµως, καλλιεργώ τα συναισθήµατά µου µε την αυτογνωσία. Πρέπει να πασχίσω να γνωρίσω τις συναισθηµατικές τάσεις µου και τις παρορµητικές διαθέσεις µου. Αν αυτό το καταφέρω, τότε θα αποφεύγω τα συναισθηµατικά σφάλµατα µε το να µετακινούµαι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αν π.χ. είναι υπερβολικά συµπονετικός τότε πρέπει να αυτοελέγχοµαι έτσι ώστε να µετακινηθώ προς τη µεριά της αυστηρότητας. «Αν αποµακρυνθούµε πολύ από τα σφάλµατά µας, θα φτάσουµε στη µέση κατάσταση, πράγµα που κάνουν όσοι προσπαθούν να ισιώσουν τα στραβά ξύλα», λέει ο Αριστοτέλης (1109β6-7). ∆εν υπάρχουν βέβαια κανόνες γι αυτά τα πράγµατα, και για αυτό, ως φρόνιµοι, πρέπει να ασκούµε την κρίση µας: Το να αισθανόµαστε «όταν πρέπει, για τα πράγµατα που πρέπει, σε σχέση µε αυτούς που πρέπει, για τους σκοπούς που πρέπει και όπως πρέπει, αυτό είναι µέσον και ταυτόχρονα άριστον, κι αυτό χαρακτηρίζει την αρετή» (1106β21-23).
Ακρασία
Αν και τον Αριστοτέλη τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η ενάρετη δράση του φρόνιµου ανθρώπου, εν τούτοις αναγνωρίζει το ενδεχόµενο ένας άνθρωπος να γνωρίζει τι είναι ορθό να πράξει αλλά να µην το πράττει. Το φαινόµενο αυτό το ονοµάζει «ακρασία» και τον αντίστοιχο άνθρωπο «ακρατή» – «ο ακρατής πράττει εν γνώσει του άσχηµες πράξεις υπό το κράτος του πάθους του» («ο ακρατής ειδώς ότι φαύλα πράττει δια πάθος» (1145β 12-13). Ο ακρατής είναι ανίκανος να ζήσει όπως θεωρεί ότι θα έπρεπε. Πως όµως είναι δυνατόν αυτό να συµβεί; Για τον Σωκράτη κάτι τέτοιο είναι λογικώς αδύνατον: δεν µπορούµε να κατανοήσουµε έναν άνθρωπο ο οποίος εν γνώσει του ακολουθεί έναν υποβέλτιστο τρόπο δράσης, γνωρίζοντας συγχρόνως ότι υπάρχει µια εναλλακτική λύση καλύτερη από αυτή που υιοθέτησε [35]. ∆ιότι, αν όντως εξέτασε µια εναλλακτική η οποία ήταν καλύτερη, τότε γιατί δεν την επέλεξε; Κατά συνέπεια, λέει ο Σωκράτης, µια υποβέλτιστη πράξη οφείλεται στην άγνοια – διαπράττεται µε την ψευδή πεποίθηση ότι είναι η βέλτιστη. Με άλλα λόγια, ο Σωκράτης αρνείται στην ουσία το φαινόµενο της ακράτειας . Για τον Αριστοτέλη η ακράτεια είναι όχι µόνο υπαρκτή αλλά και επικίνδυνη – συνιστά ένα από τα τρία ελαττώµατα σχετικά µε τα ήθη που πρέπει να αποφεύγουµε («κακία, ακρασία, θηριότης» 1145α 17). Η ακράτεια συµβαίνει όταν η κρίση του πράττοντος είναι µια συνειδητή πλην ψευδής πεποίθηση [36]. Η ψευδής πεποίθηση όµως δεν αφορά το γενικό φαινόµενο που τον απασχολεί, αλλά τον ίδιο τον πράττοντα. Ο ακρατής πολιτικός, λ.χ. µπορεί να πιστεύει ειλικρινά ότι η δηµόσια διοίκηση χρειάζεται ριζικές µεταρρυθµίσεις για να γίνει αξιοκρατική, ακοµµάτιστη, έντιµη, ευέλικτη, και αποτελεσµατική. Το σφάλµα του ακρατούς πολιτικού έγκειται στο ότι αυτός θέλει τις αντίστοιχες µεταρρυθµίσεις και ότι αυτός θα τις εφαρµόσει. Η διάγνωσή του για το δέον γενέσθαι είναι ορθή ως προς τη γενικότητά της: «ένα ανίκανο και διεφθαρµένο κράτος είναι εµπόδιο στην ευηµερία και την κοινωνική δικαιοσύνη» (µείζων πρόταση) και, «δεδοµένου ότι το ελληνικό κράτος είναι και ανίκανο και διεφθαρµένο» (ελάσσων πρόταση), χρήζει µεταρρύθµισης. Το σφάλµα του ακρατούς πολιτικού εντοπίζεται στον εαυτό του: νοµίζει ότι πράγµατι θέλει τη µεταρρύθµιση – δεν ξέρει καλά τον εαυτό του, τις αξίες του και τις προτεραιότητες του· κυριαρχείται από πάθη τα οποία τον εµποδίζουν να δει ότι η συγκεκριµένη κατάσταση που αντιµετωπίζει («το ανίκανο και διεφθαρµένο κράτος») εµπίπτει στην ελάσσονα πρόταση της διάγνωσής του [37].
Υπάρχει πλήθος αντίστοιχων παραδειγµάτων από τη διοίκηση επιχειρήσεων. Ιδού µερικά.
Ο ακρατής ∆Σ θεωρεί ότι η εταιρία του πρέπει να ακολουθεί µια συγκεκριµένη στρατηγική, στην πράξη όµως ενεργεί κυρίως καιροσκοπικά ανάλογα µε τις πιέσεις των ανταγωνιστών του ή τις εσωτερικές διαµάχες. Ο ακρατής ∆Σ θεωρεί ότι όλη η οργάνωση πρέπει να είναι συστηµατικά προσανατολισµένη στη διασφάλιση της ποιότητας, στην πράξη όµως κάνει πολύ λίγα πράγµατα γι αυτή – η διασφάλιση της ποιότητας εναπόκειται στον κατά περίπτωση «πατριωτισµό» των υπαλλήλων του. Ο ακρατής ∆Σ διακηρύσσει σε όλους τους τόνους πόσο σηµαντικό είναι να αναλαµβάνουν τα στελέχη της επιχείρησης πρωτοβουλίες, οσάκις όµως αυτό συµβαίνει τις «καπελώνει» γιατί νοιώθει ότι απειλείται η εξουσία του. Η ακράτεια, µε άλλα λόγια, είναι ένδειξη της έλλειψης αυτογνωσίας. Ο ακρατής ηγέτης είναι ξένος προς τον εαυτό του – θα ανακαλύψει ποιος πράγµατι είναι αν εξετάσει όχι τα λόγια του αλλά τις πράξεις του [38].
Πως ξεπερνά κανείς την ακράτεια; Με δύο τρόπους. Πρώτον µε την καλλιέργεια της αυτογνωσίας – την επίπονη διαδικασία στην οποία ο πράτων υποβάλλει σε εξέταση τη συµπεριφορά του, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις συναισθηµατικές της ρίζες. Ενδέχεται, για παράδειγµα, ο ακρατής ∆Σ να ενθουσιάζεται εύκολα και να υιοθετεί προτάσεις αβασάνιστα· ή ενδέχεται να θέλει να ικανοποιεί τους συνεργάτες του και να αποφεύγει να γίνεται δυσάρεστος· ή να επιδιώκει πάση θυσία την ικανοποίηση των επιθυµιών των πελατών ακόµα και όταν αυτές αντίκεινται στη στρατηγική που επέλεξε η επιχείρησή του· ή ενδέχεται να διακατέχεται από ανασφάλεια και να ζηλεύει τις επαγγελµατικές επιτυχίες στενών συνεργατών του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι αντίστοιχες συµπεριφορές έχουν τις απαρχές τους σε προγενέστερες εµπειρίες και απωθηµένα συναισθήµατα. Η ακράτεια θα αντιµετωπισθεί αν ο πράτων κατορθώσει να φέρει στην επιφάνεια τα απωθηµένα του συναισθήµατα και να διαυγάσει τον τρόπο που τον επηρεάζουν [39].
Η ετερογνωσία, κατάλληλα χρησιµοποιούµενη, εµβαθύνει την αυτογνωσία: βλέπω πως οι άλλοι, ιδιαίτερα αυτούς που θαυµάζω, αντιµετωπίζουν παρόµοια προβλήµατα και προσπαθώ να µάθω από αυτούς. Η πολυφωνία συνεισφέρει επίσης στην αυτογνωσία. Αφού είναι πιο εύκολο για τους άλλους να καταλάβουν από τις πράξεις µου τι άνθρωπος είµαι, θα αυξήσω την αυτογνωσία µου αν αισθανθούν άνετα να εκφράσουν ελεύθερα την άποψή τους γι αυτά που κάνω. Είναι πολύ πιθανόν, έτσι, να δω λίγο καλύτερα τις αστοχίες µου. Ο δεύτερος τρόπος υπέρβασης της ακράτειας είναι η προδέσµευση (precommitment) [40]. Αν ξέρω ότι είµαι επιρρεπής σε ορισµένες συµπεριφορές, δεσµεύοµαι εκ των προτέρων να ακολουθήσω εκείνες τις πολιτικές που ενώ γνωρίζω ότι πρέπει να ακολουθηθούν, εν τούτοις ενδέχεται να µην µπορέσω να ακολουθήσω στην πράξη. Γνωρίζω, µε άλλα λόγια, ότι ενδέχεται να είµαι ακρατής και γι αυτό, φρονίµως ποιώντας, προδεσµεύοµαι για να προστατεύσω τον εαυτό µου (και την επιχείρησή µου ή τη χώρα µου) από την ακράτειά µου. Στις επιχειρήσεις και τους οργανισµούς αυτή η προδέσµευση συνήθως παίρνει τη µορφή της θέσπισης κανόνων στους οποίους υπάγεται η συµπεριφορά όλων. Αυτός είναι ο αποτελεσµατικότερος τρόπος δηµιουργίας εµπιστοσύνης σε µεγάλα κοινωνικά συστήµατα: µε τους κανόνες τίθενται περιορισµοί στους ασκούντες εξουσία να ενεργούν καιροσκοπικά και/ή προς ίδιον όφελος, εις βάρος του µακροπρόθεσµου κοινού καλού [41].
Σε κάποιο βαθµό το φαινόµενο της προδέσµευσης το βλέπουµε στην πρόσφατη συµπεριφορά του ελληνικού κράτους µε τη δηµιουργία ανεξάρτητων αρχών. Γνωρίζοντας οι πολιτικοί ότι στο θέµα π.χ. της απασχόλησης στο δηµόσιο είναι ακρατείς, αναθέτουν στο ΑΣΕΠ, ένα ανεξάρτητο όργανο, τη διαδικασία των προσλήψεων. Αλλά και στις επιχειρήσεις βλέπουµε, όλο και συχνότερα, την υιοθέτηση κωδίκων συµπεριφοράς, δηλώσεις για το όραµα της επιχείρησης, και διακηρύξεις για την αποστολή της επιχείρησης. Όλα αυτά είναι προδεσµεύσεις οι οποίες αποσκοπούν στην αντιµετώπιση της ακράτειας και στη δηµιουργία εµπιστοσύνης για την επίτευξη του κοινού καλού.
Επίλογος
Η επιχείρηση για να είναι ανταγωνιστική στην αγορά πρέπει να αναπτύξει την αυθόρµητη συνεργασία στο εσωτερικό της. Πλούτος παράγεται µόνον αφενός µεν αν τα µέλη της επιχείρησης συστοιχηθούν για την επίτευξη κοινών σκοπών, αφετέρου δε αν επιτύχει η επιχείρηση να κερδίσει την ηθική νοµιµοποίηση από την κοινωνία µέσα στην οποία λειτουργεί.
Οι πραγµατικά καλές εταιρίες είναι αυτές που δεν είναι απλώς µηχανισµοί παραγωγής και εµπορίας, αλλά ζωντανοί θεσµοί – συλλογικές οντότητες οι οποίες είναι φορείς παραδόσεων και αξιών. ∆εν είναι τυχαίο ότι οι µακροχρόνια εξαιρετικές εταιρίες όπως η Hewlett-Packard, η IBM, η Sony, η 3M, ο ΤΙΤΑΝ, χαρακτηρίζονται από διακριτά οράµατα και αξίες, τα οποία υπερβαίνουν σε διάρκεια κατά πολύ τουςιδρυτές τους. Το τελικό προϊόν σε αυτές τις εταιρίες δεν είναι κάποιο συγκεκριµένο προϊόν, όσο ευπώλητο κι αν είναι, αλλά η ίδια η εταιρία – ο διακριτός τρόπος µε τον οποίο εκατοντάδες ή χιλιάδες άνθρωποι, από γενιά σε γενιά, συνεργάζονται και δηµιουργούν [42].
Ο επικεφαλής µιας εξαίρετης εταιρίας δεν υπερηφανεύεται τόσο για την οικονοµική της επιτυχία, όσο για το ότι η εταιρία του αποτελεί διαχρονικό σηµείο αναφοράς και µίµησης. «Είχα πάντοτε επικεντρώσει την προσοχή µου», λέει ο Σαµ Γουόλτον, ιδρυτής της Wal-Mart, «στο να χτίσω την καλύτερη εταιρία λιανεµπορίου που θα µπορούσα. Τελεία και παύλα. Το να δηµιουργήσω µια τεράστια προσωπική περιουσία δεν ήταν ποτέ σκοπός για µένα» [43]. Ο Γουίλιαµ Χιούλετ, συν-ιδρυτής της Hewlett-Packard, οµολογεί ότι «όσο κοιτάω πίσω τη ζωή µου, είµαι υπερήφανος για το ότι συνεισέφερα στη δηµιουργία µιας εταιρίας η οποία, χάρις στις αξίες της, τις πρακτικές της, και την επιτυχία της, είχε τεράστια επίδραση στον τρόπο µε τον οποίο διοικούνται οι εταιρίες ανά τον κόσµο. Και είµαι ιδιαίτερα υπερήφανος που αφήνω πίσω µου µια οργάνωση η οποία θα συνεχίσει να αποτελεί ένα υποδειγµατικό µοντέλο και µετά το θάνατό µου» [44]. Ο Παύλος Ευµορφίδης, ∆ιευθύνων Σύµβουλος της COCO-MAT, αναφερόµενος στο σκοπό της εταιρίας του παρατηρεί ότι, «το όραµα των ιδρυτών της COCOMAT ήταν να κατακτήσουµε την κορυφή, σε παγκόσµιο επίπεδο, στην κατασκευή φυσικών προϊόντων ύπνου και να συµµετέχουµε ενεργά στη διαµόρφωση µιας αειφόρου παιδείας που θα αγκαλιάζει όλους τους τοµείς της ανθρώπινης δραστηριότητας» (Καθηµερινή, 21/3/2004).
Προσέξτε ότι ο Σαµ Γουόλτον, ο Χιούλετ Πάκαρντ και Ο Παύλος Ευµορφίδης δεν ορίζουν την εταιρία τους µε οικονοµικούς αλλά µε βαθιά κοινωνικούς όρους – να δηµιουργήσουν µια υποδειγµατική εταιρία (και οι τρεις)· να παράσχουν ένα προϊόν ή µια υπηρεσία που θα καλύπτει καταναλωτικές ανάγκες µε περιβαλλοντικά υπεύθυνο τρόπο (ο τρίτος). Ο Αριστοτέλης µάλλον θα χαιρόταν γι αυτό. Θα χαιρόταν να βλέπει τους κατ’ εξοχήν ανθρώπους της πράξης να σκέπτονται όχι απλώς «παραγωγικά» αλλά φρόνιµα.. Αντιθέτως, θα τον προβληµάτιζε η συµπεριφορά του κ. Γκαρνιέ. Θα του υπενθύµιζε, µαντεύω, ότι ο ∆Σ δεν είναι απλώς ένας συναλλακτικός ηγέτης (transactional leader) – κάποιος δηλαδή που επιζητεί τη συνεργασία των άλλων επί τη βάσει των ανταλλαγµάτων που τους προσφέρει – ούτε ένας µεγιστοποιητής του ατοµικού του συµφέροντος, ο οποίος, προκειµένου να έχει κίνητρα να διευθύνει µια τεράστια επιχείρηση, χρειάζεται διαρκώς υψηλότερες απολαβές.
Ο Αριστοτέλης θα υπενθύµιζε στον κ. Γκανρνιέ ότι ο ∆Σ ενορχηστρώνει τη συλλογική προσπάθεια, χτίζει µε τις πράξεις του τον κοινό τόπο της επιχείρησης, εµπνέει µε το παράδειγµά του τους άλλους να υπάγουν το ατοµικό τους συµφέρον στο κοινό καλό της επιχείρησης. Οι πράξεις του ηγέτη είναι βαθύτατα συµβολικές: σηµατοδοτούν τι είναι σηµαντικό, δίνουν τον τόνο στην οργάνωση, γίνονται αντικείµενο µίµησης [45]. Είναι δυστυχώς σηµείο της «πλεονεξίας» του αγοροκρατούµενων καιρών µας ότι ενώ αρκετοί ∆Σ κατανοούν πολύ καλά τη γλώσσα της «αλυσίδας προστιθέµενης αξίας», αδυνατούν να καταλάβουν τη γλώσσα των συλλογικών αξιών, της κοινότητας, και της ηθικής αυθεντίας, χάρις στην οποία, σε τελική ανάλυση, λειτουργούν οι εταιρίες και κάθε συλλογικό µόρφωµα γενικότερα.
Για τον Αριστοτέλη ο καλός ηγέτης είναι «φρόνιµος»: γνωρίζει να θέτει ευρύτερους συλλογικούς σκοπούς που να εµπνέουν του ανθρώπους και συγχρόνως πώς να τους υλοποιεί σε διαρκώς µεταβαλλόµενες περιστάσεις. Η φρόνηση δεν είναι µια απλή ατοµική λειτουργία, αλλά βαθιά συλλογική: µαθαίνει να είναι κανείς φρόνιµος ζώντας ενάρετα στην κοινότητά του.
Όλα τα µέλη της επιχείρησης πρέπει να «εθίζονται» στη φρόνηση – όλοι είναι εν δυνάµει φρόνιµοι. ∆εδοµένου ότι η φρόνηση υλοποιεί καθολικούς σκοπούς, η ατοµική δράση είναι φρόνιµη όταν προάγει το κοινό καλό της κοινότητας στην οποία µετέχει ο φρόνιµος. Η ατοµική ευδαιµονία συνδέεται στενά µε τη συλλογική ευδαιµονία.
Ο ηγέτης ενσαρκώνει ex officio τις συλλογικές αξίες και, µέσω της εν πολλοίς συµβολικής λειτουργίας της θέσης του, συνεισφέρει καθοριστικά στην προαγωγή των κοινών αξιών. Η «ευδαιµονία» της επιχείρησης-ως-κοινότητα συνδέεται στενά µε την «ευδαιµονία» της ευρύτερης κοινωνίας, αφού η επιχείρηση είναι «φρόνιµη» όταν συνεισφέρει στο κοινό καλό της «πόλεως». ∆εν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο που οι εξαιρετικές επιχειρήσεις (π.χ. ΤΙΤΑΝ, COCO-MAT) διακρίνονται τόσο για την καλή διοίκηση του ανθρώπινου δυναµικού όσο και για την κοινωνική τους προσφορά. Η ενάρετη επιχείρηση «εθίζει» τα µέλη της στις ηθικές αρετές – τους διδάσκει εµπράκτως και κατ’ επανάληψη τις αξίες που συνέχουν την επιχείρηση. ∆εν υπάρχουν κανόνες ενάρετης δράσης, ούτε η φρόνηση µπορεί να διδαχθεί: οι νεότεροι κοινωνικοποιούνται να σκέπτονται και να αισθάνονται «κατά τον ορθόν λόγον», κι αυτός είναι ένα ακόµα λόγος για τον οποίο είναι άκρως σηµαντική η αυτο-κατανόηση µιας επιχείρησης ως κοινότητας – ως φορέα παραδόσεων και αξιών [46] . Η φρόνηση ασκείται καλά όταν µαζί µε το «καθόλου» (τους καθολικούς σκοπούς) λαµβάνει υπόψη «τα καθ’ έκαστα», κι αυτό απαιτεί όχι µόνον «εθισµό» στις ηθικές αξίες της κοινότητας και διανοητική οξύνοια, αλλά και συναισθηµατική πληρότητα και αυτογνωσία. Ο καλός ηγέτης είναι συναισθηµατικά ώριµος και ευφυής – γνωρίζει «τα καθ’ έκαστα» καλύτερα όταν τα προσεγγίζει όχι µόνον εγκεφαλικά αλλά και συναισθηµατικά.
Για την ακρίβεια, δεν τα γνωρίζει πλήρως αν δεν µετάσχει και συναισθηµατικά στην προσέγγισή τους. Τέλος, ο καλός ηγέτης γνωρίζει τον κίνδυνο της ακράτειας και προσπαθεί να τον αποφύγει µε την αυτογνωσία, την πολυφωνία και την προδέσµευση.
Ποτέ άλλοτε η φρόνηση δεν ήταν τόσο απαραίτητη όσο είναι σήµερα. Σε έναν αλληλένδετο, παγκοσµιοποιηµένο κόσµο, στον οποίο οι αποφάσεις πολιτικών και επιχειρηµατικών ηγετών έχουν τεράστιες επιπτώσεις στη ζωή µας και το περιβάλλον, η καλλιέργεια της Αριστοτελικής φρόνησης είναι επιτακτική αναγκαιότητα. Χρειαζόµαστε επειγόντως ηγέτες που θα µεριµνούν για το κοινό καλό και θα το προάγουν µε τις πράξεις τους. Χρειαζόµαστε επιχειρήσεις µε αίσθηση αποστολής, αυτο-κατανόηση κοινότητας, και διάθεση προσφοράς στην ευρύτερη κοινωνία. Χρειαζόµαστε διανοητικούς ορίζοντες που δεν θα περιορίζονται σε έναν αφελή οικονοµισµό αλλά θα ανοίγονται στην πολυπλοκότητα των κοινωνικών φαινοµένων [47].
Αν ο Αριστοτέλης ήταν ∆Σ θα ήθελε, νοµίζω, να δηµιουργήσει µια επιχείρηση-πρότυπο που να προάγει την ευδαιµονία. Κάτι τέτοιο εύκολα λέγεται, βεβαίως, και δύσκολα γίνεται. Θα µας έλεγε ότι δεν υπάρχουν συνταγές ευδαιµονίας και ότι τίποτα δεν απαλλάσσει έναν ηγέτη από το άχθος της κρίσης και το βάρος των επιλογών του. Το να ζεις κανείς «κατά τον ορθόν λόγον» είναι απαιτητικό – µια διαρκής άσκηση. Το να αναζητά ένας ηγέτης την τελειότητα είναι µια ατέρµονη και επίπονη διαδικασία η οποία απαιτεί όραµα, έµπρακτη προαγωγή του κοινού καλού, εκλεπτυσµένη προσωπικότητα, αυτο-περιορισµό και εγκράτεια – µε µια λέξη, φρόνηση. Μόνον έτσι η εταιρία διαµορφώνει τον ενάρετο χαρακτήρα της, ο οποίος µε τη σειρά του διαµορφώνει ενάρετους εργαζόµενους.
Με δυο λόγια: αν θέλετε να είστε ανταγωνιστικοί στην αγορά, θα συµβούλευε ο Αριστοτέλης έναν ∆Σ, φροντίστε να δηµιουργήσετε έναν «ενάρετο κύκλο» µε τους εργαζόµενους και όσους επηρεάζονται από την επιχείρησή σας· αισθανθείτε µέρος του όλου· αποφύγετε την «ύβριν»· σκεφθείτε όπως ο Βαν Γκόχ: «Περπάτησα σ’ αυτή τη γη για τριάντα χρόνια κι από ευγνωµοσύνη θέλω ν’ αφήσω πίσω µου ένα σουβενίρ». Ίσως µια από τις ερωτήσεις που πρέπει να θέτει καθηµερινά ένας ∆Σ στον εαυτό του είναι: τι θ’ αφήσω πίσω µου;
-----------------------------------
Παραποµπές
[1] Solomon, R. (1992), Ethics and Excellence: Cooperation and Integrity in Business, New York: Oxford University Press, σ 101-102. Μeikle, S. (1995), Aristotle’s Economic Thought, Oxford: Clarendon Press
[2] Philips, K. (2002), Wealth and Democracy, New York: Broadway Books, Part III [3] Σε όλο το κείµενο, οι λέξεις και φράσεις που είναι µε πλάγια γράµµατα εντός εισαγωγικών προέρχονται από το βιβλίο του Αριστοτέλη ΗθικάΝικοµάχεια, Αθήνα: Κάκτος, 1993
[4] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικοµάχεια, Αθήνα: Κάκτος, 1993, 1099β 27. Εφεξής όλες οι παραποµπές στον Αριστοτέλη θα δηλώνονται µε την παράθεση εντός παρενθέσεως του σχετικού εδαφίου από τα ΗθικάΝικοµάχεια (ο.π.)
[5] Πελεγρίνης, Θ. (1997), Οι Πέντε Εποχές της Φιλοσοφίας, Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα, σ.87
[6] MacIntyre, A. (1985), After Virtue, London: Duckworth, 2η έκδοση, σ.154
[7] Lear, J. (1988), Aristotle: The Desire to Understand, Cambridge: Cambridge University Press, σ.158
[8] Lear, ο.π., σ.157-159
[9] Reeve, C.D.C. (1995), Practices of Reason: Aristotle’s Nicomachean Ethics, Oxford: Clarendon Press, σ. 83-84. Βλέπε επίσης Gadamer, H.G., Truth and Method, London: Sheed & Ward, ∆εύτερη, αναθεωρηµένη έκδοση, σ.312-324
[10] Hutchinson, D.S. (1995) Ethics. Στο J. Barnes (επιµ.), The Cambridge Companion to Aristotle, Cambridge: Cambridge University Press, σ.208
[11] G. Hamel & C.K. Prahalad (1994), Competing for the Future, Cambridge, Mass.: Harvard Business School Press. Cockburn, I.M., Henderson, R.M. & Stern, S. (2000), Untangling the origins of competitive advantage, Strategic Management Journal, 21, σ.1123-1146. Conner, K.R. & C.K. Prahalad (2002), A resource-based theory of the firm: Knowledge versus opportunism. Στο C.W. Choo & N. Bontis (επιµ.), The Strategic Management of Intellectual Capital and Organizational Knowledge, Oxford: Oxford University Press, σ.103-132
[12] MacIntyre, ο.π., σ.191
[13] Feyerabend, P. (1987), Farewell to Reason, London: Verso, σ.113
[14] MacIntyre, ο.π., σ.57-59
[15] Γιανναράς, Χ. (1984), Ορθός Λόγος και Κοινωνική Πρακτική, Αθήνα: ∆όµος, σ.185-198 & 206-207
[16] Solomon, ο.π., Κεφ. 11. Dobson, J. (1994) Theory of the firm: Beyond the Sirens, Economics and Philosophy, 10, σ.73-89
[17] Burnyeat, M.F. (1999), Aristotle on learning to be good. Στο N. Sherman (επιµ.), Aristotle’s Ethics, Lanham, Maryland: Rowman & Littlefield. σ. 205-230
[18] Nussbaum, M. (1999), Τhe discernment of perception: An Aristotelian conception of private and public rationality. Στο N. Sherman (επιµ.), Aristotle’s Ethics, Lanham, Maryland: Rowman & Littlefield. σ.145-182. Berlin, I. (1996), The Sense of Reality, London: Pimlico, σ.40-53
[19] Γιανναράς, ο.π., σ. 189 & 196. Feyerabend, P. (1999), Conquest of Abundance: A Tale of Abstraction versus the Richness of Being, Chicago: Chicago University Press
[20] Τaylor, C.C.W. (1995), Politics. Στο J. Barnes (επιµ.), The Cambridge Companion to Aristotle, Cambridge: Cambridge University Press, σ.242
[21] Hartman, E.M. (1996), Organizational Ethics and the Good Life, Cambridge: Cambridge University Press, σ.75-78
[22] Miller, G.J. (1992), Managerial Life: The Political Economy of Hierarchy, Cambridge: Cambridge University Press
[23] Vaughan, D. (1996), The Challenger Launch Decision: Risky Technology, Culture, and Deviance at NASA, Chicago: University of Chicago Press, Κεφ.6
[24] Lane, R. E. (1998), The joyless market economy. Στο A. Ben-Ner & L. Putterman (επιµ.), Economics, Values, and Organization, Cambridge: Cambridge University Press, σ.480
[25] Selznick, P. (1992) The Moral Commonwealth: Social Theory and the Promise of Community, Berkeley: University of California Press, Kεφ.16
[26] Taylor, ο.π., σ.248
[27] Selznick, ο.π.
[28] Collins, J. Good to Great: Why some companies make the leap… and others don’t, New York: HarperBusiness
[29] Η διαβόητη αυτή δήλωση έγινε στη Βουλή των Κοινοτήτων της Μ. Βρετανίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, από τον τότε Υπουργό Οικονοµικών της Συντηρητικής κυβέρνησης, κ. Λαµόντ.
[30] Sherman, N. (1997), Making a Necessity of Virtue: Aristotle and Kant on Virtue, Cambridge: Cambridge University Press, σ.39-74 & 248-254
[31] Nussbaum, ο.π., σ.171
[32] Goleman, D. (1995), Emotional Intelligence, London: Bloomsbury
[33] Hursthouse, R. (1999), On Virtue Ethics, Oxford: Oxford University Press, σ.113-120
[34] Burnyeat, ο.π. Sherman, o.π. (βλ. [30]), σ.248-249
[35] Plato, Protagoras, 352B-353A, E. Hamilton & H. Cairns (επιµ.), Princeton: Princeton University Press, 1989
[36] Elster, J. (1989), The Cement of Society: A Study of Social Order, Cambridge: Cambridge University Press, σ.19-23
[37] Hutchinson, ο.π., σ.216-217. Lear, ο.π., σ.185-186
[38] Lear, ο.π., σ.186
[39] Sherman, ο.π. (βλ. [30]), σ.46-47
[40] Elster, J. (1979), Ulysses and the Sirens: Studies in Rationality and Irrationality, Cambridge: Cambridge University Press, σ.111
[41] Miller, ο.π., σ.220-225
[42] Collins, J.C. & J.I. Porras (1994), Built to Last: Successful Habits of Visionary Companies, New York: HarperBusiness
[43] Collins & Porras, ο.π., σ.42
[44] Collins & Porras, ο.π., σ.1
[45] Tsoukas, H., The real cost of the executive pay boom, Sunday Herald, December 8, 2002
[46] Tsoukas, H. & Cummings, S. (1997), Marginalization and recovery: The emergence of Aristotelian themes in organization studies, Organization Studies, 18, σ.655-683.
[47] Toulmin, S. (1990), Cosmopolis: The Hidden Agenda of Modernity, Chicago: Chicago University Press. Μορέν, Ε. (2000), Το Καλοφτιαγµένο Κεφάλι, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, µετάφραση: ∆. ∆ηµουλάς. Μορέν, Ε. (2000), Οι Εφτά Γνώσεις Κλειδιά για την Παιδεία του Μέλλοντος, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, µετάφραση: Θ. Τσαπακίδης. Wallerstein, I., The End of the World As We Know It, Minneapolis: University of Minnesota Press, Κεφ.10 & 15.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου